Η Αδελίνα Γκιτάρ, γνωστότερη ως Μαντάμ Ορτάνς (1863 - 2 Μαΐου 1938) ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη, η οποία έγινε γνωστή στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εγκαταστάθηκε στην Κρήτη.
Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της έζησε στην Ιεράπετρα και τιμήθηκε από τις αρχές, με το να δοθεί το όνομά της σε δρόμο της πόλης.
Γεννημένη στη Γαλλία, για τον ακριβή τόπο γέννησής της, ερίζουν οι πόλεις Παρίσι, Τουλόν και Μασσαλία.
Πολύ νεαρή, σε ηλικία 16 ετών, έγινε πόρνη.
Όταν ξεκίνησε η κατοχή της Κρήτης, το 1898, η Γκιτάρ εγκαταστάθηκε με γύρω στις 500 ακόμα γυναίκες στα Χανιά, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους άνδρες των Μεγάλων Δυνάμεων που υπηρετούσαν στους στόλους.
Έπειτα από την επανάσταση στο Θέρισο, το 1905, η Μαντάμ Ορτάνς φεύγει και περιπλανάται στην ανατολική Κρήτη και ειδικότερα στο Ηράκλειο, στη Σητεία και στον Άγιο Νικόλαο. Τελικά, στις αρχές του 1910 εγκαθίσταται μόνιμα στην Ιεράπετρα, όπου ανοίγει χαρτοπαικτική λέσχη και εστιατόριο στην Μεσοκαστελλιά. Εν συνεχεία, λειτούργησε ένα ξενοδοχείο ύπνου, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα το "Hotel Creta". Το ξενοδοχείο εκείνο ονομαζόταν "Η Γαλλία".
Αργότερα η Ορτάνς έγινε υποπρόξενος της Γαλλίας και πολλοί την υποπτεύονταν για κατάσκοπο. Έπειτα από τον πόλεμο ανέπτυξε έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καταξιώθηκε στην Ιεράπετρα, όπου πέθανε το 1938.
Η Μαντάμ Ορτάνς αποτέλεσε την ηρωίδα σε πολλά λογοτεχνικά έργα, όπως στο "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" του Καζαντζάκη, ενώ στον κινηματογράφο την υποδύθηκε η ηθοποιός Λίλα Κέντροβα.
Επίσης, στα "πάρεργα" του Γεώργιου Πάγκαλου αναφέρονται αφηγήσεις της Ορτάνς. Στο έργο του Πρεβελάκη Χρονικό μιας Πολιτείας βρίσκουμε την Μαντάμ Ορτάνς ως Φατμέ. Βιογραφία της έγραψε ο Ιωάννης Μανωλικάκης.
Μαντάμ Ορτάνς ο βίος στα Χανιά
Η Μαντάμ Ορτάνς γεννήθηκε στα 1863 στο Παρίσι και το πραγματικό της όνομα ήταν Ναταλί Γκιτάρ. Ηταν μία πολύ λεπτή, ευγενική και όμορφη Γαλλιδούλα που σε κατακτούσε με τους λεπτούς της τρόπους και τη συμπεριφορά της. Ηταν μία χορευτρια-τραγουδίστρια, ´σαντέζα´ όπως τις έλεγαν τότε και προτιμούσε να χορεύει ΚΑΝ-ΚΑΝ επιδεικνύοντας έως πάνω τα καλλίγραμα πόδια της. Λέγεται ότι για ένα διάστημα χόρευε και στό γνωστό Παρισινό κέντρο διασκέδασης το ´Μουλέν Ρούζ´.
Οι Χανιώτες ´Δόν Ζουάν´ της εποχής άνοιγαν ντουζίνες μπουκάλια με σαμπάνιες για χάρη της. Στήν πόλη μας, τα Χανιά, έφθασε με ένα μικρό μπαλέτο αποτελούμενο από Γαλλίδες χορεύτριες και
τραγουδίστριες και πρόσφεραν ένα ωραίο για την εποχή εκείνη θέαμα, με χορούς και τραγούδια στο καλύτερο για την εποχή εκείνη κοσμικό κέντρο το ´Λόντον Μπάρ´, το οποίο λειτουργούσε στην πόλη μας περίπου έως το 1960. Βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο ´Κύδων´, απέναντι από τη Δημοτική Αγορά.
Πλήθος Χανιωτών και Αξιωματικοί τών Συμμαχικών Δυνάμεων πήγαιναν τα βράδια στό ´Λόντον Μπάρ´ για να την ακούσουν και να χαρούν την φινέτσα της, τα ωραία τραγούδια, τον χορό της και την γοητεία της Παριζιάνικης ζωής. Παροιμιώδη έμειναν τα γλέντια με την ´Μαντάμ Ορτάνς´ που οι Χανιώτες ´Δον Ζουάν´ της εποχής άνοιγαν ντουζίνες μπουκάλια μέ σαμπάνιες για χάρη της και την έπιναν μέσα στο γοβάκι της.
Η Μαντάμ Ορτάνς ήρθε στα Χανιά τα χρόνια της συμμαχικής κατοχής, τότε που οι μεγάλες δυνάμεις είχαν στείλει στη Σούδα πολεμικά πλοία για την προστασία του επαναστατημένου Κρητικού Λαού όπως έλεγαν, στην πραγματικότητα, όμως, για να μην προλάβει και καταλάβει καμιά Δύναμη την Κρήτη.
Η παραμονή των ξένων στόλων στη Σούδα κράτησε από το 1897 μέχρι και τό 1907.
Για την ψυχαγωγία τόσων ξένων αξιωματικών του ναυτικού, έκαναν ό,τι μπορούσαν οι αρτίστες του ´Λόντον Μπάρ´.
Για τους απλούς ναύτες υπήρχε ένα… ´δευτερότερο´ Καφέ Σαντάν του Χουρχουδά στη συνοικία της Σπλάντζιας.
Στά Χανιά η Μαντάμ Ορτάνς κατοικούσε σε ένα γωνιακό σπίτι που βρισκόταν στις οδούς Ποτιέ και Σήφακα στα Μαχαιράδικα.
Κάθε απόγευμα φεύγοντας από το σπίτι της ακολουθούσε την οδό που βγάζει στην οδό Χάληδων και πήγαινε στην Καθολική Εκκλησία.
Εβαζε στο κεφάλι της ένα μαύρο δαντελένιο μαντήλι και έκανε την προσευχή της.
Οι Χανιώτες γλεντζέδες της εποχής εποφθαλμιούσαν τα θέλγητρα της ωραίας Γαλλιδούλας και της έστελναν ακριβά δώρα και λουλούδια για να τη δελεάσουν.
Η Ορτάνς, όμως, δεν έκλεινε ραντεβού μέ κανένα, δίδοντας αόριστες υποσχέσεις. Εκτός από τον Ιταλό Ναύαρχο Κανναβάρο μέ τον οποίο, τόσο αυτή όσο και ο Ναύαρχος ήταν σφόδρα ερωτευμένοι. Αυτό που γράφεται στο βιβλίο ´Αλέξης Ζορμπάς´ ότι πήγαινε και περνούσε νύχτες ολόκληρες μέ τους Ναυάρχους των 4 μεγάλων δυνάμεων και τους αναγνώριζε στό σκοτάδι από την κολώνιά τους είναι φαντασία του συγγραφέα Ν. Καζαντζάκη για το βιβλίο του. Η πραγματικότητα είναι ότι ήταν ερωτευμένη και ´πήγαινε´ μόνο με τον Κανναβάρο.
Κάποιος δε Χανιώτης, πολύ ωραίος και λεβέντης, ένας γνήσιος ´Μπον Βιβέρ´ την φλέρταρε και πήγαινε κάθε βράδυ στό κέντρο που τραγουδούσε να την δει και να της στείλει λουλούδια.
Καθόταν στα πρώτα τραπεζάκια του κέντρου, πάντα καλοντυμένος με ακριβά κοστούμια και μεταξωτά πουκάμισα.
Κάποτε την προσκαλεσε να πάνε να της προσφέρει ένα ωραίο δείπνο και για χατήρι της θα άνοιγε να πιει Γαλλική σαμπάνια ´Ντόν Περινιόν´. Η γλυκειά Ορτάνς του απάντησε ότι τον εκτιμά,
της αρέσει η ευγένειά του αλλά θα έβγαινε μαζί του υπό ένα απαράβατο όρο: ´Να με σεβασθείς και να φερθείς σαν ιππότης´, γιατί
δεν ήθελε να πατήσει τόν ´όρκο πίστεως´ που είχε δώσει στον αγαπημένο της Ιταλό ναύαρχο.
Ετσι και έγινε! Βγήκαν, έφαγαν αλλά μετά τον δείπνο ο καθένας πήγε σπίτι του. Η τιμή του Ιταλού ναυάρχου σώθηκε....
ΠΗΓΗ (Αιμίλιος Δασύρας)
Ορτανσία η πολύφερνη δύση στην Ανατιλική Κρήτη
Η Ορτάνς έγινε βασικά γνωστή από τον Ζορμπά του Κακογιάννη.
Το φιλμ (1964) ήταν βασισμένο στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορ-μπά (1946). Στην Κρήτη όμως η Ορτάνς ήταν γνωστή από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Η μεγάλη εξέγερση του 1896 στην Κρήτη κατά των Τούρκων, όπως είναι γνωστό, προκάλεσε την στρατιωτική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχε ως αποτέλεσμα την αυτονομία της μεγαλονήσου και η οποία άνοιξε το δρόμο για την πολυπόθητη ένωση, το 1913, με την Ελλάδα.
Με την άφιξη, λοιπόν, των 10.000 περίπου στρατιωτών της πολυεθνικής δύναμης, για τις ανάγκες τους στρατεύματος αφίχθησαν και κάμποσα «κορίτσια».
Ορτάνς στα Γαλλικά σημαίνει ορτανσία και «νονός» της ο Γάλλος Ναύαρχος Ποττιέ, πολλή πριν έρθει η Ορτανσία για να βρει τον παλιό της γνώριμο Ποττιέ, πρόεδρο τώρα του συμβουλίου
των ναυάρχων, στην Κρήτη. Από τα Χανιά που εγκαταστάθηκε αρχικά πήγε το 1905 στη Σητεία.
Το μαγαζί όμως δεν έβγαινε εκεί και αποφάσισε, το 1908, και ήρθε στον Άγιο Νικόλαο. Εδώ η Ορτάνς άνοιξε καφωδείο στην προκυμαία της πόλης στην βορειοανατολική άκρη της. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, σε σημείο που να χρειαστεί παράταση ωραρίου λειτουργίας.
Πράγματι, χωρίς τις συνήθεις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες που κάνουν τους επιχειρηματίες να διστάζουν να επενδύσουν στη χώρα μας, ο τότε νομάρχης Λασιθίου υπέγραψε πάραυτα απόφαση με την οποία επιτρεπόταν στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού «Νικόλαον Χανιωτάκην, καφεπώλην, κάτοικον Αγίου Νικολάου να έχη ανοικτόν το εντός της κωμοπόλεως Αγίου Νικολάου και κατά την ακτήν κείμενον καφενείον του μέχρι της 3ης μετά το μεσονύκτιον ώρας». Δουλειές με φούντες η Ορτανσία στον Άγιο.
Όμως η τάξις και η ηθική, οι οποίες εκπροσωπούντο στην πόλη από τον Σταθμάρχη (αστυνομικό διοικητή της πόλης) επαγρυπνούσαν.
Η ανωτέρω απόφαση του νομάρχη εξεδόθη παρανόμως, απεφάνθη ο Σταθμάρχης, διότι στο καφωδείον σύχναζαν «γύναια αναιδέστατα, εψιμιθυωμένα και ασέμνως ενδεδυμένα (τα οποία) δια προκλητικών του σώματος κινήσεων παρασύρουν τον απλόν κόσμον εις τον βόρβορον της εξαχρείωσης». Η ιστορία έφθασε να δημιουργήσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ της Ύπατης Αρμοστείας και της πρεσβείας της Ιταλίας. Ο Σταθμάρχης τα έριχνε στον νομάρχη σημειώνοντας σε σχετικό έγγραφο προς τους ανωτέρους του: «Εις τα ανωτέρω άτοπα συντελείκατά μέγα μέρος η διαγωγή του ενταύθα κ. Νομάρχου, όστις ως διαδίδεται ευρίσκεται εις αθεμίτους σχέσεις μετ’ αυτών, δι’ ο και ενθαρρύνει αυτάς εις το να παραμείνουν ενταύθα και εξασκώσι κρυφά το επάγγελμα της πόρνης».
Προκλητικές του σώματος κινήσεις, αθέμιτες σχέσεις, το θέμα έλαβε διαστάσεις κωμικοτραγικές και συντάχθηκαν έγγραφα απείρου κάλους.
Ενδεικτικά: «Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω υμίν, εις συνέχειαν της υπ’αριθμ. 3459 ε. ε. αναφοράς μου, ότι αι ενταύθα διαμένουσαι Ιταλίδες αοιδοί, μετά του Νικολάου Χανιωτάκι και της συζύγου αυτού Ορτάνς Αδελίνα, Γαλλίδος, εξακολουθούν να διατηρώσι δήθεν καφενείον, όπερ ουδέν άλλο είναι ή χαμαιτυπείον, κατόπιν δε των εν αυτώ διαπραττομένων οργίων, έπαυσε λειτουργούν το ενταύθα χαμαιτυπείον, των γυναικών απελθουσών. Εις σχετικάς δε παρατηρήσεις υπό της Χωροφυλακής εδήλωσαν ότι ως ξέναι υπήκοοι, ουδένα σεβασμόν ή ευπείθειαν εις τους τους εγχωρίους Νόμους οφείλουσι.
Τούτου ένεκα και επειδή τοιαύται παρεκτροπαί εις κέντρα οία και το του Αγίου Νικολάου, γίνονται αισθηταί, ποιούσι δε την χειρίστην εντύπωσιν εις τους εντίμους κατοίκους, καθό προσβάλουσαι την δημοσίαν ηθικήν, δια ταύτα παρακαλώ υμάς, όπως ευαρεστούμενοι, ενεργήσετε τα δέοντα, όπου δει και ούτω διαταχθή το κλείσιμον του εν λόγω καφενείου ει δυνατόν δε και η απέλασις των εν λόγω γυναικών».
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την κάμψη της πελατείας σε σημείο που να φθάσει το «μαγαζί» να βάλει λουκέτο. Η Ορτανσία μετά του συζύγου της Ν. Χανιωτάκη πήραν το δρόμο της Ιεράπετρας με καΐκι, όπως λένε τα σχετικά ντοκουμέντα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης.
«Στην Ιεράπετρα νοικίασαν ένα μαγαζί στη Μεσοκαστελιά, απέναντι από μια αρχινισμένη εκκλησιά…», σημειώνει ο Μαμάκης («Ανατολή» 10,11,12 & 13 Μαρτίου 2009).
Η ίδια η Ορτάνς έγραψε σε μια φίλη της για την Ιεράπετρα:
«Είναι ένα φανταστικό μέρος, ανάμεσα ακριβώς από Ευρώπη και Αφρική.
Δεν έχει την αφόρητη ζέστη της Αφρικής αλλά και δεν ξέρει τι θα πει κρύο. Ποτέ δεν έχει χιονίσει, παλτό δε φοράει σχεδόν κανένας, σπάνια στα σπίτια ανάβουν μαγκάλια…Ο Νικόλας σηκώνεται πρώτος από τα χαράματα, μπαίνει στη βάρκα του και ανοίγεται στο πέλαγος για ψάρεμα…Τώρα πια είμαι σίγουρη για την αγάπη του…Τώρα πια κάνω για πρώτη φορά κάτι στη ζωή μου που μου δίνει ξεχωριστή χαρά: ασχολούμαι με το νοικοκυριό».
Η Ορτανσία όμως έκανε δυο λάθη ταυτόχρονα παραβιάζοντας ισάριθμους θεμελιώδεις κανόνες στο θέμα διατήρηση μιας σχέσης: ήταν σίγουρη για τον έρωτα του συζύγου της και την εύρισκε με την ποδιά της κουζίνας. Οι τίτλοι του τέλους άρχισαν να εμφανίζονται. Η αυλαία του έρωτά τους έδειχνε να πέφτει. Η εμπειρότατη μαντάμ δεν το κατάλαβε. Τα τηγάνια, οι κατσαρόλες, η σφουγγαρίστρα και η σιγουριά είχαν μηδενίσει την έλξη του Νικόλα γι’ αυτήν. Τον Νικόλα τον απασχολούσε το θέμα, και μια ωραία πρωία, σαν έτοιμος από καιρό, πήρε την απόφαση και τα λεφτά της μαντάμ και μην τον είδατε.
Για τη μαντάμ, ακόμα και στην ηλικία της, δεν άρμοζε να τρέχει πίσω από έναν άντρα. Δεν τον αναζήτησε και μόνη πλέον, με τον τίτλο του άμισθου υποπρόξενου της Γαλλίας, προσπάθησε να κάνει
μια νέα αρχή. Άνοιξε εστιατόριο στην Ιεράπετρα και παλιά της τέχνη κόσκινο… Η μαντάμ άμα γεράσει το ρίχνει … στις φιλανθρωπίες, λέει ο θυμόσοφος λαός μας. Η Ορτανσία, κατά πως διαδίδεται,
τον επιβεβαίωσε. Πέθανε στην Ιεράπετρα το 1938...
No comments:
Post a Comment