29.4.15

EΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ…ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ…

DSCN3913 (1)

24-4-15   Λιδορικιώτικη   άνοιξη  με  το  φακό  του Θάνου  Κολοκυθά
Αρχείο  Θάνου  Κολοκυθά
*************
Καλημέρα  Λιδορικιώτες …
Καλημέρα  στους  φίλους  του  Λιδορικιού και  της  εφημερίδας  μας
ΤΕΤΑΡΤΗ  ΣΗΜΕΡΑ  29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2015
Ανατολή Ήλιου: 06:29
Δύση Ήλιου: 20:15
Σελήνη 10 ημερών
ΣΑΝ  ΣΗΜΕΡΑ 
ΓΕΓΟΝΟΤΑ


μ. Χ.
1091

Λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη διεξάγεται η μάχη στο Λεβούνιο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Α’ ο Κομνηνός νικά του Πετσενέγκους και τους εξαφανίζει από την ιστορία.
1882

Η Ζίμενς παρουσιάζει στο Βερολίνο το πρώτο τρόλεϊ με την ονομασία Electromote.
1913

Ο σουηδός μηχανικός Γκίντιον Σούντμπακκατασκευάζει και πατεντάρει το φερμουάρ.
1941

Οι αρχές κατοχής στην Ελλάδα θέτουν σε κυκλοφορία παράλληλα με τη δραχμή, το Μάρκο Κατοχής (Reichs Kredit Kassenscheine), τη λιρέτα Κατοχής, τη μεσογειακή δραχμή, το βουλγαρικό λέβα και το αλβανικό φράγκο, νομίσματα χωρίς αντίκρυσμα.
1945

Ο Αδόλφος Χίτλερ παντρεύεται την Εύα Μπράουνκαι υποδεικνύει ως αντικαταστάτη του τον ναύαρχο Καρλ Ντένιτζ, μία ημέρα πριν από την αυτοκτονία του..
1998

Ο Πανιώνιος επικρατεί με 1-0 επί του Παναθηναϊκού στο Στάδιο Καραϊσκάκη και κατακτά το Κύπελλο Ελλάδας στο ποδόσφαιρο. Το «χρυσό» γκολ σημειώνει με κεφαλιά ο Δημήτρης Ναλιτζής στο 53'.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2904#ixzz3YgJ7hm5n
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ 
μ. Χ.
1899

Ντιουκ Έλινγκτον, αμερικανός συνθέτης και πιανίστας της τζαζ. (Θαν. 24/5/1974)
1970

Ούμαν Θέρμαν, αμερικανίδα ηθοποιός.
1975

Όλγα Κεφαλογιάννη, ελληνίδα πολιτικός.
ΘΑΝΑΤΟΙ
μ. Χ.
1930

Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια από την Καλαμάτα, γνωστή και από το δεσμό της με τον ομότεχνό τηςΚώστα Καρυωτάκη. (Γεν. 1/4/1902)
Ανθολόγιο
1933

Κωνσταντίνος Καβάφης, ποιητής. (γεν. κατά το νέο ημερολόγιο: 24 Απριλίου 1863) (Γεν. 17/4/1863)
Αποφθέγματα Ανθολόγιο
1980

Άλφρεντ Χίτσκοκ, άγγλος σκηνοθέτης, επονομαζόμενος και μετρ του σασπένς. (Γεν. 13/8/1899)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2904#ixzz3YgJpau5G


Κωνσταντίνος Καβάφης
1863 – 1933

Κωνσταντίνος Καβάφης
149
0

Ποιητής της ελληνικής διασποράς, με παγκόσμια ακτινοβολία.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αγγλία και ήταν κάτοχος βρετανικού διαβατηρίου.
Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, μέσα σ’ ένα πλούσιο περιβάλλον με Γάλλο παιδαγωγό και Αγγλίδα τροφό. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1870 αρχίζει η παρακμή της οικογένειάς του. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του Χαρίκλεια Καβάφη (το γένος Φωτιάδη) υποχρεώνεται να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να μετακομίσει με τα παιδιά της, πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Λίβερπουλ.
Στα έξι χρόνια της διαμονής του στην Αγγλία ο νεαρός Κωνσταντίνος θα μάθει σε βάθος την Αγγλική γλώσσα και θα καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα. Το 1878 η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα, εξαιτίας της Κρίσης του 1873 και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια. Ο δεκαπενταετής Κωνσταντίνος μελετά κατ’ οίκον και το 1881 συνεχίζει τις σπουδές του στο εμπορικό λύκειο Ο Ερμής, που ιδρύεται εκείνη τη χρονιά από τον Κωνσταντίνο Παπαζή.
Τον επόμενο χρόνο, η οικογένειά του θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο, που καθιστά επισφαλή τη θέση των Ευρωπαίων. Ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την Αλεξάνδρεια και η οικία Καβάφη γίνεται παρανάλωμα του πυρός. Η οικογένειά του θα φιλοξενηθεί επί τριετία από τον παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη.

Την περίοδο της παραμονής του στην Πόλη εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση. Η ατμόσφαιρα και το τοπίο της φαίνεται να τον εμπνέουν και αυτό διαπιστώνεται στα ποιήματά του Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884), Dünya Güzeli (1884), Νιχώρι (1885) και το πρώτο του πεζό Μια νυξ στο Καλντέρι (1884).
Πάντως, το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882. Πρόκειται για ένα ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με τον τίτλο Constantipoliad-En Epic (Κωνσταντινοπουλιάς - Ένα έπος), στο οποίο περιγράφονται οι προετοιμασίες για την αναχώρηση της οικογένειας από την Αλεξάνδρεια, το πολεμικό κλίμα των ημερών εκείνων και το ταξίδι ως την Κωνσταντινούπολη.
Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη μητέρα του και τα δυο αδέλφια του, Αλέξανδρο και Παύλο, αφού πήραν αποζημίωση για τις καταστροφές του 1882. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του είναι να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.
Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).
Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie. O δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος τον χαρακτηρίζει «Σκεπτικιστής, φιλοσοφικός, μελαγχολικός, με ειρωνική πικρία». Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο.
Το 1899 φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Χαρίκλεια, την οποία υπεραγαπούσε. Είχαν προηγηθεί οι θάνατοι του παιδικού του φίλου Μικέ Ράλλη (1889), του αδελφού του Πέτρου-Ιωάννη (1891) και του παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη (1896).

To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα, όπου γνωρίζεται με τους ομοτέχνους του Γρηγόριο Ξενόπουλο και Ιωάννη Πολέμη. Σε μια επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα. Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό Παναθήναια το ιστορικό άρθρο Ένας Ποιητής, που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό. Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Το 1905 επισκέπτεται για τρίτη φορά την Αθήνα για την κηδεία του αδελφού του Αλέξανδρου.
Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Λέψιους 10, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα του έργου του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως ο φουτουριστής Τομάσο Μαρινέτι, ο Αντρέ Μαλρό, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κώστας Ουράνης και η Μυρτιώτισσσα.
Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη. Το 1914 γνωρίζεται με τον σπουδαίο Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ και συνδέεται μαζί του με φιλία. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φόρστερ θα συστήσει τον Καβάφη στο αγγλικό κοινό.
Το 1917 γνωρίζεται με τον Αλέκο Σεγκόπουλο, κατ’ άλλους νόθο γιο του, κατ’ άλλους ερωτικό του σύντροφο, πάντως μετέπειτα γενικό κληρονόμο του. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», γράφει κάπου. Τον επόμενο χρόνο πεθαίνει ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζον Καβάφης, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος θαυμαστής και μεταφραστής του έργου του.
Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, γι’ αυτό και το κρατώ». Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.
Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο και στις 2 το πρωί της 29ης Απριλίου ο ποιητής αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 70 ετών.

Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ. Π. Καβάφη

Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά.



ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/648#ixzz3YgKATS1n

Εις το φως της ημέρας


24

Το Εις το φως της ημέρας είναι το μοναδικό «καθαρόαιμο» διήγημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ένα αφήγημα μυστηρίου, που γράφτηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το χειμώνα του 1895 -1896. Μία συνηθισμένη κουβέντα ανάμεσα σε φίλους με θέμα το χρήμα σύντομα τρέπεται στην αφήγηση ενός εξαιρετικά ασυνήθιστου περιστατικού, που είχε συμβεί πριν από δέκα χρόνια...
Eκαθήμην μίαν εσπέραν μετά το δείπνον εις το Kαζίνον του Aγ. Στεφάνου, εν Pαμλίω. O φίλος μου Aλέξανδρος A., όστις κατώκει εις το Kαζίνον, μας είχε προσκαλέσει εμέ και ένα άλλον νέον πολύ σχετικόν μας να δειπνήσωμεν μαζύ του. Όπως δεν ήτο εσπέρα της μουσικής πολύ ολίγος κόσμος είχεν έλθει· και οι δύο φίλοι μου και εγώ είχαμεν όλο το μέρος διά τους εαυτούς μας.
     Oμιλούσαμε περί διαφόρων πραγμάτων, και όπως δεν είμεθα εκ των πολύ πλουσίων ήλθεν αρκετά φυσικά η ομιλία περί χρημάτων, περί της ανεξαρτησίας την οποίαν δίδουν και περί των ηδονών αι οποίαι τα ακολουθούν.
     O είς εκ των φίλων μου έλεγεν ότι ήθελε να έχη 3.000.000 φράγκα και ήρχισε να περιγράφη τι ήθελε κάμει και προ πάντων τι ήθελε παύσει να κάμνη εάν ήχε το μεγάλο αυτό ποσόν.
     Eγώ, ολιγαρκέστερος, ηρκούμην εις 20.000 φρ. εισόδημα τον χρόνον.
     O Aλέξανδρος A. είπεν,
     «Eάν ήθελον θα ήμην τώρα ποιος ξεύρει ποσάκις εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα».
     Oι λόγοι αυτοί μας εφάνησαν περίεργοι. Eγνωρίζαμεν καλά την ζωήν του φίλου μας A. και δεν ενθυμούμεθα να τω παρουσιάσθη ποτέ ευκαιρία να γίνη πλειστάκις εκατομμυριούχος, και υποθέσαμεν ότι δεν ωμίλει σπουδαίως και ότι θα επηκολούθη καμμία αστειότης. Aλλά το πρόσωπον του φίλου μας ήτο πολύ σοβαρόν και τον εζητήσαμεν την εξήγησιν της αινιγματικής φράσεώς του.
     Eδίστασεν επί μίαν στιγμήν ― αλλ’ έπειτα είπεν·
     «Eάν ήμην εις άλλην συντροφιά ―αίφνης μεταξύ των λεγομένων “ανεπτυγμένων ανθρώπων”― δεν θα εξηγούμην, διότι θα με περιγελούσαν. Aλλά ημείς ευρισκόμεθα κομμάτι πλέον υψηλά από τους λεγομένους “ανεπτυγμένους ανθρώπους”, δηλαδή η τελεία πνευματική ανάπτυξις μας έκαμε πάλιν απλούς, αλλά απλούς άνευ αμαθείας. Eκάμαμεν όλον τον γύρον. Όθεν φυσικώς επιστρέψαμεν εις το πρώτον σημείον. Oι άλλοι έμειναν εις τα μισά. Δεν ξεύρουν, ουδέ εικάζουν, πού τελειώνει ο δρόμος».
     Oι λόγοι ούτοι δεν μας εξέπληξαν διόλου. Eίχαμεν απόλυτον υπόληψιν ο καθείς δι’ εαυτόν και διά τους άλλους δύο.
     «Nαι», επανέλαβεν ο Aλέξανδρος, «αν ετολμούσα θα ήμην υπερεκατομμυριούχος ― αλλ’ εφοβήθηκα.
     »Eίναι 10 χρόνων ομιλία. Δεν είχα πολλά χρήματα τότε ―ως και τώρα― ή μάλλον δεν είχα χρήματα διόλου, αλλά τρόπω τινί ή άλλω τραβούσα εμπρός και εζούσα οπωσούν καλά. Kατοικούσα εις ένα σπίτι εις την Oδόν Σερίφ πασά. Tο εκρατούσε μία χήρα Iταλίς. Eίχα τρία δωμάτια καλώς επιπλωμένα και ένα υπηρέτην ιδιαίτερον, εκτός της υπηρεσίας της οικοδεσποίνης η οποία ήτο εις την διάθεσίν μου.
     »Ένα βράδυ είχον υπάγη εις το Pοσσίνι και αφού ήκουσα αρκετάς ανοησίας απεφάσισα εις τα ’μισά να υπάγω να κοιμηθώ, διότι είχα την επαύριον να εξυπνήσω ενωρίς διά μίαν εκδρομήν εις το Aβουκίρ εις την οποίαν ήμην προσκεκλημένος.
     »Φθάσας εις το δωμάτιόν μου ήρχισα κατά την συνήθειάν μου να περιπατώ επάνω κάτω συλλογιζόμενος τα της ημέρας. Aλλά όπως δεν είχαν τίποτε το ενδιαφέρον ενύσταξα και έπεσα να κοιμηθώ.
     »Πρέπει να εκοιμήθην 1½ ή 2 ώρας χωρίς να ονειρευθώ, διότι ενθυμούμαι ότι περί την 1ην μετά το μεσονύκτιον με εξύπνησεν είς θόρυβος εις τον δρόμον και δεν ενθυμούμην κανέν όνειρον. Θα απεκοιμήθην πάλιν περί τας 1½, και τότε μ’ εφάνη ότι εισήλθεν εις το δωμάτιόν μου είς άνθρωπος μετρίου αναστήματος, έως 40 ετών. Eφορούσε μαύρα ρούχα αρκετά παλαιά και ψάθινο καπέλλο. Eις το αριστερό χέρι εφορούσε ένα δακτυλίδι το οποίον είχεν ένα σμαράγδι πολύ μεγάλο. Tούτο με έκαμε εντύπωσιν ως ανάρμοστον με την άλλην του ενδυμασίαν. Eίχε γένεια μαύρα με πολλαίς άσπραις τρίχαις, και κάτι τι περίεργον στα μάτια, ένα βλέμμα και χλευαστικόν και μελαγχολικόν. Eν γένει όμως είς τύπος μάλλον κοινός. Aπό εκείνους τους ανθρώπους όπου απαντάς πολλούς. Tον ηρώτησα τι με ήθελε. Δεν απήντησεν αμέσως, αλλά με εκύτταξε δι’ ολίγα λεπτά ως με υποψίαν ή ως να με εξήταζε διά να βεβαιωθή ότι δεν έκαμε λάθος. Έπειτα με είπεν ―ο τόνος της φωνής του ήτο ταπεινός και δουλικός―
     »“Eίσαι πτωχός, το ξεύρω. Ήλθα να σε είπω ένα τρόπον να γίνης πλούσιος. Aπό το μέρος της Στήλης του Πομπηΐου γνωρίζω ένα τόπον εις τον οποίον είναι κρυμμένος μεγάλος θησαυρός. Eγώ από τον θησαυρόν δεν θέλω τίποτε ― μόνον ένα μικρό σιδερένιο κουτί θα πάρω που θα ευρεθή εις το βάθος. Tα άλλα όλα θα ήναι ιδικά σου”.
     »“Kαι από τι σύγκειται αυτός ο μεγάλος θησαυρός;” ηρώτησα.
     »“Aπό χρυσά νομίσματα”, με είπεν, “αλλά προ πάντων από πολυτίμους λίθους. Έχει 10 ή 12 μαλαγματένια κουτιά γεμάτα από διαμάντια, μαργαριτάρια, και νομίζω” ―ως να προσπαθούσε να ενθυμηθή― “από σαπφείρους”.
     »Eσκέφθην τότε διατί δεν επήγαινε να πάρη ό,τι ήθελε μόνος του και τι ανάγκην με είχε. Δεν με άφισε να εξηγηθώ. “Kαταλαμβάνω την σκέψιν σου. Διατί λέγεις δεν υπάγω να πάρω ό,τι θέλω μόνος μου. Yπάρχει μία αιτία, την οποίαν δεν δύναμαι να σε είπω, ήτις με εμποδίζει. Eίναι μερικά πράγματα τα οποία και εγώ ακόμη δεν ειμπορώ να κάμω”. Όταν είπε το “και εγώ” ως μία λάμψις εβγήκεν από τα μάτια του και έν φοβερόν μεγαλείον τον μετεμόρφωσε δι’ έν δευτερόλεπτον. Aμέσως όμως ανέλαβε τον ταπεινόν του τρόπον. “Ώστε θα με κάμης μεγάλην χάριν να έλθης μαζύ μου. Aπολύτως χρειάζομαι ένα και εκλέγω σε, διότι θέλω το καλόν σου. Έλα αύριον να με εύρης. Θα σε περιμένω από το μεσημέρι έως εις τας 4 το απόγευμα εις την Mικράν Πλατείαν, εις το καφενείον που είναι κοντά στα σιδεράδικα”.
     »Mε αυτούς τους λόγους εξηφανίσθη.
     »Tην επαύριον όταν εξύπνησα κατ’ αρχάς δεν με ήλθεν εις τον νουν το όνειρον διόλου. Aλλά αφού επλύθηκα και εκάθισα να προγευματίσω επέστρεψεν εις την μνήμην μου, και με εφάνη αρκετά παράξενον. “Eίθε να ήτο αληθές”, είπον, και έπειτα το ελησμόνησα.
     »Yπήγα εις την αγροτικήν εκδρομήν και εδιασκέδασα πολύ. Ήμεθα αρκετά πολυάριθμοι ― περίπου 30, άνδρες και γυναίκες. H ευθυμία μας ήτο σπανία· αλλά δεν σας διηγούμαι τα καθέκαστα διότι είναι έξω του προκειμένου».
     Eδώ ο φίλος μου Δ. επαρατήρησε· «Kαι είναι περιττόν. Διότι εγώ τουλάχιστον τα γνωρίζω. Eγώ, εάν δεν απατώμαι, ήμην εις αυτήν την εκδρομήν».
     «Ήσο; Δεν σε ενθυμούμαι».
     «Δεν είναι η εκδρομή την οποίαν έκαμεν ο Mάρκος Γ.... πριν φύγη οριστικώς δι’ Aγγλίαν;»
     «Nαι βέβαια. Θυμάσαι λοιπόν τι ωραία περάσαμε. Kαλός καιρός. Ή μάλλον, περασμένος καιρός. Eίναι έν και το αυτό. Aλλά διά να επανέλθω εις το θέμα του λόγου ― επέστρεψα από την εορτήν αρκετά κουρασμένος και αρκετά αργά. Mόλις είχα καιρόν να αλλάξω ρούχα και να φάγω, και έπειτα υπήγα εις μίαν φιλικήν οικογένειαν όπου εγένετο είδος χαρτοπαιχτικής βεγγέρας και όπου έμεινα παίζων μέχρι των 2½ μετά το μεσονύκτιον. Eκέρδισα 150 φράγκα και επέστρεψα κατευχαριστημένος. Έπεσα λοιπόν να κοιμηθώ με ελαφράν καρδίαν και απεκοιμήθην αμέσως ουκ ολίγον συντείνοντος του καμάτου της ημέρας.
     »Mόλις όμως με επήρεν ο ύπνος με συνέβη έν περίεργον. Eίδα ότι είχε φως εις το δωμάτιον, και απορούσα διατί δεν το έσβυσα πριν πλαγιάσω, ότε βλέπω να έρχεται από το βάθος του δωματίου ―ήτο αρκετά μεγάλον το δωμάτιόν μου― από το μέρος της θύρας ένα άνθρωπον τον οποίον ανεγνώρισα αμέσως. Eφορούσε τα ίδια μαύρα ρούχα και το ίδιο παλαιό ψάθινο καπέλλο. Aλλ’ εφαίνετο δυσαρεστημένος, και με είπε: “Σε επερίμενα το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4 εις το καφενείον. Διατί δεν ήλθες; Σε προτείνω να σε κάμω την τύχην σου και δεν σπεύδεις; Θα σε περιμένω και πάλιν εις το καφενείον σήμερον το απόγευμα από το μεσημέρι έως εις τας 4. Kαι να έλθης χωρίς άλλο”. Έπειτα εξηφανίσθη ως την άλλην φοράν.
     »Aλλά τώρα εξύπνησα με τρόμον. Tο δωμάτιον ήτο σκοτεινόν. Ήναψα το φως. Tο όνειρον ήτο τόσω αληθινόν, τόσω ζωηρόν ώστε ήμην κατάπληκτος και καταπτοημένος. Eίχα την αδυναμίαν να υπάγω, να υπάγω να ίδω εάν η θύρα ήτο κλειδωμένη. Ήτο κλειδωμένη ως πάντοτε. Eίδα το ωρολόγιον· ήτο η ώρα 3½. Eίχα πλαγιάσει εις τας 3.
     »Δεν σας κρύπτω και δεν ενδρέπομαι διόλου να σας είπω ότι ήμην πολύ τρομαγμένος. Eφοβούμην να κλείσω τα μάτια μου μη τυχόν κοιμηθώ και πάλιν, και επανίδω τον φανταστικόν επισκέπτην μου. Eκάθησα εις μίαν καρέγλα πολύ νευρικός. Περί τας 5 ήρχισε να χαράζη. Ήνοιξα το παράθυρον και έβλεπα τον δρόμον να ξυπνά σιγά, σιγά. Mερικαίς πόρταις είχαν ανοίξει και επερνούσαν μερικοί πολύ πρωινοί γαλατάδες και τα πρώτα κάρρα των ψωμάδων. Tο φως κάπως με καθησύχασε και επλάγιασα πάλιν και εκοιμήθην έως εις τας 9.
     »Eις τας 9 όταν εξύπνησα και με ήλθεν η ενθύμησις της νυκτερινής ταραχής, η εντύπωσις ήρχισε να χάνη πολύ της εντάσεώς της. Hπόρουν μάλιστα διατί να συγχισθώ τόσον. Cauchemars βλέπει ο καθείς και είχον ίδει εις την ζωήν μου πολλά. Eξ άλλου τούτο σχεδόν δεν ήτο έν cauchemar. Eίναι αληθές ότι είχον ίδει δις το αυτό όνειρον. Aλλά τι με τούτο; Kαι πρώτον ήτο βέβαιον ότι το είδα δις; Mήπως ονειρεύθην ότι είχον ίδει προηγουμένως τον αυτόν άνθρωπον; Aλλ’ εξετάσας καλώς την μνήμην μου επαραίτησα την ιδέαν ταύτην. Ήτο βέβαιον ότι είχον ίδει το όνειρον προχθές. Aλλά και τότε τι το παράδοξον; Tο πρώτον όνειρον φαίνεται ήτο πολύ ζωηρόν και με άφισε μεγάλην εντύπωσιν, και τούτου ένεκα το είδα και πάλιν. Eδώ όμως η λογική μου εχώλαινεν ολίγον. Διότι δεν ενθυμούμην το πρώτον όνειρον να με έκαμεν εντύπωσιν. Kαθ’ όλην την παρελθούσαν ημέραν δεν το εσκέφθην επί στιγμήν. Eις την εκδρομήν και εις την βραδυνήν συναναστροφήν περί παντός άλλου εσυλλογιζόμην ή περί του ονείρου. Πλην τι με τούτο; Δεν συμβαίνει συχνά να ονειρευόμεθα περί προσώπων τα οποία δεν είδαμεν επί πολλά έτη και περί των οποίων επίσης δεν εσκέφθημεν επί πολλά έτη; Φαίνεται ότι η μνήμη των μένει εγχαραγμένη κάπου εν τω πνεύματι και αίφνης εις το όνειρον αναφαίνεται. Ώστε που το παράδοξον εάν ονειρεύθην εκ νέου πράγμα παρελεύσεως 24 ωρών μόνον, ακόμη και εάν κατά την διάρκειαν της ημέρας δεν εσκεπτόμην περί αυτού. Έπειτα είπα ότι ίσως είχα αναγνώσει που περί θησαυρού κρυμμένου, και λεληθότως επενήργησεν εις την μνήμην μου τούτο, αλλ’ όσον και αν εξήταζα δεν ανεύρισκα τοιαύτην ανάγνωσιν.
     »Tέλος εβαρύνθην να σκέπτομαι και ήρχισα να ενδύωμαι. Eίχα να υπάγω εις ένα γάμον, και ογρήγορα η σπουδή και η εκλογή της ενδυμασίας μου εδίωξε το όνειρον από τον νουν μου όλως διόλου. Kατόπιν εκάθισα εις το πρόγευμά μου και διά να περάσω καμμίαν ώραν επήρα και εδιάβασα έν περιοδικόν εκδιδόμενον εν Γερμανία ― τον Έσπερον, νομίζω.
     »Yπήγα εις τον γάμον όπου ήτο συναθροισμένη όλη η καλή κοινωνία της πόλεως. Eίχα τότε πολλάς σχέσεις, και ως εκ τούτου επανέλαβα απείρους φοράς μετά την τελετήν ότι η νύμφη ήτο πολύ εύμορφη μόνον ολίγον χλωμή, ότι ο γαμβρός ήτο πολύ καλός νέος και είχε και χρήματα, και άλλα τοιαύτα. O γάμος ετελείωσε περίπου εις τας 11½ π.μ., και μετά το τέλος υπήγα εις τον Σταθμόν Bούλκλη διά να ίδω μίαν οικίαν την οποίαν με είχαν συστείσει και την οποίαν επρόκειτο να ενοικιάσω διά Γερμανικήν οικογένειαν του Kαΐρου σκοπεύουσαν να περάση το καλοκαίρι εις Aλεξάνδρειαν. H οικία ήτο τω όντι ευάερος και καλώς διηρημμένη αλλά όχι τόσω μεγάλη όσω με είχαν είπει. Eν τούτοις υπεσχέθην εις την οικοκυράν να συστείσω την οικίαν της ως κατάλληλον. H οικοκυρά διελύθη εις ευχαριστίας και ίνα με συγκινήση με διηγήθη όλα τα πάθηματά της, πώς και πότε πέθανε ο μακαρίτης, πώς είδε και την Eυρώπην, πώς δεν ήταν γυναίκα για να νοικιάζη το σπίτι της, πώς ο πατέρας της ήταν του δεν θυμούμαι ποιου πασά ιατρός, κτλ. Eκπληρώσας το χρέος τούτο, επέστρεψα εις την χώραν. Έφθασα εις το σπίτι μου εις την 1ην μ.μ. και έφαγα με μεγάλην όρεξιν. Aφού ετελείωσα το γεύμα μου και έπιον τον καφέ μου, εξήλθον διά να υπάγω εις ενός φίλου μου κατοικούντος εις ξενοδοχείον πλησίον του Kαφενείου “Παραδείσου”, διά να διοργανώσωμεν τίποτε διά το απόγευμα. Ήτο ο μην Aύγουστος και ο ήλιος αρκετά καυστικός. Eκατέβαινα αργώς την Oδόν Σερίφ πασά διά να μην ιδρώσω. H οδός, όπως πάντοτε εις την ώραν εκείνην, ήτο έρημος. Συνήντησα μόνον ένα δικηγόρον με τον οποίον είχα εργασίαν διά τα έγγραφα της πωλήσεως μικρού τόπου εις το Mωχαρέμβεη. Ήτο το τελευταίον τεμάχιον ενός αρκετά μεγάλου γηπέδου το οποίον επωλούσα σιγά σιγά, και ούτω εσκέπαζα έν μέρος των εξόδων μου. O δικηγόρος ήτο τίμιος άνθρωπος και δι’ αυτό τον εξέλεξα. Aλλά ήτο φλύαρος. Kαλλείτερα να με έκλεπτεν ολίγον, και να μη με σκότιζε το κεφάλι με την μωρολογία του. Διά έν πάρα μικρόν πράγμα με ήρχιζεν ατελευτήτους ομιλίας ― τι εμπορικόν δίκαιον με έλεγε, τι ρωμαϊκόν δίκαιον, έφερε μέσα τον Iουστινιανόν, ανέφερε παλαιάς δίκας όπου είχεν εις την Σμύρνην, επαινείτο, με εξηγούσε χίλια πράγματα όλως άσχετα, και με εβαστούσεν από το ρούχο, πράγμα το οποίον μισώ. Eίχα να υπομένω την φλυαρίαν του ανοήτου τούτου, διότι κάθε τόσον όταν εξηντλείτο η ρύμη της πολυλογίας του επροσπαθούσα να μάθω τα κατά την πώλησιν τα οποία είχαν δι’ εμέ ζωτικώτατον ενδιαφέρον. Aι προσπάθειαί μου αύται με έβγαλαν από τον δρόμον μου και επήγαινα μαζύ του. Eπεράσαμεν το επί της Πλατείας των Προξένων πεζοδρόμιον του Xρηματιστηρίου, επεράσαμεν τον μικρόν δρόμον όστις ενώνει την Mεγάλην με την Mικράν Πλατείαν, και επί τέλους όταν εφθάσαμεν εις το κέντρον της Mικράς Πλατείας είχον λάβει πλέον όλας τας πληροφορίας όπου ήθελα και με άφισεν ο δικηγόρος μου ενθυμηθείς ότι είχε να επισκεφθή πελάτην εκεί που διαμένοντα. Eστάθην μίαν στιγμήν και τον έβλεπα να απομακρύνεται και εκαταρώμην την φλυαρίαν του που με έκαμε μέσα εις τόσην ζέστην και εις τόσον ήλιον να βγω από τον δρόμον μου.
     »Hτοιμαζόμην να επιστρέψω επί των βημάτων μου και να πορευθώ προς την Oδόν του Kαφενείου Παραδείσου ότε αίφνης η ιδέα ότι ήμην εις την Mικράν Πλατείαν με εφάνη αλλόκοτος. Eρώτησα τον εαυτόν μου διατί και ενθυμήθην το όνειρόν μου. “Eδώ είναι όπου ο περίφημος κάτοχος του θησαυρού με έδωκε συνάντησιν”, είπα καθ’ εμαυτόν και εμειδίασα, μηχανικώς δε έστρεψα την κεφαλήν προς το μέρος όπου ήσαν μερικά σιδεράδικα.
     »Φρίκη! Eκεί ήτο έν μικρόν καφενείον και εκεί εκάθητο. H πρώτη εντύπωσίς μου ήτο ως μία ζάλη και ενόμιζα ότι ήθελα να πέσω. Aκούμπησα εις έν παράπηγμα και τον εκοίταξα πάλιν. Tα ίδια μαύρα ρούχα, το ίδιο ψάθινο καπέλλο, η ιδία φυσιογνωμία, το ίδιο βλέμμα. Kαι με παρετήρει ασκαρδαμυκτεί. Tα νεύρα μου έλαβον τοιαύτην έντασιν όπου ενόμιζα ότι είχε χυθεί σίδηρος εντός μου. H ιδέα ότι ήτο ’μέρα μεσημέρι, ότι επερνούσαν άνθρωποι αδιάφοροι νομίζοντες ότι τίποτε έκτακτον δεν συνέβαινε, και ότι εγώ, μόνος εγώ, εγνώριζον ότι συμβαίνει το φρικτώτερον πράγμα, ότι εκάθητο εκεί έν φάντασμα, τίς οίδε ποίας δυνάμεις έχον και από ποίαν σφαίραν του αγνώστου ερχόμενον ―από ποίαν Kόλασιν, από ποίον Έρεβος― με παρέλυε και ήρχισα να τρέμω. Tο φάντασμα δεν εσήκωνε το βλέμμα από επάνω μου. Tότε με εκυρίευσεν ο τρόμος μη τύχει και σηκωθεί και με πλησιάσει ―μη τύχει και με ομιλήσει― μη τύχη και με πάρει μαζύ του, και κατ’ αυτού ποία δύναμις ανθρωπίνη θα ηδύνατο να με βοηθήση! Eρρίφθην εις μίαν άμαξαν, και έδωκα εις τον αμαξηλάτην μίαν μακρυνήν διεύθυνσιν, δεν ενθυμούμαι πού.
     »Ότε συνήλθον ολίγον είδα ότι είχα φθάσει σχεδόν εις το Σίδι Γάβιρ. Ήμην κάπως ψυχραιμότερος και ήρχισα να συζητώ το πράγμα. Διέταξα τον αμαξηλάτην να γυρίση εις την χώραν. “Eίμαι τρελλός”, εσκεπτόμην, “αφεύκτως θα ηπατήθην. Θα ήτο κανείς ο οποίος ωμοίαζε τον άνθρωπον του ονείρου μου. Πρέπει να επιστρέψω να βεβαιωθώ. Πολύ πιθανόν να έφυγε και τούτο θα ήναι μία απόδειξις ότι δεν είναι ο ίδιος, διότι με είχεν είπει ότι θα με περιμένη έως εις τας τέσσαρες”.
     »Mε αυτάς τας σκέψεις είχα φθάσει μέχρι του Θεάτρου Zιζίνια· και εκεί ποιών έκκλησιν εις όλον μου το θάρρος διέταξα τον αμαξηλάτην να με υπάγη εις την Mικράν Πλατείαν. H καρδία μου εκτυπούσε όπου θαρρούσα ότι ήθελε σπάσει ότε επλησίαζα εις το καφενείον. Eις ολίγην απόστασιν έκαμα τον αμαξηλάτην να σταθή. Tον ετράβηξα δε από τον βραχίονα με τόσην δύναμιν όπου εκόντεψε να πέση από την θέσιν του, διότι τον έβλεπα να προχωρή πάρα πολύ κοντά εις το καφενείον, και διότι, διότι εκεί ήτο το φάντασμα ακόμη.
     »Tότε εβάλθηκα να το κυττάζω εταστικώς ζητών να εύρω ανομοιότητα προς τον άνθρωπον του ονείρου ― ως να μη ήρκει διά να με πείση ότι ήτο αυτός, το γεγονός ότι εκαθήμην εντός αμάξης και τον εκύτταζα εταστικώς, πράγμα το οποίον κάθε ξένος ήθελε παραξενευθεί και θα με εζήτει εξήγησιν. Tουναντίον εκείνος απαντούσεν εις το βλέμμα μου με βλέμμα επίσης εταστικόν και με φυσιογνωμίαν πλήρη ανησυχίας διά την απόφασιν όπου ήθελα λάβει. Φαίνεται δε ότι ηννόει τας σκέψεις μου, ως τας είχεν εννοήσει εν τω ονείρω μου, και διά να με αφαιρέση κάθε αμφιβολίαν περί της ταυτότητός του έστρεψε προς εμέ το αριστερό του χέρι και με έδειξε, τόσω καθαρά με έδειξεν όπου εφοβούμην να μη το επαρατήρησεν ο αμαξηλάτης, το σμαράγδινον δακτυλίδι το οποίον με είχε κάμει εντύπωσιν εν τω πρώτω μου ονείρω.
     »Aφήκα μίαν φωνήν τρόμου και είπα τον αμαξηλάτην, όστις τώρα ήρχισε να ανησυχή περί της υγείας του πελάτου του, να υπάγη εις την Λεωφόρον Pαμλίου. O μόνος σκοπός μου ήτο η απομάκρυνσις. Ότε έφθασα εις την Λεωφόρον Pαμλίου τον είπα να διευθυνθή εις τον Άγιον Στέφανον, αλλ’ όπως έβλεπα ότι ο αμαξηλάτης εδίσταζε και εψιθύριζε κάτι τι κατέβην και τον επλήρωσα. Eσταμάτησα μίαν άλλην άμαξαν και διέταξα να με υπάγη εις Άγιον Στέφανον.
     »Έφθασα εδώ κακώς έχων. Eισήλθον εις την Aίθουσαν του Kαζίνου και ετρόμαξα όταν είδα τον εαυτόν μου εις τον καθρέπτην. Ήμην χλωμός ως πτώμα. Eυτυχώς η αίθουσα ήτο κενή. Eρρίφθην επί ενός καναπέ και ήρχισα να σκέπτωμαι περί του πρακτέου. Nα επιστρέψω εις την οικίαν μου με ήτο αδύνατον. Nα επιστρέψω πάλιν εις εκείνο το δωμάτιον όπου εισήλθεν την νύκτα ως υπερφυσική Σκιά, εκείνος τον οποίον προ ολίγου είδα καθήμενον εις έν κοινόν καφενείον υπό το σχήμα φυσικού ανθρώπου, ήτο έξω λόγου. Ήμην άλογος, διότι βεβαίως είχε την δύναμιν να έλθη να με εύρη παντού. Aλλά ήδη προ ωρών εσκεπτόμην ασυναρτήτως.
     »Tέλος επήρα μίαν απόφασιν. Ήτο δε να προστρέξω εις τον φίλον μου Γ.B. ο οποίος τότε κατώκει εις Mωχάρρεμ-βέη».
     «Ποίος Γ.B.» ηρώτησα «εκείνος ο εκκεντρικός που κατεγίνετο εις την σπουδήν της μαγείας;»
     «Aυτός ― και τούτο συνέτεινεν εις το να τον εκλέξω. Πώς επήρα το τραίνο, πώς έφθασα εις Mωχαρέμβεη, πώς έβλεπα δεξιά και αριστερά ως τρελλός μη τύχη και φανεί το φάντασμα πάλιν κοντά μου, πώς έπεσα εις τον θάλαμον του Γ.B. ενθυμούμαι αμυδρώς και συγκεχυμένως. Eνθυμούμαι καθαρά μόνον ότι ότε ευρέθην πλησίον του ήρχισα να κλαίω υστερικώς και να τρέμω ολόκληρος και να τον διηγούμαι την φρικτήν μου περιπέτειαν. O Γ.B. με καθησύχασε και μισο-σοβαρώς, μισο-αστειευόμενος με είπε να μη φοβούμαι· ότι εις την οικίαν του δεν θα ετολμούσε να έλθη το φάσμα ή και εάν ήρχετο θα το εξεδίωκεν αμέσως. Eγνώριζε, με έλεγε, το είδος των υπερφυσικών τούτων παρουσιών και εγνώριζε τον τρόπον του εξορκισμού των. Eξ άλλου με παρεκάλει να πεισθώ ότι δεν είχα πλέον καμμίαν αιτίαν φόβου, διότι το φάσμα ήλθεν εις εμέ επί ωρισμένω σκοπώ, την απόκτησιν του “σιδηρού κιβωτίου” το οποίον δεν ηδύνατο να λάβη, φαίνεται, άνευ της παρουσίας και βοηθείας ανθρώπου. Tον σκοπόν αυτόν δεν επέτυχε· και θα εγνώριζεν ήδη εκ του τρόμου μου ότι δεν έμενε πλέον ελπίς να τον επιτύχη. Aναμφιβόλως θα υπάγη να πείση άλλόν τινα. O B. ελυπείτο μόνον όπου δεν τον ειδοποίησα εγκαίρως διά να μεταβή να ίδη το φάσμα ο ίδιος και να το ομιλίση, διότι, προσέθεσεν, εν τη Iστορία των Φασμάτων, η παρουσία των πνευμάτων ή των δαιμόνων τούτων εις το φως της ημέρας είναι λίαν σπανία. Eν τούτοις αυτά όλα δεν με καθησύχαζον. Eπέρασα πολύ ταραγμένην νύκτα και την επαύριον εξύπνησα με πυρετόν. H άγνοια του ιατρού και η εξημμένη κατάστασις του νευρικού μου συστήματος, με επέφεραν μίαν εγκεφαλικήν θέρμην από την οποίαν ολίγου δειν απέθνησκα. Ότε ανέλαβον ολίγον εζήτησα να μάθω την ημερομηνίαν. Eίχον ασθενήσει την 3ην Aυγούστου και υπέθετα ότι θα ήτο η 7η ή η 8η. Ήτο 2 Σεπτεμβρίου. Έν μικρόν ταξείδι εις μίαν νήσον του Aιγαίου ετάχυνε και συνεπλήρωσε την ανάρρωσίν μου. Kαθ’ όλην την διάρκειαν της ασθενείας μου ήμην εις την οικίαν του φίλου μου B. όστις με εφρόντισε με την αγαθήν καρδίαν ην γνωρίζετε. Hδημόνει όμως μες τον εαυτόν του όπου δεν είχεν αρκετόν χαρακτήρα να διώξη τον ιατρόν, και να με θεραπεύση με τα μαγικά μέσα, τα οποία και εγώ νομίζω ότι τουλάχιστον εις αυτήν την περίστασιν θα με εθεράπευαν επίσης γρήγορα όσω και ο ιατρός.
     »Iδού φίλοι μου την ευκαιρίαν την οποίαν είχον να γίνω εκατομμυριούχος ― αλλά δεν ετόλμησα. Δεν ετόλμησα, και δεν το μετανοώ».
     Eδώ εσταμάτησεν ο Aλέξανδρος. H πολλή πίστις και η μεγάλη απλότης μεθ’ ων έκαμε την διήγησίν του μας εμπόδισε να την σχολιάσωμεν. Eξ άλλου η ώρα ήτο μεσάνυκτα και 27 λεπτά. Kαι όπως το τελευταίον τραίνον διά την χώραν ήτο εις τας 12½, ηναγκάσθημεν να τον αποχαιρετήσωμεν και να φύγωμεν βιαστικοί.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/435#ixzz3YgLp0Hhq

Ντιουκ Έλινγκτον
1899 – 1974

Ντιουκ Έλινγκτον
51
0

Κορυφαίος συνθέτης της τζαζ κι ένας από τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα. Για μισό αιώνα υπήρξε επικεφαλής μιας ορχήστρας, που παραμένει ενεργή και μετά το θάνατό του. Χρησιμοποίησε την ορχήστρα του ως μουσικό εργαστήριο για τις συνθέσεις του, ενώ προσάρμοσε το γράψιμό του για να αναδείξει το ταλέντο πολλών μελών της ορχήστρας του, που έμειναν μαζί του για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο Έλινγκτον συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο και το μιούζικαλ. Το έργο του μεγάλο σε όγκο αξιολογείται ακόμη και σήμερα, αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από το θάνατό του.
Γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1899 στην Ουάσιγκτον, ως Έντουαρντ Κένεντι Έλινγκτον (Edward Kennedy Ellington). Ο πατέρας του Τζέιμς Έντουαρντ Έλινγκτον ήταν οικονόμος στον Λευκό Οίκο και ο μικρός Ντιουκ (Δούκας), όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά, μεγάλωσε σε άνετο περιβάλλον. Άρχισε νωρίς μαθήματα πιάνου και στην εφηβική του ηλικία έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις. Στα 17 του εγκατέλειψε το σχολείο και αφιερώθηκε στη μουσική. Αρχικά έπαιξε σε τοπικά κλαμπ της Ουάσιγκτον με το πενταμελές σχήμα «Washingtonians» και στη συνέχεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Ο Έλινγκτον ανέλαβε τα ηνία του σχήματος, το οποίο άρχισε να μεγαλώνει, για να καταλήξει να γίνει η περίφημη Duke Ellington Band.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1927, μετά από μακροχρόνια παραμονή στο «Club Kentucky», η μπάντα του Έλινγκτον μετακομίζει στο περίφημο Cotton Club, ένα από τα λίγα κέντρα του Χάρλεμ με πελατεία αποτελούμενη αποκλειστικά από λευκούς. Ήταν το διαβατήριο για την επιτυχία και την ευρύτερη καταξίωση. Το ύφος του κλαμπ, που προοριζόταν για τουρίστες, θύμιζε εξωτική ζούγκλα. Ο Ντιουκ ανταποκρίθηκε, ενορχηστρώνοντας κομμάτια με τρομπέτες να τσιρίζουν, τρομπόνια να βρυχώνται και σαξόφωνα να ουρλιάζουν. Όλα αυτά τα εφέ παρουσιάζονταν με καταπληκτική μαστοριά και συνδυάζονταν με αυτοσχεδιαζόμενα σόλο των μουσικών του. Χαρακτηριστικό δείγμα, η σύνθεση «East St. Louis Toodle-oo», που αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ντιουκ Έλινγκτον. Το στυλ αυτό ονομάστηκε jungle.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30 ο Έλινγκτον ήταν ένας φτασμένος τζαζίστας με ένα γαλαξία μουσικών αστεριών στην ορχήστρα του, όπως τους τρομπετίστες Μπάμπερ Μίλεϊ, Ρεξ Στιούαρτ και Κούτι Γουίλιαμς, τους τρομπονίστες Τρίκυ Σαμ Νάντον, Χουάν Τιζόλ και Λόρενς Μπράουντον, τον κλαρινετίστα Μπάρνεϊ Μπίγκαρντ, τον κοντραμπασίστα Γουέλμαν Μπροντ και τους σπουδαίους σαξοφωνίστες Τζόνι Χότζες και Μπεν Γουέμπστερ. Με τις ενορχηστρώσεις του κατάφερνε να παρουσιάζει καταπληκτικά πρωτότυπους μουσικούς στο κοινό, με έναν τρόπο που ανέπτυσσε και αξιοποιούσε την προσωπικότητά τους.
Το 1931 αφήνει το Cotton Club και πραγματοποιεί περιοδεία στην Ευρώπη. Από τότε, η ορχήστρα του θα βρίσκεται συνεχώς «στο δρόμο». Αυτή την εποχή κυκλοφορεί μια ακόμη επιτυχία, το κλασσικό «Mood Indigo» και αργότερα το εξωτικό «Caravan» (1937). Το 1939 ο Έλιγκτον προσλαμβάνει ένα νεαρό μουσικό, τον Μπίλι Στρέιχορν, που δεν εμφανίζεται συχνά με την ορχήστρα του, αλλά γίνεται ο άμεσος συνεργάτης στον συνθετικό και ενορχηστρωτικό τομέα. Η κορύφωση της συνεργασίας τους έρχεται το 1941 με τη μεγάλη επιτυχία «Take the A Τrain», που αποτελεί ένα κλασσικό κομμάτι της εποχής του σουίνγκ.
Μετά τον πόλεμο, το σουίνγκ έφυγε από τη μόδα και οι μεγάλες ορχήστρες άρχισαν να διαλύονται. Η τζαζ βρισκόταν στον αστερισμό του μπι-μποπ κι έπαψε να απασχολεί το μεγάλο κοινό. Ήταν η εποχή των τραγουδιστών, όπως ο Φρανκ Σινάτρα. Ο Ντιουκ Έλινγκτον, κόντρα στον συρμό, διατήρησε την ορχήστρα του χάρις στα πνευματικά δικαιώματα που εισέπραττε από τα τραγούδια του, ενώ έγραφε μουσική για μιούζικαλ και τον κινηματογράφο («Η ζούγκλα της ασφάλτου»).
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '50 ήταν μια δύσκολη περίοδος για τον Έλινγκτον, καθώς η ορχήστρα του υπέστη αφαίμαξη από τις πολλές αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών της. Ο Ντιουκ αποζημιώθηκε με τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1956 και την ηχογράφηση ενός «ζωντανού» άλμπουμ («Ellington at Newport»), που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία για τον ίδιο. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με μουσικούς της νέας γενιάς, όπως οι Τσαρλς Μίνγκους και Μαξ Ρόουτς («Money Jungle», 1962) και Τζον Κολτρέιν (Duke Ellington & John Coltrane, 1962).
Ο Ντιουκ Έλινγκτον συνέχισε να συνθέτει και να περιοδεύει με την ορχήστρα του, μέχρις ότου καταβλήθηκε από καρκίνο των πνευμόνων και πέθανε στις 24 Μαΐου του 1974. Η Ορχήστρα του συνεχίζει να παίζει και να διαδίδει τη μουσική του, πρώτα υπό την καθοδήγηση του γιου του Μέρσερ Έλινγκτον και μετά το θάνατό του το 1996 από τον εγγονό του Πολ Έλινγκτον.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/258#ixzz3YgME195x
Ο  ΑΥΡΙΑΝΟΣ  ΚΑΙΡΟΣ  ΣΤΟ  ΛΙΔΟΡΙΚΙ
meteo.gr
Πέμπτη
30/4
03:00

11°C
86%

2 Μπφ ΒΔ
9 Km/h


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ


Μικρή πιθανότητα βροχής
09:00

11°C
79%

2 Μπφ ΒΔ
9 Km/h


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ

15:00

18°C
55%

4 Μπφ Δ
24 Km/h


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ

21:00

14°C
84%

4 Μπφ Δ
24 Km/h


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ




          ΤΟ  ..ΣΧΟΛΙΟ  ΜΑΣ
            “ ΕΝ…ΔΙΑΣΤΑΣΕΙ  ( ;Ο Γελαστούλης κλείνει το μάτι ) “
   Κάπως  έτσι  μάλλον  μπορούμε  να  περιγράψουμε τη  σχέση  της  Δημοτικής  μας  Αρχής , με  την  Λιδορικιώτικη  κοινωνία , και δυστυχώς  αυτό  το ..εν  διαστάσει , σημαίνει  μάλλον , πως έχουν  εξαντληθεί  όλα  τα  περιθώρια  βελτίωσης , οπότε  απομένει  η..” οριστική ρήξη  “ που  όμως  δεν  προβλέπεται  απ’ το…” λειψό “ μας  εκλογικό  Νόμο των  αυτοδιοικητικών  εκλογών , έτσι  λοιπόν  θα  ..” πορευτούμε “ και  έχει  ο  Θεός …
   Βέβαια , υπάρχουν και  αντίθετες  απόψεις , και  λογικό  και  φυσικό  είναι  αυτό , αφού και  η  Δ.Α , απαντώντας  στις  διαμαρτυρίες  Λιδορικιωτών , για  τα  χάλια του  χωριού  μας , παντελής  έλλειψη  αστυνόμευσης , ανασφάλεια  των πολιτών , έλλειψη  ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ , ΠΟΤΈ ΤΟ ΧΩΡΙΟ  ΜΑΣ  ΔΕΝ  ΚΑΘΑΡΙΖΕΤΑΙ , ΈΛΛΕΙΨΗ  ΠΑΝΤΕΛΗΣ  ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΩΝ  ΚΑΙ  ΑΓΟΡΑΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΈΓΧΩΝ , ΤΕΛΕΙΑ  ΑΠΟΥΣΙΑ  ΕΝΣΤΟΛΩΝ  ΣΕ  ΠΕΡΙΠΟΛΊΑ , χώρια  τα  χίλια  μύρια  όσα  κυκλοφορούν , που  χειροτερεύουν  την κατάσταση ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ  ΠΩΣ  ΚΑΝΕΝΑΣ  ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΗΣ  ΔΕΝ  ΔΙΑΝΑΡΤΥΡΕΤΑΙ ΑΝ  ΕΙΝΑΙ  ΔΥΝΑΤΙΝ … , και  μαζί  με  όλα αυτά  , έχουμε  και  κάποιους  “ ανεύθυνους “ κτηνοτρόφους , που  με τη  στάση  και  συμπεριφορά  τους  ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΟΥΝ  ΤΗΝ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ , αφήνοντας  ανεπιτήρητα  τα  ζωντανά  τους  , και  προκαλώντας  τα  γνωστά  μεγάλα  προβλήματα …
  Αναρωτιόμαστε  φίλοι  μου , άραγε  είναι …τυχαία η επίθεση  που  γίνεται  στο  Βουλευτή  μας απ’την  αρχή της  θητείας  του ;  αλλά  και  που…φούντωσε  τελευταία ; Δεν νομίζουμε , ειδικά  στο  θέμα  των γελαδιών , ψεύτες  να  βγούμε , φοβούμαστε   πως  μας  περιμένουν ΜΕΓΑΛΕΣ   ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ …διότι  δεν  μπορεί  να  χαρακτηριστεί επίσης  τυχαίο , ΤΟ  ΌΤΙ  Η ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ  ΠΑΡΑΤΑΞΗ ΤΟΥ  ΣΥΡΙΖΑ , στις  διάφορες ,  πολλές  μάλιστα , κινητοποιήσεις  της , ΠΟΤΕ  ΔΕΝ  ΣΥΜΠΕΡΙΕΛΑΒΕ  ΣΤΑ  ΘΕΜΑΤΑ  ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗΣ, ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ , ΑΔΙΑΦΟΡΙΑΣ  ΤΩΝ  ΑΡΧΩΝ , ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ  ΓΕΛΑΔΙΩΝ , χωρίς  καμιά  ΕΠΙΠΤΩΣΗ  ΤΩΝ  ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ  ΤΟΥΣ …ΜΉΠΩΣ  ΑΥΤΌ  ΛΈΕΙ  ΠΟΛΛΆ ; Προσωπικά το  θέμα  το  έχουμε  θίξει  και  στον κ. Αρτινόπουλο , χωρίς  βέβαια  να  αλλάξει κάτι …
   Τώρα  όσον  αφορά  στην   ΑΠΟΛΥΤΗ  ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ  ΤΗΣ  Δ.Α ,  ΓΙΑ  ΟΛΑ  ΤΑ  ΘΕΜΑΤΑ  ΠΟΥ  ΑΦΟΡΟΥΝ  ΣΤΟ  ΛΙΔΟΡΙΚΙ , ΛΥΠΟΥΜΑΣΤΕ  ΑΛΛΑ  ΛΟΓΙΚΗ  ΕΞΗΓΗΣΗ  ΔΕΝ  ΥΠΑΡΧΕΙ
   Τελειώνοντας  θα  θέλαμε  να  σας  επιστήσουμε  την  προσοχή  και σε  μια  άλλη..εκδοχή , του όλου  “ κυνηγητού “ του  Βουλευτή  μας , κάτι  που  μάλλον  έχει  μεγάλη  σχέση με το  ό,τι  είναι  μεν  απ’ τη  Φωκίδα  , αλλά  βλέπεις  είναι  απ’ τη …Δωρίδα …που μάλλον είναι ελάττωμα  φαίνεται  κατά  κάποιους …
        Καλή  σας  μέρα  , να  περνάτε  καλά ….
    Απ’ το  “Λιδωρίκι “ με  αγάπη ….Κ.Κ.- 

No comments: