Η ιστορία των κατοχικών δανείων
Ένα θέμα του οποίου οι λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό είναι αυτό των κατοχικών δανείων. Γι΄ αυτό στο post θα αναφερθώ σε ορισμένες πτυχές του ζητήματος .
Την 6η Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα. Οι λιγοστές στρατιωτικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν τα μακεδονικά οχυρά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα περικυκλώθηκαν και μετά από ηρωική αντίσταση αναγκάστηκαν να υποκύψουν. Την 24η Απριλίου ο στρατηγός Τσολάκογλου συνθηκολόγησε με τους εισβολείς. Οι Γερμανοί, μόλις εισήλθαν στην Αθήνα (27 Απριλίου), όρισαν κυβέρνηση «κουΐσλιγκς» κι έτσι άρχισε η Κατοχή. Οι κατακτητές αξίωσαν, βάσει σχετικών διεθνών συνθηκών (της Χάγης), την καταβολή από μέρους της ελληνικής «κυβέρνησης» των εξόδων «κατοχής», δηλαδή των αναγκαίων χρηματικών ποσών για τη συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων που έδρευαν στη χώρα μας, συνολικά 260.000 ανδρών. Όμως η αξίωση αυτή,σύμφωνα με τις ίδιες συνθήκες, θα έπρεπε να είναι ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες της κατεχόμενης χώρας. Παρά ταύτα οι κατακτητές, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο, όριζαν μονομερώς και αυθαίρετα το ύψος των καταβλητέων από την Ελλάδα χρηματικών ποσών. Συγκεκριμένα κατά τα τέλη του 1941 και τις αρχές του 1942 αξίωναν να τους καταβάλλονται ημερησίως τέσσερα δισεκατομμύρια δραχμές (της εποχής εκείνης). (Σημ. : η δραχμή τότε είχε υποτιμηθεί. Η ισοτιμία ήταν 60 κατοχικές δραχμές= 1 γερμανικό μάρκο).
Η τότε κατοχική «κυβέρνηση», βλέποντας ότι η συνεχιζόμενη οικονομική αφαίμαξη οδηγούσε τη χώρα σε πλήρη καταστροφή, απείλησε με παραίτηση. Για να αποτραπεί το ενδεχόμενο αυτό, ο οικονομικός εκπρόσωπος της ιταλικής κυβέρνησης στην Ελλάδα Ντ’ Αγκοστίνο έκανε μια συμβιβαστική πρόταση: η Ελλάδα θα κατέβαλλε ημερησίως για έξοδα «κατοχής» ενάμισι δισεκατομμύριο δραχμές (βάσει της τότε ισοτιμίας 25.000.000 μάρκα). Κάθε ποσό καταβαλλόμενο πέραν του ορίου αυτού θα θεωρούταν δάνειο της Ελλάδας προς τη Γερμανία και την Ιταλία, οι οποίες θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να της επιστρέψουν μεταπολεμικά το σύνολο των αναλαμβανομένων ποσών και μάλιστα με τιμαριθμική βάση, δηλαδή με γνώμονα την αγοραστική δύναμη των χρημάτων κατά το χρόνο της ανάληψής τους από την Τράπεζα της Ελλάδας. Τα υπό μορφή δανείου καταβαλλόμενα από την Ελλάδα ποσά θα ήταν, σύμφωνα με την πρόταση του Ντ’ Αγκοστίνο, τουλάχιστον ίσα προς εκείνα που η υπόδουλη χώρα υποχρεωνόταν να καταβάλει ως έξοδα «κατοχής». Η ελληνική «κυβέρνηση» ζήτησε και πέτυχε ώστε η μεταπολεμική αποπληρωμή του δανείου να γίνει με υπολογισμό σε σταθερό νόμισμα της αξίας των αγαθών που προμηθεύονταν οι γερμανικές και οι ιταλικές αρχές με την ανάληψη των προαναφερθεισών πιστώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδας.
Η παραπάνω ρύθμιση αποτέλεσε το περιεχόμενο συνθήκης, η οποία υπογράφηκε τη 14η Μαρτίου 1942 στη Ρώμη από τη Γερμανία, την Ιταλία και την κατοχική «κυβέρνηση» της Ελλάδας. Σύμφωνα με το 3ο άρθρο της συμφωνίας « η γερμανική και η ιταλική κυβέρνησις θα εχρεώνοντο εις ατόκους λογαριασμούς διά τα πέραν των εξόδων κατοχής λαμβανόμενα ποσά».
Η Συμφωνία της Ρώμης κοινοποιήθηκε στην κατοχική κυβέρνηση των Αθηνών από τον πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα Άλτεμπουργκ την 23η Μαρτίου 1942 με την υπ’ αριθ. 160 ρηματική διακοίνωση, καθώς και από αντιπρόσωπο της Ιταλίας με άλλο ανάλογο έγγραφο.
Έκτοτε οι γερμανικές και οι ιταλικές αρχές κατοχής, όταν προέβαιναν στην ανάληψη πιστώσεων για την αγορά αγαθών, για να καλύψουν τις ανάγκες των στρατιωτικών τους δυνάμεων, και για την πολεμική τους δράση, έκαναν μνεία της Συμφωνίας της Ρώμης και διαχώριζαν τα ποσά των δανείων από τα έξοδα « κατοχής». Ακόμα στην Τράπεζα της Ελλάδας τηρούνταν ειδικοί και λεπτομερείς λογαριασμοί και οι εκπρόσωποι των αρχών κατοχής, κατά τον ανά τρίμηνο έλεγχο, ποτέ δεν αμφισβήτησαν ότι τα ποσά της πρώτης από τις δυο κατηγορίες αναλήψεων είχαν μορφή δανείου.
Συμπερασματικά από την 1η Ιανουαρίου του 1942 ως το τέλος της Κατοχής τα ποσά που έλαβαν ως δάνειο οι Δυνάμεις του Άξονος ανήλθαν συνολικά σε 183 εκατομμύρια δολάρια, από τα οποία 151 σε χρέωση της Γερμανίας και 32 σε χρέωση της Ιταλίας. Με υπολογισμό των τόκων από το τέλος του πολέμου και εξής το συνολικό χρέος της Γερμανίας και της Ιταλίας προς την Ελλάδα το 1966 έφθασε σε 400 εκατομμύρια δολάρια περίπου, από τα οποία 332 όφειλε η Γερμανία (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλα της 18ης Οκτωβρίου 1966 και της 25ης Οκτωβρίου 1966). [Το θέμα είχε τότε ανακινηθεί λόγω της επίσκεψης στην Ελλάδα του υπουργού Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας Σρέντερ.]
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου συγκλήθηκε στο Παρίσι η διάσκεψη, για να καθοριστούν οι γερμανικές και οι ιταλικές επανορθώσεις. Εκεί ο εκπρόσωπος της Ελλάδας Αθ. Σμπαρούνης κατέθεσε δήλωση, η οποία καταχωρήθηκε στα επίσημα πρακτικά της διάσκεψης. Σ’ αυτή γνωστοποιούσε στις μεγάλες νικήτριες δυνάμεις ότι η Ελλάδα δεν θα θεωρούσε την καταβολή των γερμανικών και των ιταλικών επανορθώσεων ως μερική ή ολική εξόφληση των κατοχικών δανείων.
Κατοχικό χαρτονόμισμα
Η στάση των ελληνικών μεταπολεμικών κυβερνήσεων στο θέμα των κατοχικών γερμανικών δανείων
Από το 1945 ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος είχε ανακινήσει το θέμα των κατοχικών δανείων στο βιβλίο του «Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος». Το 1947 υπέβαλε σχετική μελέτη στο Διεθνές Στατιστικό Συνέδριο που είχε συνέλθει στην Ουάσιγκτον, ενώ έγραψε σχετικά άρθρα τόσο σε εφημερίδες όσο και στην εκδιδόμενη από τον ίδιο μηνιαία επιθεώρηση « Νέα Οικονομία», τα οποία έδωσαν λαβή και για συζητήσεις στη Βουλή. Παρά ταύτα δεν εκδηλώθηκε κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τη διευθέτηση του σημαντικού αυτού ζητήματος για την Ελλάδα από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις ως το 1964. Τη 17η Απριλίου της προαναφερθείσας χρονιάς με την ευκαιρία του σχηματισμού της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου ο Ά. Αγγελόπουλος δημοσίευσε σε αθηναϊκή εφημερίδα εκτενές άρθρο, παραθέτοντας αναλυτικά και με πλήρη τεκμηρίωση τα δεδομένα του ζητήματος των κατοχικών δανείων και εκφράζοντας την έκπληξή του για το γεγονός ότι οι ως τότε κυβερνήσεις δεν επιδίωξαν την αποπληρωμή από μέρους των Γερμανών και των Ιταλών των πιστώσεων που είχαν λάβει από την Τράπεζα Ελλάδας κατά την εποχή της Κατοχής. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος Μαΐου 1964 της « Νέας Οικονομίας» και το περιεχόμενό του επιβεβαιώθηκε πλήρως από επιστολή του Σπ. Χατζηκυριάκου, διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κατά την Κατοχή.
Το θέμα των κατοχικών δανείων τέθηκε για πρώτη φορά από μέρους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας το φθινόπωρο του 1964 από την κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου. Τότε ο επί Κατοχής πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα Άλτεμπουργκ ομολόγησε τη σύναψη των δανείων και την απορρέουσα από αυτή γερμανική οφειλή.
Την 21η Οκτωβρίου 1966 δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο δήλωση του δρος Γ. Ράινχαρτ, πρώην γενικού διευθυντή του γερμανικού υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ο οποίος αποκάλυπτε τα όσα ανέφερε επί του ζητήματος δύο χρόνια νωρίτερα (το 1964) στον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Είναι αξιοπρόσεκτα τα όσα δήλωσε ο Γερμανός αξιωματούχος: « Όπως έγραψα εις επιστολήν μου προς τον τότε πρόεδρον της ελληνικής κυβερνήσεως κ. Γ. Παπανδρέου τον Οκτώβριον του 1964 και του ανέφερα και προσωπικώς κατά την επίσκεψίν μου εις Αθήνας, ως προσκεκλημένος του Ιδρύματος Οικονομικών Ερευνών, τον Δεκέμβριον του έτους εκείνου, κατά τας διαπραγματεύσεις που προηγήθησαν της συμφωνίας περί χορηγήσεως γερμανικού δανείου προς την Ελλάδα το 1958 η τότε ελληνική κυβέρνησις παρητήθη προφορικώς των κατοχικών απαιτήσεων της Ελλάδος». Ο Ράινχαρτ πρόσθεσε ότι ο Γ. Παπανδρέου κατά τη συνάντησή τους του δήλωσε ότι η κυβέρνηση θεωρούσε το θέμα ανοιχτό και ότι κατά την επίσκεψή του στη Δυτική Γερμανία θα το έθετε στον Καγκελάριο Έρχαρτ. Μάλιστα θα έστελνε στη Βόνη για προκαταρκτικές συζητήσεις επί του θέματος το βουλευτή τότε Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον επόμενο χρόνο (1965) επισκέφτηκε τη γερμανική πρωτεύουσα, όπου είχε διπλωματικές επαφές με τον τότε γενικό διευθυντή του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας Κάιζερ, ο οποίος επανέλαβε την 26η Μαρτίου 1965 όσα είχε δηλώσει λίγους μήνες νωρίτερα ο Ράινχαρτ, ότι δηλαδή η ελληνική κυβέρνηση το 1958 είχε δεσμευτεί προφορικά πως δεν θα διεκδικούσε πλέον τα κατοχικά δάνεια.
Υπήρξε ελληνική κυβέρνηση που έδειξε τόση ενδοτικότητα σ’ ένα κεφαλαιώδους σημασίας εθνικό θέμα ή μήπως η μομφή που της αποδόθηκε ήταν επινόημα των Γερμανών για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους να αποπληρώσουν το κατοχικό τους χρέος; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δύσκολη. Πάντως εκφράστηκε αντίλογος στο γερμανικό επιχείρημα από Έλληνες πολιτικούς, οι οποίοι συμμετείχαν στις ελληνογερμανικές συνομιλίες που έγιναν στη Βόνη το Νοέμβριο του 1958. Συγκεκριμένα την 22α Οκτωβρίου 1966 δημοσιεύτηκε στον τύπο δήλωση του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Δ. Γαλάνη, ο οποίος ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στις συζητήσεις με τους Γερμανούς κυβερνητικούς παράγοντες το 1958: «Ουδεμία εγένετο παραίτησις εκ της ελληνικής αξιώσεως, αλλ’ ουδέ καν εθίγη το θέμα των γερμανικών κατοχικών δανείων κατά τας συνομιλίας» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 25ης Οκτωβρίου 1966).
Συμπερασματικά η αναβλητική πολιτική που εφάρμοσε η Δυτική Γερμανία στο ζήτημα εξυπηρέτησης του κατοχικού δανείου οφειλόταν στις αποφάσεις που έλαβε η διάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1953. Εκεί με πρόταση του Αμερικανού εκπροσώπου αποφασίστηκε η αναστολή αποπληρωμής όλων των οικονομικών υποχρεώσεων της Δυτικής Γερμανίας, ώσπου να υπογραφεί η συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στις νικήτριες κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δυνάμεις και στην ενιαία Γερμανία. Με τη συνθήκη αυτή θα οριστικοποιούνταν τα καταβλητέα ποσά των πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων. Οι Γερμανοί πολιτικοί, εκτιμώντας ότι λόγω του Ψυχρού πολέμου θα καθυστερούσε πολύ η ενοποίηση της Γερμανίας, ακολουθούσαν παρελκυστική πολιτική με την ελπίδα ότι τελικά θα διαγραφόταν – όπως και έγινε – το μεγαλύτερο μέρος του χρέους του γερμανικού κράτους, πράγμα που συνέτεινε στη μεγάλη οικονομική ανάπτυξή του κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Αυτή την πραγματικότητα την ξεχνούν οι σημερινοί Γερμανοί πολιτικοί, οι οποίοι εξακολουθούν να κερδοσκοπούν σε βάρος του ελληνικού λαού. Ευθύνη βέβαια γι’ αυτό έχουν και οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες δεν τόλμησαν να διεκδικήσουν, κυρίως μετά την ενοποίηση της Γερμανίας (την 31η Αυγούστου 1990), την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου που συνάφθηκε με διεθνή συμφωνία.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 25ης Οκτωβρίου 1966
No comments:
Post a Comment