22.7.12

O ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΙΤΑΡΙΟΥ–ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

 

      Η κεφαλοκάλανη  του  μύλου

  

   Στον  πίσω  τοίχο του , που  είναι  καταμουσκλιασμένος απ’ τα  πολλά  νερά , κατά την  ανηφοριά  βράχου ή  σάρας , ακουμπάει η κεφαλοκάναλη κάναλος , και μια κάδη  στενόμακρη , πλατιά  προς  τα  πόσω , πολύ  στενή προς  τα  κάτω , φτιασμένη με  δούγες και  δεμένη με  σιδεροστέφανα  το  βαγένι . Ωστόσο κάποτε και  με  πέτρες ασβεστοχτισμένη .

   Αντί κεφαλοκάναλης , ακούς κάπου κάπου να  λένε  και  βαγένι , και τότε το όνομα  κεφαλοκάλανη το δίνουν στον ασβεστοχτισμένο  τοίχο , που απ’ το  μυλαύλακο φέρνει  το νερό και  το ρίχνει  στο βαγένι .

   Όσο πάει  κάτω , τόσο  και  στενεύει το  στενότερο μυλοβάγενο . Εκεί που  τελειώνει , είναι  καρφωμένο το κούτσουρο ένα  στρογγυλό καλοπελεκημένο  πλατανόξυλο με ολοστρόγγυλη  τρύπα στη  μέση , το σιφούνι . Την τρύπα αυτή άλλοτε  τη  στενεύουν και  άλλοτε  την  πλαταίνουν σφηνώνοντας ή  βγάζοντας ένα  ξυλένιο  δαχτυλίδι . Όσο κι αν είναι  εφαρμοσμένο , που  λένε  θηλιά . Του σιφονιού το  άνοιγμα ποτέ  δεν πρέπει να  είναι  μεγαλύτερο από πιάτο , για να  βγαίνει ,   με  ζόρι  το  νερό .

   Το νερό λοιπόν που  φέρνει  το  μυλαύλακο , πέφτει στη κεφαλοκάναλη , τη  γεμίζει , κι όσο  περισσεύει ξεπετιέται σπ’ το  σιφούνι . Μα μη  θαρρείς πως  πάντα  το  νερό  αυτό  είναι  γάργαρο  και  καθαρό . Το εναντίον μάλιστα , έχει  χώματα , ξερόφυλλα , ξυλαράκια , βότσαλα άλλα , όσα  παίρνει  μαζί  του στο  διάβα του  το  νερό , την  εποχή προπάντων του  χινόπωρου και  του  χειμώνα . Κατάλαβε  τώρα τι κακό θα ‘ καναν αυτά μη  στέκοντας του  μυλωνά  η  τγνώση για να  τα κρατήσει πριν  πέσουν  ατην κεφαλοκάλανη . Θα το  βούλωναν το  τοσοδά στενό  σιφούνι . Δε  θ’ άφηναν  το  νερό να ξεπεράσει και  τότε θα  σταματούσε  ο  μύλος . Θα φούσκωνε το νερό τον  ανήφορο και θα  πλημμύριζε στον  πίσω  τοίχο . Μπορούσε και  το μύλο από θεμέλια  να  χαλάσει .

   Όλα όμως τούτα  τα προλαβαίνει  ο  μυλωνάς . Στο  μέρος , όπου το  νερό αφήνει  το  μυλαύλακο και  πάει  να  πέσει στο  βαγένι , μπήγει  παλούκια μικρά , το  ένα  πολύ κοντά  στο  άλλο και  φτιάνει  φράχτη , την  παλουκωτή  του μύλου . Τη  λένε  και  καλαμωτή , γιατί  τα  παλούκια είναι από  καλάμια . Περνώντας τ\ο  νερό ανάμεσα  στα  παλούκια , ξεφορτώνεται από  τα  ξυλαράκια , τα  φλυλλα και  τις  άλλες ζουριές , τα  κρατεί η  φράχτη , όπως  το  δίχτυ  τα  ψάρια , και  για  να  μην  τύχει και βουλώσουνε οι  αναμεριές , πάει  κάποτε κάποτε ο  μυλωνάς και  καθαρίζει την  καλαμωτή .

   Το  νερό , όσο  πέφτει  στο βαγένι , δε  χωράει  να  ξεπεταχτεί  μονομιάς όλο απ’ το σιφούνι . Κρατιέται και  αυτό είναι  που  γεμίζει  το βαγένι ως  την  κορφή για  να  βγει , κάνει  έπειτα γύρες σαν  τη  νεροτριβιά . Ο λόγος είναι  να  βγαίνει λίγο λίγο και  ζόρικα απ’ το  σιφούνι .

   Τυχαίνει  κάποτε , η  κατηφοριά να  βρίσκεται πίσω απ’ το μύλο να  μην  είναι και  τόσο  μεγάλη . Το  βαγένι λοιπόν που αολουθεί  την κλίση  της δε  γέρνει όσο πρέπει . Και  τότε χτίζουν ένα  γερτό  τοίχο και  μεγαλώνουν την  κατηφοριά . Παίρνει έτσι και  το  βαγένι κλίση , όση  χρειάζεται για  να  πέφτει το  νερό με  δύναμη . Στην  κορφή σ’αυτόν  τον τοίχο σηκώνουν από  δω κι από  κει χείλια για  να  κρατούν  το  νερό μην  τύχει και  ξεχειλίζει ενώ  περνάει για  να φτάσει στην  καλαμωτή . Αυτή  είναι η  κάναλη . Πέτρινη  όμως  κάναλη .

   Κάποτε τη  χτίζουν και  με  δυο  άτια , δυο  ανοίγματα  μ’ άλλα  λόγια . Περνώντας αυτά  το  νερό , μπαίνει και σε  δυο  βαγένια λιθαρένια , χτιστά , όπως τα  λένε . Και πετιέται από  δυο σιφούνια και  γυρίζει δυο  μυλολίθαρα , μύλος με  δυο μάτια , σου  λένε για  τετοιανής  λογής  μύλους .

   Αντίς  να  χτίσουν τοίχο  κάποτε , βάζουν  αντιστύλια , ξυλένιες  φούρκες δηλαδή , για  να  κρατούν το βαγένι στην  κλίση που  πρέπει .

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ….

No comments: