29.12.12

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ’ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ

 

Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ     

Όταν ο Διονύσιος Σολωμός έγραφε «Δυστυχής παρηγορία / μόνη σου έμελλε να λες», ούτε προφήτευε ούτε μπορούσε βέβαια να φανταστεί τη σημερινή μας κατάντια. Μια κατάντια και εξαθλίωση που παρόμοια δεν «θυμούνται ούτε οι γεροντότεροι», όπως έγραφαν κάποτε οι εφημερίδες όταν ενέσκηπτε βαρυχειμωνιά.
Υπήρξαν περίοδοι φτώχειας, πείνας εξαντλητικής μέχρι θανάτου, περίοδοι κακομοιριάς, αλλά ποτέ δεν είχαν κοιμηθεί άνθρωποι στα πεζοδρόμια, όπως συμβαίνει στις μέρες μας. Πάντα μια μικρούλα σπίθα θέρμαινε την ψυχή μας, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο αύριο, και ας μην είχαμε –που λέει ο λόγος– βρακί να φορέσουμε. Υπήρξαν «δίσεκτοι» καιροί που στο διάβα τους άφησαν πένθος και ορφάνια. Οι πληγές τους όμως, όσο βαθιές κι αν ήσαν, αργά ή γρήγορα επουλώθηκαν, χωρίς να τσαλακωθεί ποτέ η περηφάνια μας. Σήμερα, δυστυχώς, η μοίρα η κακή θέλησε να γνωρίσουμε το αδιανόητο για κάθε Έλληνα: Την καταφρόνια της πατρίδας μας. Μέσα στο «γιορτινό» κλίμα των ημερών, που μόνον κατ’ ευφημισμό γιορτινό είναι, προσπαθήσαμε με το σημείωμα της περασμένης εβδομάδας να θυμηθούμε ημέρες που κάποιο χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στα χείλη μας, τότε που η Ελλαδίτσα μας ξεπετιόταν, αρχίζοντας να γεύεται τις χαρές της ζωής. Τότε που οι νέοι εκείνης της εποχής ένιωθαν έτοιμοι να αντιγράψουν –με προσπάθεια και, φυσικά, υπό σμίκρυνση– τη «Γλυκιά ζωή», την «Dolce vita» του Fellini που προβαλλόταν στους κινηματογράφους, και ανάλογα με την ισχύ του βαλαντίου τους νοίκιαζαν αυτοκίνητο και πήγαιναν να χορέψουν στο Silver Pine και στο Golden Fish ή, πιο συφερτικά, στο Green Park της οδού Μαυροματαίων. Ήταν μια εποχή όπου η χώρα μας εκινείτο σε ένα άλλο, ανώτερο επίπεδο. Το Φεστιβάλ Επιδαύρου, αλλά και το Φεστιβάλ Αθηνών, διεθνώς καταξιωμένα, έφερναν σε επαφή και εξοικείωναν τον Νεοέλληνα με το πνεύμα των προγόνων του, αλλά γίνονταν συγχρόνως κράχτης στην προσέλκυση των όπου Γης πνευματικών ανθρώπων. Τότε που προκάλεσαν παγκόσμιο καλλιτεχνικό γεγονός οι τρεις εμφανίσεις της Μαρίας Κάλλας στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. Τότε που, που, που, … Περασμένα μεγαλεία / και διηγώντας τα να κλαις!
Μέσα στην «κοσμογονία» εκείνων των χρόνων έσκασε σαν βόμβα μια επανάσταση στον αθηναϊκό Τύπο, με την έκδοση μιας αλλιώτικης ημερησίας απογευματινής εφημερίδας. Μιας εφημερίδας τελείως διαφορετικής εμφανισιακά από τις άλλες, με ευτυχή μαμά της την Ελένη Βλάχου. Έως τότε οι εφημερίδες ήταν εμφανισιακά τυποποιημένες. Με μεγάλα γράμματα στην πρώτη σελίδα κυριαρχούσε η κορυφαία είδηση της ημέρας. Ακολουθούσαν ένα πομπώδες κύριο άρθρο αριστερά και πικρόχολα σχόλια δεξιότερα. Τη σελίδα συμπλήρωνε χρονογράφημα από καταξιωμένο λογοτέχνη-δημοσιογράφο, κάποια ενδεχομένως φωτογραφία, που δεν διέκρινες τα εικονιζόμενα από το μουντζουρωμένο «ράστερ», και διάσπαρτες ειδησούλες και περίεργα. Η τελευταία πάλιν σελίδα ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά στις ελληνικές και ξένες ειδήσεις. Εδώ ήρθε και έριξε τη βόμβα της η Βλάχου. Οι ειδήσεις εξορίστηκαν από την τελευταία σελίδα και αντικαταστάθηκαν από… αθλητικά γεγονότα με μπόλικο φωτορεπορτάζ. Λιγότερο σοκάρισμα θα προκαλούσε αν καθιέρωνε η Βέρμαχτ για εμβατήριό της το… Ταλμούδ, από την αναταραχή που προκάλεσε στον αναγνώστη η απομάκρυνση της ειδησεογραφίας από τη θέση που επί αιώνα κατείχε. Αντί για παγκόσμια γεγονότα ν’ αντικρίζεις βρωμοπόδαρα ποδοσφαιριστών. Σκέτη ιεροσυλία. Η «Μεσημβρινή», όπως βαφτίστηκε το έντυπο νεογνό, ήταν ένα φρέσκο ανάλαφρο φύλλο, μοντέρνο κατά δήλωση, παιχνιδιάρικο, να το διαβάσει ο αναγνώστης επιστρέφοντας από τη δουλειά, να πληροφορηθεί τα καθέκαστα και να ξεσκάσει με την αποδέλοιπη ύλη του. Ήταν αυτό που λέμε το «κάτι άλλο» και μέρα με τη μέρα πλήθαιναν οι αναγνώστες, ιδίως οι νεαροί, που τους κατακτούσε ένα πρωτόγνωρο χιούμορ. Ανάμεσα στα πολλά καινούργια ήταν οι ανεπτυγμένες στήλες που καθιερώθηκαν με θέμα το αυτοκίνητο, καθώς τα αυτοκίνητα αποτελούσαν το όνειρο απόκτησής τους, και ξαπλώνονταν στις δύο υπό κατασκευήν «αουτοστράτες». Με μια σύντομη πανέξυπνη στήλη ο αξέχαστος Φρέντυ Γερμανός σατίριζε την επικαιρότητα με… σοβαρό ύφος, έχοντας συνήθως πρωταγωνιστή του τον «θείο Ακύλα», που ήταν πραγματικός θείος του. Κάτι πρωτόφαντο ήταν και τα καυστικά σκιτσάκια του Κυρ, μια σύνθεση-μείξη εικόνας και κειμένου. Αλλά εκεί που η εφημερίδα ξεσάλωσε ήταν με την υλοποίηση των αχαλίνωτων ιδεών του Νίκου Μαστοράκη, που τότε άρχισε να κάνει καριέρα στον Τύπο και το ραδιόφωνο. Με δύο από τις ιδέες αυτές ξεσήκωσε τους Αθηναίους, προκαλώντας πραγματικό συναγερμό. Και οι δύο βασίζονταν επάνω στο αυτοκίνητο και μπορούσαν, φυσικά, να λάβουν μέρος μόνον ευτυχείς γιωταχήδες.
Η πρώτη, γνωστή και από το εξωτερικό, ιδέα ήταν το «Κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού».
Συντονισμένοι στο ραδιοφωνάκι του ΙΧ οι οδηγοί, με την γκομενίτσα για συνοδηγό στο πλάι τους, περίμεναν την εντολή να ψάξουν και να βρουν, π.χ., έναν δίσκο με άρια του Μπεντζαμίνο Τζίλι κρεμασμένον σ’ ένα πεύκο του… Πολύδροσου. Ξαμολιούνταν οι διαγωνιζόμενοι, δημιουργούσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση, πήγαιναν στο Πολύδροσο, εύρισκαν διάσπαρτους στα πεύκα άσχετους δίσκους, έψαχναν, και τελικά ανεύρισκαν ανάμεσά τους τον… καταζητούμενο Μπεντζαμίνο. Ο τυχερός ανακηρυσσόταν τροπαιούχους, καθιστώντας την γκόμενα-συνοδηγό… ψηλομύτα. Φυσική συνέπεια ήταν παρεξηγήσεις, καυγάδες, μικροτρακαρίσματα και απειλές. Αλλά πολλοί ήσαν και οι μη συμμετέχοντες που παρακολουθούσαν τον διαγωνισμό σπίτι τους από ραδιοφώνου. Η άλλη, η πιο ενδιαφέρουσα και θεαματική ιδέα, ήταν το περίφημο Ράλι Αντίκα, όπου συμμετείχαν αυτοκίνητα παλαιοτέρων εποχών. Ο αριθμός συμμετοχής ήταν καθορισμένος. Ξεκινούσαν, αν θυμάμαι καλά, από το Καλλιμάρμαρο, όπως στο άλλο, το κανονικό Ράλι Ακρόπολις, και τερμάτιζαν στη Βουλιαγμένη. Τόσο η έντονη διαφήμιση που προηγήθηκε, τα πλουσιοπάροχα δώρα που έσπευσαν να προσφέρουν στους συμμετέχοντες γνωστές εταιρείες, όσο και η νοσταλγία που ξυπνούσε στους παλαιοτέρους η εμφάνιση μοντέλων που χαλβάδιαζαν στα νιάτα τους, ξεσήκωσαν τους Αθηναίους που, επωφελούμενοι από το ότι η εκδήλωση γινόταν Κυριακή, έσπευσαν λίαν πρωί να στηθούν στα πεζοδρόμια απ’ όπου θα περνούσαν οι «σακαράκες», κατά τους χαρακτηρισμούς των τεντιμπόηδων. Ίσως φανεί σήμερα αστείο ότι εκείνο το πρωινό κινητοποιήθηκε η Τροχαία για την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα. Τα άσπρα περιπολικά, οι «γαλατούδες με το καρούμπαλο», όπως τα αποκαλούσαν κάτι τσογλαναραίοι, ανεβοκατέβαιναν τη Λεωφόρο Συγγρού και σε κάποια από δαύτες μάλιστα εθεάθη εποχούμενος και ο Μαστοράκης, να κατέρχεται με ταχύτητα τη Συγγρού με φλας και σειρήνα, προφανώς για να ελέγξει αν κάνουν «καλά τη δουλειά τους» οι… τροχονόμοι. 
Γύρω στις 10 ο αφέτης κούνησε την καρό σημαία, δίνοντας το σύνθημα εκκινήσεως, και οι διαγωνιζόμενοι, που είχαν ήδη γυρίσει με δύναμη τη μανιβέλα για να πάρουν με τραντάγματα και πολλά ντούκου ντούκου εμπρός οι μηχανές, ξεκίνησαν.
Λίγο αργότερα, άρχισαν να εμφανίζονται στη λεωφόρο τα πρώτα παμπάλαια κουρσάκια. Αδιαφιλονίκητα κορυφαία ανάμεσά τους ήταν μια απαστράπτουσα κάμπριο Μερτσέντες της δεκαετίας του 1910, σε άριστη κατάσταση, που υπερηφάνως οδηγούσε το ανάλογα ενδεδυμένο πλήρωμα. Ακολουθούσε μια ολόκληρη ποικιλία αυτοκινήτων από πολλές μάρκες και «ονόματα» που δεν υπήρχαν πια, όπως μια λιμουζίνα Auburn ή το Ballila και το Piccolino της Fiat. Χειροκροτούσε ο κόσμος καθώς σαν λιτανεία πέρναγαν από μπροστά του, καμάρωναν οι κάτοχοί τους σκορπώντας γύρω τους ρομαντισμό και καυσαέρια.
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε…

http://pisostapalia.blogspot.gr/

No comments: