Ακόμη το φυσά και δεν κρυώνει μία ωραία ενοικιάστρια που έζησε μια δυσάρεστη περιπέτεια, κυριολεκτικά από το πουθενά.
«Μια σπιτονοικοκυρά είνε πάντοτε ένας μπελάς διά τον απένταρον ενοικιαστήν. Αλλά μια νέα και ωραία σπιτονοικοκυρά είνε ένας διπλός μπελάς, διότι δεν έρχεται να εισπράξη μόνον το ενοίκιον, αλλά να αναστατώση και την καρδίαν του ενοικιαστού της. Και έκαστος φαντάζεται πόσους κινδύνους διατρέχει μία νεαρά και θελκτική ιδιοκτήτρια, όταν ευρεθή μόνη με τον ενοικιαστήν της, ο οποίος αν δεν έχη έτοιμον το ενοίκιον, έχει όμως πάντοτε έτοιμον τον θησαυρόν της καρδίας του και είνε πρόθυμος να καταβάλη μίαν τριμηνίαν από ερωτικούς στεναγμούς.
Εις αυτήν την θέσιν ευρέθη και η νεαρά και ωραία σπιτονοικοκυρά της μικράς οικίας που ευρίσκεται εις τα Ταμπούρια του Πειραιώς. Όπως μας πληροφορούν αι χθεσιναί εφημερίδες, το δράμα συνέβη ως εξής:
Προχθές το πρωΐ ένας νέος μετρίας περιβολής εκτύπησε την θύραν της οικίας, εις την οποίαν ενοικιάζονται δύο δωμάτια ευήλια και υγιεινά, κατά τας πληροφορίας του ενοικιαστηρίου. Η σπιτονοικοκυρά με πολλήν καλωσύνην και ευγένειαν υπεδέχθη τον νέον ενοικιαστήν και τον ωδήγησε με προθυμίαν εις το ενοικιαζόμενον διαμέρισμα.
Ο παράδοξος ενοικιαστής μόλις αντελήφθη ότι η ωραία ιδιοκτήτρια ήτο μόνη, ήρχισε να εκθειάζη όχι μόνον τα προτερήματα και τις χάρες των δύο δωματίων, αλλά και των δύο ωραίων ματιών της σπιτονοικοκυράς. Η νεαρά κυρία δεν αντελήφθη τας προθέσεις του κυρίου και ενθουσιασμένη διότι έβλεπε ότι το σπίτι της αρέσει, συνώδευε τους όρους της ενοικιάσεως με τα γλυκύτερα των μειδιαμάτων. Και ο διάλογος επροχωρούσε και διεξήγετο ως εξής:
-‘Όπως βλέπετε, είνε ωραία και τα δύο (η ιδιοκτήτρια εννοούσε τα δωμάτια).
-Τα βλέπω, κυρία μου… και τα θαυμάζω και τα δύο! ( Ο ενοικιαστής εννοούσε τα μάτια της σπιτονοικοκυράς).
-Και είνε, όπως βλέπετε, αρκετά… μεγάλα.
-Πολύ μεγάλα!
-Όλη την ημέρα τα βλέπει ο ήλιος…
-Τον ζηλεύω!...
-Τι θέλετε να πήτε;
-Τίποτε, εξακολουθήσατε.
-Τα θέλετε και τα δύο;
-Και τέσσερα εάν ήσαν, θα τα ήθελα!...
-Εγώ ενόμιζα πώς θέλετε να πάρετε το ένα…
-Μα τι θέλετε κυρία μου, να σας αφήσω μονόφθαλμον;…
Εδώ η ωραία ιδιοκτήτρια κάτι εννοεί, αλλά δεν θέλει και να χάση τον ενοικιαστήν:
-Είσθε μόνος;
-Δυστυχώς!...
-Τότε να τα πάρετε, αφού σας αρέσουν τόσον πολύ.
-Παρντόν… Υπάρχει καμμιά αποθήκη;
-Ένα υπόγειον από κάτω.
-Μπορώ να το ιδώ;
-Ευχαρίστως.
Και ανύποπτος η ωραία κυρία οδηγεί τον μέλλοντα ενοικιαστήν εις το υπόγειον του σπιτιού. Εδώ όμως η σκηνή γίνεται πλέον τραγική:
-Εδώ ημπορεί κανείς να φυλάξη ότι θέλει;
-Φυσικά.
-Υπάρχει ασφάλεια;
-Άλλο τίποτε.
-Η πόρτα κλειδώνει;
-Μάλιστα.
-Παρντόν, να δοκιμάσω.
-Τι να δοκιμάσετε;
-Αν κλειδώνη… Ά! Μάλιστα κλειδώνει. Τώρα λοιπόν είμεθα έν πλήρει ασφαλεία…
-Τι εννοείτε κύριε;
-Ότι προτιμώ αντί των δύο δωματίων ένα μικρόν διαμέρισμα εις την καρδιάν σας…
Η ωραία ιδιοκτήτρια καλεί εις βοήθειαν. Αλλά ο μέλλων ενοικιαστής είνε θρασύτατος. Και αντιθέτως προς εκείνον πού καθυστερεί τα ενοίκια και γυρεύει να το σκάση, αυτός δεν εννοεί να το κουνήση.
-Φύγετε, κύριε, αμέσως από το σπίτι μου!...
-Γιατί κυρία μου; Σας χρωστώ κανένα νοίκι;
Και δεν φεύγει. Ή μάλλον φεύγει όταν δεν υπάρχει πλέον κανείς λόγος να μείνη…
Η ωραία σπιτονοικοκυρά, κατόπιν του παθήματός της, ωμολόγησε ότι εις το υπόγειον δεν υπάρχει καμμία ασφάλεια!».
«Έθνος» 1932
No comments:
Post a Comment