Ένα ιστορικό κείμενο από τις "Χαμένες Πατρίδες" του Ι. Καψή που βρήκαμε στον ενδιαφέροντα ιστότοπο efedros.blogspot.com, που αναδεικνύει τη διαχρονική προσφορά των εφέδρων αξιωματικών στους αγώνες του Έθνους.
Πρέπει να σταθεί η Ιστορία μπροστά στο ηρωικό αυτό τμήμα. Καμιά πολεμική έκθεση, κανένα επίσημο έγγραφο δεν αναφέρει τη δράση του. Κι όμως η θυσία του ουλαμού εφέδρων δεν πρέπει να λησμονηθεί. Ήταν οι υποψήφιοι αξιωματικοί μας. Δεν πρόφτασαν να κερδίσουν τις επωμίδες του ανθυπολοχαγού. Μόνο τη δόξα έδρεψαν άφθονη.
Πολεμούσαν συνεχώς επί 5 ημέρες. Κι όμως, ούτε ένα βογγητό δεν ακούσθηκε μια μεμψιμοιρία. Έχασαν πολλούς, όλους όμως στο πεδίο της μάχης — ούτε έναν λιποτάκτη. Πείνασαν, δίψασαν, ταλαιπωρήθηκαν αλλά στο κοσμοχαλασμό της μάχης έκαναν ασκήσεις οπλασκίας. Την ώρα του κινδύνου όλοι θυμόντουσαν τους ουλαμίτες. Όταν η οχλοβοή της μάχης κόπασε, τους λησμόνησαν. Ούτε μια εύφημη μνεία δεν υπάρχει για τη χούφτα εκείνη των γενναίων. Κι όμως θα έπρεπε να ήταν το παράδειγμα για τους μετέπειτα συναδέλφους τους.
Αλλά την ώρα της μάχης οι ουλαμίτες δεν νοιάζονται για την υστεροφημία. Στο πλευρό τους, προς τα δυτικά, πολεμά ο Τσάκαλος και τον συναγωνίζονται. Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν — ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας. Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Άστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μ. μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων — είναι οι εφεδρείες του. Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό... πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει τη κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς. Αλλ' ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους. Η νίκη έχει σιμώσει. Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγής οβίδα τσακίζει τα πόδια του — τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα. Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει.
Ζητεί να τον στήσουν σ' ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του. Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλ' ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά: «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώς πάμε;» — «Νικήσαμε... οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές. Τη μάχη τη κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός. Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη. Πίσω απ' το διοικητήριο, σ' ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του — είναι η μνηστή του. «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ' ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος...». Έτσι πέθανε ο Τσάκαλος. Αλλά ποιον να πρωτοκλάψει κανείς; Λίγα μέτρα πιο μακριά, ένα άλλο παλληκάρι, ο αντισυνταγματάρχης Καλλιαγκάκης αργοπεθαίνει κι αυτός. Μια οβίδα τον έχει σακατέψει. Δεν αφήνει όμως ν' ασχοληθούν μαζί του. Συγκεντρώνει τις τελευταίες δυνάμεις του κι εμψυχώνει τους άνδρες του. Και το Σύνταγμα του, το 26ο, ορμά ακάθεκτο κατά των Τούρκων.
Αλλ' ας αφήσουμε για λίγο έναν πολεμιστή — κάποιον από τις χιλιάδες των αφανών ηρώων του Αλή Βεράν, ν' αφηγηθεί τη δραματική εκείνη εποποιία. Ο Χρήστος Σπανομανώλης, γράφει: « Οί αξιωματικοί μας ειδοποίησαν, ότι όχι μόνον δέν πρόβλεπεται ανάπαυσις, αλλά από τάς συγκεντρωθείσας πληροφορίας,ήμεθα σχεδόν περικυκλωμένοι από τόν εχθρόν καί θά εδίδαμεν την μεγαλυτέραν μάχην, που εδόθη ποτέ στην Μικράν Ασία. Στό δικό μου τμήμα ανέλαβε τό καθήκον αυτό εις ανθυπολοχαγός. Καί τι δέν μας υπέμνησε, θυμούμαι ακόμη τήν ήρωϊκή μορφή του, μέ χαμόγελοστα χείλη. «Λεβέντες μου, σήμερα, εδώ, ή Ελλάς θά δώση εξετάσεις. Σήμερα θ' αποδείξωμε τί θά πή « Έλλην στρατιώτης». Δέν σας κρύβω, ότι θά πολεμήσωμε ενας πρός δέκα, αλλά μή ξεχνάτε καί τούς Τριακόσιους τού Λεωνίδα. Γνωρίζω, ότι είσθε καταπονημένοι, αλλά δέν μπορεί νά γίνη αλλοιώς. Ή διαταγή τού στρατηγού μας είναι «μέχρις έσχατων. Νύν υπέρ πάντων ό άγων. Ό θεός μαζί μας. Ζήτω ή Ελλάς». «Τά μάτια όλων μας βούρκωσαν, γιατί καταλαβαίνετε τί μας περίμενε, έπειτα από τήν εξάντληση πού είχαμε, αλλ ' αυτό γιά ένα δευτερόλεπτο, μόνο από τις νηστείες, γινήκαμε άλλοι άνθρωποι καί αποφασίσαμε νά πουλήσουμε ακριβά τό πετσί μας. »Διαταγή τού στρατηγού νά προχωρήσωμεν, οπότε αμέσως αρχίζουν οί πρώτες κανονιές τών Τούρκων. Από τήν διεύθυνση τών πυρών καταλάβαμε, ότι είμεθα περικυκλωμένοι.» Καταιγισμός οβίδων «Σκόντα» τών 105 πάνω από τά κεφάλια μας μαζί μέ μυριάδες σφαίρες τού τουρκικού πεζικού. Άκροβολιζόμεθα καί περιμένομε μέ αγωνία τήν διαταγήν διά τήν πρώτην έξόρμησιν. Διαταγή τού αξιωματικού «έφ' όπλου λόγχη»-πρόλογος γιά το τί θά επακολούθηση. Τά τουρκικά «Σκόντα» ξερνούν επάνω μας φωτιά καί ατσάλι, συντρίβοντας ανθρώπους, κάρρα, εφόδια, ζώα. »Άκούμε, τις ιαχές τών επερχομένων Τούρκων μέ τό « Αλλάχ, Αλλάχ».»Στήν κατάλληλη στιγμή δίδεται ή διαταγή τής έξορμήσεως μέ άλματα καί μέ τό δικό μας «Αέρα». «Χαλασμός κόσμου. Έπαψε τό πυροβολικό καί αρχίζει ό αγών τής λόγχης καί σώμα πρός σώμα τούς παίρνομε φαλάγγι. Πατούμεεπάνω σέ σκοτωμένους Έλληνας, Τούρκους, τραυματίας, ούτε ξέρουμε. Πού καί πού αγκαλιασμένοι κάτω Τούρκοι καί Έλληνες». Πρός στιγμή άπέτυχεν ή προσπάθεια τους καί αποσύρονται.»
Αρχίζει πάλι τό πυροβολικό μας, πού ήτο σέ μικρή απόσταση άπό μας »Ακούμε τή διαταγή τού πυροβολικού:»Δυόμιση χιλιάδες μέτρα.»Χίλια πεντακόσια,»Οκτακόσια. »Σημείον, ότι πλησιάζουν πάλιν οί Τούρκοι. Διαταγή, πάλιν ανεφοδιασμός άκροβολισμός καί έτοιμοι πρός έφοδον. Καί είναι ακόμη 9η πρωινή. Παύει τό πυροβολικό τους καί αρχίζει τό δικό μας. Μυριάδες σφαίρες σφυρίζουν πάνω από τά κεφάλια μας, οπότε ξαφνικά βλέπομε εναν αντ/ρχην ολόρθο πάνω σ' ενα βραχάκι νά μας φωνάζη: «Πού θά ξαναδήτε, βρέ παιδιά, αυτό τό μεγαλειώδες θέαμα; Άντε, παιδιά, όλοι μαζί Αέρα!...». Καί μας σύρει αυτός ό ημίθεος σέ νέα έφοδο. Πρώτος αυτός μέ τό περίστροφο. Άλλη φονική συμπλοκή. Κι' οί Τούρκοι δέν τό βάζουν κάτω. Πολεμούν άγρια, σκληρά. Ή σάλπιγγα μας βαρά: Προχωρείτε...Προχωρείτε...»Πάλι υποχωρούν οι Τούρκοι καί επιστρέφομε γιά ανεφοδιασμό. »Καί όμως είμεθα όλοι εκτός εαυτού. Άπό τό ενα μέρος οί δικοί μας. Δέν θέλουν νά πιστέψουν στό πεπρωμένο κι' αρχίζουν νά βλέπουν μέσα στήν τόση συμφορά ν' ανατέλλη αμυδρά κάποια ελπίδα, αντλούν ψυχικές δυνάμεις άπό τήν αποτελεσματικότητα τής αντιστάσεως τους. Από τήν άλλη οί Τούρκοι, πού νόμισαν πώς δέν είχαν παρά νά λάβουν τόν κόπο νά περιμαζέψουν εκείνη τήν μάζα τών ενόπλων, κι έξαφνα σκοντάφτουν σέ μιάν άμυνα περισσότερο επίμονη καί πεισματώδη από ότι είχαν φαντασθή....»
Νύκτωσε. Κι η μάχη κόπασε. Οι Τούρκοι εξακολουθούν να βάλλουν, αλλά στα τυφλά. Το σκοτάδι είναι πυκνό. Και τότε γράφεται ο επίλογος της τραγωδίας. Ο Τρικούπης δίνει διαταγή στα τμήματα του να «οπισθοχωρήσουν ακροποδητί» προς Μπανάζ. Στις 9.45' το βράδυ αρχίζει η υποχώρηση. Φεύγουν κι αφήνουν πίσω τους τα πάντα — και τους τραυματίες. Τι σπαρακτικές στιγμές ήταν εκείνες! Οι λαβωμένοι ήρωες, βλέποντας τους συντρόφους τους να φεύγουν, λυγίζουν το κουράγιο τους εγκαταλείπει κι εκλιπαρούν:
— Συνάδελφοι, πού μας αφήνετε; Πάρτε μας μαζί σας...Ποιος όμως να τους βοηθήσει; Φεύγουν με σκυφτό κεφάλι.
— Παιδιά... μάνες έχουμε κι εμείς... Θα μας σφάξουν. Κι όταν απελπίζονται ζητούν, τουλάχιστον, έναν εύσπλαχνο θάνατο:
— Σκοτώστε μας, μη μας αφήνετε έτσι... Συνάδελφε... μπήξε εδώ τη λόγχη σου...
Και σε μια παρακλητική κίνηση ξεγυμνώνουν τα στήθια, που τόσες φορές στάθηκαν ανδρικά στη πρώτη γραμμή. Έφυγαν οι στρατιώτες μας και μέσα στη νύκτα οι στάλες της βροχής έσμιγαν με το πικρό δάκρυ.
“Μέσα στο πανδαιμόνιο, την ώρα, που οι άλλοι υποχωρούν χωρίς τάξη, ένα τμήμα ξεχωρίζει. Είναι οι άνδρες του ουλαμού εφέδρων του Αφιόν. Ο διοικητής τους, αντισυνταγματάρχης Βλάχος, διατάζει ασκήσεις παρέλασης. Πόσο θυμίζουν τους 300 των Θερμοπυλών οι άνδρες εκείνοι — πριν απ' τη μάχη η παρέλαση! Τους είχαν στείλει στον ουλαμό, για να γίνουν αξιωματικοί. Και μεταβάλλονται σ' αθάνατους ήρωες.”
Από τις "Χαμένες Πατρίδες" του Ι. Καψή
5.4.12
ΟΙ ΟΥΛΑΜΙΤΕΣ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment