Η ιστορία που θα σας διηγηθώ συνέβη κάποια Χριστούγεννα, σε κάποιον πολυσύχναστο δρόμο. Δεν έχει σημασία πού, πότε. Για μας, για μένα που τα είδα όλα και τώρα σας τα διηγούμαι, μόνο το γεγονός έχει σημασία. Θα σας τα αφηγηθώ όπως ακριβώς τα κατέγραψα την ώρα που συνέβαιναν. Τα πράγματα λοιπόν έχουν ως εξής:
Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Όλοι είναι στους δρόμους κάνοντας τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Ένα υλικό που λείπει για τη συνταγή των μελομακάρονων, ένα δώρο για μια ξεχασμένη θεία που μετά από 20 χρόνια γύρισε πίσω στην πατρίδα της, ένα ζευγάρι παπούτσια που κάποιος το αναζητούσε καιρό τώρα, στολίδια για το καινούριο δέντρο και άλλα τέτοια μικροπράγματα. Η ατμόσφαιρα γιορτινή και ευχάριστη. Μικρές ομάδες παιδιών που πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα τραγουδώντας ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος. Μικροπωλητές, έμποροι μπαλονιών και φιλόδοξοι Άϊ-Βασίληδες με τα πόνυ και τις φωτογραφικές μηχανές τους, συνθέτουν την εορταστική ατμόσφαιρα του μεγάλου εμπορικού δρόμου της πόλης. Έξι αγιοβασιλιάτικοι σκούφοι απομακρύνονται από το συνωστισμό κόβοντας δρόμο μέσα από μικρά στενάκια. Βέβαια, οι σκούφοι δεν πάνε μόνοι τους. Κάτω απ'άυτούς υπάρχουν δυο αγορίστικα και τέσσερα κοριτσίστικα κεφάλια που ανήκουν σε έξι παιδιά. Δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Τα κορίτσια κρατάνε τρίγωνα, το ένα από τα αγόρια μια φλογέρα, ενώ το άλλο μια μεγάλη τσάντα που περιέχει ένα πορτοφόλι.
Τώρα θα με ρωτήσετε πώς τα ξέρω εγώ όλα αυτά. Μα τα βλέπω! Να τώρα ας πούμε περνάω πάνω από τους έξι αγιοβασιλιάτικους σκούφους που ανήκουν στα κορίτσια και τα αγόρια με τα τρίγωνα, τη φλογέρα και το πορτοφόλι. Αν κατέβω λίγο πιο χαμηλά μπορώ να τους παρακολουθώ καλύτερα. Τώρα βλέπω και τα πρόσωπά τους. Το ένα κορίτσι, το πιο κοντό απ'ολους, περπατάει πηδηχτά αφήνοντας τα μακριά μαλλιά της να ανεμίζουν. Οι άλλοι πέντε κοιτιούνται μεταξύ τους και κάτι λένε. Αν κατέβω λίγο πιο χαμηλά θα ακούσω καλύτερα. Ωραία, εδώ είναι καλά.
- Δεν τα έχουμε πάει ποτέ καλύτερα με τα κάλαντα! Λέει ένα κορίτσι, το πιο μελαχρινό απ'όλα, στο ψηλό αγόρι με τη φλογέρα δίπλα της. Ευτυχώς που έχουμε μαζί μας τη Μαριτίνα. Αν δεν τραγουδούσε αυτή δεν ξέρω πως θα ακούγονταν οι γαϊδουροφωνάρες μας... Και ειδικά η δική μου. Συμπληρώνει τη φράση της, ξεκαρδισμένη σ'ένα γέλιο που κάνει την υπόλοιπη παρέα να χαμογελάσει και τους περαστικούς να κοιτάνε περίεργα. Πραγματικά έχει ένα γέλιο αυτό το κορίτσι! Πώς γελάει έτσι; Απ'ότι φαίνεται οι υπόλοιποι πέντε κάνουν τα πάντα για να τη σταματήσουν. Αν ήμουνα στη θέση τους δεν ξέρω τι θα έκανα για να πάψω να ακούω αυτό το γέλιο!
Προχωράνε. Το γέλιο σταματάει σιγά σιγά και για λίγη ώρα περπατάνε και οι έξι αμίλητοι. Το κορίτσι που γελούσε πριν κουμπώνει το μπουφάν της και τρίβει τις φούχτες της.
-Έχει έναν σχετικό ψόφο πάντως. Λέει κάποια στιγμή βάζοντας γάντια.
- Να δω πώς θα χτυπάω το τριγωνάκι έτσι, μονολογεί ταχύνοντας λίγο το βήμα της.
Περνάει λίγη ώρα ακόμα. Τώρα έχουν φτάσει έξω από ένα ψηλό κτήριο. Τους ακολουθώ κατά πόδας. Το κρύο είναι πραγματικά αισθητό ακόμη και σε μένα. Τα παιδιά περπατούν λίγο ακόμα και μετά σταματάνε σε μια πόρτα.
- Τι, αυτό είναι; ρωτάει μάλλον απογοητευμένο το αγόρι που κουβαλάει την τσάντα με το πορτοφόλι.
- Αυτό είναι κι αν σ'αρέσει ΟΚ; Τον αποπαίρνει το τρίτο από τα κορίτσια. Μία ψηλή κοπέλα με παράξενα ξανθά μαλλιά.
- Εντάξει μη φωνάζεις! Κάνει ένα επίσης ψηλό και υπερβολικά αδύνατο κορίτσι.
Η τέταρτη της παρέας. Εσύ τη λες Σεμέλη; Να μπούμε; Ρωτάει απευθυνόμενη στο κορίτσι που λίγο πριν γελούσε.
-Εγώ λέω ναι. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα... Έτσι δεν είναι;
- Ωραία αλλά ποιός θα χτυπήσει; Ρώτησε αμέσως το αγόρι που κουβαλάει την τσάντα.
Από'τι φαίνεται, η παρέα διστάζει. Αλλά δεν ξέρω γιατί. Ούτε ξέρω τι είναι πίσω από την πόρτα που αποφάσισαν να χτυπήσουν. Βλέπετε, είμαι καινούριος στην πόλη και δεν ξέρω λεπτομερώς τα κατατόπια. Γι αυτό εξάλλου πήρα από πίσω τα παιδιά με τους σκούφους. Ακόμα κανείς δεν έχει κάνει το πρώτο βήμα πάντως. Αν αγγίξω το έδαφος θα τους παρατηρώ καλύτερα και θα πηγαίνω και πολύ πιο ξεκούραστα. Θα κατέβω κι ας μου συνιστούν να το αποφεύγω να είμαι τόσο πολύ χαμηλά.
- Εντάξει, μη σφάζεστε θα χτυπήσω εγώ. Λέει το αγόρι με τη φλογέρα που μιλάει για πρώτη φορά και το σίγμα του ακούγεται περίεργο. Αποφασιστικός ο νεαρός, σκέφτομαι. Και όμορφος. Έχει κάτι ωραία πράσινα μάτια. Άλλο πράμα. Εμείς τα κοιτάμε πολύ τα μάτια ξέρετε. Από'κει πηγάζει η φυσική ομορφιά. Από'κει φαίνεται και η πνευματική. Έτσι μου έχουν πει οι δάσκαλοί μου, όλοι οι έμπειροι το βλέπουν αυτό. Αλλά εγώ δεν είμαι έμπειρος. Α, το αγόρι με τα πράσινα μάτια χτύπησε την πόρτα. Τα άλλα παιδιά κοιτιούνται. Μια γιαγιά φαίνεται στο άνοιγμα.
- Να τα πούμε; Ρώτησε το κορίτσι που το λένε Σεμέλη. Η γιαγιά έγνεψε και η παρέα φαίνεται έτοιμη να μιλήσει. Να "τα πει".
- Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν ει, κι αν έιναι ορισμός σας Χριστού τη θεία γέννηση να πω, να πω στο αρχοντικό σας, Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βη, εν Βηθλεέμ τη πόλη οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε, χαιρέται η φύσις όλη εν των σπηλαίων τίκτεται κι εν φα, εν φάτνη των αλόγων ο βασιλεύς των ουρανών και ποι, και ποιητής των όλων, σ'αυτό το σπίτι που'ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει. Και του χρόνου! Τραγούδησαν όλα τα παιδιά μαζί. Αυτά είναι τα κάλαντα λοιπόν. Να τι μαθαίνει κανείς όταν κατεβαίνει στη γη. Τραγούδησαν ωραία τα παιδιά πάντως, κυρίως η κοπέλα που τη λένε Μαριτίνα. Παρόλα αυτά δεν έχω ξανακούσει τέτοιο τραγούδι. Τραγουδούσαν και τα πέντε παιδιά, εκτός από αυτόν που έπαιζε τη φλογέρα, χτυπώντας τα τρίγωνα που είχαν μαζί τους. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι είπαν και του χρόνου ενώ η γιαγιά εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα κλείνοντάς την με φόρα. Μα γιατί το κάνουν αυτό; Τραγουδάνε σε κάθε σπίτι, αλλά για ποιό λόγο; Αν θυμάμαι καλά, στο σχολείο μας είπαν ότι παίρνουν και λεφτά έτσι. Περίεργοι που είναι οι άνθρωποι...
-Έτσι είχε γίνει και πέρυσι; Ρώτησε τώρα μόλις το αγόρι με την τσάντα
- Ναι του απάντησε το ψηλό κορίτσι με τα παράξενα ξανθά μαλλιά. Ρε γαμώτο, είναι μαλακισμένη η κωλόγρια! Τρία χρόνια τώρα ερχόμαστε εδώ και κάθε φορά μας πετάει την πόρτα στα μούτρα!
-ΟΚ ρε Στέλλα! Εντάξει! Τι να κάνουμε. Πάμε τώρα;
Μα γιατί θύμωσαν τα παιδιά. Δεν μπορώ να καταλάβω. Τι τους έκανε η γιαγιά και τη βρίζουν; Μήπως... αλλά μπα δεν γίνεται να είναι για τα λεφτά. Δεν ξέρω κανέναν που να στενοχωριέται για λεφτά. Μπορεί βέβαια για τους ανθρώπους κάτι να σημαίνουν. Ποιός ξέρει...
Οι έξι αγιοβασιλιάτικοι σκούφοι έκαναν στροφή και χάθηκαν στον πολυσύχναστο δρόμο που έσφυζε από κόσμο που έκανε τις αγορές της τελευταίας στιγμής. Τότε έφυγα κι εγώ. Ίσως όμως έπρεπε να μείνω. Η δουλειά η δικιά μας, των αγγέλων, είναι να εμψυχώνουμε τους στεναχωρημένους. Αλλά ποτέ δεν ήμουνα καλός στην πράξη. Μου το έλεγαν και στο σχολείο. Πάντα άριστα στην παρατήρηση αλλά ποτέ καλός στην πράξη.
Η πρώτη μου αποστολή στη γη στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία. Από τότε ξανακατέβηκα πολλές φορές. Μια από αυτές μάλιστα ξανασυνάντησα το κορίτσι με το απίστευτο γέλιο, μια άλλη το αγόρι με τα ωραία μάτια. Ίσως κάποτε να συναντήσω και τη γιαγιά που έφυγε κλείνοντας την πόρτα. Ποιός ξέρει; Ίσως κάποια άλλα Χριστούγεννα.
No comments:
Post a Comment