31.12.12

ΠΩΣ ΓΙΟΡΤΑΣΤΗΚΕ Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ 1900

 

24grammata

γράφει ο Γιάννης Καιροφύλας

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά έγινε η καθιερωμένη δοξολογία στη Μητρόπολη. Από νωρίς το πρωί παρατάχθηκαν στην οδό Ερμού τμήματα στρατού, ενώ στην πλατεία Συντάγματος παρατάχθηκαν 400 άντρες ενός ναυτικού αγήματος. Στις 10 έφτασαν στη Μητρόπολη οι βασιλείς με τον πρίγκιπα Γεώργιο. Μεγάλη επισημότητα. Χρυσοποίκιλτες στολές οι αξιωματικοί, βελάδες οι πολιτικοί, μακριές τουαλέτες οι κυρίες. Παράσημα και σπαθιά. Λοφία και φτερά. Όλα άστραφταν. Ακόμη και οι άμαξες ήταν φρεσκαρισμένες. Τ’ άλογα περιποιημένα. Οι αμαξάδες φρεσκοσιδερωμένοι. Τα πάντα τέλεια.

Στις 11.30 άρχισε στο Παλάτι η τελετή του χειροφιλήματος. Έτσι την έλεγαν. Πήγε εκεί ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο, μ’ επικεφαλής τον πρωθυπουργό. Όλοι όσοι έφεραν το Μεγαλόσταυρο. Οι διπλωμάτες. Ο αρχηγός του στρατού και οι αξιωματικοί. Μεγάλη επισημότητα. Οι ευχές θερμές. Η εθιμοτυπία στο αποκορύφωμά της.

Την Κυριακή 2 Ιανουαρίου 1900 δόθηκε μεγάλος χορός στο Παλάτι. Οι προσκεκλημένοι ξεπερνούσαν τις 2.000. Ήταν ένα βράδυ παραμυθένιο. Το κτίριο ολοφώτιστο. Οι άμαξες πλημμύρα. Έλληνες και ξένοι έφταναν από την ειδική θύρα, που όριζαν οι προσκλήσεις, ντυμένοι με ό,τι πιο επίσημο υπήρχε. Υπουργοί και διπλωμάτες, αξιωματικοί της φρουράς και πολιτικοί υπάλληλοι, δικαστικοί, καθηγητές Πανεπιστημίου και όλοι με τις γυναίκες τους φορτωμένες με όλα τους τα κοσμήματα.Το βράδυ εκείνο η αθηναϊκή κοινωνία έκανε τη μεγάλη της επίδειξη. Τα φορέματα των κυριών είχαν ετοιμασθεί από πολύ νωρίτερα και ήταν θαυμάσια μοντέλα στις πιο παράξενες δημιουργίες, που είχαν εμπνευσθεί οι μεγάλες μοδίστρες. Οι κομμώσεις κι αυτές υπέροχες. Τα μπριλάντια και τα μαργαριτάρια βαρύτιμα. Όλων των ειδών τα κοσμήματα, βγαλμένα από τις κοσμηματοθήκες, αλλά και από κάποια παλιά σεντούκια, όπου φυλάγονταν πάντα τα οικογενειακά κειμήλια.Την πιο βαρύτιμη εθνική ενδυμασία τη φορούσε η βασίλισσα Όλγα κατά την τελετή του χειροφιλήματος ανήμερα την Πρωτοχρονιά.

Είχε ήδη γίνει μεγάλη συζήτηση γι’ αυτή τη θαυμάσια φορεσιά. Όσες Αθηναίες είχαν την τύχη να τη δουν την περιέγραφαν στις άλλες. Όπως έγινε γνωστό ήταν κατασκευασμένη στο φημισμένο υφαντουργείο της Σπάρτης Καρασταμάτη από λεπτοϋφασμένο ύφασμα, στολισμένο με χρυσοΰφαντα άνθη. Η βασίλισσα και οι πριγκίπισσες προμηθεύονταν τα μεταξωτά υφάσματα πάντοτε από το εργοστάσιο Καρασταμάτη, υποστηρίζοντας την εγχώρια βιομηχανία.Το βράδυ, στο χορό των ανακτόρων, η Όλγα εμφανίστηκε με άλλο φόρεμα. Ήταν κι αυτό θαυμάσιο. Αλλά εκείνα που εντυπωσίασαν ήταν τα κοσμήματά της. Η βασίλισσα ήταν πολύ ευδιάθετη. Μιλούσε και γελούσε με τους αξιωματικούς του ρωσικού στόλου, που εκείνες τις μέρες ήταν αγκυροβολημένος στον Πειραιά. Είχαν προσκληθεί κι αυτοί στο χορό κι είχαν φορέσει τις χρυσοποίκιλτες στολές τους. Ήταν όλοι τους ωραίοι, κομψότατοι, ευγενείς και χόρευαν μετά μανίας.Την Πρωτοχρονιά του 1900 και την παραμονή, έγιναν στην Αθήνα πολλές κλοπές. Λες και είχε γεμίσει η πρωτεύουσα λωποδύτες. Ίσως ο πολύς κόσμος που κυκλοφορούσε στους δρόμους τους έδωσε την ευκαιρία να δράσουν. Βρήκαν πολλά σπίτια εγκατελειμένα και κλειστά και μπόρεσαν να τα λεηλατήσουν. Οι εφημερίδες γέμισαν από το αστυνομικό δελτίο. Ιδιαίτερα την παραμονή έγιναν οι περισσότερες κλοπές «πτηνών, κατοικιδίων, καπέλων, αλεξιβροχίων, μπαστουνιών και προ πάντων επανωφορίων, κατά την ώρα των επισκέψεων».Πολλοί επισκέπτες κατά την έξοδό τους από τα σπίτια, όπου είχαν πάει για να κάνουν τις καθιερωμένες λόγω της ημέρας επισκέψεις, αναζητούσαν μάταια τα παλτά τους και τα καπέλα τους. Οι λωποδύτες τα είχαν αρπάξει από τα «πορτ μαντό», βρίσκοντας τις περισσότερες πόρτες μισάνοιχτες. Οι εφημερίδες σχολίασαν το γεγονός και ζητούσαν με επιμονή από το διευθυντή της αστυνομίας να λάβει δρακόντεια μέτρα και ν’ απελάσει τα σμήνη αυτά των «εντίμων υπάρξεων».

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

 

 “ ΤΑ  ΚΕΡΙΑ “ ΤΟΥ  Κ.ΚΑΒΑΦΗ

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΟΝ ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

 

ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΆ  , ΚΑΛΟ  ΜΕΣΗΜΕΡΙ  ΚΑΙ  ΚΑΛΗ  ΑΚΡΟΑΣΗ ..

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ “ ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ “ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Το πλήθος των οικονομικών σκανδάλων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου συντέλεσε στην πλήρη απαξίωση των πολιτικών. Γι’ αυτό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έγινε κοινή συνείδηση πως ήταν επιβεβλημένη η λήψη μέτρων για την πάταξη της πολιτικής διαφθοράς. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για την καθιέρωση του «πόθεν έσχες». «Γεννήτορές» της ήταν δυο βουλευτές, πραγματικά κοσμήματα του Κοινοβουλίου: ο Μεσσήνιος Φώτης Μοσχούλας και ο Κρητικός Ρούσος Κούνδουρος.

Ο Φώτης Μοσχούλας υποβάλλοντας στη Βουλή τη 2α Δεκεμβρίου 1927 πρόταση για τη θέσπιση νόμου περί του «Πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών τόνιζε: «Δυστυχώς  δεν ελήφθη ακόμη πρόνοια περί καθαρμού και κολασμού όλων των ασεβησάντων κατά της ιδέας του κράτους και κατά του δημοσίου χρήματος. Τον καθαρμόν και τον κολασμόν τούτων έχει ως σκοπόν η πρότασίς μου περί του πόθεν έσχες». Ο Ρούσος Κούνδουρος, βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο δήλωσε ότι συνεργάστηκε με τον Φ. Μοσχούλα στην κατάρτιση της πρότασης για το «πόθεν έσχες», γιατί πίστευε ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε ήδη στην κοινή συνείδηση και ότι από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική εξέλιξη της Ελλάδας. Μάλιστα υποστήριξε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η περιουσιακή κατάσταση όλων αυτών που πολιτεύτηκαν και ανέλαβαν λειτουργήματα στην Ελλάδα από το 1914 και εξής (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Δεκεμβρίου 1927). Τελικά στην πλειονότητά τους οι βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν την υποβληθείσα πρόταση νόμου.

Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 – 1932) προσπάθησε να καθιερώσει το 1931 το νόμο, ο οποίος θα προστάτευε την τιμή του πολιτικού κόσμου της χώρας, αλλά οι προσπάθειές της απέτυχαν. Έτσι είχε εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία η αντίληψη ότι οι πολιτικοί πλούτιζαν με αθέμιτα μέσα και γι’ αυτό τάσσονταν κατά του «πόθεν έσχες».

Το 1960 τόσο η κυβερνητική παράταξη της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης όσο και  κόμματα της Αντιπολίτευσης τόνιζαν την αναγκαιότητα καθιέρωσης του «πόθεν έσχες» εξαιτίας των πολιτικών σκανδάλων που αποδίδονταν τότε σε κυβερνητικά στελέχη. Με αφορμή τις διακηρύξεις τους αυτές ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1960) στο κύριο άρθρο εξέφραζε την απαισιοδοξία του για την υλοποίησή τους: «Δεν γίνεται τώρα διά πρώτην φοράν λόγος περί της αρχής αυτής. Πλειστάκις κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία υπεσχέθησαν την εφαρμογήν της διάφοροι πολιτικοί. Αι υποσχέσεις των όμως ουδέποτε επραγματοποιήθησαν». Ακολούθως υπογράμμιζε την αναγκαιότητα καθιέρωσης της δημοκρατικής αυτής αρχής, η οποία θα εξασφάλιζε τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή. Μάλιστα έκανε αναφορά σε ανάλογους θεσμούς που ίσχυαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου γινόταν καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των αιρετών και κληρωτών αρχόντων, όταν αναλάμβαναν την εξουσία τους, ώστε να αποτραπεί κάθε διάθεσή τους για παράνομο πλουτισμό. Και ολοκλήρωνε το άρθρο του καθορίζοντας το περιεχόμενο του «πόθεν έσχες»: « Η αρχή του «πόθεν έσχες» πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αθέμιτου πλουτισμού από την ευρύτερη πλευρά της απιστίας προς το Δημόσιον. Διότι αι περισσότεραι παράνομοι περιουσίαι δεν σχηματίζονται διά κλοπής του δημοσίου χρήματος. Σχηματίζονται διά πλαγίας εκμεταλλεύσεως της εξουσίας, δηλαδή διά προμηθειών, κερδοσκοπικής χρησιμοποιήσεως κρατικών μυστικών, δωροδοκιών και παντοίων άλλων μεθόδων».

Η απαισιοδοξία του αρθρογράφου της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ βγήκε αληθινή. Η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. το 1960 – 1963 δεν είχε τη δύναμη να καθιερώσει το νόμο για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών λόγω αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της. Έτσι η ψήφιση του νόμου θα καθυστερήσει λίγα χρόνια.

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1964 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, σε λόγο που απεύθυνε προς τον ελληνικό λαό από το κρατικό ραδιόφωνο, ανήγγειλε την πρόθεση της κυβέρνησής του να καθιερώσει την αρχή του «πόθεν έσχες» ως θεσμό στο δημόσιο βίο της χώρας. Παράλληλα ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι καταρτιζόταν ήδη σχετικό νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν η σύσταση Ανώτατης Δικαστικής Επιτροπής Ελέγχου που θα λειτουργούσε μόνιμα ως ιδιαίτερο τμήμα του Αρείου Πάγου. Η Δικαστική αυτή Επιτροπή θα προέβαινε σε πλήρη έρευνα των διάφορων καταγγελιών ή κατηγοριών για αθέμιτο πλουτισμό πολιτικών με την εκ του νόμου υποχρέωση να περατώνει τον έλεγχο σε διάστημα ενός χρόνου (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 1ης Μαρτίου 1964).

Τελικά το νομοσχέδιο υποβλήθηκε στη Βουλή για ψήφιση στις αρχές Ιουλίου 1964. Με αυτό καθοριζόταν ότι ήταν υποχρεωτική η υποβολή κατ’ έτος δήλωσης για την περιουσιακή κατάσταση του εκάστοτε πρωθυπουργού, των αρχηγών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, των υπουργών, των υφυπουργών, των βουλευτών καθώς και των στενών συγγενών των. Οι δηλώσεις θα υποβάλλονταν στη Βουλή το μήνα Απρίλιο.

Σ’ αυτές θα αναφέρονταν επακριβώς και λεπτομερώς η ακίνητη περιουσία των πολιτικών προσώπων και των στενών συγγενών τους, οι καταθέσεις τους σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι μετοχές και τα χρεόγραφα που είχαν στην κατοχή τους καθώς και ο χρόνος κτήσης τους. Επιπλέον θα περιέχονταν αναλυτικά όλα τα εισοδήματά τους πέραν του υπουργικού μισθού ή της βουλευτικής αποζημίωσης.

Με το 5ο άρθρο του νόμου 4351/1964 «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας» καθορίζονταν ως ποινικά αδικήματα:

  1. «η αθέμιτος κτήσις περιουσιακού οφέλους», δηλαδή η απόκτηση από μέρους των πολιτικών (κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους) περιουσιακών στοιχείων, των οποίων δεν μπορούσαν να αποδείξουν τη νόμιμη και αδιάβλητη προέλευση,
  2. «η παράλειψις υποβολής δηλώσεως» και
  3. «η υποβολή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης  Μαρτίου 1965).

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονταν βαριές ποινές, όπως φυλάκιση, δήμευση περιουσιών, έκπτωση από το αξίωμά τους, χρηματικές ποινές, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κ.ά.. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νόμο είχε περιληφθεί διάταξη που πρόβλεπε ότι, εφόσον υφίσταντο στοιχεία πως υπήρχαν καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού ή χρεόγραφα ή τιμαλφή κ.λπ. ελεγχόμενου πολιτικού, τα οποία δεν είχαν δηλωθεί στο «πόθεν έσχες», αυτά μετά το θάνατό του δεν τα κληρονομούσαν οι συγγενείς του, αλλά περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1964).

Ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από τον υπ’ αριθ. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών, ιδιοκτητών Μ.Μ.Ε. και άλλων κατηγοριών προσώπων». Οι διαφορές του νέου νόμου από τον παλιότερο είναι μικρές. Σήμερα προβλέπεται, όσον αφορά τους πολιτικούς, η υποβολή δήλωσης και από τους ευρωβουλευτές και από όσους διαχειρίζονται τα οικονομικά των κομμάτων και από άλλες κατηγορίες προσώπων εμπλεκόμενων με την πολιτική ( οι γενικοί και οι ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής,  ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου κ. ά.). Ακόμα με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στη διαδικασία ελέγχου καθώς και στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των υποβληθεισών δηλώσεων.

Έτσι καθιερώθηκε ο θεσμός του «πόθεν έσχες». Οι προθέσεις αυτών που ψήφισαν το σχετικό νόμο ήταν αγαθές, όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Στην εποχή μας οι πολιτικοί ουσιαστικά δεν δηλώνουν το «πόθεν;», αλλά το «τι;» έσχον. Ακόμα ο έλεγχος της ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων τους έχει μετατραπεί σε μια τυπική διαδικασία. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από περιπτώσεις υπουργών και συνεργατών τους που είτε είναι σήμερα τρόφιμοι του Κορυδαλλού ή παραδέχτηκαν ότι έλαβαν κάποια προεκλογική χορηγία από πολυεθνική εταιρεία ή που το όνομά τους συνδέθηκε με κάποιο οικονομικό σκάνδαλο. Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόβλημα να δικαιολογήσουν το «πόθεν έσχες». Συνέπεια, λοιπόν, της δυσλειτουργίας του θεσμού είναι η απαξίωση συλλήβδην των πολιτικών. Και είναι κρίμα μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά.

Το νόστιμο είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί μας ταγοί, για να δείξουν την εντιμότητά τους, αναρτούν τις δηλώσεις για τα περιουσιακά τους στοιχεία στο διαδίκτυο (στο site του Κοινοβουλίου) επί ένα μήνα, λες και οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την ακρίβεια των δηλώσεων αυτών. Η δημοσιοποίηση, λοιπόν, συνιστά εμπαιγμό του εκλογικού σώματος και περιφρόνηση της νοημοσύνης των πολιτών. Και το χειρότερο είναι πως δεν μπορούν να πειστούν οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι μισθοσυντήρητοι, οι συνταξιούχοι και άλλες ομάδες χειμαζόμενων πολιτών ότι θα αγωνιστούν για τη «σωτηρία» τους πολιτικοί με δεκάδες ακίνητα και με υπέρογκες καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους.

Vouli ton Efibon olomeleia

http://chronontoulapo.wordpress.com

ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ

Την 22α Ιανουαρίου (με το παλιό ημερολόγιο)/3η Φεβρουαρίου (με το νέο ημερολόγιο) 1830 οι διπλωματικοί εκπρόσωποι της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν συνθήκη, με την οποία αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Με νέα συνθήκη, που κι αυτή υπογράφηκε στο Λονδίνο (25η Απριλίου/ 7η Μαΐου 1832),  καθόρισαν το πολίτευμα και τη διεθνή θέση της χώρας μας. Στο 4ο άρθρο της αναφερόταν ότι «η  Ελλάς υπό την εξουσία του Πρίγκηπος Όθωνος της Βαυαρίας και με την εγγύηση των τριών Αυλών θα αποτελέσει ένα μοναρχικό, ανεξάρτητο κράτος».

Οι σημαντικές αυτές αποφάσεις που λήφθηκαν ερήμην των Ελλήνων δείχνουν το μέγεθος της κηδεμονίας που ασκούσαν οι «προστάτιδες» Δυνάμεις στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ενδεικτικό της σημασίας που έδιναν στην «εγγύηση» είναι και το γεγονός ότι την συμπεριέλαβαν και στη συνθήκη του 1863, την οποία υπέγραψαν με το βασιλιά της Δανίας, όταν ο πρίγκιπας Γεώργιος επιλέχτηκε για να αντικαταστήσει τον Όθωνα ως «βασιλεύς των Ελλήνων». Επισήμως η Γαλλία και η Βρετανία παραιτήθηκαν από τα δικαιώματα επίβλεψης, ελέγχου και προστασίας που είχαν απέναντι στο νεοελληνικό κράτος σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, την 28η Ιουλίου 1920.

Στα ενενήντα περίπου χρόνια που ίσχυσε επισήμως η «κηδεμονία» της χώρας μας από τους Άγγλους και τους Γάλλους συχνά αντιμετωπίστηκε ως φέουδό τους. Είναι γνωστοί οι ναυτικοί αποκλεισμοί της Ελλάδας το 1850 (υπόθεση Πατσίφικο), το 1854 και το 1916 – 1917, για να εξυπηρετηθούν τα αγγλογαλλικά συμφέροντα. Στο σημερινό μου post θα αναφερθώ στην «υπόθεση Νίκολσον», η οποία είναι ενδεικτική του πώς αντιμετώπιζαν οι Άγγλοι το «κυρίαρχο» ελληνικό κράτος.

Το πρωινό της 4ης Ιανουαρίου 1885 ο Arthur Nicolson, επιτετραμμένος (ή – σύμφωνα με ορισμένες πηγές – πρεσβευτής) στην αγγλική πρεσβεία των Αθηνών αποφάσισε να ανέβει με τη σύζυγό του στο λόφο του Λυκαβηττού. Πλησιάζοντας προς την κορυφή συνάντησαν τρεις χωροφύλακες. Αυτοί τους υπέδειξαν με φωνές και με νοήματα να ακολουθήσουν άλλο μονοπάτι, επειδή απαγορευόταν να περάσουν από το σημείο εκείνο, καθώς είχε γίνει πρόσφατα η δενδροφύτευσή του. Ο Βρετανός διπλωμάτης και η γυναίκα του συνέχισαν το δρόμο τους παρακούοντας τη διαταγή των οργάνων της τάξεως. Τότε – σύμφωνα με την επίσημη έκθεση που υπέβαλε ο παθών προς την ελληνική κυβέρνηση – ο ένας από τους τρεις χωροφύλακες τον απώθησε βίαια και τον χτύπησε με το ραβδί του.

Μετά το επεισόδιο αυτό ο Nicolson,  παραβιάζοντας τη σχετική διπλωματική διαδικασία,  δεν απευθύνθηκε στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών, αλλά πήγε στο γραφείο του πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη και ζήτησε να τιμωρηθεί αυστηρά ο χωροφύλακας που βιαιοπράγησε σε βάρος του. Ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε το Βρετανό διπλωμάτη ότι θα γίνονταν οι δέουσες ενέργειες. Πράγματι έγινε υπηρεσιακή έρευνα, από την οποία διαπιστώθηκε ότι ο υπαξιωματικός της Χωροφυλακής που πρωταγωνίστησε στο επεισόδιο ήταν ο Λουκάς (σε ορισμένες πηγές αναφέρεται Γιώργος) Καλπούζος. Αναγνωρίστηκε από τον Nicolson ως δράστης και συνελήφθη. Αν και είχε αποφασιστεί η απόταξή του από το σώμα της Χωροφυλακής, ο Άγγλος διπλωμάτης, που ήταν γνωστός για το μισελληνισμό του, δεν αρκέστηκε στην ποινή αυτή. Θέλησε να ταπεινώσει το ελληνικό κράτος. Ζήτησε, λοιπόν, να διαβαστεί η διαταγή της απόταξης του Καλπούζου σε συγκέντρωση όλων των ανδρών της Χωροφυλακής που υπηρετούσαν στην Αττική. Και το εξωφρενικό ήταν το ότι απαίτησε, για να αποκατασταθεί η θιγείσα τιμή του, το σώμα της Χωροφυλακής να παραταχθεί στην πλατεία Συντάγματος, όπου θα παρουσίαζε όπλα τη στιγμή που θα ανακρουόταν ο αγγλικός εθνικός ύμνος.

Ο Χαρίλαος Τρικούπης έσπευσε να ικανοποιήσει τις παράλογες απαιτήσεις του Άγγλου επιτετραμμένου (ή πρεσβευτή). Έτσι δυο ενωμοτίες πεζών και έφιππων χωροφυλάκων υπό το διοικητή τους Στεφάνου έλαβαν μέρος στην πρωτοφανή αυτή τελετή που καταρράκωσε το κύρος της ελληνικής Χωροφυλακής. Είναι χαρακτηριστικό ένα απόσπασμα δημοσιεύματος της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 21ης Νοεμβρίου 1907) αναφερόμενου στα γεγονότα του Ιανουαρίου του 1885: «Είναι ιστορική η δοθείσα τότε ικανοποίησις εις την Αγγλίαν αναπετασθείσης (: απλωμένης) της αγγλικής σημαίας εν στρατιωτική παρατάξει και παιχθέντος εν τη πλατεία του Συντάγματος του αγγλικού ύμνου».

Οι πολίτες εξέφρασαν την οργή τους για την εθνική ταπείνωση, ενώ ο αντιπολιτευόμενος τύπος καυτηρίασε τον ενδοτισμό της κυβέρνησης και κυρίως του πρωθυπουργού. Μπροστά στην έκρυθμη πολιτική και κοινωνική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ο Χαρίλαος Τρικούπης την 5η Φεβρουαρίου 1885 ζήτησε από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης, όπου όμως καταψηφίστηκε ακόμα και από βουλευτές του κόμματός του. Έτσι η χώρα την 7η   Απριλίου 1885 οδηγήθηκε σε εκλογές, τις οποίες κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία (185 βουλευτικές έδρες σε σύνολο 245) η πολιτική παράταξη του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Η εκλογική συντριβή του Χαρίλαου Τρικούπη οφειλόταν κυρίως στη λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω της ακρίβειας και της υψηλής φορολογίας που είχε επιβάλει και δευτερευόντως στην υποτελή στάση που έδειξε στην «υπόθεση Nicolson».

420px-Arthur_Nicolson

Arthur Nicolson

http://chronontoulapo.wordpress.com

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ …ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΑΠ’ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

 

Αυτόν τον θείο αργά και που τον βλέπαμε...έμενε στον Πειραιά στα Μανιάτικα...στην άλλη άκρη από τον Βούθουλα δηλαδή.
Στα Μανιάτικα δηλαδή Μανιάτης και με ...ούλα του τα έθιμα.
Ο πατέρας του είχε παντρευτεί την Μικρασιάτισσα αδερφή του παππού και έσμιξαν οι δύο κόσμοι....τελείως διαφορετικοί.
Τώρα Μανιάτης και χωρίς διάδοχο εκείνα τα χρόνια και γέννημα Πειραιώτης δεν έδενε....μακαρόνια σκέτα δηλαδή...ορφανά χωρίς κιμά.
Και δώστου να προσπαθεί... με αποτέλεσμα η γυναίκα του περισσότερο να γνωρίζει το δημόσιο μαιευτήριο παρά το σπίτι της.
Οι γιατροί και οι νοσοκόμες με τα μικρά ονόματα τους ήξεραν και τον βοήθησε και ο Μανιάτης Βουλευτής και τον πήραν στο νοσοκομείο να κουβαλάει το φορείο.
Είχε στόματα να θρέψει αλλά και πολλούς ψήφους στην συνοικία άρα όλα τα προσόντα.
Η θεία του είχε δώσει έξη κορίτσια και δεν άντεχε άλλο...οι γιατροί του το είπαν το πήρε απόφαση αν και τρομάρα του στα γεράματα αυτά τον κοιτάξανε.
Μια Πρωτοχρονιά λοιπόν μας κάλεσε να φάμε μαζί....ένα μικρό σπιτάκι
παστρικό όμως....βλέπεις τόσα γυναικεία χέρια.
Είχε καλέσει και έναν άλλο θείο με την οικογένειά του...
Πού θα τρώγαμε;
Συνωστισμός στο καθιστικό....μικρό το τραπέζι...λίγες οι καρέκλες....
Χαζεύανε οι μεγάλοι τα ωραία κεντήματα της Σμυρνιάς γιαγιάς ....όταν έφθασε ο θείος με την λαμαρίνα από τον φούρνο με το χοιρινό και τις πατάτες....
Το τραπέζι δεν χωρούσε ...ανήσυχοι οι καλεσμένοι αλλά όχι ο θείος....
σηκώθηκε και έβγαλε το ένα φύλλο της μεσόπορτας και την έβαλε στο μικρό τραπέζι....
Στην αυλή είχε τις δανεικές καρέκλες από την γειτονιά και όλοι οι καλοί χωρέσανε για να αρχίσουν τα γέλια ...τα πειράγματα ...τα τραγούδια και οι ευχές για τον Καινούργιο Χρόνο....


Γέρε χρόνε φύγε τώρα, 
πάει η δική σου η σειρά
ήρθε ο νέος με τα δώρα
με τραγούδια με χαρά
Μα κι αν φεύγεις μακριά μας, 
στην καρδιά μας πάντα ζει
κάθε λύπη και χαρά μας
που περάσαμε μαζί


http://pisostapalia.blogspot.gr/

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΧΤΗ

 

Εξάρτηση και απεξάρτηση από τον τζόγο στο ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ

image

Η Θεανώ Καραμέτσου, θεραπεύτρια του ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ στο πρόγραμμα απεξάρτησης από τυχερά παιχνίδια, είχε υποσχεθεί να μου γνωρίσει έναν άνθρωπο που παρακολουθεί το πρόγραμμα. Ήταν ο Γιάννης, ένας πολύ ευχάριστος τύπος γύρω στα 45. Είχε κρύο αλλά και ήλιο εκείνη την ημέρα. Μου πρόσφεραν ζεστό γαλλικό καφέ, κάτσαμε στο μπαλκόνι και καπνίζαμε.

«Από τα 12 – 13 μου με έπαιρνε μαζί ο πατέρας μου σε πρακτορεία, με έβαζε να του τραβάω λαχεία ή να συμπληρώνω ΠΡΟ-ΠΟ. Στα 16 μου πήγαμε στο καζίνο της Πάρνηθας. Μετά άρχισα να παίζω και μόνος μου, σιγά σιγά άρχισε να γίνεται καθημερινή ενασχόληση και τρόπος ζωής. Φρουτάκια, καφενεία, στο σπίτι με φίλους, πόκερ, πόκα, 21, μπιρίμπα, πάντα με λεφτά. Και είχα πάντα λεφτά από την οικογένειά μου. Ήρθα σε επαφή με το αλκοόλ και με ουσίες, όχι όμως σε επίπεδο εξάρτησης, περισσότερο πειραματισμού. Στα 21 μου έχασα τον πατέρα μου και μαζί τη γη κάτω από τα πόδια μου.

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που φοβήθηκα πραγματικά. Έπρεπε να ψάξω για δουλειά και τελικά βρήκα ως υπεύθυνος σε ένα κατάστημα κοινωνικού ενδιαφέροντος στο κέντρο. Έπαιρνα πέντε φορές τα χρήματα που έβγαζε ένας δημόσιος υπάλληλος εκείνη την εποχή. Κι έπαιζα κάθε μέρα. Και δυο φορές την ημέρα. Χαρτιά και στοίχημα. Διέθετα καθημερινά από 100 έως και 2.000 ευρώ. Ένα βράδυ στο καζίνο της Πάρνηθας κέρδισα 4 εκατομμύρια δραχμές στο black jack. Μια άλλη φορά είχαμε κλειστεί σε ένα σπίτι στο Ψυχικό και παίζαμε 3 μέρες συνέχεια. Και ο οικοδεσπότης και η παρέα ήταν άνθρωποι μιας κάποιας οικονομικής επιφάνειας και μέρα νύχτα είχαμε σερβιτόρες να μας φέρνουν φαγητά και ποτά και dealer να μοιράζει τα χαρτιά, όπως στο καζίνο.

Παντρεύτηκα και μετά από λίγο καιρό άρχισα να παίζω στα κρυφά από τη γυναίκα μου. Αισθανόμουν ότι είχα πρόβλημα αλλά αρνιόμουν να ζητήσω βοήθεια. Έλεγα ότι στο τέλος θα έκοβα από τον τζόγο όπως έκοψα και από τις ουσίες. Είχα αρχίσει να δανείζομαι από φίλους, συγγενείς και τράπεζες για να παίζω. Να καταστρέφομαι οικονομικά. Κάπου εκεί αντιλήφθηκε το πρόβλημα η σύζυγός μου. Από εκεί που ήμουν καλά είχα αρχίσει να γίνομαι αγρίμι, να μην κοιμάμαι τα βράδια, να παίζω όλο και περισσότερο για να ξεχρεώσω. Τότε, εκείνη και η μητέρα μου με έφεραν εδώ στο ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ.

Μπήκα σε λίστα αναμονής και μέχρι να αρχίσω κανονικά το πρόγραμμα έβλεπα έναν ψυχολόγο ιδιωτικής κλινικής για 75 ημέρες, δύο φορές την εβδομάδα. Σήμερα έχω να παίξω συνολικά περίπου 20 μήνες, αλλά μια φορά, κάπου στη μέση, υποτροπίασα. Πάντα βρίσκεις μια δικαιολογία για να υποτροπιάσεις, να παίξεις. Η δική μου ήταν κάποια χρέη και ένας γνωστός που συνάντησα από τα παλιά. Άρχισα να το γυροφέρνω στο μυαλό μου και τελικά έπαιξα. Οι επόμενοι 3 μήνες ήταν από τους χειρότερους της ζωής μου, όπως όταν είχα χάσει τον πατέρα μου. Είχα τύψεις, ενοχές, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι έκανα, σκεφτόμουν ότι θα γυρίσω πάλι στα παλιά, ότι πρόδωσα τους γύρω μου».

Το πρόγραμμα είναι εθελοντικό, δωρεάν και στεγνό

«Ένας παίκτης ελέγχεται από το παιχνίδι. Όλη η συμπεριφορά του κινείται γύρω από αυτό. Έτσι, παραμελεί όλα τα άλλα, τον εαυτό του, την οικογένειά του, τη δουλειά του» λέει η Θεανώ Καραμήτσου. Το πρόγραμμα είναι εθελοντικό (π.χ. δεν υπάρχει η περίπτωση της εισαγγελικής εντολής), δωρεάν, στεγνό (χωρίς φάρμακα για το άγχος κ.λπ.) και απευθύνεται σε ενήλικους παίκτες και στους συγγενείς τους ή σε «σημαντικούς άλλους». Πραγματοποιείται μία ομαδική συνάντηση την εβδομάδα, όπου γίνεται μια βιωματική συζήτηση, και ατομικές ανά περίπτωση. Κάποιες φορές συνυπάρχουν και δύο εξαρτήσεις, τζόγος και αλκοόλ ή τζόγος και ουσίες. «Σε αυτή την περίπτωση», λέει η κ. Καραμέτσου», «θα επικεντρωθούμε στη μία, στην πιο σοβαρή, και παράλληλα ο άνθρωπος θα βοηθηθεί και για την άλλη».

Στατιστικά

Το 93% των ανθρώπων που επισκέφθηκαν το ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ από το 2005 έως το 2011 ήταν άνδρες. Το 73% ήταν μεταξύ 30 και 49 ετών. Ανά εβδομάδα το 4% ξοδεύει έως 50 ευρώ, το 17% έως 200 ευρώ, το 44% έως 1.000 ευρώ, το 23% έως 3.000 ευρώ, το 11% έως 10.000 ευρώ και το 1% πάνω από 10.000 ευρώ την εβδομάδα. Το 55% παίζει κρυφά από την οικογένεια.

ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ, Χαρβούρη 1, Μετς, 210 9215.776, 210 9237.777.

http://pisostapalia.blogspot.gr/

ΟΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΕΣ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΜΕ ΠΙΣΩ….

 

Στη δραματική ταινία «Όλγα αγάπη μου» του Γιάννη Δαλιανίδη, παραγωγής 1968, με τη Ζωή Λάσκαρη και τον Φαίδωνα Γεωργίτση, οι νεότεροι μερακλώνουν γιατί ακούν το τραγούδι «Τι σου 'κανα και πίνεις» στην αυθεντική του εκτέλεση με την Πόλυ Πάνου.
Και οι παλαιότεροι...
νοσταλγούν γιατί μία χαρακτηριστική σκηνή της παραπέμπει σε μια εποχή αθωότητας που δεν θα ξαναζήσουμε. Μια εποχή που είχαμε, ως Έλληνες, ελάχιστα χρήματα για να τροφοδοτήσουμε τον ευδαιμονισμό μας – όπως άλλωστε και σήμερα – αλλά εξαιρετικά ανεπτυγμένο τον πολιτισμό της ανέχειάς μας. Αυτόν που έχουμε πλέον προ πολλού απεμπολήσει εξού και η ανέχεια προκαλεί μιζέρια.
Στη συγκεκριμένη σκηνή λοιπόν η πρωταγωνίστρια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, περιμένει τον άντρα της που έχει ξεχαστεί σε μια ταβέρνα χαρτοπαίζοντας. Μοναδική παρέα της το ραδιόφωνο, το οποίο μεταδίδει κλασική μουσική. Κάποια στιγμή η μουσική χαμηλώνει και η επίσημη φωνή του εκφωνητή αρχίζει την αντίστροφη μέτρηση από το δέκα. «...τρία, δύο, ένα, κυρίες και κύριοι, ευτυχές το νέον έτος».
«Πρωτοχρονιές γιορτές του χρόνου, Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου», που λέει και ο Σαββόπουλος σε ένα από τα τραγούδια του που μοιάζει με μακροβούτι στις ζωές μας.
Νύχτα ραδιοφώνου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, από τότε δηλαδή που το ραδιόφωνο έγινε προσιτή συσκευή, τα ερτζιανά σηματοδοτούσαν την επίσημη αλλαγή του χρόνου. Τόσο στα μεγαλοαστικά διαμερίσματα του Κολωνακίου, όπου ρεβεγιονάριζε η τότε χάι σοσάιετι, όσο και στις φτωχοσυνοικίες όπου όλη η γειτονιά μαζευόταν γύρω από το μοναδικό ραδιόφωνο. Γιατί πλούσιοι και φτωχοί στα σπίτια τους έκαναν αλλαγή της χρονιάς. Ρεβεγιόν σε κέντρο; Α πα πα πά! Εντελώς μπανάλ για τους έχοντες και τους κατέχοντες, εντελώς απρόσιτο για τους μη έχοντες. Ας πάμε ξανά στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.
Μόνο στα «Κόκκινα φανάρια» του 1963 (και σε όσα αυτά συνεπάγονταν) το γλεντάνε παραμονιάτικα σε «μαγαζιά με πρόγραμμα». Ραδιόφωνο λοιπόν με κλασική μουσική το τελευταίο ημίωρο πριν από την αλλαγή του χρόνου, για να τονίσει την επισημότητα της βραδιάς. Γιατί οι πλούσιοι ντύνονταν επίσημα, ενώ οι φτωχοί έτρωγαν επίσημα. Εξωμες τουαλέτες οι μεν, γιουβέτσι οι δε. Η γαλοπούλα, αν και φθηνότερο κρέας, ως εκ του εξωτερικού προερχόμενο γαστρονομικό έθιμο εθεωρείτο αριστοκρατικό φαγητό. Εκείνα τα χρόνια της εθνικής μας εσωστρέφειας δεν ήταν μόνο η τιμή που καθόριζε την πολυτέλεια, αλλά και αυτό που μπορούσε να θεωρηθεί τεκμήριο αναβαθμισμένης διαβίωσης.
Βέβαια, οι Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου δεν είχαν μόνο κλασικό ρεπερτόριο. Απ' όλα είχαν! Μουσικά προγράμματα, δραματοποιημένα στιγμιότυπα και σκετσάκια γραμμένα από σπουδαίους θεατρικούς συγγραφείς όπως ο Πρετεντέρης και ο Σακελλάριος. Αυτά μεταφέρθηκαν αργότερα στην τηλεόραση, απογειώθηκαν ως υπερπαραγωγές τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000 και θεωρούνται περασμένα και κατά κανόνα κιτσάτα μεγαλεία σήμερα.
Εκεί, προς τα μέσα της δεκαετίας του 1950, πρώτα οι Αθηναίοι και σιγά σιγά και οι κάτοικοι των άλλων μεγάλων πόλεων άρχισαν να βλέπουν έκθαμβοι αυτό που σήμερα θεωρείται αυτονόητο. Τον στολισμό των δρόμων από τον δήμο. Λαμπιόνια στα δένδρα, φωτεινές γιρλάντες από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο ή φωτεινές επιγραφές που ευχόταν «Υγιές και ευτυχές το 1959». Επίφαση γιορταστικής ατμόσφαιρας που επέτρεπε σε μια ευρωπαϊκή επαρχία να μεταμφιέζεται σε πρωτεύουσα. Η μεγάλη πρωτοχρονιάτικη ατραξιόν των αθηναϊκών δρόμων, όμως, ήταν οι τροχονόμοι. Ένα αστικό έθιμο που επιβίωσε πάνω από μία 25ετία (περίπου από τα τέλη του '40 μέχρι και τα μέσα του '70) έκανε τις μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες, κάποιους εύπορους πολίτες και στα χρόνια της χούντας, για επικοινωνιακούς λόγους, μέχρι και τον δικτάτορα Παπαδόπουλο να εναποθέτουν στη βάση του υπερυψωμένου κυκλικού βάθρου από το οποίο ο τροχονόμος ρύθμιζε την κυκλοφορία στις διασταυρώσεις, πακέτα με δώρα που προορίζονταν για τους άνδρες της Τροχαίας. Κάθε χρόνο και περισσότερα πακέτα, μέχρι που έφταναν έως το ύψος των τροχονόμων, εμποδίζοντάς τους πιθανόν να κάνουν τη δουλειά τους. Αλλά το έθιμο έγινε μόδα και για τους ξένους επισκέπτες της πόλης, χάπενινγκ ανάλογο της αλλαγής της Προεδρικής Φρουράς. Και για ευνόητους λόγους, εκεί όπου τα πακέτα ξεπερνούσαν το ύψος του τροχονόμου ήταν στην Κηφισιά.
Ζητείται ελπίς. Τα Χριστούγεννα γιορτάζουμε, την Πρωτοχρονιά ελπίζουμε! Φανταστείτε λοιπόν τις πρωτοχρονιάτικες ελπίδες των ανθρώπων αμέσως μετά τον Πόλεμο. Τότε που εκδόθηκε πρώτη φορά το Λαχείο Συντακτών ύστερα από σχετική άδεια που δόθηκε στην ΕΣΗΕΑ ώστε να ενισχυθούν τα ταμεία ασφάλισης των δημοσιογράφων. Κληρωνόταν την Πρωτοχρονιά και ο πρώτος αριθμός κέρδιζε μια ολόκληρη πολυκατοικία.
Η αστυφιλία είχε αρχίσει να αναπτύσσεται και όταν λίγα χρόνια αργότερα κορυφώθηκε, η στέγη ήταν το μεγάλο πρόβλημα τον Νεοαθηναίων. Και τι πιο δελεαστικό εκείνη την εποχή από ιδιόκτητη πολυκατοικία, που εξασφάλιζε και τον τίτλο του εισοδηματία;
Οι δεύτεροι λαχνοί κέρδιζαν διαμέρισμα. Στη μεσοαστική Κυψέλη και στα ανερχόμενα Πατήσια μάλιστα. Διαμέρισμα «πέντε κυρίων δωματίων, με προχώλλ, χωλλ, μεγάλην κουζίνα, οφφίς, δωμάτιον υπηρεσίας με WC, πλήρες λουτρόν, δρύινα πατώματα, ασανσέρ και κεντρική θέρμανση», όπως το διαφήμιζαν τότε. «Αυτό το σπίτι ποιος θα το πάρει;», ξελαρυγγιαζόταν ο λαχειοπώλης στους δρόμους.
Όπως Αμερική ...Και τα χρόνια περνούσαν και οι Έλληνες αλλάζαμε συνήθειες, άλλαζαν και οι Πρωτοχρονιές μας. «Μετά μας πήγε αριστερά το περιβόλι κι η χαρά», στα χρόνια της μεταπολίτευσης λέγαμε το «Καλή χρονιά» στα «Αντάρτικα» του Τζαβέλλα. Μετά μας παρέσυρε η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας και του λάιφ στάιλ και θέλαμε τα μεγάλα πάρτι, οι συνοικίες της Αθήνας γέμισαν με μαγαζιά εποχικών ειδών και αρχίσαμε να στολίζουμε τα δένδρα αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου.
Ύστερα γίναμε Νεοϋορκέζοι και κάναμε τη δική μας Τάιμς Σκουέρ στην Πλατεία Συντάγματος – έθιμο που φούσκωσε και ξεφούσκωσε μέσα σε μία 12ετία ώστε σήμερα να κατεβαίνουν μόνο κάποιοι μετανάστες – αποκτήσαμε το μεγαλύτερο δένδρο της Ευρώπης, το κάψαμε, το στολίσαμε με σκουπίδια και σήμερα, μπορεί να μην έχουμε μαντίλι να κλάψουμε, έχουμε όμως παγοδρόμια για τις γιορτές. Ροκφέλερ Σέντερ στην Κωνσταντινουπόλεως, στη Δάφνη και αλλού...
Άλλαξαν πολλά και οι αλλαγές μπορεί να ποτίζουν τη νοσταλγία, αλλά είναι καλύτερες από τη στασιμότητα. Μόνο που, να, σαν να μην υπάρχει πια αυτή η πρωτοχρονιάτικη προσμονή ότι μπορεί και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Όπως ο πλούσιος και κακός Ορέστης Μακρής το 1955 στην «Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, που το θαύμα της Πρωτοχρονιάς τον μεταμορφώνει και δέχεται ως αληθινό το κάλπικο νόμισμα της Φανίτσας ώστε να μπορέσει το ορφανό να αγοράσει κρέας για την άρρωστη μητέρα του...


Όχι μελαγχολίες τέτοιες μέρες όμως! Τι λέει άλλωστε ο Σαββόπουλος; «Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις, Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις, τη λίγη πίστη του ενηλίκου, στην παιδική ανατολή του».
Άντε και καλή χρονιά!
TA NEA (Πέπη Ραγκούση)

http://pisostapalia.blogspot.gr/

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ

 

Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Π. Γκίκα

Ελάχιστη η κίνηση στη στοά των σουβλατζίδικων, στην οδό Δώρου. Ώρα δέκα  πρωί, ανήμερα Χριστούγεννα. Λιακάδα με δόντια. Λίγα τα τροχοφόρα. Άλλοι πήγανε στα χωριά τους, άλλοι στα εξοχικά τους και σ’ εκδρομές κι όσοι μείνανε στην Αθήνα είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Που και που κανένας περιπατητής. Η Ομόνοια η πολύβοη, αγνώριστη. Ένα ευχάριστο ρίγος τοπίου ερημικού, που όμως κρατάει πάντα ανοιχτές όλες τις πόρτες του παράλογου και του λογικού.

Γύρω απ’ τα καθιστικά, κάτω απ’ τους φρεσκοφυτεμένους φοίνικες, σκουπιδαριό, βρώμα και δυσωδία. Λαδόκολλες από σουβλάκια, πλαστικά κύπελλα, άδεια κουτιά αναψυκτικών, αποφάγια κι ότι άλλο μπορεί να φανταστείς. Οι κάδοι των απορριμμάτων, εκεί παραδίπλα, άδειοι. Στο παγκάκι κάθεται ένας γνωστός στην Ομόνοια τύπος, σχεδόν ρακένδυτος, με πρησμένα κατακόκκινα μάγουλα, μύτη, μάτια. Μαλλιά και γενειάδα όλο λίγδα. Ήρεμα περιφέρει απλανώς τα βλέμματά του. Ποιός ξέρει αν αναπολεί τίποτα χαμένους παραδείσους. Αλλά η δική του ευτυχία βρίσκεται μέσα σ’ ένα μπουκάλι κρασί που κρατάει στα χέρια του. Είναι πίτας. Μοιάζει με κολασμένο καλόγερο που το ’σκασε απ’ τα καθαρτήρια του άδη και τώρα ήσυχος αδολεσχεί. Ξαφνικά άρχισε να ψέλνει με ωραία και βροντώδη φωνή, που κάθε τόσο διακοπτόταν απ’ το λόξυγκα και τις αναγούλες:

Ώ γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον...

Ο τσιμπλιάρης γεροκόπρος που είναι μακάρια κουλουριασμένος στα πόδια του, τον κοιτάζει παραπονεμένα. Κάποιος διερχόμενος, λέει χαμογελώντας: Μας έφερε το  Πάσχα αυτός !

Μια γριούλα καμπουριασμένη, διπλωμένη σχεδόν στα δύο ανασκαλεύει παραπέρα ένα σωρό από σκουπίδια. Όταν βρίσκει κάνα αποφάϊ, το ανασύρει και το ρίχνει σε δύο γάτες που πιστά την ακολουθούν. Αν βρει κάνα κομμάτι ψωμί, το τρίβει, το κάνει ψίχουλα και ταΐζει τα περιστέρια που την περιτριγυρίζουν χοροπηδώντας. Σε λίγο απομακρύνεται σέρνοντας πίσω της κάτι τεράστιες σακούλες νάιλον γεμάτες λογής-λογής ευρήματα απ’ το σκάλισμα των σκουπιδιών. Τη στιγμή που ένα σύννεφο από ψαρόνια πέρναγε πάνω από την Ομόνοια, ο γύφτος με το ντέφι που ξεμύτισε απ’ τη γωνιά του τέως Πράπα, παρότρυνε τραγουδιστικά την αρκούδα να λικνίζεται και να χαιρετάει όρθια...

... Γιάρι γιάρι γιάρι

στο γιαλό πετούν οι γλάροι.

Όσο τρέχει το ρολόι όλο και παρατηρείται κάποια μεγαλύτερη κίνηση. Πάω στο μόνο ανοιχτό περίπτερο, παίρνω ένα πακέτο τσιγάρα και κατεβαίνω τις – μη εργαζόμενες – κυλιόμενες σκάλες. Κατεβαίνοντας κάτω, με καλωσόρισε μέσα από μια αφίσα η Αλόμα, πρόεδρος του κόμματος ΠΑΚΙ ( Πανελλήνιο Αδέσμευτο Κόμμα Ισότητας ), που ιδρύθηκε από τραβεστί, ιερόδουλες και άλλα άτομα. Την είχα ακούσει, πριν λίγο καιρό, την τραβεστί  Αλόμα να βγάζει λόγο εδώ, στην υπόγεια Ομόνοια, χωρίς δειλία και αναστολές, με ύφος ώριμου πολιτικού ανδρός. Και τι δεν έσουρε, προς πάσα κατεύθυνσιν, και τι δεν αποκάλυψε για το μακαρίτη Ταχτσή...

-Ερχότανε ο κύριος Ταχτσής στις πιάτσες μας μακιγιαρισμένος, ντυμένος  γυναικεία, με περούκα, με στήθια από σιλικόν, και μας έπαιρνε τους πελάτες τζάμπα και τρεις –τρεις τους πήγαινε στο δωμάτιό του. Τον κυνηγήσαμε εμείς, αυτός πήγε και διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό δημοσίας τάξεως, βλέπετε είχε υψηλές γνωριμίες είχε τα μέσα, ήταν ο γνωστός συγγραφέας κύριος Ταχτσής...

«Ψηφίστε Αλόμα για να δώσει ένα χαστούκι στο καταστημένο», προτρέπει η αφίσα.

Γιατί, δηλαδή, οι Ιταλοί είναι καλύτεροι με τις Τσιτσιολίνες τους; Υπόγεια Ομόνοια. Η ρουφήχτρα. Βρέξει χιονίσει  ή με καύσωνα, είναι η μόνιμη καθέδρα ενός κόσμου ολόκληρου, ιδίως τα βράδια και πιο ιδιαίτερα τα Σαββατόβραδα που η ζωή δεν κοιμάται αλλά ανασαίνει βαριά και υπάρχει. Τύποι μοναχικοί που αναζητούν συντροφιά και ψυχαγωγία, νυχτόβιοι, μικροβιοπαλαιστές, λαχειοπώλες, περιθωριακοί και μπεκρόνια και λαχανάδες, ομοφυλόφιλοι και ζητιάνοι, οργανοπαίχτες και ξένοι κιθαρωδοί της ροκ. Προπαγανδιστές θρησκευτικών σωματείων και αιρέσεων, αργόσχολοι και τεμπέληδες, αποφυλακισθέντες και τσαμπουκαλήδες κι ένα σωρό άλλοι, που δίνουν καθημερινά το στίγμα και το πολυδαίδαλο νόημα της Ομονοιακής πρακτικής, που θέλει να κινητοποιεί τις όποιες επιθυμίες της κοινωνίας. Μιλάμε για την επάνω μεγάλη υπόγεια αίθουσα όπου τα εκδοτήρια του ηλεκτρικού κι όχι για την κάτω, όπου οι βιαστικοί επιβάτες αναμένουν να επιβιβαστούν στους συρμούς που κατευθύνονται προς Πειραιά και Κηφισιά.

Η δεύτερη αυτή υπόγεια αίθουσα έχει ένα πλεονέκτημα. Διαθέτει ανεκτά ουρητήρια, σ’ αντίθεση με τα πάνω που ζέχνουν, παρόλες τις προσπάθειες της τζουρατζούς – της υπεύθυνης και καθαρίστριας- που έχει να κάνει και με τους ουρολάγνους και τους θαμώνες που κάθονται με τις ώρες μέσα...

- Για φόλια τους έχετε αυτούς εκεί μέσα;

Πέταξε στην τζουρατζού κάποιος, δήθεν ανίδεος, μια μέρα, βγαίνοντας αηδιασμένος έξω. Αντίθετα, ο Γιώργος Ιωάννου, ο λογοτέχνης, που τα έβλεπε όλα με τα μάτια της ερωτικής του ιδιορρυθμίας, είχε εκθειάσει αυτά τα W.C., τα οποία μάλιστα και συχνά επισκεπτόταν. Είχε γράψει κιόλας πως «μέσ’ στη μπόχα και στην αμμωνία συνάπτονταν απειροπληθή ειδύλλια»! Τι μυστήρια πράγματα...

Το κρατικόοοο!!! Εδώ τα τυχερά! Η διαπεραστική του φωνή χοροπηδάει στο δάπεδο, χτυπιέται στις χοντροκάπουλες κολώνες και στα τοιχώματα της μεγάλης αίθουσας κι ο αντίλαλος της σπάει τα τύμπανα. Λείπει η έντονη καθημερινή βαβούρα κι όλα γίνονται πιο αισθητά. Ανταπάντησαν απ’ το βάθος πέρα άλλες φωνές λαχειοπωλών και διασταυρώθηκαν οι αχοί των επικλήσεων και προσκλήσεων. Μια παράξενη εξόδιος ακολουθία, με λείψανο την ανθρώπινη ελπίδα...

- Βοήθεια με σκοτώνει !

Απ’ τις σκάλες της Σταδίου, προς την πλευρά των τηλεφωνικών θαλάμων, κατεβαίνει ασθμαίνοντας ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, εβδομηντάρης, κακομοιριασμένος, που η φάτσα του οπωσδήποτε σε ξεγελούσε, γιατί έδειχνε πραότητα και ταπεινότητα στην καρδιά. Τόλεγαν  τα κότσια του, για να τρέχει αλλόφρων. Είχε, όμως, το θάρρος του απελπισμένου. Κατά πόδας τον κυνηγούσε ένας έξαλλος σαραντάρης, που του ’δινε κλωτσιές και τον έβριζε χυδαία.

Θα σε σκοτώσω ρε σκατόγερε, θα σε σκοτώσω !

Ο γέροντας βρισκότανε σε έσχατη απόγνωση. Φώναζε βοήθεια, έπεφτε, σηκωνόταν, σκόνταφτε, ξαναπροσπαθούσε. Σε μια στιγμή ο διώκτης του τον τσάκωσε απ’ τον λαιμό. Πέσανε στη μέση δυο-τρεις περαστικοί.

Αφήστε με, ρε, να τον σκοτώσω !

- Τι σου ’κανε μωρέ ο άνθρωπος ;

- Τι μου ’κανε; Κυνήγαγε τ’ αγόρι μου ! Αφήστε με, ρε σείς να τον φάω...

Ο γέροντας παιδεραστής έτρεμε ολόκληρος και ξεπνοϊσμένα φώναζε «βοήθεια». Τελικά, ένας μπρατσωμένος κατάφερε να ξαγκιστρώσει το μαινόμενο πατέρα, τον τράβηξε παραπίσω κι ο γέροντας πήγε να ξεγλιστρήσει. Πέσανε κι άλλοι στη μέση κι ένας γνωστός στην Ομόνοια και στα πέριξ γερόμαγκας, έσπευσε μειλίχια να τον συμβουλέψει:

- Παλικάρι μου, μη κάνεις φονικό σήμερα, χρονιάρα μέρα που ’ναι. Σκότωσέ τον άλλη μέρα!

Τον είχα δει αυτόν τον τύπο πριν λίγο καιρό, να κρατάει λάμα και ν’ ανηφορίζει μαστουρωμένος τη Ζήνωνος και να παρακαλάει...

-Ας κάτσει, ρε, κανένας να τον γρατζουνίσω, να τρέξει λίγο αίμα, να με πιάσουνε οι μπάτσοι, να πάω φυλακή, να βγάλω τον χειμώνα!

Παλιός ναυτικός, που όταν είναι στα καλά του, είναι ο αγαθότερος των ανθρώπων.

Κατευθύνομαι προς την έξοδο της Πειραιώς, αλλά και πάλι κοντοστέκομαι. Άλλο ένα ομονοιακό χάπενινγκ εν όψει. Εκεί προς το ταχυδρομείο κατέφθασε ένα ζευγάρι ξένων. Όχι κουρελαρίες, ντυμένοι απλά και σεμνά. Στήσανε ένα τρίποδο βάλανε μια παρτιτούρα με νότες και πήρανε θέση. Ο νέος κούρδισε την κιθάρα του και σε λίγο άρχισε να παίζει, ενώ η κοπέλα τραγουδούσε κάτι παλιές μπαλάντες. Προφανώς ήταν αγγλοσάξονες. Σιγά -σιγά  μαζευτήκανε και καμιά δεκαριά ακροατές. Είχανε χάμω, μπροστά τους, ένα καπέλο κι όποιος ήθελε έριχνε και κάνα εικοσάρικο. Ωραίο το ακρόαμα. Μια πολιτισμένη νότα στην αλλοπρόσαλλη υπόγεια Ομόνοια. Αλλά να κι γύφτος κλαριντζής με το κλαρίνο υπό μάλης και το τσιγάρο στο στόμα. Καχεκτικός, κοντόσωμος με καβουράκι στο κεφάλι, αξύριστος, με βουλιαγμένα μάγουλα, στενοθώρακας, από που στο διάολο μπορούσε να βγάλει φωνή, έλεγες μέσα σου.

Έλα ρε Καρακώστα να μας παίξεις κάνα τσάμικο!

Του φώναξε κάποιος απ’ την ομήγυρη των ακροατών των ξένων τροβαδούρων.

Μεγάλη τιμή να σε πούνε «Καρακώστα», παρομοιάζοντας σε με τον μακαρίτη σπουδαίο κλαριντζή. Έκατσε παράμερα ο γύφτος κι άρχισε να παίζει. Βούιξε η Ομόνοια. Το ντουέτο έμεινε αποσβολωμένο και οι ακροατές του συγκεντρώθηκαν γύρω από τον κλαριντζή και του ρίχνανε πενηντάρικα και κατοστάρικα. Σαν τέλειωσε το σύντομο και ελληνοπρεπέστατο ρεσιτάλ του, έσκυψε, μάζεψε τα χαρτονομίσματα που ’χανε ριγμένα μπρός στα πόδια του, τα χούφτωσε και πήγε και τα ’ριξε στα πόδια των δύο ξένων μουσικών...

-Νό,νό !

Φώναζε ο κιθαρωδός, μα ήδη ο γύφτος είχε ταχύτατα απομακρυνθεί, βαδίζοντας προς την έξοδο της Σεπτεμβρίου...

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι... Αναθυμήθηκα τον σπαραχτικό Καβάφη, καθώς ήρθε κι ακούμπησε το σώμα του το θωρακισμένο σε ατσαλάκωτο σκούρο κουστούμι, εκεί στο στρογγυλό έδρανο όπου κολλάνε τα γραμματόσημα,

ο διοπτροφόρος ηλικιωμένος κύριος. Μεσημέρι, βράδυ. Περιμένει βουβός και ανήσυχος. Έχει την ψυχολογία του ανθρώπου που ζει φανταστικές ηδονές και οδύνες. Χρόνια τον βλέπω, στο ίδιο στέκι. Κάθισα παρέκει, ρίχνοντας ματιές στην εφημερίδα μου. Ο νεαρός με την εκκεντρική αμφίεση και το στυλιζάρισμα που πέρασε μπροστά μας αεράτος του είπε:

-Γεια σου Μανωλάκη. Χρόνια πολλά.

– Γεια που έτσι βιαστικός ;

-Πάω να προλάβω το τραίνο, φεύγω για Σαλονίκη.

– Καλή Πρωτοχρονιά.

- Επίσης. Και καλά παρσίματα !

– Αμήν...

Ανέβηκα τις σκάλες, έφτασα στη Φοντάνα πλάι στου  Μπακάκου. Αρκετοί είναι συγκεντρωμένοι εδώ, στο κλασικό σημείο των ραντεβού. Ένα ζευγάρι μεσόκοπων, αστοί εξ επαρχίας, κριτικάρει τον γυάλινο δρομέα...

-Χάθηκε να βάλουνε ένα άγαλμα της προκοπής!

Ναι άγνωστε φίλε, έχεις δίκιο. Αυτό το πρωτότυπο δημιούργημα θα΄χε τη θέση του σ’ ένα υπαίθριο μουσείο μοντέρνων γλυπτών. Στην Ομόνοια μας έπρεπε να στηθεί ένα άγαλμα ρεαλιστικού μεγαλείου και κάλλους.

Κατηφορίζω τη Ζήνωνος και χώνομαι στου  Μουστάκια. Στο βάθος της εισόδου της παλιάς πολυκατοικίας, Ζήνωνος και Γερανίου, το μικρό καφενείο του Νίκου Στασινού απ’ το Δυράχι της Αρκαδίας, του πασίγνωστου «Μουστάκια», παγκοσμίου πρωταθλητή μουστακιών κατηγορίας «αλα-Κάϊζερ», είναι το δικό μας στέκι, γιορτή ή σχόλη. Είναι το εντευκτήριο των ταπεινών και των απλών ανθρώπων, αλλά  και διαφόρων τύπων της πιάτσας, είναι ένα ψυχής – ιατρείον, όπου με  τη βοήθεια του αλκοόλ θεραπεύονται όλα τα βάσανα. Ο αέρας μυρίζει ντομπροσύνη. Μια ατμόσφαιρα υπνωτική, ένα πένθος χαροποιό, μια αόρατη αλληλεγγύη. Καμιά υποκρισία, καμιά υποχονδρία. Ούτε κορεσμός από περιττά λόγια. Για τους αμύητους είναι άβατον.

Τις προχωρημένες βραδινές ώρες ο καφενές μεταβάλλεται σ’ ένα είδος μονυδρίου, δίχως μπερδέματα και μανουβριάσματα και σπάνια με ενοχλητικές φράσεις. Έχουμε και πατερικά ονόματα: Καλλίνικος

ο Κώστας, Φανούρης ο  Λάμπρος, Χρυσόστομος ο Βασίλης, Ιωαννίκιος

ο Γιάννης κ.λ.π. και «άγιος πρώτος» - πρωτοεπιστάτης ο Νίκος.

Ο Αγαθάγγελος, πάλι, ψέλνει κατανυχτικά το «άλλαλα τα χείλη των ασεβών», ο π Καλλίνικος προτιμάει τη νεκρώσιμη ακολουθία – « Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων», αλλά του φωνάζουν «βάλε φρένο», κι ο Μουστάκιας πιάνει κάνα- μωραϊτικο κλέφτικο λυπητερό τραγούδι. Άν τύχει και έχει κατέβει από το μοναστήρι του Παρνασσού κι ο καλόγερος ο Δαβίδ, τότε η παρέα γίνεται πιο ενδιαφέρουσα. Κι αργά, προς τα μεσάνυχτα, όλοι σχεδόν φεύγουνε πατημένοι...

-Γειά σας και χρόνια πολλά.

–Χρόνια πολλά, ο θεός το καλό.

-Μια τσόντα, Νίκο. («Τσόντα» ή «ψιλή» εστί ολίγο ουϊσκυ).

Έχουμε απαρτία. Αλλά, κάποιος λείπει...

–Τι έγινε ο Μαρίνος ρε παιδιά ;

Έχει βάρδια, είναι σηκωμένος απ’ τις τρείς τη νύχτα. Χριστουγεννιάτικα ο φίλος μας ο Μαρίνος στο τιμόνι να κάνει τη συγκοινωνία Ζωγράφου – Ακαδημίας.

– Ο «Γαργάλατας»;

- Θα’  ναι φασκιωμένος ακόμα με την γυναίκα του !

Απουσιάζει κι

ο τρωγλοδύτης

ο «Λοχίας»,ο

μονίμως «παπούτσι» και κατουρημένος. Κάπου αλλού θα τριγυρνάει.

Ο Σπύρος

ο ψυκτικός, ωραία σενιαρισμένος σήμερα, κουστουμάκι, γραβατούλα κ.λ.π., πίνει μπύρα κι αγορεύει, σ’ όλα μέσα είναι αυτός ο άνθρωπος, ενώ ο έτερος ο Σπύρος ο ορθοπεδικός, διηγείται τις εντυπώσεις του απ’ τη συνάντηση του με τον  πνευματικό Παϊσιο, έξω απ’ τις Καρυές. Ο Λάμπρος κάθεται σκεφτικός σε μια γωνιά και πίνει κονιάκ. Η Γεωργία η  ταλαίπωρη στην άλλη γωνιά πίνει ούζο, παραμιλάει και γελάει μονάχη της.

– Δεν έχει κουλούρια Λάμπρο;

- Σήμερα πουλάω κρεμμύδες, για το καλό του χρόνου.

– Πάμε χαμένοι, Λάμπρο, μόνο το Άγιον Όρος  θα μας σώσει.

- Είπα εγώ να πάω για παπάς, πήγα στην αρχιεπισκοπή, αρώτησα, μου ’πανε να βγάλω το γυμνάσιο. Τ’ άκουσα και κουφάθηκα, έπαθα πλάκα. Γίνονται αυτά, πενηντάρης άνθρωπος; Άκου εκεί...

–Παλιότερα γινόντουσαν και  παπάδες ολιγογράμματοι. – Τώρα ζητάνε χαρτί. Αλλά εγώ θα πάγαινα για παπάς, όχι για παπάρια. Κι αν δεν  ήξερα τα λόγια, έ και τι έγινε, θα΄βαζα το μαγνητόφωνο μέσα στο ιερό !

Απόψε είχαμε γεννητούρια, λέει ο Νίκος. Ο Σαμψών ήτανε Σαμψίνα! Τέσσερα έκανε, τέσσερα χαριτωμένα γατόπουλα.

-Γούρι, γούρι. Τώρα πρέπει να τρώει καλά, να κατεβάζει γάλα.

–Την τάϊσα, ρούπωσε.

Ο Σίμος βγάζει στη λοταρία ένα ραδιομαγνητόφωνο. Όλοι γραφόμαστε στη λίστα.

Βάλε μια γύρα, Νίκο.

  - Χρόνια πολλά.

  – Όλα χαρούμενα... – Κι από μένα μια γύρα και να πηγαίνω...

Φεύγοντας, άκουγα από πέρα, απ’ την υπόγεια Ομόνοια, να ’ρχεται και να μ’ ακολουθεί ο αντίλαλος : «Μη τον σκοτώνεις σήμερα, χρονιάρα μέρα που ’ναι,σκότωσέ τον άλλη μέρα».


(Αναδημοσίευση από τη ''Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1991'') 

http://pisostapalia.blogspot.gr/

ΑΛΦΡΕΔΟΣ ΚΟΥΡΗΣ , ΑΞΕΧΑΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

 

Κάθε φορά που εορτάζουμε τα Χριστούγεννα εδώ στη φιλήσυχη Αυστραλία, μου έρχονται στα μυαλό τα Χριστούγεννα, πώς τα περνάγαμε επί Κατοχής με τους Γερμανούς του Χίτλερ στην Αθήνα και την Γκεστάπο, που ήταν ο φόβος 
και ο τρόμος όλων μας, εκείνα τα τρομερά χρόνια της πείνας και καταπίεσης του Γερμανικού Στρατού Κατοχής. Οι μόνοι που δεν τους φοβόντουσαν ήσαν
οι αντάρτες στα βουνά και οι σαλταδόροι στους δρόμους της Αθήνας οι οποίοι πήδαγαν στα στρατιωτικά τους αυτοκίνητα από πίσω και κλέβανε τις κουραμάνες τους και ό,τι άλλο κουβαλούσαν, τα οποία πουλούσαν όσο-όσο στους πειναλέους περαστικούς στο Σταθμό Λαρίσης, που κάνανε πιάτσα.
Το καιρό εκείνο -το 1942- εγώ ήμουν 15 χρόνων και έμενα στην Αθήνα, στην οδό Παιωνίου, με τους γονείς μου και τα αδέλφια μου, και το σπίτι μας ήτανε κοντά στο Σταθμό Λαρίσης, που πήγαιναν κι ερχόντουσαν Γερμανοί με τρόφιμα και κουραμάνες - ιδιαίτερα εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων. Τότε ήταν που είδα ένα παιδάκι-σαλταδόρο -όχι μεγαλύτερο των 12 ετών- να αρπάζει από τη μασχάλη ενός Γερμανού της Γκεστάπο μία κουραμάνα κι ο αυτός ο αθεόφοβος να του αρπάζει το χέρι και να του το σπάζει στα δύο, μπροστά στα μάτια μας.

Τρομερό!... Τόσο τρομερό μου φάνηκε, που έκτοτε κάθε παραμονή Χριστουγέννων μου έρχεται στη μνήμη αυτή η εικόνα και σκέπτομαι αλήθεια πόσα τραβήξαμε εμείς οι Έλληνες από τους ναζί του Χίτλερ από το 1942 ως το 1944, πόσα αδέλφια μας τα σκότωσαν από εκδίκηση, γιατί τους αντισταθήκαμε και στη Βόρεια Ελλάδα και στη Μάχη της Κρήτης, πόσα χωριά μας κάψανε
και πόσους στήσανε στο τοίχο και ντουφεκίσανε και πόσες χιλιάδες πέθαναν 
από τη πείνα!
Και για όλα αυτά, όχι μόνο δεν έχουν ξεπληρώσει όλα αυτά που μας χρωστάνε: τις περιβόητες «Γερμανικές Κατοχικές Αποζημιώσεις και Δάνεια», που έχω και εγώ και πολλοί άλλοι γράψει πολλά -ιδιαίτερα ο Μανώλης Γλέζος- αλλά και πολλοί Ευρωπαίοι, Αμερικανοί, Αυστραλοί, Ασιάτες και Έλληνες της Διασποράς.
Αλλά εκμεταλλεύονται ορισμένοι πολιτικοί τους τη διεθνή οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει και ταλανίζει τα τελευταία 3 χρόνια την Ελλάδα και προσπαθούν 
να της βάλουν με τις απαιτήσεις τους, τα «δυο της πόδια σε ένα παπούτσι».

Αυτές, δυστυχώς, αγαπητή μας Βίβιαν, θα είναι οι αναμνήσεις μας και εφέτος τα Χριστούγεννα… Λυπηρές, πολύ λυπηρές για την Ελλάδα και εμάς βέβαια που ζούμε στη ξενιτειά και βλέπουμε τις δυσκολίες της και μακάρι το Νέο Έτος 
να είναι καλύτερο για την πατρίδα μας και τους δικούς μας.

http://pisostapalia.blogspot.gr/

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1980 : ΜΙΝΙΟΝ ΚΑΙ ΚΑΤΡΑΝΤΖΟΣ ΤΥΛΙΓΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ

 


Δύο από τα πιο ιστορικά πολυκαταστήματα της Αθήνας παραδίδονται στις φλόγες στις 19 Δεκεμβρίου 1980. Τα «Μινιόν» και «Κατράντζος» καταστρέφονται στην αιχμή της εορταστικής περιόδου από δύο ταυτόχρονες πυρκαγιές, ενώ πολλοί κάνουν λόγο για «κύκλους της ανωμαλίας», «εμπρηστές της ομαλότητας» και «σκοτεινές δυνάμεις».
Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, εκείνης της Παρασκευής, ακούγονται εκρήξεις και τα πολυκαταστήματα τυλίγονται στις φλόγες, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες. Η πυρκαγιά ξεκινά από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονται τα πλέον εύφλεκτα υλικά, γεγονός που βεβαιώνει ότι πρόκειται για εμπρησμό.

Η ηλεκτροδότηση στην περιοχή της Ομόνοιας διακόπτεται, καθώς κατέρρευσαν οι κολώνες της ΔΕΗ μπροστά στα δύο καταστήματα. Σαράντα δύο οχήματαμ 135 άνδρες της πυροσβεστικής και όλοι οι μαθητές της Πυροσβεστικής σχολής καταφθάνουν στο σημείο, όμως η καταστροφή είναι εκτεταμένη. Από το «Μινιόν» έχει απομείνει μόνο ο σκελετός του κτιρίου ενώ το «Κατράντζος» καταρρέει.

Η πυροσβεστική υπολογίζει ότι οι ζημίες ανέρχονται στα δύο δισ. δραχμές.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου από την αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς και τη γαλήνη του κόσμου ενώ το ΚΚΕ μιλά για «σκοτεινή υπόθεση».

Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης, που λίγες ώρες πριν από την πυρκαγιά υπερασπιζόταν στη Βουλή τον πρώτο και τελευταίο προϋπολογισμό της πρωθυπουργικής του θητείας, απαντά στον Ανδρέα Παπανδρέου μιλώντας για «εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος» ενώ ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Με προκήρυξη που έφτασε μέσω ταχυδρομείου στις εφημερίδες, στις 22 Δεκεμβρίου, η οργάνωση-φάντασμα «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80» ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού. Μεταξύ άλλων, στην προκήρυξη αναφερόταν ότι «κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται της ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια».

Η πρώτη σύλληψη δεν άργησε να γίνει από την αστυνομία, όμως ο ύποπτος αφέθηκε ελεύθερος καθώς δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία εις βάρος του. Λίγο αργότερα συλλαμβάνονται η Αικατερίνη και Ευαγγελία Τσαγκαράκη, δύο αδελφές 23 και 20 ετών αντίστοιχα, καθώς η μία φερόταν ότι «είχε επαφές με άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου». Ο ανακριτής της υπόθεσης, Μιχάλης Μαργαρίτης, τις απαλλάσσει. Οι προσαγωγές πολλαπλασιάζονται χωρίς αποτέλεσμα.

Το πολιτικό κλίμα στη χώρα φορτίζεται επικίνδυνα. Έκτακτα μέτρα φρούρησης λαμβάνονται σε σούπερ μάρκετ, πολυκαταστήματα και τράπεζες. Για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, γίνεται έλεγχος των τσαντών στις εισόδους των πολυκαταστημάτων. Στην πρωτεύουσα επικρατεί φόβος.

Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιούνται τέσσερις ακόμα εμπρησμοί σε πολυκαταστήματα. Στις 3 Ιουνίου 1981, πυρπολούνται τα «Κλαουδάτος» και «Ατενέ», ενώ μέσα στις επόμενες τέσσερις μέρες το σκηνικό επαναλαμβάνεται για τα καταστήματα «Δραγώνα» και «Λαμπρόπουλος».

Τον εμπρησμό του «Μινιόν» και «Κατράντζος» κατήγγειλε ο ΕΛΑ. Παράλληλα,  η 17Ν άσκησε κριτική για την ενέργεια, μέσω προκήρυξης στις 24 Ιουλίου 1981, υποστηρίζοντας ότι οι επιθέσεις «ήταν επιχειρησιακά ασυντόνιστες, όχι κατάλληλα προετοιμασμένες και πολιτικά επιβλαβείς». Οι επιθέσεις στα πολυκαταστήματα δεν έχουν εξιχνιαστεί μέχρι σήμερα και έχουν παραγραφεί δικαστικά.

http://pisostapalia.blogspot.gr

Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Ε Ε Ε Σ …

  • Απογευματινές

news paper name

2012

news paper name

2008 2009 2012

news paper name

2008 2009 2012

news paper name

2008 2009 2012

news paper name

2008 2009 2010 2012

news paper name

2008 2009 2012

news paper name

2012

news paper name

2009 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2012

news paper name

2012

news paper name

2012

news paper name

2012

  • Αθλητικές

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2008 2009 2010 2011 2012

news paper name

2010 2011 2012

news247.gr