ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ...ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΝΤΑΣ Η ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΜΕ...ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ....
Η σημερινή , πρώτη.. έκτακτη , θερινή συνεδρίαση της μικρής...πλατανικής Βουλής της ...Βαθειάς , αγαπητοί μας φίλοι , ήταν άκρως , μα πολύ..άκρως , ενδιαφέρουσα , και όπως σας το υποσχεθήκαμε , την παρακολουθήσαμε γιά..χάρη σας , και σας μεταφέρουμε τα...πεπραγμένα της....
ΘΕΜΑ ΤΗΣ : Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ...ΜΗΔΕΝΙΚΩΝ....
Ξεπερνώντας τα..διαδικαστικά , γιά οικονομία χρόνου , θα περάσουμε κατ' ευθείαν στην εισήγηση του μπάρμπα Μήτσου Κ... πάνω σε ερώτημα ενός συνέδρου .
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ : Γιατί δεν αναδεικνύονται πιά ικανά άτομα , στην πατρίδα μας ; στη Δημόσια Διοίκηση , στην Πολιτική , στους Δήμους , στις Κοινότητες και σ' όλα τα επίπεδα , γενικά ;
Ο μπάρμπα Μήτσος , αντί ευθείας απαντήσεως μας διηγήθηκε μιά παλιά , παμπάλαια , ιστοριούλα δίνοντάς μας και μιά παμπάλαια , μα πάντα επίκαιρη και αποτελεσματική , συνταγή , σαν άλλος...Μαμαλάκης.....
<< Τον 6ο π.χ. αιώνα , ο Πεισίστρατος , γιός του Ιπποκράτη , με μπαμπεσιά κατέλαβε την εξουσία στην Αθήνα και ανακηρύχθηκε τύραννός της . 'Οταν λοιπόν ανέβηκε στην εξουσία και θέλοντας να έχει τη γνώμη και κάποιου σοφού , γιά το τι πρέπει να κάνει γιά να σταθεί στην τυραννία , αποφάσισε να στείλει δικό του , έμπιστο , άνθρωπο σε ένα απ' τους υπάρχοντες , τότε , Έλληνες σοφούς . Έχοντας , λοιπόν , και μιά ..ψιλογνωριμία με τον Πιττακό τον Μυτιληναίο ( είχαν πάει κάνα δυό φορές ...γήπεδο παρέα.. ) , κάλεσε έναν έμπιστό του αγγελιοφόρο και του εξήγησε ποιός είναι ο σκοπός του ταξειδιού .
Θα πας , του είπε , θα βρείς το σοφό και θα ρωτήσεις τι πρέπει να κάνω γιά να μπορέσω να σταθώ σαν τύραννος στην Αθήνα , και σε δυό μέρες θάσαι εδώ , να δούμε τι θα κάνουμε γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα .
Έφυγε ο απεσταλμένος , έφτασε στη Μυτιλήνη , έψαξε και βρήκε το σοφό , ο οποίος τον καλοδέχτηκε , του εξήγησε το λόγο της επίσκεψης και ο Πιττακός τον φιλοξένησε στο σπίτι του , τι σπίτι δηλαδή ένα..καλύβι ήταν , παραγγείλανε από απέναντι καμμιά δεκαριά σουβλάκια με ..απόλα , δυό χωρίς κρεμύδι γιά το σοφό , τραβήξανε και τις μπύρες τους και αφού.. ντερλικώσανε γερά , είπε ο αγγελιοφόρος , Σοφέ μου καλά φάγαμε... καλά ήπιαμε...δε μου λες τώρα τι θα κάνουμε κει πέρα στην Αθήνα με το φίλο σου ;
Τώρα θα πέσουμε γιά ύπνο , είπε ο Πιττακός , κι' αύριο μέρα του Θεού είναι , έχουμε καιρό ...χωρίς βέβαια να διευκρινίσει ποιανού....Θεού , το οποίον δεν άρεσε καθόλου στον Αθηναίο , αλλά σκέφτηκε σοφός είναι ότι θέλει...λέει , ότι θέλει..κάνει , και πέσανε για ύπνο...
Πρωί-πρωί , χαράματα , τον ξύπνησε ο σοφός : ξύπνα , υπναρά..έχουμε δουλειές να κάνουμε , και περνάει η ώρα...
Ξεκινήσανε λοιπόν , χτυπήσανε από μιά κασερόπιτα , πήραν και το φραπεδάκι τους , για μαζί τους , και βγήκαν έξω στα χωράφια , προχωρήσανε μέσα στα σπαρμένα , σ' έπαιρνε η χαρά , κάτσανε λίγο , κάνανε τσιγαράκι , στριφτό , Ολντ Χόμπορν , κίτρινο , και αφού..στανιάρανε
κινήσανε περπατώντας μέσα τα σπαρτά .
Του αγγελιοφόρου όμως τούκανε εντύπωση που ο σοφός είχε κρεμασμένο στη ζώνη του ( δέρμα... κροκοδείλου παρακαλώ ΥΒ ΣΑΙΝ ΛΩΡΑΝ ) ένα μικρούλι δρεπανάκι , τόσο δα , και ρώτησε , λοιπόν τι θα κάνουμε με το φίλο σου ; θα τα...πούμε , θα τα..πούμε , τον καθησύχασε ο σοφός , κι' άρχισαν το σεργιάνι μέσα τα σπαρτά , γιά την ..ταμπακέρα όμως ..τίποτα , λέγανε διάφορες........κίες , αλλά περί διά το..θέμα , κουβέντα , μόνο που και που ο Πιττακός , όπως περνάγανε στα σπαρτά , όταν έβλεπε κάποιο στάχυ νάναι ψηλότερο απ' τα άλλα , έβγαζε το δρεπανάκι και τσακ...τόκοβε ...και άρχιζαν πάλι τα παλαβά τους , κάνα δυό φορές ο αγγελιοφόρος προσπάθησε να θυμήσει το λόγο της επίσκεψής του , αλλά πάντα η ίδια απάντηση , έχουμε...καιρό , μη βιάζεσαι ....
Αφου ξεποδαριαστήκαν στον ποδαρόδρομο , ξεθεωμένοι , αργά το μεσημέρι , μπήκανε σ' ένα χαμπουργκεράδικο , φάγανε γερά , ήπιαν κι' από μιά κόκα λάιτ και κατ' ευθείαν γιά..ύπνο....
Τον αγγελιοφόρο όμως τον είχανε ζώσει τα φίδια , πρωί-πρωί θάφευγε κι' ακόμα δεν τούχε πάρει κουβέντα του Πιττακού , πως θα γύρναγε πίσω ; θα τον πετσόκοβε ο Πεισίστρατος , που να του κολλήσει ύπνος , κ'απνιζε τόνα πάνω στ' άλλο , ντουμάνιασε το καλύβι , ξύπνησε ο σοφός , τούβαλε μιά πόστα , δεν άνοιγες κανένα παράθυρο ; πνιγήκαμε στον καπνό , άντε σήκω δεν έχουμε καιρό γιά χάσιμο....
Ηρέμησε ο ταλαίπωρος ο αγγελιοφόρος , τώρα , σκέφτηκε , θα μου πεί το μυστικό , έβγαλε απ' τη θήκη το Λαπ-τόπ του, και κάθησε περιμένοντας , ΄τι στρογγυλοκαθησες ; του λέει ο σοφός , σήκω θα πάμε απ' την άλλη μεριά του χωριού , να δεις κιόλας....
Κι' άρχισαν πάλι το σεργιάνι μέσα τα χωράφια , απ' την άλλη μεριά όμως , έλεγαν πάλι τις ίδιες.......κίες , αλλά γιά το ...ψητό κουβέντα..μούγγα ο σοφός , αλλά το δρεπανάκι..δρεπανάκι , όπου έβλεπε ψηλό στάχυ το...πετσόκοβε , βρε που μπλέξαμε , σκεφτόταν ο έρμος ο αγγελιοφόρος , κι' οχι τίποτ' άλλο αλλά ..σουρούπωνε ....
Αφού πιαστήκαν τα ποδάρια τους , απ' το περπάτημα , άντε λέει ο Πιττακός , πάμε γιά ύπνο τώρα , εσύ έχεις και ταξείδι το πρωί , πρέπει να ξεκουραστείς...
Γυρίσανε στο σπίτι , πήραν...το μπάνιο τους κι' οσοφός χώθηκε στο κρεβάτι , έσβυσε το φως και είπε : αντε...καληνύχτα και καλό ταξείδι , μη με ξυπνήσεις το πρωί...
Καλά..του λέει ο φουκαράς ο αγγελιοφόρος , δεν θα μου πεις τίποτα ; τόσο δρόμο έκανα...
Τι άλλο να σου πω ; ότι ήταν να πω τόπα , ότι είδες κι' ότι άκουσες...αντε..καληνύχτα , και γύρισε πλευρό...
Ο άλλος ο τριγώνης που να κοιμηθεί , του κόλλαγε ύπνος ; σκεφτόταν τον Πεισίστρατο και τον έπιανε κρύος ίδρώτας...ε..ρε...μπλέξιμο...όλη τη νύχτα είχε εφιάλτες , τι τα αυτιά του κόβανε , τι τη μύτη , μαυρο βράδυ πέρασε...
Αχάραγα , σηκώθηκε , κατέβηκε στο λιμάνι και πήρε το πρώτο Δελφίνι γιά Πειραιά , ενώ στο μυαλό του σκεφτόταν το τι τον περιμένει , έφτασε καμμιά φορά , πήρε τον ηλεκτρικό και τσουπ πρωινός στον Πεισίστρατοοοο...
Βρε καλώς τον , του λέει ο Πεισίστρατος , είχες καλό ταξείδι ; όλα καλά ;
Ξέρεις...να... δεν..ο μπάρμπας ..ο σοφός δηλαδή...δεν πρέπει νάναι και πολύ-πολύ καλά...τι να..σου..πω ....
Καλά τι σου είπε ; τον ρώτησε ο Πεισίστρατος , δεν μπορεί κάτι θα σου είπε...
Ξέρεις..γιά το...θέμα μας ...δεν μούπε...τίποτα
Τίποτα ; είσαι καλά η να βάλω τις φωνες , γιατί σ'εστειλα ;
Έχεις δίκιο , αλλά όσες φορές κι' αν τού κανα κουβέντα μούλεγε έχουμε καιρό , και έχουμε καιρό και με σεργιάναγε μέσα τα χωράφια , ξεποδαριάστηκα στον ποδαρόδρομο....
Καλά δεν σούπε τίποτα , τι κάνατε ΄δυό μέρες ; ο σοφός τι έλεγε , τι έκανε ;
Τίποτα , χαζολογάγαμε κι' ότα χθες το βράδυ τον ρώτησα , τι να πω στο φίλο σου ; μου απάντησε , ότι είδες κι΄'οτι άκουσες ...α...ο φίλος σου είχε ένα μικρό δρεπανάκι κι'όποιο στάχυ ήταν ψηλότερο απ' τ' άλλα τόκοβε , αυτή τη δουλειά έκανε δυό μέρες...
Τι είπες ; ρώτησε ο Πεισίστρατος ; τι έκανε ακριβώς να μου πείς ...
Να , έκοβε τα στάχυα πούταν ψηλότερα απ' τ' άλλα , μόνο αυτό , τίποτ' άλλο...τι να σου πω . ο άνθρωπος είναι...μυαλοφυγόδικος...σαλεμένος...
Το μυαλό σου και μιά λίρα , είπε ο Πεισίστρατος , στα είπε όλα , και καλά-καλά , ωραία τα κατάφερες μιά χαρά ,μπράβο σου...
Παμπάλαια λοιπόν η συνταγή , διαχρονική και λίαν...αποτελεσματική ...έχει κανείς...αντίρρηση ; απ' την ίδια ...τρώμε και...σήμερα , 2500 χρόνια...μετά.....η Ελλάδα..ποτέ δεν πεθαίνει.....
Μήνυμα...ελήφθη.......
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment