22.2.15

OI ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝΥΜΩΝ

 

Άγνωστες είναι  οι  ρίζες  των περισσότερων  απ’ τα  επώνυμα  των Δωριέων και  φυσικά δύσκολο  να  βρεθεί σήμερα  η  καταγωγή  τους .

   Μια  πρώτη  προσπάθεια  έγινε  απ’ τον  χωριανό μας  Γιώργο  Καψάλη , στο βιβλίο  του “ Στη  Φωκίδα  του 1851 “ , και  από  εκεί  θα αναδημοσιεύσουμε σε  συνέχειες τα  Επώνυμα  των  συμπατριωτών  μας , φυσικά  με αλφαβητική  σειρά :

Αλιζώτης , ίσως απ’ το  αρχαίο  αλίζωος = αυτός  που  ζει  στη  θάλασσα .

Άλούπης ,  Λούπης , Λούπος , στο  Βυζάντιο , Λούπος ή  Λούπης  ονομαζόταν είδος  γερακιού , που  το  χρησιμοποιούσαν στο  κυνήγι ( περδικογέρακο ) . Στα  λατινικά LUPUS  είναι  ο  λύκος . Πάντα , το  παράνομα δίνεται στον  αρπακτικό , τον  επιθετικό , τον  ορμητικό .

Ανατζίτος ή Ανατζίκος   , Μπορεί  απ’ το  αναζέω – θυμώνω , φουσκώνω .

Αντιπάτης , ίσως  απ’ το  αντιπαταγώ = πνίγω  ένα  κρότο  με  άλλο  κρότο , με  πάταγο ή  απ’ το  αντιπατώ : από  περηφάνια δεν  πατάω  σε ξένα  χνάρια , ούτε  δεύτερη  φορά  στα  δικά  μου .

Ασίκης , απ’ το  Αραβοτούρικο  ASIK = ωραίος , λεβέντης

Βελέντζας , απ’ το  γνωστό  χωριάτικο ΄σκέπασμα .

Βλάμης , οι  Αρβανίτες  με  το VLLAM , εννοούν  κυρίως εκείνον  που  συνδέεται με  άλλον  φιλικά , σε  ειδική θρησκευτική  τελετή , στην οποία  ορκίζεται βάζοντας  το  χέρι  πάνω  στο  Ευαγγέλιο . Ηλέξη  χρησιμοποιήθηκε  και  στην Φιλική Εταιρεία και  Βλάμης  ήταν  ο  κατώτατος βαθμός  της . Πιο  πλατεία , Βλάμης  ΄λέγεται  ο  φίλος κι’ ο  συνομήλικος , ειρωνικά  δε εκείνος  που  αγαπάει τους  τσακωμούς ή  κάνει  τον  καμπόσο .

Γαζής , είναι και  τίτλος  στρατηγού , το  παίρνει  όμως κι’ ο  νικητής , ο  θριαμβευτής .

Γαϊτάνης , Γαϊτανάς , και  ποιός δεν  το  γνωρίζει ! είναι  ένα  λεπτοπλεγμένο – από  μετάξι ή  από  μπαμπάκι ή  μαλλί – σειρήτι , με  το  οποίο  στολίζουν  τις  άκρες  των  ρούχων . Αυτός που  το  φτιάχνει , ή το  πουλάει ή  το  ράβει , λέγεται  Γαϊτανάς κι’ ο  ‘ομορφος , εκείνος  που  έχει “ γραμμές “ λεπτές , χρωματιστές  στο πρόσωπο – φρύδια   , εξ ου και  το..” Γαϊτανοφρύδα “ , για  κοπέλες . Η λέξη  συγγενεύει με το  λατινικό GAITANUS .

Γαλάνης , ο  γαλανομάτης .

Γιαλακίδης , πιθανόν  απ’ το  γιάλα – γιάλα = μόλις  , λιγάκι . Μπορεί να  δόθηκε και  σε  κάποιον  αργό .

Δάρας , ίσως απ’ το Ντάρα ( Δάρα ) = απόβαρο .

Δελής , ( Ντελής ) , Τούρκικο  που  σημαίνει αυτόν που  δεν  έχει  τα  λογικά  του , τον  τρελό , τον..αλαφροϊσκιωτο αλλά και καμιά  φορά και  τον  τολμηρό , που  αψηφάει  τον  κίνδυνο .

Δεμερτζής , απ’ το  Τούρκικο DEMIRCI = τεχνίτης σιδεράς , ο “ γύφτος “ .

Δρομάζος , μπορεί απ’ το  δρομάς = γκαμήλα με  μία  καμπούρα . Αυτός  δηλαδή  που  έχει γκαμήλες  ή  είναι  καμπούρης .

Καδάς , αυτός  που φτιάχνει τις  κάδες , τα  μεγάλα ξύλινα  δοχεία που  βάζουν  κρασί , μούστο , νερό ή  πήζουν  τυρί .

Κάζος , ίσως  απ’ το “ κάζο “ = άσχημο περιστατικό .

Καϊμάκης , απ’ το  καϊμάκι = ανθόγαλα , κρέμα .

Καλιακούδας , απ’ το  πουλί καλιακούδα ( κάργια ) .

Καλίγας , Καλίγιον – καλίγιν , λέγαν  οι βυζαντινοί είδος  ψηλών παπουτσιών που – στην  αρχή – τα  φόραγαν  μονάχα  οι  στρατιώτες . Καλιγάς ήταν  αυτός  που  τα  έφτιαχνε . Σιγά – σιγά , καλιγάς  βαφτίστηκε κι εκείνος  που  καλιγώνει  ( πεταλώνει ) τα  άλογα .

Καπαρός , απ’ το  αρχαίο Καπυρός = ξεροψημένος , το  δίνουν  συνήθως  σε  όσους  έχουν  χρώμα  κόκκινο .

Καπερώνης , αυτός  που  φτιάχνει ή  πουλάει ή  φοράει καπερώνια ή  καπερώνες . Καπερούνι , το  μεσαίωνα λέγαν  ένα  είδος καπέλου που  χρησιμοποιούσαν  οι  Φράγκοι κυρίως , άλλοτε  απλό  και  άλλοτε  μεγαλόπρεπο – ζωηρό  κόκκινο – συνήθως . Σήμερα είναι τσοπάνικη  σκούφια .

Καπλάνης , άπ’ το  Τούρκικο KAPLAN = τίγρης . Το  παίρνουν   γενναίοι  πολεμιστές .

Κάπος , απ’ το  Ιταλικό CAPO = αρχηγός . Στα  χρόνια της  σκλαβιάς , μερικοί  προύχοντες – με  άδεια  του  Βοεβόδα – είχαν , για την ασφάλειά  τους , μικρή  προσωπική  φρουρά από 10 – 15 αρματωμένους χριστιανούς . Κάπος ήταν  ο  επικεφαλής  τους .

Καπράλος , Καπουράλος , κι’αυτό απ΄ το Ιταλικό CAPORALE ( Γαλλικό CAPARAL ) = δεκανέας .

Καραγουλιάμος , ίσως , απ’ το  Καρά ( μαύρος ) και γούλια ( ούλα  δοντιών ) , αυτός  που  έχει  μαύρα  ούλα , επίσης απ’ ό,τι  μας  είπε Γαλαξιδιώτης που  τον  παππού  του  τον  έλεγαν έτσι , γιατί  ήταν  πολύ..δυνατός ή  κάτι  παρόμοιο .

Καράμπελας , Καράμπελας , απ’ το  KARA – BELA = μαύρος  μπελάς . Ταιριάζει  σε  πολύ – πολύ  ενοχλητικούς ανθρώπους , αυτούς  που  γίνονται…” τσιμπούρι “ για  κάτι , μπελάδες  δηλαδή .

Καράς , απ΄το  Τούρκικο  KARA = μαύρος . Πρώτα – πρώτα φανερώνει  όνομα  αλόγου . Στους  ανθρώπους , δεν  σημαίνει  μονάχα  τον  μελαψό ( μαύρο ) , αλλά  και  τον  δυνατό , τον παλικαρά , τον  σπουδαίο

Καρδαράς , κυρίως  αυτός  που  φτιάχνει ή  πουλάει  καρδάρες – ξύλινα  δοχεία  των  τσοπάνηδων  για  να  αρμέγουν ή  να  μετράνε  το  γάλα . Ειρωνικά λένε και το κεφάλι καρδάρα , κι ‘ έτσι το  όνομα ξεκίνησε από  παρατσούκλι κάποιου  χοντροκέφαλου , ανόητου ή  μεγαλόσωμου , μια  και  πιστεύεται πως  οι  τελευταίοι είναι και  χοντροκέφαλοι .

Καρδάσης , απ’ το Τούρκικο ΚARDAS αδελφός , αγαπητός .

Κατσαμάκης ,  απ’ το νόστιμο  φαγητό της  φτωχολογιάς Κατσαμάκι , που γίνεται  με  αλεύρι και  λίπος  χοιρινό .

Κατσούλης , από την  κατσούλα , την κουκούλα που  είναι  ραμμένη  απάνω στο βαρύ  εξωτερικό  ρούχο .

Καφούρος , κάφουρα ή  κάφυρα είναι  τα  ρουθούνια . Σχετίζεται κι αυτό με  το  αρχαιοελληνικό καπυρός και  δίνεται – σήμερα – σ’ όποιον  έχει  μεγάλα  ρουθούνια .

Κελεπούρης , απ’ το  Τούρκικο KELEPIR  - εκείνο  που  αγοράζεται  σε  τιμή  ευκαιρίας .

Κιούπης , απ’ το κιούπι , πιθάρι .

Κοτσάμπασης , λέξη  με  μεγάλη  χρήση  στην  Τουρκοκρατία , απ’ το  ανατολίτικο KOCABASΙ = πρόκριτος , δημογέροντας

Κούτουλας , Κούτλας , από  την εξυπηρετική γανωμένη  χαλκωματένια  κατσαρόλα , στην  οποία  μαγειρεύουν , βράζουν  γάλα κλπ .

Κουτρούμπας , Κουτρουμπής , απ’ το  Βυζαντινό κουτρούβι , που  ήταν ένα  στρογγυλό πήλινο  δοχείο , έτσι  φκιαγμένο ώστε  να βγάζει  ξεχωριστό  ήχο όταν  χυνόταν το  υγρό που είχε  μέσα , το  κουτρούπι . Με το  Κουτρούμπα , βαφτυίζουν τον  παχύ  άνθρωπο , αυτόν  που έχει  στρογγυλό  σώμα .

Κουτσούμπας , από το Κουτσούμπι = κομμάτι  κορμού  δέντρου , που  δεν  έχει  μυτερές  άκρες .

Κρανιάς , από  το  δέντρο  Κρανιά .

Λαλαγιάννης , ίσως  απ’ το “ λαλαγώ “ ( φλυαρώ ) που  κόλλησε  σε  κάποιο  Γιάννη .

Λεβέντης , οι Ιταλοί LEVENTI , αποκαλούσαν τους  πειρατές της  ανατολής ( LEVANTI ) , ενώ οι Τούρκοι – πριν την Άλωση  - λέγαν λεβέντες  τους  στρατιωτικούς που  υπηρετούσαν στα  πλοία  τους . Σιγά σιγά , το  όνομα έμεινε στους  ναύτες τους τολμηρούς , τους  άγριους , τους  απείθαρχους και  τώρα δίνεται στους  ανδρείους , τους  νέους , τους  ψηλούς  ,  τους  ωραίους .

Μαλάς , έτσι  λένε  το  μυστρί , από  εκεί το  επώνυμο : ο χτίστης , αυτός  που  χρησιμοποιεί – στη  δουλειά  του – το  μυστρί .

Μάνταλος , από  το  μάνταλο – ραβδί που  μπαίνει  πίσω  από  τις  πόρτες για να  σφαλίζουν  από  μέσα .

Μεϊντάνης , MEYDAN , Τούρκικα είναι  η  πλατεία , το  μέρος  το  ανοιχτό . Μεϊντάνης – στην  αρχή – λεγόταν  ο  ληστής , ο  αντίθετος στο  νόμο . Αργότερα οι Βενετοί δώσαν μεγάλη  σημασία στη  λέξη και  τοποθετούσαν – στα  μέρη  που  κατείχαν – Μεϊντάνηδες , υπεύθυνους για  την  τάξη – σαν  τους  αρματολούς που  βάζαν  οι Τούρκοι στην  υπόλοιπη  Ελλάδα .

Μπαϊρακτάρης , από  το  Τούρκικο  BAYRAK =σημαία . BAYRAKTAR , είναι  ο  σημαιοφόρος , εκείνος  που κρατάει  το  φλάμπουρο , ο  φλαμπουριάρης . Στον  αγώνα , τη  θέση αυτή  την  κέρδιζε το πιο  γενναίο  παλληκάρι .

Μπομπότας , απ’ την  μπομπότα , το  ψωμί  που γίνεται  από  καλαμποκάλευρο .

Ντερτιλής , από  το  Τούρκικο DERTILI  = εκείνος που  πονάει , ο  αρρωστιάρης . ( DERT  = βάσανο , λύπη ) .

Οικονόμου , απ’ το  εκκλησιαστικό  αξίωμα Οικονόμος , που  παίρνουν  οι  παπάδες .

Πισλής , αυτός  που  φορούσε  σελάχι  με  κεντίδια – στολίδια

Πλουμάκης , αυτός που  φτιάχνει ή  πουλάει , πλουμιστά υφάσματα .( Πλουμί ή  πλουμπί = κέντημα  , στολίδι  ) .

Πολυζώης , δίνεται  σαν βαφτιστικός , κυρίως  σε  παιδιά που  γεννήθηκαν σε  οικογένειες που τους  πέθαιναν , ως  τότε , όλα  τα  νεογέννητα . Είναι η  ευχή να  ζήσει πολλή  ζωή , πολλά  χρόνια .

Πολύμερος , το  ίδιο με  το παραπάνω , πολλές  μέρες .

Πολυχρόνης , δίνεται σαν  βαφτιστικό , κυρίως στα  παιδιά  που γεννήθηκαν σε οικογένειες που  τους  πέθαναν – ως  τότε  όλα  τα  νεογέννητα . Είναι η  ευχή να  ζήσει  πολλά  χρόνια .

Πρίμας , απ’ το  ναυτικό  κυρίως , πρίμα = καλά , πετυχημένα , όπως  τα  θέλουμε .

Ράμμος , απ’ το  ράμμα = ραφή .

Σαίνης , απ’ το  Τούρκικο SAHN = γεράκι . Χαρακτηρίζει ορμητικούς , επιθετικούς , άφοβους .

Σακελλάριος , εκκλησιαστικό αξίωμα , που  δίνεται σ’ αυτόν  που  εποπτεύει τη  διαχείριση της επισκοπικής περιουσίας . Η λέξη  βγαίνει απ’ το  Σακέλλα – σακέλλιον = βαλάντιο .

Σεϊμένης , απ’ το  Τούρκικο  SEIMEN = φύλακας , σωματοφύλακας , στρατιώτης .

Σεφέρης , Σεφερλής , απ’ το  Τούρκικο  SEFER = εκστρατεία . SEFERLI , αυτός  που  παίρνει  μέρος  σε  εκστρατεία .

Σκαρλάτος , απ’ το  Βυζαντινό Σκαρλάτο = είδος  κόκκινης  βαφής ή  ύφασμα βαμμένο μ’ αυτήν . Το  όνομα  δινόταν  στους  τεχνίτες της , αλλά  σιγά – σιγά και  στους  κόκκινους .

Σκουτέρης , Σκουτάρης , Σκουτεράκος , απ’ το Βυζαντινό  Σκουτέριος ή Σκουτάριος , που  αρχικά  σήμαινε αυτόν  που  έφτιαχνε Σκουτάρια ( λατιν. SKUTUM = ασπίδα ). Λέγανε  ακόμα  Σκουτάριο και  τον  στρατιωτικό που πήγαινε  μπροστά  απ’ τον  Αυτοκράτορα και  κράταγε  την  ασπίδα του. Σιγά – σιγά , Σκουτέρης ονομάστηκε  ο  υπασπιστής , ο ιπποκόμος . Σήμερα , λένε  Σκουτέρη κι’ αυτόν που  έχει  πολλά  πρόβατα , τον  μεγαλοτσέλιγκα .

Σπαής , Σπαχής , ήταν ο Τούρκος  στρατιώτης , ο  έφιππος που – σαν  ανταμοιβή για  τις  υπηρεσίες  του – έπαιρνε  χωράφια που  είχε  το  δικαίωμα  να  τα  νεμεται σ’ όλη  του  τη  ζωή . Ήταν  δηλαδή  ένας  φεουδαρχικός τίτλος όπως ο Τιμαριούχος  στη  Δύση .

Σταμάτης , όπως και  τα  Πολυζώης , Πολυχρόνης , δίνεται  σε αρσενικό  νεογέννητο , όταν όσα  γεννήθηκαν πριν  από  αυτό έχουν  πεθάνει , για  να  σταματήσει  το  κακό . Το  θηλυκό ( Σταμάτα ) το  δίνουν σε  νεογέννητο  κορίτσι , πάλι  για  τον  ίδιο  λόγο . Απ’ το  Σταμάτης  βγήκε και  το  Σταματόπουλος κλπ .

Στέφος , μπορεί απ’ τον  Στέφανο ή  από το  Στέφος = στέμμα , στεφάνι , που  μεταφορικά σημαίνει  δόξα . Ο δοξασμένος .

Στράγγας , απ’ το  στραγγίζω = πίνω μέχρι  τελευταία  σταγόνα . Το  όνομα  το  κερδίζουν – συνήθως – αυτοί  που  αγαπάνε  το κρασί.

Σωκαράς , Σουκαράς , Σωκάρι είναι  ένα  είδος σκοινιού για  όλες  τις  δουλειές . Σωκαράς ή Σουκαράς , λέγεται  αυτός  που  το  πλέκει .

Ταμπάκης , αυτός που  κατεργάζεται  τα τομάρια  των  ζώων , ο  βυρσοδέψης .

Τζαμάρας , από το Τζαμάρα = μεγάλη  φλογέρα με 8  τρύπες μπροστά  και  μία  πίσω .

Τσάμης , αυτός  που  κατάγεται  απ’ την  Τσαμουργιά .

Τσαούσης , απ’ το  Τούρκικο CAVUS = Λοχίας .

Τσεργάς , από  την  τσέργα , το  χοντρό  μάλλινο κρεβατοσκέπασμα .

Ψιμάδας , απ’ το  ψιμάδι ή  ψιμάρι ή  ψιμάρνι = το  όψιμο  αρνί .

Ψιμάρας , το  ίδιο .

Καλό  σας  μεσημέρι ….Κ.Κ.-

No comments: