Στα πρώτα χρόνια ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή και την άφιξη 1.230.000 προσφύγων επικρατούσε στη χώρα πολιτική αστάθεια. Γι’ αυτό πολλοί τόνιζαν ότι ήταν αναγκαία η επάνοδος στο πολιτικό προσκήνιο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Στην κίνηση αυτή πρωτοστάτησαν οι εκδότες δυο εφημερίδων: ο Δημήτριος Λαμπράκης του «Ελεύθερου Βήματος» και ο Σπυρίδων Σίμος της «Πατρίδος».
Πράγματι ο Ε. Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 και σχημάτισε κυβέρνηση. Ένα άμεσο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η έλλειψη χρημάτων για την ολοκλήρωση των έργων, τα οποία είχε αναλάβει η αμερικανική εταιρεία Φαουντέσιον (αποξήρανση των λιμνών Αρτζάν και Αμάτοβου στο Κιλκίς, διευθέτηση του ρου του Γαλλικού, του Αξιού και του Αλιάκμονα ποταμού και αποστράγγιση των ελών των Γιαννιτσών), για την υλοποίηση των σχεδιαζόμενων αποξηραντικών έργων στην περιοχή του Στρυμόνα καθώς και για έργα οδοποιίας. Συζητήθηκε, λοιπόν, από τα μέλη της κυβέρνησης η σύναψη ενός «παραγωγικού» – όπως ονομάστηκε – δανείου ύψους 75 εκατομμυρίων δολαρίων από χρηματιστικούς κύκλους του εξωτερικού. Τότε άρχισε ένας σκληρός αγώνας ανάμεσα στις δυο βενιζελικές εφημερίδες. Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» του Δ. Λαμπράκη υποστήριζε ότι ήταν συμφέρων για τη χώρα ο δανεισμός από τον αγγλικό τραπεζικό οίκο του Χάμπρο. Αντίθετα η «ΠΑΤΡΙΣ» του Σ. Σίμου υποδείκνυε στον πρωθυπουργό να δανειστεί από την αμερικανική χρηματαγορά και συγκεκριμένα από την τράπεζα του Σέλιγκμαν.
Ο Σ. Σίμος, ο οποίος εμφανιζόταν ως προστάτης των λαϊκών τάξεων – άσχετα από το ότι τις πολεμούσε με τη γραφίδα του κάθε φορά που τολμούσαν να απεργήσουν – είχε ένα ελάττωμα. Έγραφε πολύ, ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να τον βλάψουν μελλοντικά. Είχε στείλει ορισμένες επιστολές σ’ ένα φίλο του ονόματι Φώκο, επιχειρηματία στη Βουδαπέστη, στις οποίες του αποκάλυπτε ότι η πολεμική που ασκούσε στο τραπεζικό συγκρότημα του Χάμπρο και η στήριξη που παρείχε στην τράπεζα του Σέλιγκμαν οφειλόταν στο γεγονός ότι έπαιρνε από την τελευταία ως προμήθεια («κομισιόνα» την αποκαλούσε σ’ ένα γράμμα του) 15% με 20% από τα δάνεια που σύναπτε μ’ αυτή το ελληνικό Δημόσιο. Ακόμη του αποκάλυπτε και ονόματα υπουργών και υψηλόβαθμων υπαλλήλων του υπουργείου Συγκοινωνιών, τους οποίους είχε δωροδοκήσει, για να προτιμούν το δανεισμό του Δημοσίου από την αμερικανική τράπεζα.
Οι επιστολές αυτές, άγνωστο πώς, έπεσαν στα χέρια του Δ. Λαμπράκη, ο οποίος άρχισε να τις δημοσιεύει στην εφημερίδα του στις αρχές Νοεμβρίου 1928. Το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» έγραφε (φύλλο της 6ηςΝοεμβρίου 1928): «Αυτός ήτο ο λόγος (η εκμίσθωσις της γραφίδος του εις συμφέροντα καθαρώς εμπορικά και χρηματιστικά) διά τον οποίον τόσον καιρόν επετίθετο ο κ. Σίμος εναντίον των εντιμοτέρων μορφών της πολιτικής κοινωνίας μας και εμάχετο εναντίον τόσων και τόσων εταιρειών. Εζήτησε να εξουδετερώση τας πρώτας διά να ανοίξη εύκολον τον δρόμον εις τας ιδιαιτέρας επιχειρήσεις του».
Δυο μέρες αργότερα η «ΠΑΤΡΙΣ» (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1928)απάντησε στις κατηγορίες κατά του εκδότη της με τρόπο που ουσιαστικά τις επιβεβαίωνε: «Εις τας βδελυράς μηχανορραφίας του (= του «Ελεύθερου Βήματος») δεν καταδεχόμεθα βεβαίως ν’ απαντήσωμεν, διότι δεν θα κατέλθωμεν ποτέ εις το επίπεδον, εις το οποίον είναι συνηθισμένοι να ζουν και ν’ αναπνέουν υποκείμενα ουτιδανά (= τιποτένια), ως εκείνα που το αποτελούν».
Πιο «εντυπωσιακό» ήταν το δημοσίευμα της «Πατρίδος» της 11ηςΝοεμβρίου 1928, το οποίο αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, έμμεση κατηγορία κατά του εκδότη του «Ελεύθερου Βήματος» Δημητρίου Λαμπράκη: «Άθλιοι, λοιπόν, και αξιόμεμπτοι οι γράφοντες επιστολάς. Ενώ υπάρχουν εις τον κόσμον αυτόν άνθρωποι πρακτικοί και σώφρονες που διεξάγουν τας συνεννοήσεις των προφορικώς, εν κρυπτώ και παραβύστω, εν ανάγκη δε και με το τηλέφωνον. Τι μπορεί να τους πη κανείς;»
Η αποκάλυψη του σκανδάλου προκάλεσε τριγμούς στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ». Ο διευθυντής της Βουτσινάς (ο Σ. Σίμος ήταν πλέον μόνον εκδότης της) υπέβαλε την παραίτησή του. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος καυτηρίαζε τη φαυλότητα της βενιζελικής παράταξης. Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣστο κύριο άρθρο του(φύλλο της 9ης Νοεμβρίου 1928) με τίτλο «Lovitura» έδειχνε το ποιόν των εκδοτών των αστικών εφημερίδων. Μεταξύ άλλων έγραφε: «Ο Ηπειρώτης αρτοποιός – δημοσιογράφος, ο άνθρωπος των λεφτών και του κέρδους, ο τυχοδιώκτης επιχειρηματίας ανά το Βουκουρέστι και τη Βουδαπέστη, ο Σπύρος Σίμος, αποκαλύπτεται από έναν εξ ίσου μ’ αυτόν τυχοδιώχτη επιχειρηματία, εξ ίσου μ’ αυτόν καταχθόνιο πολιτικό παράγοντα [.], τον κ. Λαμπράκη του «Βήματος». Ο αγωνιστής της αναδημιουργίας της Ελλάδος, ο πρόσκοπος της σωτηρίας της Ελλάδος από τους ξένους, ο τίμιος υπερασπιστής των λαϊκών συμφερόντων(= ειρωνικά σχόλια), ο κ. Σπύρος Σίμος της «Πατρίδος», πληρωμένος πράχτορας του Μπλαίαρ και του Σέλιγκμαν, πράχτορας του «Συγκροτήματος» των αμερικανικών Τραπεζών, αγορασμένος με ποσοστά, με 15% και με 20% επί των επιχειρήσεων που θα κατόρθωνε να εξασφαλίση από το κράτος υπέρ του «Συγκροτήματος». Πίσω από την ηχηρή αρθρογραφία υπέρ του «Λαού», πίσω από τον αλλόφρονα αγώνα κατά του Χάμπρο η λοβιτούρα! [.]».
Η διαμάχη των εκδοτών των δυο πρωινών βενιζελικών εφημερίδων θορύβησε τον Ε. Βενιζέλο, ο οποίος συναντήθηκε κατ’ επανάληψη με τον Δ. Λαμπράκη και τον έπεισε να σταματήσει τις αποκαλύψεις κατά του Σπύρου Σίμου, δεσμευόμενος ο πρωθυπουργός ότι θα αποδοκίμαζε σιωπηρά τον εκδότη της «Πατρίδος». Σχετική με τη διαμορφωθείσα νέα κατάσταση στο βενιζελικό κόμμα ήταν και η δήλωση που δημοσίευσε η «ΠΑΤΡΙΣ» τη 10ηΝοεμβρίου ότι «εφεξής θα εκδίδεται ανεξάρτητος προς παν κόμμα και προς οιονδήποτε πρόσωπον» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 11ης Νοεμβρίου 1928).
Όσον αφορά το λεγόμενο «παραγωγικό» δάνειο, η κυβέρνηση ακολούθησε τη Σολομώντεια λύση, για να ικανοποιήσει και τους δύο εκδότες. Αποφάσισε να συναφθούν δυο δάνεια. Το ένα θα το χορηγούσε ο τραπεζικός οίκος του Χάμπρο και το δεύτερο ο οίκος του Σέλιγκμαν(εφημερίδες ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1928 και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 12ης Νοεμβρίου 1928). Γι’ αυτό και ο Σ. Σίμος δεν υλοποίησε την απειλή του για ανεξαρτητοποίηση της εφημερίδας του, αλλά ως το 1935 (τότε πέθανε) στήριξε με πάθος τη βενιζελική παράταξη.
Έτσι εμφιλοχώρησε στο ελληνικό λεξιλόγιο η ρουμάνικη λέξη «lovitura». Έγραφε ένας αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στο φύλλο της 9ηςΝοεμβρίου 1928: «ΛΟΒΙΤΟΥΡΑ είναι η νέα λέξις, η οποία ανεπήδησε από τον βόρβορον ενός εξοντωτικού αγώνος μεταξύ δύο οικονομικών οργανισμών. Τι θα πη λοβιτούρα; Και τι δεν θα πη. Είναι συνώνυμος των ελληνικών(;) λέξεων ματσαράγκα, [.], μπάζα και τα συναφή , τα απορρέοντα από βρομοδουλειές και σκοτεινές υποθέσεις». Με τον καιρό η ξένη λέξη εντάχθηκε στο κλιτικό σύστημα της γλώσσας μας (η λοβιτούρα, της λοβιτούρας και συνήθως στον πληθυντικό οι λοβιτούρες, μια και είναι τόσες πολλές), έγινε τίτλος εβδομαδιαίας σατιρικής εφημερίδας (ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 8ης Μαΐου 1930), τίτλος επιθεώρησης που παιζόταν στο θέατρο ΕΝΤΕΝ του Θησείου (ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 10ηςΣεπτεμβρίου 1930) και τίτλος ευθυμογραφημάτων που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 4ης Ιουνίου 1929 «Ο ΦΟΝ ΛΟΒΙΤΟΥΡΑΣ»). Όσο για τον υπέρογκο δανεισμό της χώρας κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1920, για να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες μίζες ορισμένα εκδοτικά συγκροτήματα (όπως λ.χ. η εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ») φίλα προσκείμενα στην τότε κυβέρνηση, αυτός οδήγησε στη χρεοκοπία του 1932.
No comments:
Post a Comment