Η κεφαλοκάλανη του μύλου
Στον πίσω τοίχο του , που είναι καταμουσκλιασμένος απ’ τα πολλά νερά , κατά την ανηφοριά βράχου ή σάρας , ακουμπάει η κεφαλοκάναλη κάναλος , και μια κάδη στενόμακρη , πλατιά προς τα πόσω , πολύ στενή προς τα κάτω , φτιασμένη με δούγες και δεμένη με σιδεροστέφανα το βαγένι . Ωστόσο κάποτε και με πέτρες ασβεστοχτισμένη .
Αντί κεφαλοκάναλης , ακούς κάπου κάπου να λένε και βαγένι , και τότε το όνομα κεφαλοκάλανη το δίνουν στον ασβεστοχτισμένο τοίχο , που απ’ το μυλαύλακο φέρνει το νερό και το ρίχνει στο βαγένι .
Όσο πάει κάτω , τόσο και στενεύει το στενότερο μυλοβάγενο . Εκεί που τελειώνει , είναι καρφωμένο το κούτσουρο ένα στρογγυλό καλοπελεκημένο πλατανόξυλο με ολοστρόγγυλη τρύπα στη μέση , το σιφούνι . Την τρύπα αυτή άλλοτε τη στενεύουν και άλλοτε την πλαταίνουν σφηνώνοντας ή βγάζοντας ένα ξυλένιο δαχτυλίδι . Όσο κι αν είναι εφαρμοσμένο , που λένε θηλιά . Του σιφονιού το άνοιγμα ποτέ δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο από πιάτο , για να βγαίνει , με ζόρι το νερό .
Το νερό λοιπόν που φέρνει το μυλαύλακο , πέφτει στη κεφαλοκάναλη , τη γεμίζει , κι όσο περισσεύει ξεπετιέται σπ’ το σιφούνι . Μα μη θαρρείς πως πάντα το νερό αυτό είναι γάργαρο και καθαρό . Το εναντίον μάλιστα , έχει χώματα , ξερόφυλλα , ξυλαράκια , βότσαλα άλλα , όσα παίρνει μαζί του στο διάβα του το νερό , την εποχή προπάντων του χινόπωρου και του χειμώνα . Κατάλαβε τώρα τι κακό θα ‘ καναν αυτά μη στέκοντας του μυλωνά η τγνώση για να τα κρατήσει πριν πέσουν ατην κεφαλοκάλανη . Θα το βούλωναν το τοσοδά στενό σιφούνι . Δε θ’ άφηναν το νερό να ξεπεράσει και τότε θα σταματούσε ο μύλος . Θα φούσκωνε το νερό τον ανήφορο και θα πλημμύριζε στον πίσω τοίχο . Μπορούσε και το μύλο από θεμέλια να χαλάσει .
Όλα όμως τούτα τα προλαβαίνει ο μυλωνάς . Στο μέρος , όπου το νερό αφήνει το μυλαύλακο και πάει να πέσει στο βαγένι , μπήγει παλούκια μικρά , το ένα πολύ κοντά στο άλλο και φτιάνει φράχτη , την παλουκωτή του μύλου . Τη λένε και καλαμωτή , γιατί τα παλούκια είναι από καλάμια . Περνώντας τ\ο νερό ανάμεσα στα παλούκια , ξεφορτώνεται από τα ξυλαράκια , τα φλυλλα και τις άλλες ζουριές , τα κρατεί η φράχτη , όπως το δίχτυ τα ψάρια , και για να μην τύχει και βουλώσουνε οι αναμεριές , πάει κάποτε κάποτε ο μυλωνάς και καθαρίζει την καλαμωτή .
Το νερό , όσο πέφτει στο βαγένι , δε χωράει να ξεπεταχτεί μονομιάς όλο απ’ το σιφούνι . Κρατιέται και αυτό είναι που γεμίζει το βαγένι ως την κορφή για να βγει , κάνει έπειτα γύρες σαν τη νεροτριβιά . Ο λόγος είναι να βγαίνει λίγο λίγο και ζόρικα απ’ το σιφούνι .
Τυχαίνει κάποτε , η κατηφοριά να βρίσκεται πίσω απ’ το μύλο να μην είναι και τόσο μεγάλη . Το βαγένι λοιπόν που αολουθεί την κλίση της δε γέρνει όσο πρέπει . Και τότε χτίζουν ένα γερτό τοίχο και μεγαλώνουν την κατηφοριά . Παίρνει έτσι και το βαγένι κλίση , όση χρειάζεται για να πέφτει το νερό με δύναμη . Στην κορφή σ’αυτόν τον τοίχο σηκώνουν από δω κι από κει χείλια για να κρατούν το νερό μην τύχει και ξεχειλίζει ενώ περνάει για να φτάσει στην καλαμωτή . Αυτή είναι η κάναλη . Πέτρινη όμως κάναλη .
Κάποτε τη χτίζουν και με δυο άτια , δυο ανοίγματα μ’ άλλα λόγια . Περνώντας αυτά το νερό , μπαίνει και σε δυο βαγένια λιθαρένια , χτιστά , όπως τα λένε . Και πετιέται από δυο σιφούνια και γυρίζει δυο μυλολίθαρα , μύλος με δυο μάτια , σου λένε για τετοιανής λογής μύλους .
Αντίς να χτίσουν τοίχο κάποτε , βάζουν αντιστύλια , ξυλένιες φούρκες δηλαδή , για να κρατούν το βαγένι στην κλίση που πρέπει .
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ….
No comments:
Post a Comment