Το μεγαλύτερο μεταπολεμικά οικονομικοπολιτικό σκάνδαλο στην Ελλάδα ήταν το κραχ του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών που άρχισε να εκδηλώνεται το Σεπτέμβριο του 1999 και συνέτεινε στην οικονομική καταστροφή κυρίως μικρών επενδυτών. Ανάλογο σκάνδαλο με αυτό του 1999 συνέβηκε και το 1874, γνωστό ως «Λαυρεωτικά», γιατί σχετιζόταν με τον ορυκτό πλούτο του Λαυρίου.
Η ύπαρξη στην περιοχή Λαυρίου επιφανειακών μεταλλευμάτων αργυρούχου μολύβδου, γνωστών από την αρχαιότητα, είχε προκαλέσει την προσοχή πολλών ξένων και Ελλήνων. Το 1864 ένας Ιταλός μεταλλειολόγος ονόματι Τζιοβάνι Μπατίστα Σερπιέρι απέκτησε το δικαίωμα εξορύξεως μεταλλευμάτων σε έκταση 10.791 στρεμμάτων. Η παραχώρηση έγινε στο όνομα της γαλλοϊταλικής εταιρείας Roux – Serpieri. Στην περιοχή όμως υπήρχαν σημαντικές ποσότητες χωμάτων ή μεταλλούχων απορριμμάτων(=εκβολάδες ή σκωρίες). Η εκμετάλλευση των επιφανειακών αυτών αποθεμάτων από την εταιρεία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην ελληνική κοινή γνώμη. Η αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη επέμενε ότι το δικαίωμα της εταιρείας περιοριζόταν μόνο στην εξόρυξη και όχι στην οικειοποίηση των επιφανειακών μεταλλευμάτων. Από την πλευρά του ο τύπος εξόγκωσε την αξία των εκβολάδων, τις οποίες εμφάνιζε ως χρυσοφόρα πηγή ικανή να λύσει όλα τα προβλήματα του Δημόσιου Ταμείου.Κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης η κυβέρνηση Κουμουνδούρου πέτυχε στις 15/29 Μαΐου 1871 την ψήφιση νόμου από τη Βουλή, σύμφωνα με τον οποίο οι εκβολάδες θεωρούνταν ότι ανήκαν στο κράτος. Όπως ήταν φυσικό, η ενέργεια αυτή προκάλεσε την αντίδραση της εταιρείας που υποστήριζε, όχι αβάσιμα, ότι η αρχική παραχώρηση δεν έκανε την παραμικρή διάκριση μεταξύ ορυκτών, υπό το έδαφος και εκβολάδων. Και επιπλέον ο νόμος δεν ήταν δυνατόν να έχει αναδρομική ισχύ. Αντί όμως οι εκπρόσωποι της εταιρείας να προσφύγουν στην ελληνική δικαιοσύνη, κατέφυγαν στις πρεσβείες της Γαλλίας και της Ιταλίας και ζητούσαν μέσω των δύο πρεσβειών αποζημίωση από το ελληνικό Δημόσιο ύψους 15.000.000 δραχμών. Οι πρεσβευτές των δυο χωρών επενέβησαν με έντονα διαβήματα υπέρ των ομοεθνών τους επιχειρηματιών. Τόσο η κυβέρνηση Κουμουνδούρου όσο και οι κυβερνήσεις Ζαΐμη και Βούλγαρη που την διαδέχτηκαν απέτυχαν να ρυθμίσουν το θέμα με τις δυο Δυνάμεις. Τότε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ στράφηκε προς τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη – ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην κριτική του χειρισμού του ζητήματος από τις προκάτοχες κυβερνήσεις – και του ανέθεσε την 8η Ιουλίου 1872 την πρωθυπουργία με εντολή να βρει λύση στο «Λαυρεωτικό».
Η πρώτη ενέργεια του Δεληγεώργη ήταν να ζητήσει την παραπομπή της διαφοράς στα ελληνικά δικαστήρια. Οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι όμως της Ιταλίας και της Γαλλίας εξανέστησαν. Διακήρυξαν ότι κάτω από την ισχυρή πίεση της ελληνικής κοινής γνώμης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εκδοθεί δίκαιη απόφαση. Αντιπρότειναν λοιπόν να παραπεμφθεί το ζήτημα στη διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων και συγκεκριμένα της Αυστρίας. Ήταν η σειρά του Δεληγεώργη να εκδηλώσει τη δυσφορία του. Η πρόταση για διαιτησία μιας διαφοράς που αφορούσε το ελληνικό Δημόσιο και μια εταιρεία που λειτουργούσε μέσα στην ελληνική επικράτεια αποτελούσε απαράδεκτη μείωση του κύρους του ελληνικού κράτους. Ενδεχόμενη αποδοχή της θα σήμαινε παραχώρηση στην ξένη εταιρεία καθεστώτος ετεροδικίας και απαλλοτρίωση του δικαιώματος κρατικού ελέγχου σε ένα βασικό τομέα της εθνικής οικονομίας, όπως ήταν η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας. Τα επιχειρήματα αυτά δεν έκαμψαν τους δυο ξένους διπλωμάτες. Ο Γάλλος πρεσβευτής δήλωσε ότι η χώρα του θα προέβαινε σε αντίποινα κλείνοντας τα γαλλικά λιμάνια στα ελληνικά πλοία. Ο Ιταλός απείλησε με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, σ.σ. 312 – 313). Ο Δεληγεώργης όμως με τη συμπαράσταση του βασιλιά αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις. Ήδη είχε αρχίσει να διερευνά τη δυνατότητα εξαγοράς της εταιρείας από Έλληνες κεφαλαιούχους του Εξωτερικού. Οι βολιδοσκοπήσεις του είχαν αποτέλεσμα κι έτσι ο πρωθυπουργός πέτυχε τη λύση του ακανθώδους αυτού πολιτικού ζητήματος. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ότι θα δημιουργείτο οικονομικό σκάνδαλο.
Οι Έλληνες επιχειρηματίες της διασποράς μετά το 1866 άρχισαν να βλέπουν την Ελλάδα ως χώρο ανάπτυξης επενδυτικών δραστηριοτήτων. Ένας από αυτούς ήταν ο Ανδρέας Συγγρός, βασικός μέτοχος της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος κυριάρχησε στην οικονομική ζωή της χώρας κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Το επενδυτικό του ενδιαφέρον είχε επικεντρωθεί στον μεταλλευτικό κλάδο. Το 1873 μαζί με τον Ευάγγελο Μπαλτατζή και άλλους κεφαλαιούχους του Εξωτερικού αγόρασαν ορισμένα από τα δικαιώματα της ιταλογαλλικής εταιρείας Λαυρίου (Κ. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σ.σ. 246 – 250) και δημιούργησαν την «Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου».
Η νέα εταιρεία, αποσκοπώντας στην εκμετάλλευση των εντυπώσεων ότι στο υπέδαφος του Λαυρίου υπήρχε αμύθητος πλούτος, εξέδωσε μετοχές αξίας 200 δραχμών η καθεμιά. Αγρότες, εργάτες, μικροαστοί και γενικά άνθρωποι αδαείς από χρηματιστηριακά παιχνίδια έσπευσαν να τις αγοράσουν, ελπίζοντας στο εύκολο κέρδος. Λόγω της μεγάλης ζήτησης η τιμή κάθε μετοχής διπλασιάστηκε. Όταν όμως μετά από κάποιους μήνες αποδείχτηκε ότι το Λαύριο δεν ήταν πλουτοφόρος πηγή, οι μετοχές έπεσαν κάτω από την ονομαστική τους αξία, με αποτέλεσμα να υποστούν τεράστια ζημιά κυρίως οι μικροί αποταμιευτές. Αντίθετα ορισμένοι κερδοσκόποι καρπώθηκαν τεράστια για την εποχή ποσά πουλώντας τις μετοχές τους, όσο ακόμα η τιμή τους ήταν υψηλή (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 13ης Αυγούστου 1955). Τα «θύματα» του χρηματιστηριακού κραχ αναζήτησαν υπεύθυνο για την οικονομική τους καταστροφή. Και τον βρήκαν στο πρόσωπο του τότε πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγεώργη. Διαδηλώσεις και επεισόδια έγιναν στην Αθήνα σε τέτοια έκταση, ώστε στις αρχές Φεβρουαρίου 1874 ο Μεσολογγίτης πολιτικός αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του. Τουλάχιστον τότε υπήρχε πολιτική ευθιξία.
Μια απαραίτητη διευκρίνιση: τότε δεν υπήρχε Χρηματιστήριο ούτε ΕΛΔΕ. Η αγοραπωλησία μετοχών γινόταν σto καφενείο η «Ωραία Ελλάς» που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου.
Μεταλλωρύχοι στο Λαύριο
http://chronontoulapo.wordpress.com
No comments:
Post a Comment