21.2.15

Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΑΝΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ

 

γράφει ο κ. Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου, pappas@riler.org

Τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας δημοσιεύουν κατ' αποκλειστικότητα προσαρμοσμένο απόσπασμα στην Ελληνική από διεθνή δημοσίευση1 στην ακαδημαϊκή επιθεώρηση The St. John's Review 2 των Η.Π.Α. Το παρόν απόσπασμα περιλαμβάνει μία συναφή εισήγηση τού συγγραφέως 3 για άμεση ανεξαρτητοποίηση τής Δικαστικής Εξουσίας στην χώρα μας. Από ιστορική άποψη, στην παρούσα μονογραφία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αξιολογική άποψη ότι οι Έλληνες ηττήθηκαν πολιτισμικώς από τούς Πέρσες στον 5ο π.χ. αιώνα, επί λέξει ως εξής: “Παρ' όλο που οι Έλληνες επεκράτησαν στρατιωτικώς κατά την διάρκεια των δύο περσικών εισβολών το 490-479 π.Χ., εν τούτοις τελικά οι Πέρσες επεκράτησαν τότε των Ελλήνων πολιτισμικώς.

Ο  Σκεπτόμενος Άνθρωπος τού Roden (προκείμενο)

και ο Αριστοτέλης (φόντο).

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν υφίσταταιμεσότητα σε ζητήματαδικαιοσύνης και πολιτικήςηθικής.4 Κάθε πολιτικοοικονομικό σύστημα που ανέχεται την αδικία έστω και τηνπαραμικρή αδικία μιάς κοινωνικής τάξεως σε βάρος μιας άλλης τάξεως και συνακολούθως καλλιεργεί συναφείς πελατειακές σχέσεις και πρακτικές διαπλοκής, ήτοι, σεσύγχρονη ορολογία, κάθε κοινωνία που διχοτομείταιυβριστικώς μεταξύ αυτών που αδηφάγως μαζί τα φάγανε και των υπολοίπων που στερητικώς “δεν τα φάγανε, είναι νομοτελειακώς καταδικασμένη σε νεμεσιακή κατάρρευση ή και εθνικό αφανισμό, όπως ιστορικώς συνέβη στην κλασσική Ελλάδα. Ουδείς επομένως μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο Αριστοτέλης δεν προειδοποίησε τούς πάντες (ηγέτες, ηγετίσκους, πολιτικούς και λαούς), ακόμη και εκείνους που ιδιοτελώς εθεώρησαν προς στιγμήν εαυτούς σοφοτέρους τού Αριστοτέλους.

1. Η πολιτισμική ήττα των Ελλήνων στους Περσικούς Πολέμους

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.χ.) έζησε στην εποχή τής παρακμής τής κλασσικής Ελλάδος και τής ανόδου τής Μακεδονικής ηγεμονίας. Ο Πλάτων, διδάσκαλος τού Αριστοτέλους, κατέστη αυτόπτης μάρτυς τής καταρρεύσεως τής Αθηναϊκής δημοκρατίας κατά τον υβριστικό Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Εκείνος ο εμφύλιος πόλεμος, που διεξήχθη μεταξύ ελληνικών πόλεων-κρατών, κατέδειξε ότι, παρ' όλο που οι Έλληνες είχαν επικρατήσει στρατιωτικώς κατά την διάρκεια των δύο περσικών εισβολών το 490-479 π.Χ., εν τούτοις τελικά οι Πέρσες επεκράτησαν τότε των Ελλήνων πολιτισμικώς. Συνοπτικά, οι Έλληνες υπέστησαν ως νικητές από τούς ηττηθέντες Πέρσες ότι υπέστησαν αργότερα οι Ρωμαίοι ως νικητές από τούς κατακτηθέντες Έλληνες.

Ειδικότερα, κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων, οι Έλληνες εξετέθησαν σε (και εξοικειώθησαν βιωματικά με) Ασιατικές υλιστικές αξίες και ηγεμονικές φιλοδοξίες. Στον βαθμό που εκείνες οι αξίες εμόλυναν την ελληνική κοινωνία, τελικά κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος τής Ελλάδος. Μεταφορικά, σε μεγάλο βαθμό οι Πέρσες αντιστάθμισαν τις απώλειές τους στο πεδίο τής μάχης νικώντας τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο, και τούς τραγικούς ποιητές στην πολιτική αρένα τής ματαιοδοξίας και τής φιλοδοξίας. Μετά τούς Περσικούς πολέμους, οι νικηφόροι Αθηναίοι απώλεσαν την μετα-Ομηρική τους αίσθηση τού μέτρου, και κατά συνακολουθία έχασαν την επαφή τους με την πραγματικότητα. Μία ένδειξη περί αυτού είναι ότι οι Αθηναίοι εθεώρησαν την σφαγή που διέπραξαν κατά των κατοίκων τής Μήλου, το 416 π.Χ., ως μία επαρκώς αιτιολογημένη πράξη (δήθεν) στρατηγικού πραγματισμού, επικαλούμενοι το λεγόμενο δίκαιο τού ισχυρότερου, επί λέξει ως εξής σύμφωνα με τον Θουκυδίδη: 5

“Το δίκαιο καθορίζεται στον ανθρώπινο λόγο βάσει τού κριτηρίου των αναγκών των ίσων σε δύναμη, αλλά στην πραγματικότητα οι ισχυροί κάνουν ό,τι δύνανται και οι αδύναμοι υποφέρουν ό,τι πρέπει.”

(Δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται,δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν.)

Μετά τούς Περσικούς Πολέμους οι Αθηναίοι είχαν καταστεί πλέον ανίκανοι να αξιολογήσουν το τρομακτικό, υβριστικό έγκλημά τους ως αυτό που πράγματι ήταν, ήτοι ως μία πράξη γενοκτονιακής βαρβαρότητος — για το οποίο έγκλημα επέπρωτο να υποστούν τελικά την τιμωρία που απαιτείται από την κοσμική Δικαιοσύνη (Νέμεσις), όπως ορίζεται από τον Ηράκλειτο,6 και όπως περιγράφεται εναργώς από τον Θουκυδίδη στα επόμενα κεφάλαια τού έργου του.7


Εκείνη την εποχή, ήταν προφανές στον Αριστοτέλη ότι η Ελλάδα είχε αρχίσει την αυτοκαταστροφική παρακμιακή τροχιά εκτροπής της από το μέτρο αμέσως μόλις οι ανεξάρτητες πόλεις-κράτη μετεξελίχθησαν σε αλληλοεξαρτώμενα μέλη αλληλοανταγωνιζομένων συνομοσπονδιών και επεκτατικών συμμαχιών που ενεπλέκοντο μεταξύ τους σε πολεμικές επιχειρήσεις αποβλέπουσες σε ένα υβριστικό και εξωπραγματικό έπαθλο: στην πολιτικοοικονομική κυριαρχία τους εφ' όλης τής Ελλάδος και ακόμη πιο πέρα—κάτι που συνιστούσε σαφώς μία εξομοίωση τού ασιατικού (εξουσιαστικού-υλιστικού) υποδείγματος.

Η χρυσή αναλογία στην Πρόσοψη τού Παρθενώνος

Ενδεικτικά, αποτελεί χαρακτηριστικό τής κλασσικής περιόδου ότι ο Παρθενώνας ανηγέρθη με τις χείριστες των αρχικών προθέσεων: Δι' αυτού, ο Περικλής επεδίωκε να προβάλει την πολιτισμική, υλική και εξουσιαστική δύναμη μιας ηγεμονικής Αθήνας. Ευτυχώς όμως, μόνο και μόνον λόγω τής καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας τού Φειδίου, η Αθήνα κατόρθωσε τελικά να ανεγείρει μια αξιοθαύμαστη, διαχρονική εκδήλωση τού μέτρου (δηλαδή, τής ωραιότητος, ισορροπίας και αρμονίας) αντί για ένα τερατώδες μνημείο ματαιοδοξίας και φιλοδοξίας. Ο Φειδίας, υπό την εξουσιαστική ηγεμονία τήςἑνός νδρός ρχής τού Περικλέους, κατόρθωσετελικά να δημιουργήσει μία διαχρονική αποτύπωση τού αισθητικού μέτρου στην γεωμετρία και την αρχιτεκτονική αναδεικνύοντας την Ευκλείδια χρυσή αναλογία 8,ήτοι μορφοποιώντας και “σκαλίζοντάς” την σε μάρμαρο.9

Σε μία εναγώνια προσπάθεια να αποτρέψει τον αφανισμό τού κλασσικού Ελληνικού πολιτισμού, ο Αριστοτέλης προσπάθησε δια τής φιλοσοφίας του να προσδιορίσει με ακριβολογική σαφήνεια τα βασικά χαρακτηριστικά, τις ηθικές αξίες και τις πολιτικές αρχές που συμβολίζονται από την αρχιτεκτονική και την γλυπτική τού Παρθενώνος. Στην πραγματικότητα ο Αριστοτέλης προσπάθησε να αναβιώσει το Απολλώνιο πνεύμα τής Μάχης τού Μαραθώνος, όπου δύο αντιδιαμετρικώς αντίθετα συστήματα αξιών συνεκρούσθησαν για πρώτη φορά στην ιστορία: το σύστημα υλιστικών αξιών τής Ασίας και το σύστημα ιδεαλιστικών αξιών τής προκλασσικής

Ελλάδος, το πρώτο με στόχο την εξουσία, το δεύτερο με σκοπό την αρετή. Εκείνη η σύγκρουση αξιών υποδηλώνεται στο επίγραμμα στο πεδίο τής Μάχης τού Μαραθώνος, που λέγεται ότι συνετάγη από τον Σιμωνίδη τον Κείο (περ. 556-468 π.Χ.):

“Οι Αθηναίοι, μαχόμενοι ως εμπροσθοφυλακή των Ελλήνων,

απεστέρησαν την δύναμη από τούςχρυσοφόρους Πέρσες.”

( Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι,

χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσανδύναμιν.)

Οι δυσκολίες τού Αριστοτέλους ενετείνοντο από τον υλισμό τής εποχής του. Οι Έλληνες, ήδη κατεστραμμένοι από Ασιατικές επιρροές, είχαν τότε απωλέσει την αίσθηση τού μέτρου και είχαν παρασυρθεί από τον (χρυσοθηρικό) πόθο για υλική ευημερία και εξουσιαστική δύναμη. Η απώλεια μίας διαισθητικής επιγνώσεως τού μέτρου είναι μάλλον δύσκολο να αναπληρωθεί. Κατά συνέπεια ο Αριστοτέλης προσπάθησε να παρωθήσει τούς Έλληνες να αποκαταστήσουν εν μέρει την αισθητική τους αντίληψη περί μέτρου και ύβρεως, απευθυνόμενος στην διανόησή τους παρά στην ψυχή τους, μάλλον δι' επιχειρηματολογίας παρά δια διαισθητικής προσεγγίσεως, ήτοι μάλλον δια τής λογικής παρά δια τής αισθητικής.

Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης δεν προσήγγισε την έννοια τού μέτρου απλώς ως μιας αυτονοήτου προϋποθέσεως που εμφανίζεται κατά προφανή τρόπο ως ισόρροπη φυσική ευμορφία (αισθητική ομορφιά). Δεν επιχειρηματολόγησε ότι η σφαγή τής Μήλου συνιστούσε μία υβριστική πράξη επειδή ήταν αισθητικώς εκτρωματική, ήτοι άγρια αιμοσταγής και αφύσικα άσχημη. Αντ' αυτού, προσπάθησε να προσδιορίσει το μέτρο και την ύβρι ρητώς, δια σαφούς ορισμού, και τοιουτοτρόπως να καταδείξει στους Έλληνες ότι κάθε πράξη βαρβαρότητος είναι υβριστική διότι υπερβαίνει κατά πολύ το μέτρο. Για τον Αριστοτέλη, οι ακραίες ενέργειες είναι κατά κανόνα αυτοκαταστροφικές και προσωρινές, ενώ οιεν μέτρω δραστηριότητες είναι εποικοδομητικές και βιώσιμες.10 Σε αυτή τη βάση, ήτοι με την ορθολογική προσέγγισή του για τον προσδιορισμό τού μέτρου, ο Αριστοτέλης απέβλεπε στο να απευθυνθεί μάλλον στο ένστικτο αυτοσυντηρήσεως των συνελλήνων του παρά στην τότε υποβαθμισμένη αίσθητική τους αντίληψη περί ωραιότητος.

2. Η Ομηρική έννοια τού μέτρου

Συνοπτικά, σε εκείνο το πλαίσιο πολιτισμικής και εξουσιαστικής παρακμής τής Ελλάδος, ο Αριστοτέλης προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε διαχρονικά ερωτήματα: Υπάρχει μέτρο στις δημοκρατικές ελευθερίες, ή στην άμυνα τής πατρίδος, ή στην ισχύ τής πόλεως, ή στην εντιμότητα των πολιτών, ή στην διαφθορά των πολιτικών, κ.ο.κ. Γενικώς, υπό ποίες προϋποθέσεις η εξουσία ασκείται εν μέτρω ώστε να διασφαλίζονται μακροχρονίως η συνοχή και η ευημερία τής πόλεως;

Ο Αριστοτέλης εγνώριζε ότι έννοια τού μέτρου αποτελούσε ένα κομβικό θέμα στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όπως εμφαίνεται από την συχνή επανάληψη αυτής τής εννοίας στην Οδύσσεια τούΟμήρου, παρ' ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί προς τούτο την λέξη αἴσιμα αντί τής λέξεως μέτρον.11 Ως παράδειγμα, ο Αλκίνοος αντιμετωπίζει τον Οδυσσέα12 με την ίδια φράση που χρησιμοποιεί Μενέλαος όταν απευθύνεται στον Τηλέμαχο:\]13“Το μέτρο είναι πάντοτε άριστο.” (“ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα”).

Στο ομηρικό λεξιλόγιο, αἴσιμα σχετίζεται με Αἶσα, την θεά των αρχαίων Ελλήνων που προσωποποιεί την ανθρώπινη μοίρα. Επομένως, κατά ετυμολογική συνάφεια, η εκπεφρασμένη αντίληψη τού Ομήρου περί μέτρου περιλαμβάνει τις έννοιες τού εκ φύσεως κατανεμηθέντος μεριδίου, τύχης ή διαρκείας ζωής, σύμφωνα με την μοίρα ή το πεπρωμένο κάθε ανθρώπου — δηλαδή σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του και σε συνάφεια με κοινωνικούς περιορισμούς και φυσικά όρια. Σε σημαντικό βαθμό, το αριστούργημα τού Ομήρου αποτελεί μία ποιητική απόδοση τεσσάρων αλληλένδετων εννοιών: (1) ανθρώπινο μέτρον · (2) ύβρις, ήτοι ακραία εκτροπή από το μέτρο, όπως η Σφαγή τής Τροίας, ή όπως η περιφρόνηση τού Οδυσσέως προς την δύναμη τής Φύσεως, με την μορφή τής ρητώς και έργω εκπεφρασμένης περιφρονήσεώς του έναντι των θεών, ή όπως η καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων τής Πηνελόπης κατά την διάρκεια τής απουσίας τού Οδυσσέως · (3) Άτη, η θεά που προσωποποιεί την αυταπάτη και την ανοησία ή “κουτοπονηριά”, που διέπουν την διάνοια κάθε υποκειμένου ύβρεως, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση τής παρακμής ή πτώσεώς του · (4) Νέμεσις, η θεά που προσωποποιεί την δικαιοσύνη και αποκαθιστά την κοινωνική ισορροπία.

Πολύ πριν από τον Όμηρο, οι έννοιες αυτές απεικονίσθησαν συμβολικά στον μύθο τού Ικάρου. Ο Ίκαρος προσπάθησε να ξεφύγει από την Μινωϊκή Κρήτη πετώντας στον αέρα με ένα τεχνητό σύστημα δύο πτερυγίων, κατασκευασμένων από κερωμένα πτερά μικρών πτηνών, αλλά υπερτίμησε τις δυνατότητές του και παραγνώρισε τις δυνάμεις τής Φύσεως. Αγνόησε τις συμβουλές τού πατέρα του, Δαιδάλου, να ακολουθήσει κατά την πτήση του μία “μέση πορεία” μεταξύ τής θαλάσσης και θερμότητος τού ηλίου, προκειμένου τα πτερύγιά του ούτε να βαρύνουν υγραινόμενα ούτε να αφανισθούν καιόμενα. Ο Ίκαρος όμως πέταξε στα ύψη κατά υβριστικό τρόπο προς τον ήλιο, ο οποίος σύντομα έλιωσε το κερί στα φτερά του, με τελικό αποτέλεσμα να πέσει στην θάλασσα και να χάσει την ζωή του.

Αλλά ο Όμηρος ήταν ο πραγματικά πρωτοπόρος φιλόσοφος όσον αφορά στην έννοια τού μέτρου. Δια των ποιητικών του αναπαραστάσεων σκιαγράφησε μία στέρεα φιλοσοφική βάση σχετικά με τις λεπτές (οριακές) σχέσεις μεταξύμέτρου, ύβρεως, παρανοίας και δικαιοσύνης. Αυτή η βάση απετέλεσε το εννοιολογικό θεμέλιο για τα μετέπειτα επιμελημένα έργα των φιλοσόφων και των τραγικών στην προκλασσική και κλασσική περίοδο. Για παράδειγμα, η έννοια τού Ομήρου περί μέτρου επαναδιατυπώθηκε πολύ αργότερα από τον Κλεόβουλο τον Ρόδιο (απ. περί το 560 π.Χ.), έναν από τούς Επτά Σοφούς τής αρχαίας Ελλάδος, με το πλέον δημοφιλές απόφθεγμά του “μέτρον ριστον”, πουπροφανώς είναι παρόμοιο με το Ομηρικό “ἀμείνω δ᾽ αἴσιμα πάντα”. Επίσης, αργότερα, ένας άλλος φιλόσοφος, ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης (περ. 490-420 π.Χ.), όρισε την έννοια τού μέτρου στην υποκειμενικιστική βάση τού Ομήρου,14όπως εμφαίνεται σε ένα απόσπασμα που εμφανίζεται στον Θεαίτητο τού Πλάτωνος (170d-e): “Ο άνθρωπος είναι (ορίζει) το μέτρο όλων των χρησίμων πραγμάτων”. (Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος.)

Ηράκλειτος

Λίγο νωρίτερα, οΗράκλειτος (περ. 535-475 π.Χ.) είχε ήδη προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα, διαλαμβάνοντας το μέτρο ως ένα φυσικό φαινόμενο, ή ακόμα και ως την θεμελιώδη αρχή τού κοσμικού συστήματος. Ειδικότερα, ο Ηράκλειτος διατύπωσε την θεωρία ότι κάθε εκδήλωσηύβρεως επιφέρει αδυσώπητη θεία τιμωρία, που προσωποποιείται από την ανελέητη θεά Νέμεσι. Το όνομα τής θεάς είναι σχετικό με το ρήμα νέμειν, που σημαίνει το “να διανέμω καταλλήλως”, από το οποίο παράγεται επίσης η ελληνική λέξη νόμος, που σημαίνει “έθιμο” ή “δίκαιο” (όπως στην οικονομία ή economyκαι αστρονομία ή astronomy). Κάθε παραβίαση ή κατάφωρη αδικία (ύβρις) από θνητούς εναντίον άλλων θνητών διασαλεύει το “εκ φύσεως αναλογούν” ποσοστό (φυσικών) δικαιωμάτων που πρέπει να αποδίδεται στους αδικουμένους (υβριζομένους) σύμφωνα με το πεπρωμένο ή την μοίρα ενός εκάστου. Σε αυτό το πλαίσιο ηθικού και φυσικού νόμου, ως ύβρις ορίζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ή φυσικό φαινόμενο που εξελίσσεται πέραν των ορίων τού μέτρου ή άνευ μέτρου, όπως π.χ. υποδηλοίται δια των λέξεων υβρίδιο/υβριδικός,υβριδοποιώ, υβριδοποίηση κ.τ.λ. (αγγλιστί hybrid, hybridize, hybridizationαντίστοιχα). Τέτοιες παραβιάσεις αποκλίνουν από την πρωταρχική ουσία και την τελεολογική εξέλιξη τής φύσεως · τότε παρεμβαίνει η εκδικητική Νέμεσις ως δίκαιος εξισορροπιστής που αποκαθιστά την φυσική τάξη, ανάγοντάς την σε ένα νέο επίπεδο ισορροπίας. Συνεπώς, από την Ηρακλείτεια αναλυτική γωνία θεάσεως τού κοσμικού συστήματος, η φύση τείνει προς μία αρμονική βιοποικιλότητα μέσω ισορρόπου εξελίξεως, ήτοι δια δυναμικής ισορροπίας, η οποία εμποδίζει (δια τής Νεμέσεως) κάθε ένα πλάσμα ή είδος από το να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό που τελικά να εκτοπίσει όλα τα άλλα πλάσματα ή είδη στην φύση. 6

Ένα ιστορικό παράδειγμα εφαρμογής τού Ηρακλειτείου αναλυτικού πλαισίου περί μέτρου είναι η διαλεκτική προσπάθεια τού Αρταβάνου να αποτρέψει τούς Πέρσες από το να επιδιώξουν να διευρύνουν την αυτοκρατορία τους στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ο Αρτάβανος έδωσε την παρακάτω στρατηγική συμβουλή στον Ξέρξη, που προετοιμάζετο τότε να εισβάλει στην Ελλάδα: 15

“Βλέπεις πώς ο Θεός δεν επιτρέπει στα μεγαλύτερα ζώα να καταστούν αναιδώς περιφανή, δεδομένου ότι κατ΄ αυτών ο Θεός εξακοντίζει τούς κεραυνούς Tου [ως υψηλοτέρων] παρά κατά των μικροτέρων ζώων που ουδέποτε Tον προσβάλλουν; Βλέπεις επίσης ότι ρίχνει αυτά τα βέλη Tου [κεραυνούς] στα υψηλότερα δένδρα; Διότι ο Θεός τείνει να ανασχέσει και σμικρύνει κάθε τι που υπερέχει. Παρομοίως, ακόμη και ένας ισχυρός στρατός κατατροπώνεται από έναν μικρό στρατό, κάθε φορά που ο Θεός λόγω τής οργής Tου εκθέτει τον πρώτο σε φόβο [αισθήματα τρόμου] ή καταιγίδα [φυσικές καταστροφές], δια των οποίων μεγάλοι στρατοί καταστρέφονται κατά τρόπο που δεν συνάδει με την αξία τους. Επειδή ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν να θεωρεί ότι είναι μέγας, εκτός από τον Εαυτόν Του.”

(“῾Ορᾷς τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῖ ὁ θεὸς οὐδὲ ἐᾷ φαντάζεσθαι, τὰ δὲ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει· ὁρᾷς δὲ ὡς ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα αἰεὶ καὶ δένδρεα τὰ τοιαῦτα ἀποσκήπτει τὰ βέλεα· φιλέει γὰρ ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν. Oὕτω δὲ καὶ στρατὸς πολλὸς ὑπὸ ὀλίγου διαφθείρεται κατὰ τοιόνδε· ἐπεάν σφι ὁ θεὸς φθονήσας φόβον ἐμβάλῃ ἢ βροντήν, δι᾽ ὦν ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν. οὐ γὰρ ἐᾷ φρονέειν μέγα ὁ θεὸς ἄλλον ἢ ἑωυτόν.)

Μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες

Ο Ξέρξης διέπραξε το καταστροφικό υβριστικό λάθος να αγνοήσει την Ηρακλείτεια συμβουλή τού Αρταβάνου (όπως πολύ αργότερα, στην πρόσφατη ιστορία, έκανε και ο Χίτλερ διατάσσοντας την υβριστικήεκστρατεία τής Βέρμαχτ στις αχανείς στέπες τής Σοβιετικής Ενώσεως), διότι διατελούσε υπό την επήρεια τής Άτης: Η πάγια σύζευξηύβρεως και νεμέσεως — η οποία εμφανίζεται σε πολλές τραγωδίες όπως Οιδίπους Τύραννος τού Σοφοκλέους, Αγαμέμνων τού Αισχύλου καιΙππόλυτος τού Ευριπίδη — σχετίζεται σχεδόν πάντοτε με την Ομηρική θεά Άτη, όπως συνοψίζεται επιγραμματικά στο παρακάτω απόσπασμα από χορικό τού Σοφοκλέους στην Αντιγόνη (621-625):

“Το κακό φαίνεται ότι είναι (δήθεν) καλό, νωρίτερα παρά αργότερα,

σε εκείνον που το μυαλό του ο Θεός το προσάγει στην Άτη·

Κατά συνέπεια αυτός ο άνθρωπος διατελεί μόνο για ελάχιστο χρόνο εκτός τού ελέγχου τής Άτης.”

(τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ᾽ ἐσθλὸν τῷδ᾽ ἔμμεν ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν· πράσσει δ᾽ ὀλίγιστον χρόνον ἐκτὸς ἄτας.)

Συνοπτικά, η Άτη ενσταλάζει σύγχυση στο μυαλό κάθε υποκειμένου υβριστικήςσυμπεριφοράς, και τοιουτοτρόπως προσωποποιεί αυτοκαταστροφικά σύνδρομα, όπως αμυντική αποφυγή (defensive avoidance), υπερεγρήγορση (overvigilance), αντιδραστικότητα (reactivity), και άρνηση τής πραγματικότητος (denial), ήτοι εμμονικές ψυχοδιανοητικές διαταραχές που έχουν οδηγήσει πολλές οικονομίες, στρατούς, κράτη και αυτοκρατορίες στην καταστροφή ή ακόμη και σε παταγώδη κατάρρευση. Υπό το πρίσμα των σοβαροτάτων συνεπειών τής ύβρεως, καθίσταται προφανές ότι ένας ορισμός τού μέτρου έχει κρίσιμη σημασία: Εάν δεν υπάρχει ένας σαφής και ολοκληρωμένος ορισμός τού μέτρου, τότε οι άνθρωποι ίσως να μην είναι σε θέση να ανιχνεύσουν και αποφύγουν καταστροφικές υβριστικές εκτροπές από αυτό. Τότε το μέλλον κάθε κράτους θα είναι επισφαλές, διότι οι ηγέτες του θα διατελούν σε κατάσταση αγνωσίας ή συγχύσεως περί τού τι συνιστά αποτελεσματική και βιώσιμη άσκηση πολιτικής, η οποία προϋποθέτειμέτρο στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ισορροπία στην πολιτικοοικονομική οργάνωση.

Αυτές οι εκτιμήσεις κατέτρυχαν τον Αριστοτέλη. Εντούτοις, υπό το βάρος αυτής τής πλούσιας πολιτισμικής κληρονομιάς και τής συσσωρευμένης ιστορικής εμπειρίας περί των εννοιών τού μέτρου και τής ύβρεως, ο Αριστοτέλης ανέλαβε το έργο τής ρητής διατυπώσεως ενός σαφούς ορισμού τού μέτρου κατά τρόπο που θα ήταν χρηστικός σε πολιτικό επίπεδο. Η δυσκολία αυτού τού έργου επετείνετο από τις εξουσιαστικές σκοπιμότητες κατά την εμφυλιακή συγκυρία τής εποχής του, τότε που οι Έλληνες φλέρταραν όλο και περισσότερο με την επιδεικτική κατανάλωση, την καταχρηστική εξουσία, και την δίωξη — ή ακόμα και εκτέλεση— εναρέτων ανδρών. Ένας ορισμός που θα προσδιόριζε τούς τότε εμφυλιακούς ηγετίσκους των Ελλήνων ως υβριστές θα επέφερε την μήνιν τους ομαδόν κατά τού Αριστοτέλους, όπως συνέβη στον Σωκράτη… Προκειμένου δηλαδή να ορίσει ρητώς την έννοια τού μέτρου, ο Αριστοτέλης καλείτο να επιδείξει όχι μόνον αναλυτική ικανότητα και διανοητική δημιουργικότητα αλλά επιπροσθέτως και προσωπική ανδρεία στην παρακμιακή και επομένως άκρως επικίνδυνη εποχή του.

3. Το Αριστοτελικό μέσον

Επιπροσθέτως όμως ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε και ένα εννοιολογικό πρόβλημα. Ο προσδιορισμός τής εννοίας τού μέτρου δια τής λογικής με μία μη αμφιλεγομένηδιατύπωση, ίσως να υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες. Μία ένδειξη περί τούτου είναι το γεγονός ότι ακόμη και η χρυσή αναλογία, φ (=1,6180339 ...), διέπει μεν τον Παρθενώνα αλλά εντούτοις είναι ένας άρρητος αριθμός που αψηφά την μαθηματική ακρίβεια, όπως παρατηρεί ο Joe Sachs:16

“Ποια είναι η αναλογία τού πλάτους [τού ναού] ως προς το ύψος του; Μπορώ να σας πω ακριβώς τι είναι, αλλά όχι με αριθμούς. Μπορώ επίσης να σας την εκφράσω με αριθμούς, αλλά όχι επακριβώς. Είναι περίπου 61,8 μονάδες πλάτος και 38,2 μονάδες ύψος. Αυτό θα σας πάει στο κέντρο τού στόχου και τότε θα πρέπει να προσαρμόσετε περαιτέρω το μάτι σας ώστε να να δείτε την επακριβή αναλογία, αλλά μπορεί να αποδειχθεί ότι κανένα ζεύγος αριθμών, σε οποιοδήποτεεπίπεδο πεπερασμένης ακριβείας, δεν μπορεί να εκφράσει επακριβώς αυτόν τον λόγο, που προκύπτει από την τομή ενός ευθυγράμμου τμήματος σε τέτοιο σημείο ώστε η ολότητά του να έχει ως προς το μεγαλύτερο τμήμα του τον ίδιο λόγο που έχει το μεγαλύτερό του ως προς το μικρότερο. Γνωρίζουμε πολλά πράγματα περί μετρήσεως, και η συνήθης μέθοδος μετρήσεως εδράζεται επ' αριθμών, αλλά σε αυτή την περίπτωση (τής εννοίας τού μέτρου) οι αριθμοί είναι ένα πολύ ακατέργαστο και “αργό” εργαλείο για να μάθουμε κάτι που τα μάτια μας το αναγνωρίζουν με μία φευγαλέα ματιά.”

Ο Περικλής στην Πνύκα

Εφ' όσον λοιπόν η έννοια τού μέτρου σεποσοτικές γεωμετρικές διαστάσεις αψηφά την μαθηματική ακρίβεια, τότε πόσο πιο δύσκολο είναι το έργο για την επινόηση ενός ακριβούς ορισμού τούμέτρου σε ποιοτικέςπαραμέτρους των ανθρωπίνων σχέσεων και δραστηριοτήτων;

Σωφρόνως ο Αριστοτέλης δεν συνέλαβε έναν ολοκληρωμένο (απόλυτο)ορισμό τού μέτρου, ούτε αποπειράθηκε να ορίσει τι συνιστά μέτρο στις ανθρώπινες σχέσεις, διότι ένας μη επακριβής (ταυτολογικός) ορισμός θα ήταν αμφιλεγόμενος, και ως εκ τούτου θα είχε περιορισμένη πρακτική χρησιμότητα στην χάραξη πολιτικής σε οποιοδήποτε επίπεδο. Εν τούτοις, σε αντίθεση με τηνιδεαλιστική αναζήτηση τού Πλάτωνος για ένα σύστημα απολύτων αξιών, ο Αριστοτέλης διατύπωσε έναν πραγματιστικό και σχεσιακό ορισμό τού μέτρου: Ανέλυσε την έννοια τού μέτρου μέσω διαδοχικών λογικών προσεγγίσεων που περιελάμβαναν παραδείγματα από την πραγματική ζωή, μεταφορές και αναγωγικές αναλογίες.

Ο Αριστοτέλης διενοήθη το μέτρο ως ένα υποκειμενικό μέσον ανάμεσα σε δύο διαμετρικώς αντίθετα άκρα, το ένα ανεπαρκείας (ἔλλειψις) και το άλλο περισσείας (ὑπερβολὴ) σε σχέση με έναν επιθυμητό στόχο. Επί παράδειγματι, το θάρρος (ἀνδρεία) κατέχει μία μέση θέση μεταξύ των προσωπικών συναισθημάτων ενός ανθρώπου περί φόβου (φόβος) και υπεραυτοπεποιθήσεως (θάρσος). Ένα τέτοιο μέσον (όπως η ἀνδρεία) είναι συνήθως πιο κοντά στο ένα άκρο απ' ό,τι στο άλλο, ανάλογα με τις εσωτερικές τάσεις ή την ιδιοσυγκρασία τού υποκειμένου και τις εξωτερικές συνθήκες ή το περιβάλλον που αντιμετωπίζει. Κατά συνέπεια, το Αριστοτελικό μέσον δεν είναι ένα και το ίδιο για όλους τούς ανθρώπους:17

“Ως εκ τούτου, από ό,τι είναι συνεχές και διαιρετόν, είναι δυνατόν να λάβουμε το μεγαλύτερο μέρος, ή το μικρότερο μέρος, ή ένα ίσο μέρος, και αυτά τα μέρη μπορεί να είναι μεγαλύτερα, μικρότερα ή ίσα σε σχέση με το ίδιο το αντικείμενο καθ' εαυτό ή σε σχέση με εμάς—το ίσο μέρος καθοριζόμενο από την μέση τιμή μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως. Δια τού όρου μέση τιμή αντικειμένου ονοματοδοτώ ένα σημείο που απέχει εξίσου μακριά από εκάτερο των δύο άκρων, το οποίο είναι το ίδιο για όλους, δια δε τού όρου μέση τιμή προς ημάςονοματοδοτώ εκείνο το σημείο που δεν επιφέρει ούτε υπερβολή ούτε έλλειψη στο υποκείμενο: Αυτή δε η (υποκειμενική) τιμή δεν είναι μία ούτε και ίδια μεταξύ των ανθρώπων. Για παράδειγμα, εάν 10 θεωρούνται πολλά και 2 λίγα, τότε το 6 θεωρείται στην προκειμένη περίπτωση η μέση τιμή αντικειμένου, διότι αριθμητικώς υπερβαίνει (το ένα άκρο) και υπολείπεται (τού άλλου άκρου) ισοπόσως, ήτοι αυτό το μέγεθος είναι ενδιάμεσο σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία. Αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσουμε την μέση τιμή προς ημάς σύμφωνα με αυτήν την (αριθμητική) μέθοδο.”

(᾿Eν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ᾽ἔλαττον τὸ δ᾽ ἴσον, καὶ ταῦτα κατ᾽ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα πρὸς ἡμᾶς: τὸδ᾽ ἴσον μέσον τι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως. Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματοςμέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ᾽ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸαὐτὸ πᾶσιν, πρὸς ἡμᾶς δὲ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει: τοῦτο δ᾽ οὐχἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν. Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξμέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα: ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται:τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶςοὐχ οὕτω ληπτέον.)

Σε αυτό το απόσπασμα, ο Αριστοτέλης ορίζει δύο διαφορετικά είδη μέσης τιμής, όσον αφορά στην απόστασή της από τα άκρα. Η μία τιμή, η μέση τιμή αντικειμένου, αποτελεί κάτι σαν απλό (μη σταθμισμένο) μέσο όρο, στατικό και αντικειμενικό. Η άλλη τιμή, η μέση τιμή προς ημάς—που στην πραγματικότητα αποτελεί το είδος (σταθμισμένου) μέσου όρου που αφορά στην ανθρώπινη σκέψη και δράση—είναι δυναμική και διακυμαινομένη · σπανίως αποτελεί την μέση τιμή μεταξύ δύο αντιθέτων άκρων · επίσης συνήθως δεν ταυτίζεται με ένα εκ των δύο άκρων. Ούτε και είναι ίδια μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, διότι εκλαμβάνεται από τον κάθε άνθρωπο σε υποκειμενική βάση. Ούτε καν παραμένει ίδια για τον ίδιο άνθρωπο, διότι εξελίσσεται δυναμικά ανάλογα με αλλαγές σε εσωτερικές (ψυχοδιανοητικές) καταστάσεις και εξωτερικές (περιβαλλοντικές) επιρροές.

Ένα παράδειγμα τής διακυμάνσεως τής Αριστοτελείου μέσης τιμής προς ημάςείναι η εξέλιξη στο μέτρο τού θάρρους που απαιτείτο από τούς Έλληνες στους Περσικούς Πολέμους και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Οι Έλληνες εχρειάζοντο έναν εξαιρετικά υψηλό βαθμό ανδρείας ή πολεμικού φρονήματος(πλησίστιο στην ακραία αφοβία) όταν πολεμούσαν στον υπέρ πάντων αγώνα τους εναντίον των Περσών εισβολέων. Ωστόσο αργότερα, στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ένας χαμηλότερος βαθμός πολεμικού φρονήματος (πλησίστιος στον ακραίο φόβο) θα μπορούσε ίσως να συμβάλει καλύτερα στην περαιτέρω πολιτισμική τους εξέλιξη, διότι, αν μη τι άλλο, θα τούς παρεμπόδιζε ίσως να διεξαγάγουν εκείνον τον αυτοκαταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ή τουλάχιστον θα τούς παρωθούσε να θέσουν ένα τέλος στην παραφροσύνη εκείνου τού πολέμου πολύ νωρίτερα απ' ό,τι τελικά έγινε (τρεις δεκαετίες αλληλοσφαγής).18


Ο παράξενος ελκυστής τού Lorenz

(Θεωρία τού Χάους)

Ως άλλο παράδειγμα, στη σύγχρονηδημοκρατική πρακτική σχετικά με την ελευθερία τού λόγου, άλλο είναι το μέτρο εν καιρώ ειρήνης (οπότε η ελευθερία τού λόγου προσεγγίζει το άκρο τής ανευθυνολογίας ή αθυροστομίας) και άλλο εν καιρώ πολέμου (οπότε διατάξεις τού συντάγματος αναστέλλονται, στρατιωτικός νόμος κηρύσσεται, και ο δημόσιος λόγος προσεγγίζει το άκρο τής συστημικής ψευδολογίας ή προπαγάνδας).

Αυτά τα αναγωγικά παραδείγματα καταδεικνύουν ότι ένας επαρκής ορισμός τού μέτρου στις ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες πρέπει να είναι υποκειμενικός σε ατομικό επίπεδο, πολιτισμικός σε μακροκοινωνικό επίπεδο, και πάντα σχεσιακός σε περιβαλλοντικό επίπεδο, ήτοι συναρτώμενος με μεταβαλλόμενες εξωτερικές περιστάσεις. Επομένως ένας τέτοιος ορισμός θα πρέπει να είναι δυναμικός παρά στατικός, όπως ο ίδιος ο Αριστοτέλης άφησε να εννοηθεί δια τής αναφοράς του στην συνέχεια και διαιρετότητα στην εισαγωγή τού παραπάνω αποσπάσματος.

4. Η Αριστοτέλεια μηδενική ανοχή κατά τής αδικίας

Δεδομένου τού Αριστοτελείου ορισμού περίμέτρου, εις τι συνίσταται το μέτρο όσον αφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη; Είναι μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ δύο αντιθέτων άκρων, ήτοι μεταξύ καθολικής ατιμωρησίας και ανεξαίρετου (αμερολήπτου) καταλογισμού; Κατά συνακολουθία, εις τι συνίσταται το μέτροόσον αφορά στην πολιτική εντιμότητα; Είναι παρομοίως μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ δύο αντιθέτων άκρων, ήτοι μεταξύ καθολικής διαφθοράς και μηδενικής διαφθοράς;

Σχετικά με αυτές τις έννοιες ο Αριστοτέλης είναι απόλυτος: Η συνοχή και η ευημερία τής πόλεως διασφαλίζονται μόνον όταν επικρατείαπόλυτη δικαιοσύνη και κατά συνακολουθίαμηδενική διαφθορά. Όσον αφορά στο κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών περί αρετής των πολιτικών, το Αριστοτέλειο μέτρο αποτελεί όχι ενδιάμεση αλλάακραία κατάσταση, ήτοι το περί δικαιοσύνης μέτρο προσεγγίζει το ένα εκ των δύο συναφών άκρων τόσο πολύ ώστε πρακτικά να ταυτίζεται με αυτό το άκρο. Συγκεκριμένα, σε μία εύρυθμη και βιώσιμη κοινωνία, απολύτως ουδεμία αδικία είναι ανεκτή σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:19

“Eπειδή δε οι πόλεις συνιστώνται εκ δύο θεμελιωδών τμημάτων (τάξεις), αφενός ανθρώπους που στερούνται οικονομικών πόρων και αφετέρου εκείνους που ελέγχουν αυτούς τούς πόρους (μέσα παραγωγής), αποτελεί επιτακτική ανάγκη να εκπληρώνονται οι εξής προϋποθέσεις (κοινωνικής συνοχής): (1) αμφότεροι πρέπει να θεωρούν ότι το κράτος διασφαλίζει την προστασία τους, (2) αμφότεροι πρέπει να παρεμποδίζονται (από το κράτος) να διαπράξουν οποιαδήποτε αδικία οι μεν κατά των δε, και (3) η τάξη που υπερισχύει (εκάστοτε) πρέπει να είναι αυτή που (τότε) ασκεί μεγαλύτερη επιρροή επί τής κυβερνήσεως.”

(“ἐπεί δ᾽αἱ πόλεις ἐκ δύο συνεστήκασι μορίων, ἔκ τε τῶν ἀπόρωνἀνθρώπων καὶ τῶν εὐπόρων, μάλιστα μὲν ἀμφοτέρους ὑπολαμβάνειν δεῖσῴζεσθαι διὰ τὴν ἀρχήν, καὶ τοὺς ἑτέρους ὑπὸ τῶν ἑτέρων ἀδικεῖσθαιμηδέν, ὁπότεροι δ᾽ ἂν ὦσι κρείττους, τούτους ἰδίους μάλιστα ποιεῖσθαι τῆςἀρχῆς.”)

Δηλαδή οι τρεις θεμελιώδεις προϋποθέσεις που προσδιορίζει ο Αριστοτέλης για την βιωσιμότητα τής πόλεως είναι: (1) το αίσθημα ασφαλείας των πολιτώναπό εσωτερική αταξία και εξωτερικές απειλές, (2) μηδενική ανοχή κατά τής αδικίας μιάς τάξεως από μία άλλη (“ἀδικεῖσθαι μηδέν”) και (3) σχετικάμεγαλύτερη επιρροή τής εκάστοτε ισχυροτέρας τάξεως επί τής κυβερνήσεως τής πόλεως — ήτοι “ἰδίους μάλιστα ποιεῖσθαι και όχι απλώς “ἰδίους ποιεῖσθαι”, κάτι σαν την αρχή τής δεδηλωμένης, με σεβασμό δηλαδή στην εκάστοτε πολιτικώς ασθενέστερη ή μειοψηφούσα τάξη .

Προφανώς ο Αριστοτέλης συνειδητοποίησε την μεγάλη αλήθεια που σήμερα διατυπώνει με περίπλοκα μαθηματικά υποδείγματα (μοντέλα) η Θεωρία τού Χάους: Σε κάθε κοινωνία, ακόμα και η παραμικρότερη αδικία ενέχει δυναμική χαοτικών εξελίξεων που ενδεχομένως, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να επιφέρουν ακόμη και την κατάρρευση τού πολιτικού της συστήματος.

Εν συνόψει, όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση μιάς πόλεως (κοινωνικο-πολιτικού συστήματος) από το Αριστοτέλειο μέτρο περί δικαιοσύνης — ήτοι από την απόλυτη (“τυφλή”) δικαιοσύνη20 και κατά συνακολουθία από την τελείαπολιτική αρετή — τόσο πιο ευάλωτη θα είναι η πόλις σε εξωτερικές απειλές (στρατιωτικές, οικονομικές, πολιτισμικές) και τόσο πιο επιρρεπής σε εσωτερική πολιτισμική αποσάρθρωση και επακόλουθη πολιτικοοικονομική κατάρρευση.

5. Το Αριστοτέλειο Σύνταγμα τού Άστρους (1823) 21

Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα τού Δυτικού Πολιτισμού είναι το Κράτος Δικαίου, που εφαρμόζει την ρηξικέλευθη αρχή τήςΔιακρίσεως των Εξουσιών, ήτοι μεταξύ άλλων την ανεξαρτησία τής Δικαστικής Εξουσίας από την Εκτελεστική Εξουσία. Σε ένα Κράτος Δικαίου,ουδείς, απολύτως ουδείς, υπέρκειται τού Νόμου, ακόμη και αν είναι βουλευτής, υπουργός, πρωθυπουργός, πρόεδρος ή βασιλέας. Δηλαδή το Κράτος Δικαίου γενικότερα, και η ανεξάρτητη Δικαστική Εξουσία ειδικότερα, συναποτελούν τον θεματοφύλακα και θεράποντατού Αριστοτελείου μέτρου περί δικαιοσύνης.

Αυτές οι θεμελιώδεις αρχές διέπουν το Σύνταγμα τού Άστρους (1823), τού παγκοσμίως “πλέον φιλελευθέρου συντάγματος τής εποχής του”, το οποίο η θρυλική Γενιά τής Παλιγγενεσίας κληροδότησε στην Ελλάδα και στην Ανθρωπότητα, ως πηξίδα δημοκρατικής διακυβερνήσεως σύμφωνα με το Αριστοτέλειο μέτρο περί δικαιοσύνης και το παρεπόμενο πρόταγμα τής πραγματικά εθνικής κυριαρχίας (“ανεξαρτησίας”).

Ειδικότερα, εν μέσω τού χαοτικού Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας, η Γενιά τού 1821 συνέταξε το Σύνταγμα τού Άστρους, σύμφωνα με την αρχή τής διακρίσεως των εξουσιών, ορίζοντας ρητώς ότι το Δικανικόν [Δικαστική Εξουσία] είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δύο δυνάμεις [εξουσίες], την Βουλευτικήν και την Εκτελεστικήν [άρθρο 71 (“οα΄ ”)] στο πλαίσιο λειτουργίας τής Ελληνικής Πολιτείας ως Κράτους Δικαίου, όπου δηλαδή κυρίαρχη αρχή επρόκειτο να είναι ο Νόμος υπό τον οποίο θα υπόκειντο όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες αφού κανείςδεν δύναται να αποφύγει το ανήκον κριτήριον [αρμόδιο δικαστήριο][άρθρο 81 (“πα΄”)].

Σε αυτήν μάλιστα την βάση διασφαλίζετο η αρχή τής εθνικής κυριαρχίας: Σε πλήρη ευθυγράμιση με το Σύνταγμα τής Επιδαύρου (άρθρα 45 και 80), το Σύνταγμα τού Άστρους, που τιτλοφορήθη ως “Προσωρινόν Πολίτευμα τής Ελλάδος”, όριζε ρητώς και μάλιστα κατ’ απόλυτο τρόπο, μη επιδεχόμενο οποιαδήποτε εξαίρεση ή παρερμηνεία, ότι είναι απολύτως απηγορευμένον εις την βουλή και την κυβέρνηση να συγκατατεθούν εις οιανδήποτε συνθήκην σκοπόν έχουσαν την κατάργησιν τής πολιτικής τού έθνους υπάρξεως και ανεξαρτησίας”, και ότι κάθε “περιπλοκή” τής κυβέρνησης “εις τοιαύτας παρανόμους συνθήκας” συνιστά έγκλημαεσχάτης προδοσίας διά το οποίο ακόμη και ο πρόεδρος τής κυβερνήσεως θα δικάζετο από το ανώτατο δικαστήριο[γενικν κριτήριον ] τής νεοσύστατης Ελληνικής Πολιτείας, επί λέξει ως εξής [άρθρο 43 (“μγ΄ ”)]:

“Εἶναι πολύτως ἀπηγορευμένον εἰς τὸ Βουλευτικὸν καὶ [τὸ] ᾿Εκτελεστικὸν νὰ συγκατατεθῶσιν εἰς ὁποιανδήποτε συνθήκην σκοπὸνἔχουσαν τὴν κατάργησιν τῆς πολιτικῆς τοῦ ἔθνους ὑπάρξεως καὶνεξαρτησίας. Εὰν δὲ αναφανῇ ὸτι τὸ ᾿Εκτελεστικὸν σῶμα περιεπλέχθη εἰς τοιαύτας παρανόμους συνθήκας, τὸ Βουλευτικὸν σῶμα χρεωστεὶ νὰ κατηγορήσῃ τὸν Πρόεδρον, καὶ μετὰ τὸν ἔλεγχον αυτοῦ νὰτὸν κηρύξῃ πρὸς τὸ ἔθνος ἔκπτωτον τοῦ ἀξιώματός του καὶ νὰ τὸν διευθύνῃ εἰς τὸ γενικὸν κριτήριον τῆς Ἑλλάδος, ὡς πεύθυνον σχάτης προδοσίας.”

Η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843

Είναι προφανές ότι δια τού Συντάγματος τού Άστρους η Γενιά τού 1821 εφάνη τότε ανταξία τής Αριστοτελείας και τής εν γένει κλασσικής κληρονομιάς τής Ελλάδος, αφού αντελήφθη την συνάφεια των αλληλένδετων και δυναμικώς αλληλοσυναρτωμένων εννοιών τής κοινωνικής συνοχής, τής καθολικής δικαιοσύνης, τής λαϊκής κυριαρχίας και τής εθνικής ανεξαρτησίας. Για τα ίδια κλασσικά προτάγματα, οι Έλληνες εξεγέρθησαν και πάλι μετά από δύο δεκαετίες (το 1843, κατά τού Όθωνος αυτή τη φορά) διότι οι ηγεμονίες, οι ολιγαρχίες και τα πολιτικά καθεστώτα έρχονται και παρέρχονται, ενώ οι κλασσικές πολιτικές αρχές τού Αριστοτέλους είναι αιώνιες και συνεπώς το συναφές όραμα για ένα ισχυρό και ανεξάρτητο Κράτος Δικαίου είναι διαρκές και παραμένον.

6. Επίμετρον: Αναγωγή στο σήμερα21

Σύμφωνα με την διαχρονική πολιτική φιλοσοφία τού Αριστοτέλους, η σύγχρονη ελληνική κοινωνία ακολουθεί εδώ και πολλές-πολλές δεκαετίες μία υβριστικήτροχιά. Στην πραγματικότητα, η Δικαστική Εξουσία ουδέποτε ήταν ανεξάρτητη στην Ελλάδα από το 1833. Χωρίς δε απόλυτη ανεξαρτησία τής Δικαστικής Εξουσίας δεν μπορεί να απονεμηθεί σε απόλυτο βαθμό δικαιοσύνη, όπως επιτάσσει ο Αριστοτέλης, και επομένως δεν μπορεί να αποκατασταθεί το Αριστοτέλειο μέτρο στην Ελληνική Πολιτεία ώστε να διασφαλισθεί η συνοχή τής ελληνικής κοινωνίας και η βιωσιμότητα τού ελληνικού έθνους.

Στις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες η κατάσταση ατιμωρησίας εκτραχύνθηκε ακόμη περισσότερο είτε με το “δωράκι” που δια πρωθυπουργικής ρήσεως (!) οι υπουργοί “δικαιούνται” να κάνουν εις εαυτούς περιστασιακώς (τυχοδιωκτικώς), είτε με τις πολιτικές “υπερπρομήθειες” των διαφόρων χρηματοδοτικών “πακέτων” τής Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα Ε.Ε. — οι οποίες “υπερπρομήθειες”ονοματοδοτήθηκαν ευφημιστικώς ως “πολιτικό χρήμα” — είτε δια τής νομικής θεσπίσεως τής πολιτικής διαφθοράς ή ασυδοσίας (!), και μάλιστα δια συνταγματικής κατοχυρώσεώς της (!!), όπως διατυπώνεται ανενδοιάστως στο εν πολλοίς σουρεαλιστικό άρθρο 86 τού συντάγματος περί υπουργικής ασυλίας.

Σύμφωνα όμως με τον Αριστοτέλη, ηαπόλυτη δικαιοσύνη, ήτοι η καθολικήισονομία ως ακρογωνιαίος λίθος ενός ουσιαστικού (και όχι προσχηματικού)Κράτους Δικαίου, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση (την δεύτερη ως άνω) για την κοινωνική συνοχή και ευημερία, ήτοι για την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτισμική ανέλιξη τής πόλεως και τού έθνους. Επομένως κάθε εξαγγελία ή προσπάθεια τής κυβερνήσεως, τής οποιασδήποτεκυβερνήσεως, περί μεταρρυθμίσεων και εξόδου από την παρούσα νεμεσιακήκρίση είναι προκαταδικασμένη να πέσει στο κενό σε μία κοινωνία που παραμένειυβριστικώς μακράν εκτός των ορίων τού Αριστοτελείου μέτρου.

Βεβαίως, πλείστοι όσοι πολιτικοί ηγετίσκοι προβάλλουν ιδιοτελώς δύο έωλα και προσχηματικά επιχειρήματα κατά τού Αριστοτελείου μέτρου περί δικαιοσύνης και ευρύθμου (εν μέτρω) λειτουργίας τής Πολιτείας:

1. “Κράτος Δικαστών”. Ένιοι περισπούδαστοι πολιτικοί επιχειρηματολογούν προς εκφοβισμό τού λαού ότι η ανεξαρτητοποίηση τής Δικαστικής Εξουσίας από την Εκτελεστική Εξουσία, θα μετέτρεπε την Ελληνική Πολιτεία σε (δήθεν) “Κράτος Δικαστών”, ήτοι σε (δήθεν) “δικτατορία δικαστών”. Το πόσο παραπλανητικό ή και ανόητο είναι αυτό το ψευδοεπιχείρημα καταδεικνύεται από το σύγχρονο πολιτειακό υπόδειγμα των Η.Π.Α., όπου η Δικαστική Εξουσία όχι μόνον είναι συνταγματικώς και διοικητικώς ανεξάρτητη αλλά κατά περίσταση διώκει, δικάζει ή και καθαιρεί ακόμη και Προέδρους αυτής τής μεγάλης χώρας. Εντούτοις ουδείς εχέφρων (που δεν θα ήθελε να καταστεί περιγέλαστος) θα αποτολμούσε να χαρακτηρίσει την ομοσπονδιακή Αμερικανική Πολιτεία ως (δήθεν) “Κράτος Δικαστών”: Όσο και αν το πολιτικοοικονομικό σύστημα των Η.Π.Α. διέπεται από πολλά αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά — και ασφαλώς κάθε δημοκρατικό σύστημα, όπως και αυτό των Η.Π.Α., επιδέχεται πολλών βελτιώσεων — εν τούτοις δεν συνιστά “δικτατορία δικαστών”. Απεναντίας, η απόλυτη ανεξαρτησία τής Δικαστικής Εξουσίας στις Η.Π.Α. αποτελεί την Αριστοτέλεια πεμπτουσία τού πολιτειακού συστήματος των “ελέγχων και ισορροπιών” (checks and balances) επί των οποίων ανηγέρθη και εξελίσσεται δυναμικά η σύγχρονη Υπερδύναμη, που σε παγκόσμιο επίπεδο κυβερνά αντί να κυβερνάται, που ελέγχει αντί να ελέγχεται… Διότι η ανεξαρτησία τής Δικαστικής Εξουσίας δεν αποτελεί μόνον την στέρεα βάση κάθε ευρύθμου και συνεπώς βιωσίμου Δημοκρατίας, αλλά επί πλέον αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση εθνικής αξιοπρεπείας και αστείρευτη πηγή γεωπολιτικής ισχύος. Σε αυτό το πλαίσιο, και επειδή σύμμαχοι και φίλοι η Αμερική, η Αγγλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά φιλτάτη η Ελλάδα, ουδείς Έλληνας πατριώτης είναι δυνατόν να αντιπαρέλθει το διαχρονικό μέγα πρόβλημα τού πολιτικοοικονομικού μας συστήματος, ήτοι την δυσλειτουργούσα ελληνική Δικαστική Εξουσία, που ως διαρθρωτικώς εξηρτημένη από την εντοπία Εκτελεστική Εξουσία αδυνατεί να υποστηρίξει θεσμικά οποιαδήποτε ριζική αναδιάρθρωση τού εν πολλοίς (οικονομικώς και γεωπολιτικώς) έξωθεν κυβερνωμένου, εκβιαζομένου και ελεγχομένου κράτους μας.

2. “Συντακτική Συνέλευση”. Οι ίδιοι πολιτικοί επιχειρηματολογούν, και πάλιν εκφοβιστικώς, αφ' ενός ότι η τροποποίηση τού συντάγματος δεν προβλέπεται συνταγματικώς πριν το 2020, και αφ' ετέρου ότι μία Συντακτική Συνέλευση που θα συνέτασσε ένα νέο σύνταγμα χωρίς τις επαίσχυντες (ανήθικες) διατάξεις τού άρθρου 86 τού παρόντος συντάγματος, είναι επικίνδυνη διότι, ως συντακτική, ενέχει τον κίνδυνο πολιτειακής εκτροπής. Σε αυτήν την βάση, διατείνονται ότι (δήθεν) είναι πραγματικά εφικτό να εφαρμόσουν ρηξικέλευθα πολιτικοοικονομικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα υπό την εκμαυλιστική σκιά τού άρθρου 86, και ότι έτσι η ελληνική κοινωνία (δήθεν) μπορεί να εξέλθει από τηννεμεσιακή τροχιά κρίσεως και παρακμής της. Επιμένουν δηλαδή, ακόμη και σήμερα υπό τή σαρωτική και παρατεταμένη μήνιν τής Νεμέσεως, ότι είναι σοφότεροι τού Αριστοτέλους. Υπό το κράτος τής Άτης, οι περισσότεροι Έλληνες — συνταγματολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί και απλός λαός — δεν μπορούν να δούν το προφανές, ότι δηλαδή μία Συντακτική Εθνοσυνέλευση ενέχει μηδενικό κίνδυνο πολιτικής εκτροπής εάν πληρούνται οι εξής δύο βασικές προϋποθέσεις: (1) Εάν συγκληθεί με έναν και μόνον, περιορισμένο και σαφώς προκαθορισμένο σκοπό, δηλαδή την κατάργηση τού άρθου 86 τού συντάγματος, δια τής συντάξεως ενός τυπικώς “νέου” συντάγματος που όμως θα είναι ουσιαστικώς ταυτόσημο με εν τω παρόντι ισχύον με μοναδική εξαίρεση το άρθρο 86 και (2) εάν προηγηθεί, προ τής συγκλήσεώς της, ένα δημοψήφισμα με μοναδικό ερώτημα την κατάργηση ή όχι τής υπουργικής ασυλίας.

Εάν δεν γίνουν τα παραπάνω, και μάλιστα αμέσως,22 τόσον το εκλεκτορικό σώμα όσον και οι όποιοι έντιμοι πολιτικοί, όπως και ο ελληνικός λαός εν γένει, ματαιοπονούν συλλογικώς, διότι τότε οι γνωστές ρητορικές κοινοτυπίες και μεγαλόστομες εξαγγελίες περί (δήθεν) “μεταρρυθμίσεων”, “αναδιαρθρώσεων”, “αναδιοργανώσεων”, “επανιδρύσεων”, “αναδομήσεων”, “ανασυγκροτήσεων” κ.ο.κ., είναι προκαταδικασμένες να παραμείνουν υβριστικώς αυτό που πάντα ήσαν: αλυσιτελή φληναφήματα. Διότι, αν μη τι άλλο, ουδεμία ξένη κυβέρνηση ή σοβαρός ξένος επενδυτής πρόκειται να πάρει στα σοβαρά μία (την οποιαδήποτε) ελληνική κυβέρνηση, εφ' όσον αυτή συνεχίζει να προΐσταται ενός εγγενώς (συνταγματικώς) ανάλγητου πολιτειακού συστήματος, ήτοι ενός συστήματος που συνάδει μάλλον με αποικιακό προτεκτοράτο παρά με κυρίαρχο κράτος.23 Και διότι η ανεξαρτησία τής δικαστικής εξουσίας, η ικανοποίηση τού κοινού περί δικαίου αισθήματος, η οικονομική διαφάνεια και ο πολιτικοοικονομικός καταλογισμός αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για πραγματική οικονομική ανάπτυξη και εξωστερφή πολιτισμική εξέλιξη ενός λαού (αντί για ψευδαισθησιακήοικονομική μεγέθυνση και ομφαλοσκοπική πολιτισμική αυτομόχλευσή του). Και κυρίως διότι η ιστορία κατέδειξε ότι ηγέτες και λαοί που αγνοούν τις θεμελιώδεις Αριστοτέλειες προϋποθέσεις περί κοινωνικής συνοχής ερωτοτροπούν με την καταστροφή: Όταν η Νέμεσις επιπίπτει επί υβριστών, αυτή που υπερισχύει τελικά είναι η αδυσώπητη Νέμεσις, ουδέποτε οι υβριστές, διότι σύμφωνα με την Ηρακλείτεια νομοτέλεια“η δικαιοσύνη που αποτελεί τον κοσμικό νόμο είναι η δικαιοσύνη τής διαταράξεως και τής επαναστάσεως, τού πολέμου και τής βίας, όχι μια δικαιοσύνη τού βαλσάμου και την επουλώσεως”6 και συνεπώς υφίσταται επιτακτικότερη ανάγκη να κατασβέσουμε αμέσως μία ύβρι απ' ό,τι μία μαινόμενη πυρκαϊά.24

http://www.istorikathemata.com/

No comments: