Την 26η Ιανουαρίου 1936, λίγους μήνες μετά την ανατροπή της πρώτης ελληνικής Δημοκρατίας (1924 – 1935) και την επάνοδο στο θρόνο του βασιλιά Γεωργίου Β΄, έγιναν οι τελευταίες εκλογές της περιόδου του Μεσοπολέμου. Το αποτέλεσμά τους δε δημιουργούσε προϋποθέσεις για εμπέδωση της πολιτικής ομαλότητας. Το κόμμα των «Φιλελευθέρων» πλειοψήφησε εκλέγοντας 126 βουλευτές. Όμως το «Λαϊκό» κόμμα μαζί με την ιδεολογικά συγγενή του «Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση» διέθεταν στη Βουλή 136 έδρες. Το «Παλλαϊκό Μέτωπο», που είχε συγκροτηθεί κυρίως από το Κ.Κ.Ε., εξέλεξε 15 βουλευτές και το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων» του Ιωάννη Μεταξά κέρδισε 7 βουλευτικές έδρες.
Οι «Φιλελεύθεροι», αδυνατώντας να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού με το «Λαϊκό» κόμμα, πρότειναν στο βασιλιά τη συγκρότηση υπηρεσιακής κυβέρνησης με πρωθυπουργό το μετριοπαθή αντιβενιζελικό πολιτικό Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Σ’ αυτή είχε τοποθετηθεί ως αντιπρόεδρος και υπουργός των Στρατιωτικών ο Ιωάννης Μεταξάς. Στις 13 Απριλίου ο πρωθυπουργός βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Αμέσως ο Γεώργιος Β΄, χωρίς να συμβουλευτεί τους αρχηγούς των κομμάτων, όρκισε την ίδια μέρα πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά.
Η πρωθυπουργοποίηση του Μεταξά προκάλεσε την αντίδραση της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού (στις εκλογές της 26ηςΙανουαρίου 1936 το κόμμα του είχε συγκεντρώσει μόλις το 3,94% των ψήφων). Και τούτο γιατί ήταν γνωστές οι συντηρητικές πολιτικές του θέσεις και ο ρόλος του στα πολιτικά πράγματα της χώρας κατά την περίοδο 1914 – 1935. Συγκεκριμένα:
- Το 1914-1917 ως μέλος του Γενικού Επιτελείου Στρατού είχε στηρίξει το βασιλιά Κωνσταντίνο στην αντιπαράθεσή του με τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, η οποία οδήγησε σε συνταγματική εκτροπή και τελικά στον Εθνικό Διχασμό.
- Το 1919-1922, αν και στρατηγός, αρνήθηκε να συμμετάσχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία προβάλλοντας ως δικαιολογία την αντίθεσή του σ’ αυτή.
- Το 1935 ως αρχηγός του κόμματος «’Ενωσις Βασιλοφρόνων» είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ της πραξικοπηματικής επαναφοράς της δυναστείας.
Παρά το λαϊκό αίσθημα τα κόμματα έδωσαν την 28η Απριλίου 1936 ψήφο εμπιστοσύνης στη φιλοβασιλική κυβέρνηση του Μεταξά. Μόνον η κοινοβουλευτική ομάδα του «Παλλαϊκού Μετώπου» και μερικοί μεμονωμένοι βουλευτές την καταψήφισαν. Σε λίγες μέρες όμως ο Μεταξάς, με αφορμή την απεργία των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης, αποκάλυψε το «αντιδημοκρατικό του πρόσωπο».
Η απεργία των καπνεργατών
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922 οι πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα συνέβαλαν στην ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας, κυρίως στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, όπου εγκαταστάθηκαν. Έτσι ο καπνός ήταν πλέον ένα από τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της χώρας. Παράλληλα είχαν δημιουργηθεί καπνοβιομηχανίες από Έλληνες και ξένους επιχειρηματίες. Τόσο αυτοί όσο και οι καπνέμποροι πλούτιζαν από τον ιδρώτα των καπνοπαραγωγών και των καπνεργατών.
Οι τελευταίοι, ύστερα από σκληρούς αγώνες την άνοιξη του 1924, είχαν πετύχει με τη «σύμβαση Παπαναστασίου» τον καθορισμό της ημερήσιας αμοιβής τους. Κατά την περίοδο 1924 – 1930 αυτή ανερχόταν σε 105 δραχμές (για τις καπνεργάτριες το μεροκάματο ήταν πολύ μικρότερο). Από το 1931 και εξής όμως οι καπνέμποροι, επωφελούμενοι από την ανεργία που υπήρχε στον κλάδο των καπνεργατών, παραβίαζαν ασύστολα τη σύμβαση και έδιναν στους εργαζόμενους ψιχία. Σε πολλές περιπτώσεις καπνεργάτες αναγκάζονταν να δουλεύουν δωρεάν, μόνο και μόνο για να τους «κολλούν» οι καπνέμποροι τα ένσημα στο Τ.Α.Κ., ώστε να μη χάσουν το δικαίωμα της ιατρικής περίθαλψης (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 4ης Μαΐου 1936).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και υπό την καθοδήγηση της Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κήρυξαν την 29η Απριλίου 1936 απεργία με βασικό αίτημα την αύξηση του ημερομισθίου. Σε λίγες μέρες «μπήκαν» σταδιακά στον απεργιακό αγώνα και οι συνάδελφοί τους των Σερρών, του Βόλου, της Κομοτηνής, του Κιλκίς, της Ξάνθης, του Πειραιά και άλλων περιοχών(εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλα της 30ης Απριλίου και της 2ας Μαΐου 1936). Μάλιστα στη Σάμο οι απεργοί κλείστηκαν στις καπναποθήκες και άρχισαν απεργία πείνας (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 5ης Μαΐου 1936).
Οι καπνέμποροι, για να κάμψουν την αγωνιστικότητα των απεργών, χρησιμοποίησαν ποικίλα μέσα:
- με τη συνδρομή της διοίκησης, κυρίως της Χωροφυλακής, προσπάθησαν να «στήσουν» απεργοσπαστικό μηχανισμό, αλλά απέτυχαν.
- Ακολούθως χρησιμοποίησαν την τακτική του «κοινωνικού αυτοματισμού» διαδίδοντας πως η αύξηση του μεροκάματου των καπνεργατών θα έπληττε τους καπνοπαραγωγούς, δεδομένου ότι θα μειωνόταν η τιμή πώλησης των καπνών.
- Τέλος, στο πλευρό της εργοδοσίας τάχθηκαν και οι κυβερνητικοί παράγοντες τονίζοντας στους εκπροσώπους των απεργών ότι «ο καπνός είναι εθνικόν προϊόν». Συνεπώς η συνέχιση του απεργιακού αγώνα θα συντελούσε στην καταστροφή των αποθηκευμένων δεμάτων καπνού, γεγονός που θα έπληττε την εθνική οικονομία.
Το πρωί της Παρασκευής, 8 Μαΐου, οι απεργοί καπνεργάτες αποφάσισαν να επιδώσουν ψήφισμα με τα αιτήματά τους στο Γενικό Διοικητή Βορείου Ελλάδος Πάλλη. Εξέλεξαν για το σκοπό αυτό μια 15μελή επιτροπή και ξεκίνησαν πορεία προς το Διοικητήριο της πόλης. Στην οδό Εγνατίας είχαν παραταχθεί μεγάλες δυνάμεις της πεζής και της έφιππης Χωροφυλακής, πυροσβεστικές αντλίες και στρατιωτικές μονάδες, αποφασισμένες να εμποδίσουν την πορεία των απεργών. Αλλά και οι τελευταίοι ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν. Έτσι το κέντρο της Θεσσαλονίκης μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Οι έφιπποι χωροφύλακες με τα σπαθιά τους και οι πεζοί με τους υποκόπανους των όπλων τους χτυπούσαν με λύσσα όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Από τα παράθυρα των σπιτιών και από τα πατάρια των μαγαζιών οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι ζητωκραύγαζαν υπέρ των διαδηλωτών και έριχναν πέτρες και γλάστρες ενάντια στους χωροφύλακες. Οι μαγαζάτορες έπαιρναν στα καταστήματά τους τούς καταδιωκόμενους από τις δυνάμεις της Χωροφυλακής απεργούς, για να τους προστατεύσουν και να περιποιηθούν τα τραύματά τους (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 9ης Μαΐου 1936).
Η υπέρμετρη βία που άσκησε η Χωροφυλακή για τη διάλυση της ογκώδους διαδήλωσης ευαισθητοποίησε και άλλους κλάδους εργαζομένων της συμπρωτεύουσας. Το ίδιο βράδυ άρχισαν 24ωρη απεργία οι σιδηροδρομικοί, οι αυτοκινητιστές, οι τροχιοδρομικοί και οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρισμό. Θορυβημένη η κυβέρνηση Μεταξά επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς, ενώ διέταξε τον αντιστράτηγο, διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού Ν. Ζέππο να θέσει όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις σε επιφυλακή «διά παν ενδεχόμενον», μια και οι απεργοί είχαν αποφασίσει την πραγματοποίηση διαδήλωσης την επόμενη μέρα.
(Συνεχίζεται…)
No comments:
Post a Comment