Καλή χρονιά και υπομονή!
Παιδικές αναμνήσεις
Όταν το παρόν σου προβάλλεται ιδιαίτερα μαύρο και απεχθές, τότε η προσφυγή στο παρελθόν, στα χρόνια της νιότης και της ανεμελιάς, αποτελεί το πιό ασφαλές και σίγουρο καταφύγιο. Ανάσα ζωής και δροσερή πηγή ανανέωσης κι αισιοδοξίας.
Το σύγχρονο καθολικό μπάχαλο με στέλνει αναπόφευκτα σ’ εκείνες τις παλιές εποχές όπου όλα ήσαν πιό απλά, πιό φτωχά, αλλά πιό ανέμελα και πιό αντιμετωπίσιμα. Χωρίς ηλεκτρικά πλυντήρια και Ajax, αλλά με πλυσταριό στην ταράτσα, πράσινο σαπούνι και αλισίβα. Και με μιά μικροκαμωμένη και αεικίνητη πλύστρα, την κυρα-Σπυριδούλα, που ερχόταν κάθε εβδομάδα από τα Τουρκοβούνια στο Βούθουλα γιά να μας βγάλει τη γλίτσα από τα ρούχα κι εμείς, τέσσερις διαβόλοι, της βγάζαμε το λάδι στο πείραγμα, ώσπου μπαϊλντισμένη από το τρίψε-τρίψε στον τρίφτη της σκάφης και το κυνήγι αυτού που της τράβαγε την κοτσίδα η οποία της έφτανε κάτω απ’ τη μέση της, τσίριζε απ’ την ταράτσα:
- Κυρά Κούλα, έλ’ να πάρ’ς το π’ δί σ..!
Το μικρό πέτρινο σπίτι με την υποτυπώδη αυλή και τη μικρή ταράτσα, ήταν αδύνατον να στεγάσει την ξεχειλίζουσα ζωντάνια τεσσάρων αεικίνητων δαιμόνων. Έτσι την πλήρωνε όποιος είχε την ατυχία, και γιά οιονδήποτε λόγο να βρίσκεται, μαζί τους, μέσα σ’ αυτό.
Μέγα πρόβλημα της μάνας η αναποτελεσματικότητα του πιό πρόχειρου αμυντικού, κατά του σπασίματος των νεύρων της, όπλου, της θρυλικής ξύλινης κουτάλας, η οποία λειτουργούσε καθημερινώς ακατάπαυστα μετρώντας παΐδια, μέχρι που κι αυτή αποκαμωμένη από τη χρήση, έπεφτε ηρωικά, επιπίπτουσα σε κάποια νεαρή πλάτη και γενόμενη δύο κομμάτια, άρα ακίνδυνη! Τι να σου κάνει και το καημένο το υλικό, έφθανε, κάποτε, στα όρια της αντοχής του! Βεβαίως το πρόβλημα γιά μας δεν λυνόταν κι η ανακούφιση ήταν πρόχειρη. Ίσαμε να βγεί η νέα κουτάλα από τον κρυψώνα της και ν' αναλάβει υπηρεσία και να συνεχίσει έτσι ο ατέρμων κύκλος της... χαρούμενης ζωής μας!
Κάποια στιγμή, μέσα στην απελπισία της μητέρας
- Τι θα κάνω μ’ αυτούς τους τριβόλους. Θα μου στρίψει!, η θεία η Ρίρα, η ψηλομύτα Γερμαναρού, έριξε την ιδέα της γκουβερνάντας. Αυτό, είπε, θα ήταν, η δέουσα ….λύση!
Και έτσι μας προέκυψε η…. Μαντάμ!
Μιλάμε τώρα γιά εποχές υψίστης φτώχειας, στα όρια της εξαθλίωσης, όπου το κρέας σπάνιζε και το ψωμί πουλιόταν με το δελτίο! Μάλιστα, με το δελτίο! Θυμάμαι ακόμη, πεντακάθαρα, κάτι στενόμακρα πράσινα βιβλιάρια, όπου στη πίσω μεριά του εξώφυλλου υπήρχε το ονοματεπώνυμο του κατόχου, διάφορα στοιχεία και… η φωτογραφία του! Τα εσωτερικά φύλλα, καθένα αντιστοιχούσε σ’ ένα μήνα, είχαν αριθμημένα κουπόνια ανάλογα με το πλήθος των ημερών. Ο Ιανουάριος 31, Φεβρουάριος 28, κ.ο.κ.
Μ’ έστελνε λοιπόν η μάνα, σαν μεγαλύτερο, στον απέναντι φούρνο του Αναγνώστου, του Ηπειρώτη, που είχε μιά κεφάλα να! Μεγάλη και πλακέ, (βέρος Ηπειρώτης, γαρ), σαν το άκρο της ξύλινης … σάρισας με την οποία φούρνιζε και ξεφούρνιζε στα άδυτα του φούρνου ψωμιά και ταψιά, με αυστηρές οδηγίες:
-Το νου σου κακομοίρη μου, στο κομματάκι. Τα μάτια σου δεκατέσσερα κι όλα στη ζυγαριά! Αλλιώς χάθηκες φουκαρά μου!
Η διαδικασία είχε ως εξής. Κάθε οικογένεια εδικαιούτο, κατ’ άτομο, ορισμένα δράμια ψωμιού ημερησίως, εννοείται αγορασμένα κι όχι τζάμπα, γεγονός που επιστοποιείτο με την προσκόμιση στο φούρνο των σχετικών βιβλιαρίων διανομής. Ο φούρναρης έκοβε τα σχετικά κουπόνια, (ημέρα και μήνας), και ζύγιζε την ανάλογη ποσότητα. Δυστυχώς δεν θυμάμαι τώρα πόση ήταν τότε, ακριβώς, η επιτρεπόμενη κατ’ άτομο. Πάντως σίγουρα και σαφώς κάτω από οκά! (1 οκά = 400 δράμια και γιά τους νεώτερους 1 κιλό = 312,5 δράμια).
Τω καιρώ εκείνω, δεν υπήρχαν πολυτέλειες στο ψωμί, ποικιλίες, φρου-φρού και τέτοιες αηδίες. Καρβέλι και μόνο καρβέλι, μαύρο και πεντανόστιμο, που επειδή, λόγω φύρας στο ψήσιμο, είχε διάφορα βάρη το καθένα τους, στο ζύγισμα ο φούρναρης πρόσθετε, ή αφαιρούσε, κομμάτι ή κομματάκι αναλόγως, με τη χατζάρα του. Χραπ!
Σ’ εμάς, λόγω οικογενειακού μεγέθους, 6 στόματα εκ των οποίων τα 4 μίζερα και κακόφαγα, αναλογούσαν κάτι καρβέλια συν… ένα μικρό κομματάκι, που η μάνα, μέσω εμού, το διεκδικούσε μετά μανίας. Κι αν δεν…. αλίμονό μου! Κουτάλα!
Η δική μας οικογένεια, λόγω του πατρικού βιβλιοπωλείου, έχαιρε φήμης «μπρούκληδων» στη φτωχογειτονιά της Ακαδ. Πλάτωνος, σε τέτοιο «αριστοκρατικό» βαθμό, όχι μόνο επειδή έτρωγε κρέας δυό φορές την εβδομάδα, (μπούτι αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, την Κυριακή και κιμά μεσοβδόμαδα. Είτε γιά κεφτέδες, είτε γιά να γαρνιριστούν τα μακαρόνια), αλλά επειδή απολάμβανε και της υψίστης τιμής του… βερεσέ από τον χασάπη! Ένα προνόμιο που προκαλούσε ζήλια και φθόνο στους άλλους μπόμπιρες που ψώνιζαν μαζί μου στο χασάπικο του Γκιόκα, όταν άκουγαν τη φράση:
- Κυρ Αποστόλη, μου είπε η μαμά μου, 300 δράμια κιμά χωρίς πάχος και… γράφτα!
Μιά ζήλια που εξαργύρωνα με πολλές κλωτσιές στο καλάμι, επίτηδες, κατά το ατέλειωτο σουράβλι-ποδόσφαιρο που παίζαμε στις αλάνες της γειτονιάς, με την παραγεμισμένη με κουρέλια, τάχα, μπάλα!
Άλλη μία ρετσινιά που τρόμαξα ν’ αποτινάξω, ήταν αυτή του «βουτυρόπαιδου»! Κι όχι γιατί ήμουνα κανένας «μπούας», ίσα-ίσα, αλλά επειδή, κυριολεκτικά, είχα την πολυτέλεια η απογευματινή φέτα ψωμιού που μου «φούσκωνε» η μάνα, αντί να είναι απλώς βρεγμένη γιά να κολλάει η επιτιθέμενη ζάχαρη, είχε ως «συγκολλητική» ύλη, μεταξύ ψωμιού και ζάχαρης, μιά ψιλή στρώση φρέσκο βούτυρο Κερκύρας! Εκείνο στο πλακέ χάρτινο κουτί με την βοσκοπούλα απ’ έξω.
Ακόμη θυμάμαι την παλιοπαρέα να με τριγυρίζει, με τρεχούμενα σάλια, όπως οι σκύλοι τα κρεμασμένα λουκάνικα, στην πόρτα του κυρ Αποστόλη, το Πάσχα.
-Δώσ΄ μου ρε, λίγο. Να, ίσα να δοκιμάσω. Μιά ακρούλα μόνο!
-Κοίτα, ρε κωλόπαιδο, μη δαγκώσεις πολύ, γιατί βούτυρο θα ξαναφάς, όταν πας φαντάρος! Ξηγημένοι;
Άραγε, υπάρχει κάποιος, τέως μπόμπιρας και νυν γεροξεκούτης, που να διαβάζει τώρα τούτες τις γραμμές και να θυμηθεί εκείνες τις αξέχαστες στιγμές της Θείας Μετάληψης με τη αλειμμένη με βούτυρο φέτα, στην οποία προσέρχονταν ευλαβικά 6-7 πιτσιρίκοι κάθε απόγευμα;
Αλλά ας γυρίσουμε στην … Μαντάμ! Θεός σχωρέστην! Απίθανη φιγούρα. Μιά ταλαίπωρη ηλικιωμένη Αιγυπτιώτισσα, χοντρή, ασούμπαλη κι αιώνια πεινασμένη! Σαν τον Σπίθα, το "αιώνια πεινασμένο παιδί" και πιστό φίλο του Γιώργου Θαλάσση, του "Μικρού ήρωα", στο ομώνυμο παιδικό ανάγνωσμα της εποχής, που μαζί με τον "Υπεράνθρωπο" και τον "Ταρζάν - Γκαούρ", αποτελούσαν τα μπεστ-σέλερς της γενιάς μας. Γιά τα καλά, όμως, παιδιά! Τα... βρωμόπαιδα διάβαζαν "Μάσκα" και αργότερα "Χτυποκάρδι", πριν εισέλθουν, ολοκληρωμένα πλέον, γιά ανώτερες σπουδές στη μελέτη του λάθρα κυκλοφορούντος - ινδικής προέλευσης- πανεπιστημιακού επιπέδου συγγράματος, του θρυλικού και αειθαλούς "Κάμα Σούτρα"!
Τώρα που την μελετάω, ξεκαρδίζομαι ενθυμούμενος το πώς, τάχατες, «δοκίμαζε» το φαΐ! Όταν είχαμε φασολάδα ή φακές -συνηθέστατα και καλύτερή της- και η μητέρα έκανε δουλειές εκτός κουζίνας, άρπαζε βιαστικά και στη ζούλα την κουτάλα σερβιρίσματος, ένα βαθύ πιάτο η χωρητικότης της, και, δήθεν, γιά να τσεκάρει αν… έβρασαν, κατέβαζε δυό γεμάτες κουταλιές, στα σβέλτα, μιά φυσώντας και μιά ρουφώντας γιά να μην καεί, αφ' ενός, αλλά και γιά να προλάβει, αφ' ετέρου, την ξαφνική εμφάνιση της μητέρας. Και πλαταγίζοντας, πάντα, την γλώσσα μ’ ευδαιμονία, αποφαινόταν μονίμως!
-Μμμμμ, θαύμα είναι! Μόνο που θέλουν λίγο βράσιμο ακόμη! Μου άνοιξαν την όρεξη!
Αυτή, λοιπόν, η αξιοθρήνητη και πειναλέα Μαντάμ, που ποτέ δεν έμαθα το όνομά της, ή και αν το είχα ακούσει κάποτε θα πέρασε εντελώς φευγαλέα από το νου μου, μένοντας σκέτο το .. «Μαντάμ», ανέλαβε, μαζί με το … πλεκτό και τη βουλιμία της να συνοδεύει τους «Μικρούς Σατανάδες», εμάς, καθημερινά το απόγευμα στην Παιδική Χαρά, όπως λεγόταν απλοποιημένα, το 1ο Κέντρο Νεότητος του Δήμου Αθηναίων. Μιά μεγάλη περιφραγμένη έκταση που έπιανε ολόκληρο τετράγωνο, μεταξύ των οδών Λένορμαν και Άστρους, από τη μία και Αλεξανδρείας και Μύλων, από την άλλη. Εννοείται, πως ταυτόχρονα θα μας μάθαινε και... γαλλικά!
-Αλεξάντρ, βιενζ ισί!, η Μαντάμ.
-Η μύτη σου τουρσί!, εγώ!
Γιά λόγους οικονομίας του χρόνου και υπομονής του αναγνώστη, διακόπτω εδώ με τη ρητή υπόσχεση συνέχισης των αναμνήσεων, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον Κυρ Αντώνη τον φύλακα, τον γνωστό και ως «Μπαρμπα-Δεινόσαυρο», γιά προφανείς λόγους, τον μουσικό, τον Κυρ Σπύρο, ή αλλιώς «Πιρουράμ-παμ-πάμ» και άλλα ευτράπελα!
No comments:
Post a Comment