Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Παραμονές Χριστουγέννων. Χωμένος βαθιά στην πολυθρόνα, πλάι στην ηλεκτρική θερμάστρα, ο παππούς Νικολής προσπαθεί να χουχουλιάσει. Δεν έχει κέφι για τίποτα, όλα τού φταίνε και δυο λεπτά πρωτύτερα σκυλόβρισε τη γυναίκα του επειδή τον ρώτησε αν θέλει να πιει ένα τσάι.
Πέταξε με θυμό στην άλλη άκρη του δωματίου, μ' ένα βροντερό «α, σιχτίρι και συ», το σταυρόλεξο που τον παίδευε δυο ώρες τώρα –καθώς κόλλησε στο 7 καθέτως και δεν μπορούσε να βρει το «υποκοριστικό του Ναβουχοδονόσορα»– και με ξινισμένη μούρη σηκώθηκε, τεντώθηκε και τράβηξε κατά το παράθυρο να δει τι γίνεται έξω. Σκούπισε με τα δάχτυλα το θολωμένο τζάμι, αλλά το χιονόνερο που το χτυπάει με ορμή εξωτερικά κάνει τα πάντα αθέατα. Με προφύλαξη προσπαθεί ν' ανοίξει το παράθυρο, για να στερεώσει καλύτερα το παντζούρι που πάει να ξεριζωθεί από τον μανιασμένο αέρα, αλλά με τις πρώτες ριπές που δέχεται κατάμουτρα, εγκαταλείπει την προσπάθεια συνοδεύοντάς τη με ένα δεύτερο «α σιχτίρι». Είναι ένας διαολόκαιρος να σε παίρνει και να σε σηκώνει. Μια μουντάδα, που απλώνεται από τα πυκνά γκρίζα σύννεφα, μαζί με τη βροχή και τη διάχυτη υγρασία που σου τρυπά το μεδούλι, κάνουν πιο χειμωνιάτικη την ατμόσφαιρα. Η θέα και μόνον του βρεμένου χωρίς κίνηση δρόμου, με τους μπουμπουλωμένους μέχρι τα μπούνια λιγοστούς διαβάτες που περπατάνε βιαστικοί και σκυφτοί, σαν να τους κυνηγάνε, με τα γυμνά κλαδιά των δένδρων που κοντεύουν να σπάσουν, είναι μια θέα που σου παγώνει από μόνη της ολόκληρό σου το «είναι».
Φέρνει την παλάμη στη χαραμάδα για να διαπιστώσει πόσο κρύο μπάζει συρίζοντας ο βοριάς που λυσσομανάει, βάζει φωνή στη γυναίκα του, διατάσσοντάς τη να του φτιάξει τσάι στα σβέλτα, και επιστρέφει στη βάση του, δηλαδή στη ζεστή και μαλακιά του πολυθρόνα.
Μουρμουρίζει «Τι στην οργή; Κόκαλα έχει αυτό το τσάι;» και, περιμένοντάς το καθώς αργεί, η γκριζάδα που επικρατεί γύρω του φέρνει τη σκέψη του χρόνια και χρόνια πίσω, τότε που ήταν μαθητής της 1ης δημοτικού και η δασκάλα τους, η κυρία Σταϊκίδου, τους έμαθε ένα ποιηματάκι που ακόμα θυμάται και που σε κάθε κακοκαιρία σιγοψιθυρίζει:» Ήταν νύχτα, εις την στέγη εβογκούσε /ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι. / Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε / ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει;». Πέραν της μετεωρολογικής υφής του, το ποίημα είχε για τον παππού Νικολή και ιστορική αξία. Ήταν καλήν ώρα Χριστούγεννα και είχανε τραπεζώσει την παρεπιδημούσα στην Αθήνα –λόγω εορτών– θεία Θάλεια, άκληρη χήρα προικισμένη με ευγενικά αισθήματα και ποιητικές ροπές ενισχυμένες από ευμέγεθες παραθαλάσσιο κτήμα παρά το «Ακλειδιού» της Μυτιλήνης, το οποίον πολλοί ονειρεύονταν να αποκτήσουν με μιαν ολιγόλογη και μελιστάλακτη διαθήκη. Θέλοντας να τιμήσουν την άκληρη θεία Θάλεια και να της αποδείξουν συγχρόνως ότι ο μικρός Νικολάκης κληρονόμησε το ποιητικό χάρισμά της και ότι θα υπάρξει συνέχεια λυρισμού στο σόι, κλήθηκε να της απαγγείλει το ποίημα «Ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει», που μόλις είχε μάθει, για να καταπλήξει με το ταλέντο του τη θεία και –πού ξέρεις;– ο Θεός είναι μεγάλος..
Ο Νικολάκης όμως τα στύλωσε: «Πες το ποιηματάκι που έμαθες!», βούβα ο μικρός. «Έλα, πες το για τη θεία Θάλεια!». Πάλιν βούβα ο μικρός. «Θα το πεις; Ναι ή όχι;», παρεμβαίνει αυστηρά ο πατήρ. «Όχι!», απαντά μονολεκτικά ο μικρός, χτυπώντας με πείσμα το πόδι στο πάτωμα. Επεμβαίνει η θεία, χαδεύοντάς του το πιγούνι: «Έλα να το πούμε μαζί», του λέει γλυκά και καθώς οι στίχοι του τη συγκινούν βαθύτατα, παίρνει μελοδραματικό ύφος και, παρακινώντας τον μικρό να την… ακομπανιάρει, αρχίζει την απαγγελία: «Ήταν νύχτα, εις την στέγην...». Ο μικρός Νικολής τη διακόπτει βίαια: «Να το πεις εσύ!». Και τότε ο πατήρ, που βράζει, τον σούρνει από τον γιακά στην κουζίνα και τον φιλοδωρεί δυο ηχηρότατα χαστούκια.
Χρόνια είχε να το λέει η θεία Θάλεια: «Καλοί, χρυσοί και άγιοι, όλοι τους. Εκείνο όμως το παιδί τους είναι πολύ κακοανατεθραμμένο. Πιο παλιόπαιδο δεν ξανάδα στη ζωή μου...»
Το τσάι όμως αργεί και όλες αυτές οι αναμνήσεις τον κάνουν να θυμηθεί το πώς γιορτάζονταν, τότε που ήταν παιδί, τα Χριστούγεννα. Φυσικά ο παχουλός, με την κόκκινη μύτη σαν… μεθύστακας, «Santa Claus», με το έλκηθρο, τους ταράνδους και εκείνο το ηλίθιο «ΗΟ, ΗΟ, ΗΟ» ήταν άγνωστος στην Ελλάδα, όπου η γέννηση του Χριστούλη γιορταζόταν με κατάνυξη, όπως μας τη περιέγραψε τόσο ζωντανά, τόσο γλαφυρά και τόσο ανθρώπινα ο Παπαδιαμάντης, γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Τα Χριστούγεννα τότε ήταν μια καθαρά θρησκευτική και οικογενειακή γιορτή. Ούτε δώρα, που μεταβαπτίζονταν σε «μποναμάδες» και τα προσφέρανε την Πρωτοχρονιά, ούτε ξεφαντώματα και… ασωτίες. Τα μαγαζιά κάθε μορφής, ανήμερα ήσαν όλα κλειστά. Η ημέρα, σύμφωνα με σχετική διάταξη, ήταν «Αργία Εξαιρετέα». Μόνον σε μερικά κεντρικά εστιατόρια επιτρεπόταν να ανοίξουν δύο ώρες το μεσημέρι και άλλες τόσες το βράδυ, για να φάει κανείς περαστικός από την πρωτεύουσα ή κανένας εργένης φουκαράς που λαθροβιούσε άγνωστος μεταξύ αγνώστων.
Ξύπναγαν οι πιστοί μέσα στα άγρια χαράματα και μ' ένα λυχνάρι στο χέρι, για να φωτάει τον δρόμο τους, βάδιζαν μέσα στην πάχνη της νύχτας πηγαίνοντας στην κοντινή τους εκκλησιά ν' ακούσουνε «Δεύτε εν σπηλαίω θεάσασθαι, κείμενον εν φάτνη τον Κύριον…».
Και ύστερα μέσα σ' ένα ολόλαμπρο σπίτι, με την κουζίνα να αναδίδει γαργαλιστικές μυρωδιές, με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα να σχηματίζουν βουνά επάνω στον μπουφέ και με τη σόμπα πυρωμένη στο «φουλ» να σκορπάει στο σπίτι θαλπωρή, ερχόντανε τα προσφιλή τους πρόσωπα να κάτσουν μαζί τους στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ανασηκώνεται ελαφρά στο κάθισμά του ο παππούς Νικολής και ρίχνει ένα βλοσυρό βλέμμα προς τη μεριά της κουζίνας, συνοδευόμενο από ένα οργισμένο «τς, τς, τς» για το τσάι που ακόμα δεν ήρθε και, δίνοντας τόπο στην οργή, παραδίδεται ξανά στις σκέψεις του. Θυμάται πως μόλις έμπαινε Δεκέμβρης, σήμαινε σπίτι τους συναγερμός. Ανασκουμπωνότανε όλο το θήλυ προσωπικό και άρχιζε την άγρια φασίνα. Τίναζαν χαλιά, έτριβαν ασημικά και μπακίρια και γυάλιζαν τα έπιπλα. Όταν ο μήνας πάταγε τις 20, ξεκίναγε η κατασκευή των γλυκών. Μοσχομύριζε το σπίτι πρώτα από το φρέσκο βούτυρο και ύστερα από το ανθόνερο που ράντιζαν τους κουραμπιέδες πριν τους μπλαστρώσουνε στην άχνη. Μοσχομύριζε το μέλι που έβραζε για να βουτήξουν τα μελομακάρονα και συμπλήρωνε τις ευωδιές η κανέλα που θα τα πασπάλιζαν από πάνω, μαζί με καρύδια κοπανισμένα. Θυμάται τη μάνα του και τη γιαγιά του που με ανασηκωμένα τα μανίκια κάθιδρες ζύμωναν, ζύμωναν, ζύμωναν, ενώ έτρεχε ποτάμι ο ιδρώτας από το μέτωπό τους. Και έπρεπε να κατασκευάσουνε πολλά, πάρα πολλά. Να στείλουνε στη γειτόνισσα, την κυρα-Ελπίδα, που χήρεψε και γλυκό δεν φτιάχνει σπίτι της επειδή κρατά ακόμα πένθος. Να στείλουνε στον Σάββα, τον κουνιάδο τους, που είναι μαγκούφης, να στείλουν και στους πλαϊνούς και ας έχουνε μαζί τους μονάχα μια σκέτη καλημέρα. Η γυναίκα του, που μπήκε στο δωμάτιο δειλά και συνεσταλμένα, διέκοψε τις σκέψεις του: «Θα σε ρωτήσω, αλλά μη με βρίσεις πάλιν. Μπας και θέλεις να σου φτιάξω ένα τσαγάκι να ζεστοκοπηθείς;»
No comments:
Post a Comment