26.11.16

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΕΡΜΗΣ



Η λεπτή φωνή του, η μικροκαμωμένη σουβλερή κοψιά του τον έκαναν να καθιερωθεί ως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς κωμικούς τυπίστες στο σινεμά και στο θέατρο. Ο Γιάννης Καγκάς, ο Γιάννης Φέρμης δηλαδή, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1921. Το Φέρμης του το κόλλησε -άγνωστο γιατί, μα κάτι σημαίνει- ο Νίκος Σταυρίδης σε μια παράσταση, εκεί γύρω στο ’50, και από τότε του έμεινε. Η οικογένειά του ήρθε στον ελλαδικό χώρο το ’22. Εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Αυτός ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά τους. Στο σινεμά πρωτοεμφανίστηκε το 1957 στην ταινία «Της νύχτας τα καμώματα» του Αλέκου Σακελλάριου με τον Ορέστη Μακρή, την Ελένη Χατζηαργύρη και τη Σμαρούλα Γιούλη. Ακολούθησαν οι «Αδέκαροι ερωτευμένοι» (1958) και οι «Χίλιες παρά μία νύχτες» (1960) του Τζανή Αλιφέρη.
« Έχω παίξει σε πολλές ταινίες», είχε πει ο ίδιος.
«Θυμάμαι σε μια απ’ αυτές είχαμε μια σκηνή στο μοναστήρι της Καισαριανής που μας είχανε δεμένους σε κάτι πασσάλους με τον Στολίγκα, γιατί υποτίθεται ότι μας είχανε πιάσει στην Αφρική και μας βράζανε οι ανθρωποφάγοι, κι ιστορίες με δρακόντους.
»Όταν προβλήθηκε η ταινία, στη σκηνή αυτή της ζούγκλας, στο βάθος φαινόταν η... Ακρόπολη. Ταινίες της οκάς...»
Έπαιξε και σε καλές παραγωγές.
«Σαν θέλει η νύχτα και ο γαμπρός» του Φίλιππου Φυλακτού, «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, «Μια βδομάδα στον παράδεισο» του Ίωνα Νταϊφά, «Αν όλες οι γυναίκες του κόσμου» του Νέστορα Μάτσα, «Περίπτερού» και «Προξενήτρα» του Ν. Αβραμέα, «Ο θησαυρός του μακαρίτη» του Ν. Τσιφόρου με τη Γεωργία Βασιλειάδου, «Ο φαφλατάς» του Κώστα Καραγιάννη με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και άλλες.
Οι ρόλοι του ήταν πάντα μικροί και χαρακτηριστικοί. Υπήρξε πάντα δεύτερος στον κινηματογράφο. Στην επιθεώρηση, όμως, έφτασε να γίνει πρωταγωνιστής. Ήταν από κείνους που το 1971 εγκαινίασαν το Δελφινάριο, η ιστορία του οποίου ακόμη συνεχίζεται. Πρωταγωνιστής υπήρξε για πολλά χρόνια -ίσως αυτό να ήταν και ανασταλτικό για τη θεατρική του καριέρα- στο Άλσοςτου Γιώργου Οικονομίδη. Όπως και σε θεάματα πίστας, σε νυχτερινά κέντρα. Σε ένα από αυτά μάλιστα, το 1987, έκανε και την τελευταία του εμφάνιση. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εμφάνισή του στην «Ιστορία της Ελλάδος» του Μποστ, σε κοσμικό κέντρο της Πλάκας. Μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα στην καριέρα του, μου είπαν πολλοί που τον γνώρισαν. Αλλά ποτέ δεν τόλμησε. Δεν είναι τυχαίο αυτό που είχε πει στη Σπεράντζα Βρανά:
«Πρώτη μου επαφή με την καλλιτεχνία ήταν ένα ραδιοφωνικό. 'Εκανα μια πάπια. Κι όταν πήγα για πρώτη φορά, έτρεμα τόσο πολύ απ’ το τρακ, που με κρατάγανε δυο άνθρωποι για να το πω. Όλοι εκεί μέσα στον σταθμό είχανε πεθάνει απ’ τα γέλια και λέγανε:
»Αυτός είναι πολύ κωμικός, αλλά με το τρακ που έχει δε θα γίνει ποτέ τίποτα...»
Αλλά πέσανε έξω...
«Καγκάκο τον φωνάζαμε», λέει, διατυπώνοντας την άποψή της για κείνον η Άννα Καλουτά.
«Καλό παιδί, έκτακτο, πρόθυμος, εξυπηρετικός. Και ηθοποιός. Παρόλο που ήτανε κοντούλης, πολύ κοντός, ήτανε για μένα, μεγάλος ηθοποιός...
»Όσο μπόι του έλειπε, τόσο φωνή είχε».
Αυτό θυμάται ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης που τον έζησε:
« Ήταν φαινόμενο φωνής».
Ο Γιώργος Μουζάκης, όταν διηύθυνε τις ζωντανές ορχήστρες στο Ακροπόλ -γιατί τότε οι ορχήστρες στην επιθεώρηση ήταν ζωντανές- του έλεγε:
Ανεβαίνεις πάνω από την κορνέτα.
«Η φωνή του είχε ένταση, είχε νεύρο.
»Αλλά όταν έφευγε από τη σκηνή ήταν ένα άλλο έργο, ένας άλλος άνθρωπος, ένα ανθρωπάκι χαμηλών τόνων, ήρεμο, ήσυχο με μια φωνή που μόλις ακούγονταν.
»Μα να μη με παίρνουν στον κινηματογράφο, μου έλεγε με κείνη την χαρακτηριστική λαρισέικη προφορά.
»Φαίνιτι δεν τους αρέσ’ η φωνή μου.
»Η φωνή σου τους αρέσει, του ’λεγα. Με την προφορά σου έχουν πρόβλημα.
»Και τι να κάνου; Να ξαναγεννηθώ; Στη Λάρσα γεννήθ’ κα...»
«Από πολύ μικρός ήθελα να βγω στο θέατρο», αφηγείται ο ίδιος στη Σπεράντζα Βρανά. Η αφήγησή του έχει καταγραφεί στο βιβλίο της «Ο οργασμός του Μπράβο».
«Τα αδέλφια μου, όμως, ήτανε χασάπηδες, και δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσουν να βγω.
»Με είχανε στο μαγαζί, και χτύπαγα τις μύγες να μην πάνε στα κρέατα.
»Εγώ που λες χτύπαγα με εκείνο το πράμα τις μύγες, και τραγούδαγα και χόρευα, κι αυτοί έξω φρενών με ξαναστείλανε στο σπίτι...
»Μην μπορώντας να κάνω τίποτ’ άλλο, περίμενα να τελειώσω το σχολείο και να το σκάσω.
»Μόλις, λοιπόν, τελείωσα το γυμνάσιο, έγινε οικογενειακό συμβούλιο.
»Τα αδέλφια μου με ρωτήσανε:
—Τι θέλεις να σε κάνουμε; Γιατρό; Δικηγόρο;
»Εγώ πολύ απλά τους είπα:
Θεατρίνος.
—Θεατρίνος στο σπίτι μας; μου είπανε άγρια τα αδέλφια μου.
—Θα σι κριμάσουμε στο τσιγκέλ ’...
[σ.σ. Ήταν άριστος μαθητής τόσο στο δημοτικό, όσο και στο τότε Γυμνάσιο.]
»Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω και μια νύχτα πήδηξα από το παράθυρο κι έτρεξα.
»Μόλις με πήρανε χαμπάρι, αρπάξανε τα χατζάρια και τρέχανε και με κυνηγάγανε τ’ αδέλφια μου, αλλά εγώ πρόλαβα κι είχα τρυπώσει στο τρένο.
»Κι έτσι ήρθα στην Αθήνα, με ένα κιλό αλεύρι και διακόσιες δραχμές για να γίνω ηθοποιός...»
Δίνει εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο και περνάει τρίτος, παρά την κοψιά του και την έντονη λαρισέικη προφορά του. Αρχικώς πάει να εξεταστεί με ένα μονόλογο του «Ορέστη», ο δάσκαλος, όπως ο Φέρμης λέει, τον μουντζώνει.
—Γιατί με μουντζώνετε, δάσκαλε;
»(...) Μα είναι αυτή μούρη για να πεις Ορέστη; Πάρε να διαβάσεις ένα απόσπασμα από τον “Δάσκαλο” του Σουρή. ”
»Το παίρνω εγώ, αφηγείται ο Φέρμης στη Σπεράντζα, το μαθαίνω και πάω στον δάσκαλο.
—Το ’μαθες;
—Το ’μαθα.
»Κι αρχίζω:
—Ινός σουφού δασκάλ ’ η κυρά, που ’ταν κι απού κόρ ’ παντριμέν’...
»Τρώω πάλι μούντζα. Πάλι, ξανά. (...)
—Πάλι με μουντζώνεις, δάσκαλε;... λέω εγώ και ξαναρχίζω: Ίνος σουφού δασκάλ’ η κυρά που ήταν κι απού κόρ’ παντριμέν’, σι έρουτις κι χάδια τρυφιρά...
»Δεν πρόλαβα να τελειώσω και λέει:
Νααα...
—Πάλι με μουντζώνεις, μωρέ δάσκαλε, γιατί;
Βρε, μάθε πρώτα να μιλάς καθαρά... Θα λες: Ενός σοφού δασκάλου η κυρά κλπ. Κατάλαβες;
»Πάω και κλείνομαι μέσα ένα μήνα. Κι έλεγα κι έλεγα, ώσπου το ’μαθα σωστά. Μου φαινότανε σαν να μάθαινα ξένη γλώσσα.
»Ξαναπάω λοιπόν και το λέω καθαρά.
Μπράβο, είπε ο δάσκαλος.
»Τέλος πάντων τελείωσα τη Σχολή. Ήθελα να μείνω στο Εθνικό».
Στο Εθνικό έκανε και τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, ψιλοπράγματα βέβαια, αλλά εκεί το κλίμα δεν τον σήκωνε. Η μια αναποδιά έφερνε την άλλη. Για παράδειγμα:
Σε μια υπαίθρια παράσταση έπαιζαν τον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ. Ο αέρας σήκωσε το ριντό και τύλιξε ολόκληρο τον Φέρμη. Αυτός προσπαθούσε με τα χεράκια του να ξετυλιχτεί με αποτέλεσμα ο κόσμος να ξεκαρδιστεί και το δράμα να γίνει κωμωδία...
«Τι το βάλατε αυτό το πράγμα εδώ; Πάει. Μου χάλασε την παράσταση», φώναζε ο σκηνοθέτης Νίκος Παρασκευάς.
Άλλη μια φορά παίζανε την «Αρλεζιάνα» πάλι στο Εθνικό, και επειδή το πόδι του ήτανε μικρό, και δεν έβρισκε παπούτσι στο νούμερό του έβαλε στα πόδια του εφημερίδα. Όπως χόρευε, φεύγει το παπούτσι του και πάει κάτω στον κόσμο. Ήτανε Κατοχή. Ο θόρυβος ακούστηκε κάπως περίεργα.
«Πιστολιά», λέει κάποιος. Και η παράσταση διαλύθηκε.
Έβγαλε τη σχολή του Εθνικού με Λίαν Καλώς, αλλά ο Ροντήρης τον συμβούλεψε:
«Καλύτερα να πας στο ελεύθερο θέατρο».
Το 1946 τον παίρνουν σε έναν μουσικό θίασο, στο «Σπίτι του Στρατιώτη», στην οδό Κοραή. Πρωταγωνίστρια η Φωφώ Λουκά, μαέστρος ο Κώστας Καπνίσης και συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Τόνης Μαρούδας, η Σπεράντζα Βρανά και η Κούλα Αγαγιώτου. Σε κάποια παράσταση το ’49 τον είδε ο Σταυρίδης και του πρότεινε να τον πάρει μαζί του, όπερ και εγένετο.
« Έτσι τον ακολούθησα στη Θεσσαλονίκη και μετά στο θέατρο Βέμπο», είχε αφηγηθεί ο Φέρμης στη Βρανά.
«Μόλις με είδε η Σοφία Βέμπο, στράβωσε τα μούτρα της.
—Αυτό το πράμα τι το θέλεις; Τι μου το ’φερες; Τι να το κάνω; λέει στον Σταυρίδη.
»Ο Σταυρίδης, όμως, επέμενε μέχρις εσχάτων.
»Είδε κι αποείδε η Σοφία και φώναξε:
Τραϊφόρε. Δώσ’ του σαράντα δραχμές μεροκάματο και άσ' τον να κάθεται!
»Δεν ήξεραν, λοιπόν, τι να με κάνουν και με χώνουν σ’ ένα νούμερο με δημοσίους υπαλλήλους, όπου εγώ έλεγα:
Καλαμάκια, καλαμάκια... Έχουν γίνει τα χεράκια... καλαμάκια».
Χαλούσε ο κόσμος. Κι έτσι ο δρόμος άνοιξε...
Η συνέχεια από τον ίδιο:
«Η Σοφία (Βέμπο) ενθουσιάστηκε μαζί μου και μου είπε:
Φίρμα, έλα δω.
—Φέρμη με λένε. (...)
— Όχι, Φίρμα. Ξέρω τι λέω εγώ. Λοιπόν, από εδώ και στο εξής θα μείνεις στο Θέατρο Βέμπο. Είχε δίκιο ο Σταυρίδης...»
Στο θέατρο Βέμπο έμεινε για δύο χρόνια. Του άρεσε να τον πειράζουν. Ο ίδιος σατίριζε το σουλούπι του, και στη ζωή και στη σκηνή. Γελούσε πολύ γενικά. Ακόμη και πάνω στη σκηνή ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. Αυτή ήταν και η αιτία που έφυγε από το Βέμπο και πήγε στο Ακροπόλ, αφού πρώτα τον συγύρισε για τα καλά ο Σταυρίδης. Αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε αργότερα. Ο Γιάννης Φέρμης, όπως θα καταλάβατε, είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και δεν παρεξηγούσε ποτέ, όσο χοντρή κι αν ήταν η πλάκα. Ο θεατρικός συγγραφέας Νίκος Αθερινός, έμενε στην ίδια γειτονιά με κείνον. Εκεί, γύρω από την πλατεία Βικτωρίας.
«Σχεδόν απέναντι από τον Γιάννη έμενε ο Αλέκος ο Λειβαδίτης, γνωστός πλακατζής.
»Αν και ήδη ήταν κάποιας ηλικίας είχε το κουράγιο να σηκώνεται έξι το πρωί, να μαζεύει όλα τα σκουπίδια της περιοχής και να τα βάζει έξω από την πόρτα του Φέρμη.
»Χτυπούσε το κουδούνι κι έφευγε.
»Άνοιγε ο Γιάννης την πόρτα, κι έπεφταν όλα τα σκουπίδια μέσα.
»Αυτός ξεραινότανε στα γέλια».
«Δε θύμωσα ποτέ στη ζωή μου», είχε εξομολογηθεί στη Σπεράντζα Βρανά.
«Ακόμα και όταν μου βάλανε στην εφημερίδα ότι πρόκειται να παντρευτώ... και ξαφνικά διαβάζω, που λες:
»Ο ηθοποιός Γιάννης Φέρμης παντρεύεται την Άσπα Καλαβρέζικα. Το οποίο καλαβρέζικα πάει κάπου αλλού. (...)
—Μπορεί κάποιος άλλος να θύμωνε. Άντε, καλέ, εγώ γελάω...»
Επιστρέφουμε στο Βέμπο, στη μοιραία βραδιά. Έκανε ένα νούμερο με τον Γιάννη Γκιωνάκη και τη Σοφία Βερώνη. Αυτοί ήταν ανδρόγυνο που ήθελαν διαζύγιο, κι εκείνος προσπαθούσε να τους τα συμβιβάσει. Ένα βράδυ ανοίγει το ριντό, αλλά ο φροντιστής που τοποθετούσε τα διάφορα αντικείμενα επί σκηνής δεν είχε προλάβει να φύγει και χώνεται κάτω από την καρέκλα του Φέρμη για να κρυφτεί. Ο Φέρμης άρχισε να μιλάει, αλλά πού να αρθρώσει λέξη από το χάχανο. Και τους παρέσυρε όλους. Γέλαγε ο Γκιωνάκης, γέλαγε η Βερώνη, γέλαγε ο κόσμος... Κλείνει η αυλαία άρον άρον, κι άρχισε η Βερώνη να φωνάζει στα παρασκήνια ότι τα κάνει όλα αυτά με τις πλάτες του Σταυρίδη.
«Με τις πλάτες του Σταυρίδη μάς τα κάνεις αυτά, κύριε Φέρμη ».
Το τι επακολούθησε το έχει καταγράψει η Σπεράντζα Βρανά στο βιβλίο της, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία:
«Τ’ ακούει ο Σταυρίδης, βγαίνει από το καμαρίνι του κι έξω φρενών με έσπασε στο ξύλο και μου λέει:
—Εγώ σε φτιάχνω και σε δημιουργώ, και συ γελάς πάνω στη σκηνή;
»(...) Ανεβαίνω στο καμαρίνι εγώ, κι έρχεται η Άννα η Καλουτά που είχε κλείσει στου Μπουρνέλλη και μου λέει:
Βλάκα, ξέρεις ότι σε θέλει ο Μπουρνέλλης, κι εσύ κάθεσαι ακόμη εδώ και σε δέρνει ο Σταυρίδης;
»(...) Τελικά, μετά το επεισόδιο αυτό φεύγω και πάω στο Ακροπόλ. (...) Ήταν το όνειρο των ηθοποιών της επιθεώρησης. Σε πάμπολλες δε περιπτώσεις και των ηθοποιών της πρόζας.
»Και γιατί ήτανε το καλύτερο θέατρο και γιατί ο Μπουρνέλλης ήτανε καλοπληρωτής».
Ο Βασίλης Μπουρνέλλης ήταν Καλαματιανός στην καταγωγή. Το πραγματικό του όνομα ήταν Μπαξεβανάκης, αλλά το άλλαξε το ’40, για οικογενειακούς λόγους. Αρχικά ήταν μαραγκός. Σε κάποια απεργία τον πήγε ο Κόκκινης στο θέατρο Μοντιάλ του Μακέδου για να βοηθήσει να γίνει η παράσταση. Έκτοτε έγινε πρωτοπαλίκαρο του Μακέδου. Το 1945 νοίκιασε για πρώτη φορά το θέατρο Ακροπόλ. Εξελίχθηκε σε θεατρικό επιχειρηματία του μουσικού θεάτρου.
«Τα λεφτά και τα θέατρα τα έκανε ο Μπουρνέλλης με την απελευθέρωση», υποστηρίζει ο Γιώργος Μουζάκης στην αυτοβιογραφία του, αλλά λέει κι αυτά:
«Ως άνθρωπος ο Μπουρνέλλης ήταν παλικάρι.
»Σατράπης δεν ήταν, ήταν δίκαιος. Δεν έχει χάσει άνθρωπος μία δραχμή από τον Μπουρνέλλη. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης να ήταν.
»Όταν δεν πήγαινε καλά ένα έργο, σε όλους έδινε λεφτά.
»Όταν πήγαινε καλά έκλεινε την πόρτα του γραφείου του. Ούτε καφέ δεν έδινε. Κρυβόταν. Δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν.
» Έπαιρνε τηλέφωνο στο ταμείο ρωτούσε, και αν του έλεγαν ότι πάει καλά η παράσταση, τότε έκλεινε τις πόρτες του γραφείου του.
»Μεγάλη πλάκα.
»Όταν δεν πήγαινε καλά, ήταν όλο χαμόγελα με όλους.
»Είχε μανία να γίνεται τσακωμός πριν από κάθε έργο. Το είχε για γούρι.
»Κάθε φορά που ανέβαινε μία παράσταση, για να γίνει επιτυχία έπρεπε να γίνει τσακωμός».
Έκτοτε συνεργάζεται με όλα τα ονόματα της επιθεώρησης, τις αδελφές Καλουτά, τον Χατζηχρήστο, τον Αυλωνίτη, τον Στολίγκα, τη Μοσχονά, τον Μηλιάδη.
«Ο Βασίλης Μπουρνέλλης δεν τον άφηνε να φύγει από κοντά του», βεβαιώνει ο Βύρων Μακρίδης. « Ή στο Ακροπόλ ή στο θέατρο Παπαϊωάννου τον είχε πάντα βασικό στέλεχος των θιάσων του».
Έμεινε μαζί του επτά χρόνια... Μετά ξαναγυρίζει στο Βέμπο, όπου παραμένει επίσης για μια επταετία. Το όνομά του βρίσκει επιτέλους θέση στη μαρκίζα. Κάτω από τα ονόματα των πρώτων, με φωτεινά γράμματα:
«...Και ο Γιάννης Φέρμης».
Δεν έκανε δική του οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε κοντά σε συγγενείς του στη Λάρισα, χτυπημένος από τη φτώχεια και με κλονισμένη υγεία.
« Έφυγε κι αυτός», μου λέει συγκινημένη η Άννα Καλουτά, «με την πικρία πως όταν δεν μπορούσε να εργαστεί δεν τον βοήθησε κανείς».
Κι όμως... Ο Θύμιος Καρακατσάνης στάθηκε δίπλα του και υλικά και ηθικά. Του έστελνε στη Λάρισα την αμοιβή που έπαιρνε από το ραδιόφωνο του 9,84.
« Όταν έμαθα για τον καρκίνο και ότι εκλιπαρούσε για μια σύνταξη, είπα να του συμπαρασταθώ, όπως μπορούσα.
»Κάθε τόσο τον έπαιρνα τηλέφωνο, του έδινα κουράγιο. Νόμιζα ότι θα το ξεπεράσει.
»Είναι μερικές φορές που χωρίς να το θέλεις μπαίνεις κι εσύ στο κόλπο του Καλού Σαμαρείτη, ενώ στην ουσία άλλες είναι οι πράξεις που πρέπει να κάνουμε. Πρέπει επιτέλους να επιβάλουμε σ’ αυτούς που εκπροσωπούν το Ελληνικό Δημόσιο να λειτουργούν για το δημόσιο συμφέρον κάθε εργαζόμενου.
»Τέλος πάντων...
»Υπολόγιζα να πάω να τον δω από κοντά, μια Δευτέρα που δε θα είχα θέατρο. Δεν πρόλαβα.
»'Εφυγε μια τέτοια μέρα από αυτές που υπολόγιζα να πάω».
Ήταν το 1999. Η περιπέτειά του έγινε εφήμερο θέαμα στα τηλεοπτικά παράθυρα των δελτίων ειδήσεων... Όχι, στο τέλος δε γέλαγε.

No comments: