ΑΡΜΑΤΩΛΟΙ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΕΣ - 9ο
Συνήθροισεν όλην την σβεννυμένην υπό του θανάτου φωνήν αυτού , και μόλις ηδυνληθη ν' απαγγείλη << παιδιά , πάρτε μας τα κεφάλια , και να' χετε την ευχή μου >>, εξέπνευσε .
Ο Ανδρούτσος ώρμησε μεθ' όλων των αρματωλών ίνα καταλάβη τα πτώματα , τα οποία έσπευδον ιν' αρπάσωσιν οι Τούρκοι . Τα πυρά διεσταυρώθησαν , πολλοί έπιπτον αμφοτέρωθεν , αλλ' ουδείς εγκατέλιπε το πεδίον . Οι αρματωλοί έχοντες απόφασιν η να λάβωσι τας κεφαλάς των δύο συντρόφων , η όλοι να πέσωσι , κραυγάζοντες ώρμησαν ακάθεκτοι .
Ήρχισεν να τρέπηται εις φυγήν το κέντρον του στρατού του Μουχτάρ , ότε ενεφανίσθη ο δερβέναγας της Ναυπάκτου Μητσο-Μπόνος μετ' αξιολόγου επικουρίας . Οι αρματωλοί ηναγκάσθησαν ίνα υποχωρήσωσιν εγκαταλιπόντες τας κεφαλάς του Βλαχοθανάση και του Ιωάννου Ξυλικιώτη , καταδιωκόμενοι δε υπό υπεραρίθμων εχθρών , διεσώθησαν εις του Σκορδά το χάνι , ο αριθμός των φονευθέντων Τούρκων υπήρξε σημαντικός , εκ των αρματωλών εφονεύθησαν πέντε , εν οις ο γέρων Βλαχοθανάσης . Τούτους θρηνών ο Ανδρούτσος λέγει :
Πέντε παιδιά μου σκότωσαν και τον Βλαχοθανάση ,
πέντε πλευρά μου τσάκισαν , και τη δεξιά μου πλάτη .
Η κεφαλή του Βλαχοθανάση αποκοπείσα υπό των Τούρκων περιήλθεν όλα τα πέριξ επιδεικνυομένη εν θριάμβω , και οι Τούρκοι , πλήρεις χαράς επί τω θανάτω του τρομερού αρματωλού , έδιδον δώρα εις τους περιφέροντας . Ακολούθως δε παραδοθείσα , επί αδρά ανταμοιβή , εις τον μπέην των Σαλόνων , υπέστη την τελευταίαν καταφρόνησιν , κρεμασθείσα άνω κοπρώνος .
Τα επόμενα τρία δημοτικά άσματα εικονίζουσι τα διηγηθέντα :
Α' .
Διαβάτ' από τον Έπαχτο , την άκρ' από τον λόγγο,
Ν' ακούσετε τον πόλεμο , που πολεμάει Ανδρούτσος ,
Ανδρούτσος κ' ο Μουχτάρ πασσάς κ' ούλα τα βιλαέτια .
Οι κλέφταις όλοι πολεμούν , κ' ούλοι ρίχνιυν τουφέκια ,
κ' ο Βλάχος δεν ακούγεται κ' ο Γιάννης Ξυλικιώτης .
Ο Βλάχος εσκοτώθηκε , κι' ο αγαι΄σννης πάγει στον τόπο ,
Ανδρούτσος εχουχούτιζε με το σπαθί στο χέρι .
<< Πάρτε του Γιάννη τ' άρματα , του Βλάχου το κεφάλι , να μη το πάρη η Τουρκιά , το παν στα βιλαέτια , βλέπουν εχθροί και χαίρονται και φίλοι και λυπούνται , το βλέπει και μιά παπαδιά και κάθεται και κλαίει . Στα Σάλονα το στείλανε στη μέση στο παζάρι , το πήγανε στους μπέηδες κι' ούλοι φλωριά κερνάνε >> .
Β ' .
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στη Βενιχώρα ,
τόνα τηράει τη Λιάκουρα , και τ' άλλο την Κοστάρτσα ,
το τρίτο το καλλίτερο 'ρωτάει τους διαβάταις .
<< Διαβάταις που διαβαίνετε , στρατιώτες που περνάτε , μην είδετε τσ' αρματωλούς και το Βλαχοθανάση , που γέρασε αρματωλός στους κλέφταις καπετάνιος . << Εμείς προψές τον είδαμε στον Έπαχτο απόξω , δυό 'μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες >> .
<< Ανδρούτσος τι κλειστήκαμε , σαν νάμαστε γυναίκες ; >>
το γιαταγάνι τράβηξε κι' ένα γιουρούσι κάνει ,
του πέφτουν βόλια σαν βροχή , κανόνια σαν χαλάζι .
Τρεις μπάλαις του ερρίξανε , πικραίς φαρμακωμέναις ,
η μιά τον πήρε στο λαιμό , η άλλη μες το χέρι ,
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε στο κεφάλι .
<< Κόψτε μου το κεφάλι μου , νάχετε την ευχή μου ...>>
Κ' Ανδρούτσος βγάνει μιά φωνή , πικρή , φαρμακωμένη ,
παιδιά τραβάτε τα σπαθιά , κι' αφήτε το τουφέκι ,
να μη μας κόψη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι ,
που γέρασε αρματωλός , στους κλέφτες καπετάνιος >>.
Βλάχο καλά καθόσουνα ψηλά στη Βουνιχώρα ,
θυμήθηκες τα νιάτα σου κ' επήρ' ο νους σ'αγέρα ,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι ,
το σεργιανάνε στα χωριά , και πέρνουνε μπαξίσι ,
στα Σάλονα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε .
Γ ' .
Ανδρούτσος , εκατέβηκε μες του Σκορδά το χάνι ,
τα παλληκάρια τον ρωτούν , γυρίζουν και του λένε .
< Ανδρούτσο μ' τ' είσαι κίτρινος , και στέκεις μαραμένος ; >
< Μουχτάρ - πασσάς μ' επλάκωσε στον Έπαχτο στον κάμπο πέντε πολέμους έκαμα απ' την αυγή ως το βράδυ , πέντε παιδιά μου σκότωσαν και το Βλαχοθανάση , πέντε πλευρά μου τσάκισαν και τη δεξιά μου πλάτη. Τώρα μας έρχονται κοντά , πεντ' εξ' οχτώ χιλιάδες φκιάστε ταμπούρια δυνατά και πολεμάτ' ανδρεία , να πιάσω Τούρκους ζωντανούς , κ' αυτόν το Μήτσομπόνο>>.
21.6.07
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment