ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΠΟΥ ΕΣΒΗΣΑΝ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ..
Tον παλιό , καλό καιρό , που υπήρχαν ακόμα στο χωριό μας , τα..Σαββατοκύριακα και τις ..γιορτάδες , ασβεστωμένα ..πεζοδρόμια κι’ αυλές , και ..μοσχοβόλαγαν τα βραδάκια , οι γειτονιές απ’ τις..μοσχομολόχες και τα ..βασιλικά , κι’αν πέρναγες κάπως ..αργά τ’ απόγεμα , έβλεπες τις γειτόνισσες στα ..πεζουλάκια , να δροσίζονται και να τα..λένε , ενώ σου ..χάϊδευε τ’ αυτιά , τ’ ανάλαφρο αεράκι που κατέβαινε απ’ τα Καλτεζιά , φέρνοντας , μαζί με τις ευωδιές της Γκιώνας , και εκείνο το..γλυκό τραγούδι τ’ αργαλειού , ψηλά ..απ’ το Βαρούσι και τον..ψαλά , χώρια τα..λιανοτράγουδα , απ’ την πανέμορφη φωνή της Ταρανοκατίνας , που..τα ‘στελν’ ο..αντίλαλος του..Παλιόραγκου , κατ’ απέναντι σε μας..εκείνη λοιπόν την ονειρεμένη εποχή , χώρια ‘π τις τόσες ομορφιές , είχε το πανέμορφο χωριό μας κι’ άλλες ..χάρες , μεγάλες ..δυνατές..είχε κάτι..΄μικρογιορτάδες , που δεν τις..γράφουν τα ..μερολόγια , ούτε τις λένε τα..ραδιόφωνα και οι ..τηλεοράσεις , ήταν οι γιορτάδες της..ψυχούλας , όπως έλεγε κι’ ο αξέχαστος ο Ζαμπέτας ..
Μάλιστα , αυτές οι γιορτάδες , αυτές οι όμορφες ..συνάξεις , ήταν γραμμένες μοναχά στα ..τεφτεράκια της ψυχής των χωριανών μας , κι’ αυτές ..κράταγαν γερά ..γερά , τους ..Λιδορικιώτες , τον ένα..πλάϊ στον άλλο , κι’ είχε το χωριό μας και..συγγένειες και..σόγια , και ..κουμπαριές και γειτονιές και..φιλίες , κι΄απ’ολα …
Σε κάθε γειτονιά , θα υπήρχε , κάπου-κάπου , και κάνα..ραδιόφωνο , κι’ άκουγονταν , μαζί με τις αξέχαστες φωνές , του Γούναρη , του Μαρούδα ΄, της Βέμπο και της..Χατζοπούλου , και τα..γλυκο..σεγονταρίσματα , των κοριτσιών της γειτονιάς , που συντρόφευαν στις διάφορες δουλειές τις μανάδες και τις..γειτόνισσες , που έβαζαν πάντα ένα..χεράκι , έτσι απ’ αγάπη κι’ αλληλεγγύη..
Και σαν πέρναγε λιγάκι η..ώρα , σε’παιρνε κι’ η..μοσχοβολιά απ’ το..χαλβά , που .έφκιαχνε η ν’κοκυρά , για να φιλέψει τις αγαπημένες φιλενάδες της , σπάζοντας..βεβαίως ..βεβαίως , τις μύτες σ’ ολόκληρη τη γειτονιά , ήταν βλέπεις ο..αλευροχαλβάς , το..μαλαχόζι , όπως το ‘λεγαν , πρώτο..παραχέρι , άϊντε και κάνα..φοντανάκι , φοντάμια ..τα λέγανε οι γιαγιάδες μας , πολυτέλειες..βέβαια , αλλά καμιά φορά..υπήρχαν κι’ απ’ αυτά…
Έχω αδέρφια , το..τεφτέρι με τα βερεσέδια , του μαγαζιού μας , σώθηκε ..δεν ξέρω πως , και αναφέρεται στην περίοδο 1955-1960 , και είναι ..ακτινογραφία , μιας ..πλευράς της Λιδορικιώτικης ζωής , έγραφε η σχωρεμένη η μάνα μου , με τα μικρά ονόματα και τα..παρατσούκλια , άϊντε , να καταλάβει ο..ξένος για ποιά μιλούσε , το χαζο..διαβάζω , που και που , και δεν μπορώ να σας..περιγράψω , στ’ αλήθεια , τι..ακριβώς νοιώθω , τι..αισθάνομαι , ένα παράξενο ..ανακάτεμα συναισθημάτων με..πλημμυρίζει , με ..πνίγει , κι’ εκείνος ο..άθλιος ο..κόμπος στο λαιμό , να μη λέει να..φύγει..
Παρέλαση..αγαπημένων προσώπων , που έχουν από χρόνια ..φύγει , και διαβάζοντάς το , μαθαίνεις και τις..μικρο..γλυκο..προτιμήσεις της κάθε ..εποχής , ξεκινάμε με..λουκουμάκια , προχωράμε στα..φοντάμια (!!) και από κάποια στιγμή και μετά εμφανίζονται και τα..σοκολατάκια , που ήταν βέβαια , είδος..πολυτελείας..γι’ αυτό και οι..αναλογίες , ήταν 1 προς..δέκα , για να μην πω και παραπάνω , Ελένη π.χ. 250 δράμια ..λουκούμι , 100-150 ..φοντάν , και..άϊντε και ένα..δίφραγκο ..σοκολατάκια ..
Τότε , βέβαια , δεν υπήρχαν όλες οι σημερινές σοκολατοποιίες ,που έρχονταν στην επαρχία και έπαιρναν παραγγελίες , όοχι βέβαια , ήταν μία και..μοναδική η..” Γκλόρια “ , και κάθε 15-20 μέρες , ή και μήνα καμιά φορά , ερχόταν απ’την Αθήνα , ο παραγγελιοδόχος της , ένα ευγενέστατο και..πολυμορφωμένο..γεροντάκι , πρόσφυγας απ’ την Κωνσταντινούπολη , αριστοκράτης πραγματικός , αλλά οι..καταστάσεις ..βλέπεις , έπαιρνε την παραγγελία μας , και σε καμιά βδομάδα , τα πράγματα έρχονταν με το φορτηγό του Σιώκου .Ένα βράδυ λοιπόν , το θυμάμαι σαν να ήταν..χθες , ο φίλος μας ο..Γκλόριας , μας ανακοίνωσε πως στην Αθήνα ..χαλάει ο ..κόσμος , από κάτι καινούρια σοκολατάκια , και άνοιξε τη βαλιτσούλα –δειγματολόγιο , που είχε και μας έδειξε , δίνοντάς μας και να..δοκιμάσουμε . Και ήταν οι..περιβόητες , μετά , ..Μαργαρίτες …που φυσικά ήταν και ..ακριβότερες , καινούριο..πράμα βλέπεις ..
Με την πρώτη λοιπόν , παραλαβή Μαργαριτών , φάνηκε το..πράμα , τράβαγε ..και μέσα στο..γλυκο..μενού , στις γιορτάδες , μπήκαν πλέον..οριστικά και..αμετάκλητα και οι..μαργαρίτες , εκτοπίζοντας σε μεγάλο ποσοστό ..φονταμάκια και..λουκούμια , γίναμε ..Αθήνα…
Ξεφύγαμε όμως αδέρφια απ’ το…θέμα μας , παρασυρμένοι απ’ τη νοσταλγία , μια απ’ τις ..άγραφες λοιπόν αυτές γιορτές , ήταν τα..” ΠΑΡΑΣΠΟΡΙΑ “ , αλλά επειδή στην περίοδο της Τουρκοκρατίας , υπήρχε ένας ..σκληρά..φορομπηχτικός θεσμός , με το ίδιο όνομα “ ΠΑΡΑΣΠΟΡΙΑ “, ξεκαθαρίζουμε , προς αποφυγήν παρανοήσεων και..παρεξηγήσεων , πως τα ..παρασπόρια αυτά , δεν έχουν καμιά σχέση , με τον όμορφο εκείνο θεσμό που υπήρχε στα χωριά μας , αλλά και σ' όλη την Ελλάδα , της αλληλεγγύης , της βοήθειας μεταξύ συγγενών , φίλων και γειτόνων , στο ξεμπούλτσισμα κυρίως του καλαμποκιού αλλά και ΄σε άλλες δουλειές , όχι , τα " παρασπόρια¨" ήταν ένας φορο..μπηχτικός θεσμός , ο..βαρύτερος , κατά την Τουρκοκρατία , διαβάστε πιο κάτω τι ακριβώς ήταν σύμφωνα με την Τούρκικη νομοθεσία :
" Αλλ' ο χωρικός εκτός απ' αυτές τις δουλειές έπρεπε να κάνει και ορισμένες αγγαρείες .
Η πιο βαριά ήταν αυτή που ονομαζόταν < παρασπόρια > . Ήταν δηλαδή υποχρεωμένος να καλλιεργεί , για λογαριασμό του τσιφλικά και μόνο , μια μεγάλη έκταση που είχε χωριστεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό και ήταν πάντα η πιο εύφορη . Έπρεπε να την σπείρει , να μαζέψει τον καρπό , να τον συσκευάσει και να τον παραδώσει στον ιδιοκτήτη , αλλά και να βάλει και τα έξοδα από την τσέπη του . Ο τσιφλικάς πλήρωνε μονάχα τη δεκάτη στους σπαχήδες .
Σ΄αυτά τα τσιφλίκια ή βακούφια , παραχωρούσαν πολλές φορές στους χωρικούς ένα μέρος για να φυτέψουν εκεί αμπέλια ή άλλες φυτείες ή να χτίσουν κι' ένα σπίτι , υπό τον όρο να πληρώνουν κάθε χρόνο ένα μικρό ποσό . Το εισόδημα απ' αυτές τις καλλιέργειες ανήκε αποκλειστικά στον χωρικό , ο οποίος είχε και το δικαίωμα να πουλήσει αυτό το κτήμα , αν ήθελε , ή να το γράψει στους κληρονόμους του . Αν το άφηνε όμως ακαλλιέργητο ή με οποιοδήποτε τρόπο καταστρεφόταν , τότε το ξανάπαιρνε πίσω ο τσιφλικάς > . "
Πάρτε , λοιπόν μια πρώτη..γεύση , από μια..περιφορά σε κάποια άλλα μέρη της Πατρίδας μας , σχετικά με τα..παρασπόρια , και κυρίως για το..” ξεμπούλτσισμα “ του καλαμποκιού , που όπως είπαμε , ήταν και το..κυριότερο απ’ τα..παρασπόρια..
ΤΑ ΞΕΦΛΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ
ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΑΚΙ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ , που βρίσκεται στα..σύνορα της Ευρυτανίας ..
Εξευγενισμένη..αναπαράσταση , του παλιού “ ξεφλουδίσματος “ του.. “ ξεμπουλτσίσματος “ , όπως το λέγαμε στα χωριά μας .
Από το Σεμπτέμβριο και μετά αρχίζαμε τα ξεφλούδια. Η κάθε οικογένεια συγκέντρωνε στο σπίτι της ή στο αλώνι του χωριού το καλαμπόκι που ωρίμαζε. Το ξεφλούδισμα (ξεφύλλισμα), ή ταν μια δουλειά, που απαιτούσε χρόνο πολύ και που έπρεπε να γίνει και σύντομα, επειδή ο καιρός δεν άφηνε περιθώρια χρό νου, για λιάσιμο και στούμπισμα.
Η ενίσχυση των χωριανών στην προκειμένη περίπτωση ήταν επιβεβλημένη και αναγκαία. Θα βοηθούσε το γείτονα, τον συγγενή, τον χωριανό, θα βοηθιέταν όμως και ο ίδιος από αυτούς αργότερα. Και παρουσίαζε αυτή την ευχέρεια να βοηθήσει ο ένας τον άλλον, διότι το γένομα ( ωρίμανση ) του καλαμποκιού, δεν ήταν ταυτόχρονη σε όλους. Εξαρτάταν από το χρόνο και κυρίως από τη θέση που βρίσκεταν το χωράφι. Τα καλαμπόκια, παραδείγματος χάριν, της Καναβίστρας, της Σκιαδά, των Αμπελιών, γίνονταν γρηγορότερα.
Το ξεφλούδισμα γινόταν το βράδυ. Και τούτο γιατί την ημέ ρα ο καθένας μας είχε δική του δουλειά να κάνει πρώτον, και δεύτερον η δουλειά του ξεφλουδίσματος μπορούσε να γίνει βράδυ και καλλίτερα μάλιστα. Από την ημέρα ειδοποιούμαστε, ότι ο τάδε έχει ξεφλούδισμα το βράδυ και προσκαλούμαστε να πάμε. Μετά το φαγητό θα μαζευόμαστε στο συγκεκριμένο σπίτι. Η εικόνα ήταν πάντα και παντού η ίδια. Στη μέση του σπιτι ού, θάταν ο σωρός του καλαμποκιού, αν ο καιρός δημιουργού σε υπόνοιες ότι μπορεί να μην είναι καλός, στην αυλή του σπιτιού αν ο καιρός δεν προμηνούσε βροχές. Στη κορυφή του σωρού, ένα δύο λυχνάρια θα σκόρπιζαν λίγο φως και πολύ κά πνα. Τόση όση το πρωί φυσώντας τη μύτη μας να βγάζουμε σχέ τη μαυρίλα.
Γύρω στο χώρο κυκλικά, τα παιδιά, τα κορίτσια, οι γέροι, θα άρχιζαν το ξεφλούδισμα. Εκεί τότε θάρχιζαν, το κουτσομπολιά, τα τραγούδια, τα αινίγματα, τα παραμύθια, μα κυρίως θάρχιζε η κολοκυθιά. Όλοι θάπαιρναν ένα αριθμό από το ένα μέχρι τον αριθμό εκείνο που θα κάλυπτε όλους τους παίχτες. Μέχρι το τριάντα παραδείγματος χάριν, αν οι παίχτες ήταν τριάντα. Ο πρώτος θάρχιζε με τη στερεότυπη φράση " Εχω μια κολοκυ θιά, που κάνει πέντε κολοκύθια ". Εκείνος που είχε το πέντε, έ πρεπε αμέσως να απαντήσει και να πει : " Γιατί να κάνει πέντε;
" Στη διαμαρτυρία αυτού που είχε το πέντε, απαντούσε ο πρώ τος και τον ρωτούσε : "Πόσα θέλεις να κάνει ;" " Να κάνει δέ κα " έλεγε αυτός, για να ακολουθήσει η διαμαρτυρία αυτού που είχε το δέκα και να υποδειχθεί άλλος αριθμός, που με τη σει ρά του θα υποδείκνυε άλλον και το παιχνίδι έτσι θα συνεχίζεταν. Και είχε το παιχνίδι πολλούς σκοπούς. Κατ' αρχήν κρα τούσε ξυπνητούς τους εργαζόμενους και δεν τους άφηνε να νυστάζουν. Δεύτερον, προκαλούσε γέλια και ευχαρίστηση, για τί όταν κανένας έχανε και έχανε εκείνος, που έλεγαν τον αριθ μό του και δεν πρόσεχε να διαμαρτυρηθεί και να υποδείξει άλ λον αριθμό. Σ' αυτή την περίπτωση η μάνα του παιχνιδιού σε συνεννόηση με τους άλλους επέβαλαν ποινή στον "χαμένο". Και η ποινή ήταν να γκαρίξει σαν γάιδαρος, να γαυγίσει σαν σκύ λος, να λαλήσει σαν πετεινός και άλλα. Μετά την εκτέλεση της ποινής, άρχιζε πάλι το παιχνίδι.
Είχε και ένα άλλον κρυφό και πονηρό σκοπό, το πράγματι αθώο παιχνίδι της κολοκυθιάς. Τα παιδιά εύρισκαν την ευκαιρία να 'ρθούνε σε συζήτηση, πράγμα απαγορευμένο κάπως στην εποχή μας με κάποια κοπέλα που ή θελαν και συμπαθούσαν. Και δεν ήταν λίγο αυτό, όταν και αυ τή η καλημέρα σχεδόν δεν ήταν επιτρεπτή μεταξύ των νέων του χωριού στις μέρες μας. 8άταν βέβαια πολύ επιφυλακτικοί, μα σαν έρχεταν η σειρά τους λέγαν τον αριθμό της κοπέλας που ήθελαν, αφήνοντας έτσι να φανεί η προτίμηση τους. Και η απάντηση θα συνοδεύεταν με ένα πυγολαμπίδισμα, με μια σύ ντομη αστραψιά, μες το λιγοστό φως του λυχναριού, δύο μα τιών, που πάντα θάταν απέναντι μας, γιατί πάντα θα επιδιώκα με νάμαστε αντίκρυ σ' αυτά τα μάτια, που θέλαμε και που αγαπούσαμε.
Εκτός όμως απ' όλα αυτά, θάχαμε και μια άλλη αμοιβή. Ο νοικοκύρης σαν τέλειωνε το ξεφλούδισμα σ' ένα μεγάλο ταψί ή σ' ένα σκαφίδι, που ζημώναμε το ψωμί, θάχε σταφύλια και σύκα για να φάμε.
ΜΕΣΣΟΥΝΗ -- Δήμου Αιγείρου Ροδόπης
Οι παραδοσιακοί τρόποι καλλιέργειας, το όργωμα με το ησιόδειο άροτρο, ο θερισμός με δρεπάνι και παλαμαριά, το αλώνισμα στα σιτηρά και το καλαμπόκι, έχουν σήμερα εν πολλοίς αλλάξει, με την κυριαρχία μηχανικών μέσων που η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει. Μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς τρόπους έχουν σχεδόν εκλείψει και ήθη ή έθιμα της λαϊκής λατρείας που κάλυπταν την ανασφάλεια του παραδοσιακού ανθρώπου μπροστά σε μια φύση που δεν γνώριζε και συχνά δαιμονοποιούσε, αλλά και έθιμα κοινωνικής οργάνωσης, ιδίως αυτά της συνεργασίας και της αλληλοβοήθειας[4]. Στην περίπτωση της Μεσσούνης η συνεργασία αυτή εκδηλωνόταν στα “μιντζιά” του ξεφλουδίσματος του καλαμποκιού, που αποτελούσαν ταυτοχρόνως και ευκαιρία για κοινωνική επαφή, ακόμη και για την εκδήλωση ερωτικών συναισθημάτων ανάμεσα στους διαφορετικά μάλλον καταπιεσμένους και αυστηρά κοινωνικά ελεγχόμενους νέους και νέες.
ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ
Τα ξεφλουδίσματα, ήταν πανηγύρι. Ήταν κοινωνική εκδήλωση. Ήταν νυφοδιάλεγμα. Πόσοι και πόσοι κρυφοί πόθοι κι ακόμα κρυφότερες επιθυμίες δεν εκφράστηκαν με μια ματιά γεμάτη νόημα, μ’ ένα ερωτικό τραγούδι ή μ’ ένα πιάσιμο του χεριού στο χορό, που, σχεδόν πάντα, τα ακολουθούσε!
Χαρακτηριστική μορφή αλληλοβοήθειας είναι «το ξεφλούδισμα» Όταν μαζεύεται το καλαμπόκι «σωριάζεται» στην αυλή του σπιτιού ή μέσα σ’ αυτό, αν ο καιρός δεν επιτρέπει το ξεφλούδισμά του έξω. Αποβραδίς κάποιος από το σπίτι (συνήθως ένα κορίτσι) περιέρχεται τα γειτονικά ή και όλα τα σπίτια του χωρίου και ειδοποιεί ότι «το βράδυ θα έχουμε ξεφλουδίσματα».
Οι ειδοποιούμενοι πάνε με ευχαρίστηση, γιατί αυτό το είδος της συνεργασίας ήταν και μια θαυμάσια ευκαιρία για ψυχαγωγία. Έτσι ενώ το καλαμπόκι ξεφλουδίζεται οι εργαζόμενοι τραγουδούν, ανταλλάσσουν εύθυμα πειράγματα ή σκώμματα αφελή, λύνουν αινίγματα ή κουτσομπολεύουν σχολιάζοντας τα τελευταία γεγονότα του χωρίου. Στο τέλος προσφέρονται γλυκά ή φρούτα (σταφύλια, σύκα, καρύδια ή κάστανα), αφού είναι η εποχή της συγκομιδής.
Πρόσκληση σε βοήθεια γίνεται και για «το στούμπημα» του καλαμποκιού. Γι' αυτήν όμως την εργασία συνήθως φώναζαν τους «χεροδύναμους» άνδρες, για να μπορούν ν' ανταποκρίνονται στη δυσκολία της εργασίας.
ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ
Η διατροφή των Καρπενησιωτών αλλά και των Ευρυτάνων γενικότερα γινόταν με την μπομπότα που έφτιαχναν με καλαμπόκι. Σιταρένιο ψωμί λίγο καιρό έτρωγαν γιατί δε σπέρναμε πολλά σιτάρια. Όλα τα ποτιστικά χωράφια αλλά και πολλά άνυδρα τα σπέρναμε καλαμπόκι. Το φθινόπωρο που μαζεύαμε τα καλαμπόκια είχαμε τα ξεφλουδίσματα, στη συνέχεια το λιάσιμο, το στούμπισμα κα άλεσμα οπότε το μπομποτάλευρο πήγαινε για ζύμωμα από την κάθε νοικοκυρά.
Στα ξεφλουδίσματα που μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς, γνωστοί και γείτονες στο σπίτι εκείνου που είχε τα καλαμπόκια, γινόταν γλέντι με χορό και τραγούδια. Κάθε νοικοκύρης προσέφερε πολλές φορές φαγητό με κρέας, χυλοπίτες, πατάτες, πίτες κλπ.
Αργότερα σταμάτησαν το φαγητό και αντ’ αυτού προσέφεραν γλυκά, φρούτα ή καμιά πίτα, γιατί το φαγητό ήταν προβληματικό μέσα στα φύλλα του καλαμποκιού και τις φούντες. Και εδώ γίνονταν γνωριμίες νέων και ακολουθούσαν συνοικέσια. Οι άνθρωποι βοηθιούνταν μεταξύ τους, όπως φαίνεται πιο πάνω με τα ξεφλουδίσματα αλλά και γενικότερα με όλες τις δουλειές, ενώ σήμερα ακόμη και στενοί συγγενείς αδιαφορούν να βοηθήσουν τον αδύνατο.
Μια ..ονειρεμένη γιορτή , λοιπόν , ήταν τα παρασπόρια , ένα..πανέμορφο οικογενειακο..φιλικό πανηγύρι , που μαζί με τη..δουλειά πρόσφεραν και..διασκέδαση , δεν είχαν δα και πολλές ευκαιρίες για..ξέσκασμα τότε βλέπεις …
Τα κορίτσια , ξαδέρφες , φίλες , γειτονοπούλες , κανόνιζαν την παρέα και στην καθορισμένη μέρα και ..ώρα , βραδινή πάντα , κατέφθαναν στο σπίτι που θα γινόταν το..παρασπόρι , εκεί , απλωμένο για να στεγνώσει καλά-καλά , περίμενε το..καλαμπόκι , έτσι με τα..μπούλτσα , τα..φύλλα δηλαδή , στη μέση κάποιου χώρου , που ήταν είτε μέρος της αυλής , είτε κάποιο μπαλκόνι , ευρύχωρο όμως , κι’ έπιαναν θέσεις , ολόγυρα ..
Εμείς , δυστυχώς , και το λέω με..ειλικρίνεια και..πίκρα , είχαμε το μαγαζί , και δεν είχαμε καμιά σχέση με τις γεωργικές δουλειές , κάτι που εμένα με..μαράζωνε , κρυφο..ζήλευα τους φίλους και συμμαθητές μου , όταν μου διηγούνταν πως περνούσαν πηγαίνοντας με τους γονιούς τους στις δουλειές , στα χωράφια και στα..ζωντανά , τα..γιδοπρόβατα , η χειρότερή μου δε μέρα , ήταν η..Δευτέρα , γιατί ; ..Γιατί τα φιλαράκια , μου διηγούνταν τις όμορφες ..περιπέτειες της..Κυριακής , που πήγαιναν φαί , στον παππού ή στον πατέρα , στα πρόβατα , που ..βόηθαγαν στο..άρμεγμα , γιατί όλα τα παιδιά ήξεραν να..αρμέγουν , ενώ εγώ…
Βάσανο λοιπόν , και..μάλιστα μεγάλο , για μένα , και δεν το κρύβω , πως όταν μου ‘λεγαν , πως βρήκαν και φωλιές πουλιών , με..κοτρώνια , τι ήταν τα..κοτρώνια ; ..Ήταν αδέρφια η..συνθηματική..ονομασία των αυγών , που εύρισκαν στις φωλιές , και τα ‘λεγαν ..κοτρώνια , γιατί αλοιώς , αν δηλαδή τα ‘λεγαν…αυγά , μπορεί να άκουγε κ’ανα..φίδι , και να πήγαινε να τα ‘τρωγε , μιλάμε για..ομορφιές , για..προχωρημένα πράγματα , ε..αυτά άκουγα και ‘γω και..μπουρλότιαζα απ τη…ζήλεια μου , βέβαια όλα τα παιδιά , είχαν κι’ αυτά μέσα τους το..σαράκι της ζήλειας , για ..μένα , γιατί ; …Θέλει και ..ρώτημα ; Μα γιατί ήμουνα όλη μέρα μέσα στα…γλυκά , και της εποχή εκείνη , ακόμα και ένα ..γλυκό , ήταν δύσκολο , πολύ δύσκολο μάλιστα , να το αγοράσεις ..δει..δει..χρημάτων ..π’ λένι…
Μιά και δεν ..είχαμε λοιπόν εμείς , γεωργοκτηνοτροφικές..δραστηριότητες , εγώ ..βόλευα τον ..καϋμό μου , παρακολουθώντας , αλλά και ..συμμετέχοντας , πολλές φορές , στις δραστηριότητες της θειάς μου της Βιολέτας και του μπάρμπα Σπύρου , αδελφού του πατέρα μου , που μέναμε στο ίδιο..σπίτι , που ήταν φυσικά ..μοιρασμένο στα δυό..και είχαν , δόξα τω..Θεώ , απ’ όλα τα είδη που..μ’ ενδιέφεραν , και κότες , και μανάρες , και μπλάρ , και έσπερναν και ένα σωρό..χωράφια , έτσι λοιπόν , παρακολουθούσα από πολύ-πολύ κοντά τα..γεωργοκτηνοτροφικά..δρώμενα ..
Τα καλαμπόκια λοιπόν του μπάρμπα Σπύρου , ήταν από μέρες απλωμένα στη βεράντα , που ήταν ενιαία με τη δική μας , με ένα κάγκελο στη μέση , που τις χώριζε , οπότε ήταν η..καλύτερή μου , είχα και την πρωτοξαδέρφη μου την Κατίνα , ζει χρόνια τώρα στην Αμερική , να ‘ναι πάντα καλά , που ήταν καλόψυχη , εργατικιά , και μ’ αγάπαγε , και έτσι βρισκόμουνα σε όλες τις παρόμοιες εκδηλώσεις ..εκεί , μπάστακας..προσφέροντας , βέβαια και κάποιες..μικροδουλίτσες , βοηθητικές πάντα , αλλά και..ουσιαστικές , κυρίως ετοίμαζα το..λουξ , απ’ το μαγαζί , για να ‘χουμε μπόλικο φως , και κάτι..τέτοια…ήμουνα κάτι δηλαδή σαν..φροντιστής – υπεύθυνος επί του..φωτισμού ..
Μόλις λοιπόν σουρούπωνε , κατέφθαναν οι..καλεσμένοι , ή μάλλον οι..καλεσμένες , γιατί όλο ..κορίτσια ήταν , και ήταν και πολλές..Έρχονταν οι..Αρπαλοπούλες , οι μεγάλες κόρες του μπάρμπα Χαράλαμπου , που ήταν πρωτοξαδέρφες της Κατίνας , απ’ τη μάνα τους , έρχονταν οι..Τριωτοπούλες , κάτω απ’ τις..Λάκκες , οι γειτονοπούλες κόρες του Πισλαποστόλη , Κωστοπαναγιώτου το..επίθετο , από απένατι έρχονταν οι Παλαιολογοπούλες , Ασημίνα ..Μαρία , και καμιά φορά , σπάνια όμως , έρχονταν κι’ απ’ την Κίσελη , η θειά Μαργαρώ Πανάγου , αδερφή της θειας Βιολέτας , με τις κόρες της , Ασπασία και Κατίνα , και η γειτονοπούλα η Τούλα του Ξηρομάμου , ενώ δεν έλειπαν και οι γύρω γείτονες , Βουλγαραίοι , Κασσιδαίοι , με ..guest ..super star , τη θειά την Πισλοκατερίνη , που ήταν το α και το..ω , σε τέτοιες συνάξεις…
Όσες ώρες κράταγε το..καλαμποκοξεμπούλτσισμα , λέγονταν και τι..δε ..λέγονταν , παρούσης δε της Πισλοκατερίνης , όλα ήταν..πιθανά , αλλά και..απρόβλεπτα , άκουγονταν τα πιό..απίθανα καλαμπούρια , μετά..αθυροστομίας ..μπόλικης , φυσικά , αλλά ..αποδεκτής , μιας και όλοι ξέραμε , γιά το πως ..και τι..λέει η θειά Κατερίνη ..Βέβαια , η Κατίνα , η ξαδέρφη μου με τη θειά Βιολέτα , είχαν ..μεριμνήσει , φυσικά , για το..κάτι τις , που θα φίλευαν τις φιλενάδες , και..χαλβούλη και το..λουκ’μάκι και..άϊντε και κάνα..φουνταμάκι , φοντάν..δηλαδή , απ’ όλα τα..καλούδια , είχε ο..μπαξές …και κυρίως όμορφη..ατμόσφαιρα , φιλική ..ζεστασιά , καλαμπούρια..ατελείωτα και…τραγούδι…τραγούδια όμορφα , από..” Μάτια σαν και τα δικά σου “ , μέχρι..Βέμπο και..” Να ζήσουν τα..φτωχόπαιδα “ , της Χατζοπούλου , που ήταν και πολύ στη ..μόδα τότε , βέβαια είχαμε και τα ..δημοτικά μας , και τα..λαϊκά μας , και τι δεν είχαμε , αλλά κάποια έχουν μείνει..χαραγμένα , βαθειά..βαθειά, μέσα στην ψυχή ..
Η ξαδέρφη μου , η Κατίνα , έχει υπέροχη φωνή , και θα μπορούσα άνετα να πω , πως τραγουδούσε , και θα τραγουδάει ακόμα , τραγούδια της Βέμπο και της Ελίζας Μαρέλη …καλύτερα κι’ απ’ τις..ίδιες τις ..τραγουδίστριες , τόσο όμορφα τραγουδούσε , δίνοντας με τη φωνή της μια ..περίεργη αλλά και πολύ-πολύ..γλυκειά και..όμορφη ..μελαγχολικότητα και..νοσταλγικότητα , στα τραγούδια , που απ’ τη φύση τους είχαν ..νοσταλγία και..πάθος , και λες και σου τα..κάρφωνε ..γλυκά..γλυκά στην ψυχή..όπου μένουν ακόμα..ζωντανά..
Κάποιο επίσης τραγούδι , που είναι ..χαραγμένο , βαθειά στην παιδική μου , τότε , ψυχή , και είναι..δεμένο..σφιχτά..σφιχτά , με τα παρασπόρια του..καλαμποκοξεμπουλτσίσματος , είναι το.. “ Θάλασσα τους ..θαλασσινούς…” , τραγουδισμένο ..σεμιναριακά , θα ‘λεγα , απ’ τη φίλη γειτονοπούλα , την Τούλα΄Ξηρομάμμου – Λαβίδα , ας είναι αναπαυμένη , κλείνω τα μάτια , καμιά φορά , και την ακούω λες σήμερα , να τραγουδάει το “ θάλασσα τους θαλασσινούς “ με ένα ξεχωριστό δικό της τρόπο , που μας γέμιζε συγκίνηση όταν..αναθυμιέμαι τα παλιά , αυτό το τραγούδι μου..χαϊδεύει την..ψυχή ..
Μετά τα..μουσικά διαλείμματα , παίζονταν και διάφορα..παιχνίδια , γίνονταν..λογοπαίγνια , λέγονταν…παροιμίες και τα υπέροχα εκείνα..ερωτοαπαντητικά παιχνίδια , κάτι σαν..κουίζ , σαν..παροιμίες , που όμως ήταν πολύ διασκεδαστικά , με προεξάρχουσα βεβαίως..βεβαίως..την..κολοκυθιά , που πήγαινε..ταμαμ , με την κολοκυθόπιτα που έφκιαχναν , τα βράδια αυτά…
Το..έργο βέβαια επαναλαμβανόταν , και τ’ άλλο βράδυ , αν δεν τελείωνε το..ξεμπούλτσισμα , και ..τρίτο βράδυ , και μακάρι να ..κράταγε …μέρες…μήνες..χρόνια…Όλα τα όμορφα πράγματα , όμως αδέρφια , στη ..ζωή , κρατάνε..λίγο , γι’ αυτό άλλωστε και είναι όμορφα , και τα..ζητάμε , και τα..νοσταλγούμε , έχοντάς τα ..χαραγμένα στην..ψυχή μας….
Το “ παρασπόρι “ λοιπόν δεν ήταν μια απλή γεωργική εργασία , κάτι δηλαδή το συνηθισμένο , αλλά κάτι σαν..γιορτή , που έφτανε μέχρι χορό και..γλέντι . Σε πολλές δε περιπτώσεις αν οι νοικοκυραίοι ήταν μερακλήδες , έφερναν μέχρι και κομπανία με ντόπιους οργανοπαίχτες και γινόταν γλέντι τρικούβερτο , άμα δε τύχαινε και στο σπίτι υπήρχαν και κάποιοι που έπαιζαν κάποιο όργανο τότε το πανηγύρι ήταν σίγουρο .
Στο χωριό μας υπήρχε μια τέτοια οικογένεια , που από μόνη της είχε μια μικρή κομπανία , ήταν η οικογένεια του αείμνηστου Νίκου Πανάγου , απ’ το Βαρούσι , που είχε δυο γιούς που έπαιζαν όργανα , ο αείμνηστος Παναγιώτης , ο δάσκαλος , βιολί και ο Γιώργος που ήταν επαγγελματίας , ΄λαούτο και κιθάρα , ο δε πατέρας έπαιζε κλαρίνο , οπότε συμπληρώνοντας , επικουρικά , με τον Γιώργο Κλώσσα , κλαρίνο , και τον Σπύρο Κακόπουλο , απ’ τη Σκαλούλα , σαντούρι το ξενύχταγαν κανονικά .
Υπάρχει ένα ηχητικό ντοκουμέντο από ένα παρασπόρι , που μας έδωσε ο φίλος Νίκος Πανάγος , εγγονός του μπάρμπα Νίκου στο οποίο παίζουν οι τρεις Παναγαίοι , ο Γ.Κλώσσας κλαρίνο και ο Σπ. Κακόπουλος σαντούρι , το ηχητικό αυτό είναι σε κασέτα και για να αναρτηθεί στη σελίδα πρέπει να μετατραπεί , κάτι βέβαια που θέλει ειδικόν , πάντως σύντομα να το ετοιμάσουμε και θα το απολαύσετε στο “ Λιδωρίκι “…
Καλό σας Κυριακόβραδο ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment