Tο πρώτο Ζαχαροπλαστείο του χωριού μας , φυσικά... " Η ΔΩΡΙΣ " το άνοιξαν δυό νέοι άγαπημένοι φίλοι , ο Τάσος Καντάς , απ' το Κροκύλειο , και ο Θύμιος . Γεωργίου . Καψάλης ( αχ..αυτό το Γεωργίου...) , εν έτει 1932 , μαζί ξεκίνησαν , παιδιά , καλφόπουλα στο μεγάλο Ζαχαροπλαστείο των Αθηνών , του πατριώτη μας ΖΑΒΟΡΙΤΗ , και έμειναν πάντα ..αγαπημένοι....
Όλοι οι παλιοί Λιδορικιώτες , γνώριζαν και θυμούνται , καλά-καλά , τον αξέχαστο άνθρωπο , συγγενή , φίλο , χωριανό , το γιατρό Παπαβασίλη , όπως όλοι τον λέγαμε . Δύσκολα , πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα , κι'η ζωή ακόμα πιό δύσκολη , η ανθρωπιά , στον ρημαγμένο τόπο μας την περίοδο εκείνη , ήταν βάλσαμο στις βασανισμένες ψυχές των χωριανών μας , ήταν το μοναδικό στήριγμά τους , τ' αποκούμπι τους , αν έλειπε κι' αυτή...
Είχε όμως , ο Μπαρμπα Βασίλης , Βασίλειος Παπαβασιλείου το όνομά του , σαν γνήσιος..Λοιδορικιώτης το χούι του πειράγματος , δεν άφηνε τίποτα απείραχτο , πάντα όμως με καλή προαίρεση , με το χαμόγελο και την παιδική ψυχή του .
Η αδυναμία του ήταν τα παιδιά , μας αγαπούσε παθολογικά , ατελείωτα κι' όσο μας αγαπούσε άλλο τόσο μας πείραζε μας..παίδευε , δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πέρναγαν απ' τη Βαθειά , γιατί εκεί ακριβώς μπροστά στον πλάτανο είχε..στασίδι ο ΜπαρμπαΒασίλης και γιά να περάσης έπρεπε να περάσεις κι' από ..σαράντα ..κύματα , αυτός ήταν ο γιατρός ο Παπαβασίλης , αγνός , καλόψυχος , συντρεχτικός , απλός και πάνω απ' όλα άριστος άνθρωπος και γιατρός .
Γυρνάμε , στη δεκαετία του 50 , σκληρή η ζωή , σκληρή εποχή μα κι' αβάσταχτα νοσταλγική κι' ανθρώπινη , μ' αυτό τον πόνο το γλυκό που σε κατατρώει , αλλά τον θέλεις , τον ζητάς ....
Είμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας , το χωριό μας ερειπωμένο , κουρελιασμένο , προσπαθεί , με χίλια ...βάσανα να σταθεί ..στα πόδια του , και κούτσα-κούτσα τα καταφέρνει , εφτάψυχο..οι χωριανοί μας , πέρασαν τόσα , μα δεν τόβαλαν κάτω , η ζωή τράβαγε..μπροστά , ανηφόρα μεγάλη αλλά...μπροστά , χαρά στο κουράγιο τους...
Η οικογένειά μου , μετά από.. περιπλάνηση μερικών χρόνων στην Αθήνα ( λόγω της κατάστασης ) επέστρεψε στο Λιδορίκι , κι' ο πατέρας μου άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Αλωνάκι , νοίκιασε το μαγαζί του Θαν. Λατσούδη , που ήταν και κουμπάρος μας , και ξεκίνησε σιγά-σιγά η ζωή μας να μπαίνει σε σειρά , να βρίσκει το ρυθμό της , ένα ρυθμό ..αργό μεν αλλά..σταθερό , η καρδιά του χωριού μας άρχισε πάλι να χτυπάει , με πολλές-πολλές ..αρυθμίες , έφτανε όμως το ότι ζούσαμε , μετά απ' το χαλασμό , μετά την καταιγίδα...
Στο μαγαζί , ζαχαροπλαστείο , δουλεύαμε όλοι , και η μάνα μου και ο αξέχαστος αδερφός μου ο Γιώργος , 12-13 χρόνων , και φυσικά η ταπεινότης μου , 7-8 χρόνων , την εποχή εκείνη στο Λιδορίκι υπήρχε σοβαρότατο πρόβλημα νερού , στα σπίτια δεν είχαμε ακόμη νερό και όλο το χωριό εξυπηρετούνταν απ' τη Βαθειά , που πάντα έβγαζε λίγο νερό , απ' τον Αντώνη και απ' τα διάφορα πηγάδια που υπήρχαν , λέγαμε , πραγματικά , το νερό...νεράκι , όσο γιά τα μαγαζιά..εκεί ήταν το μεγάλο πρόβλημα , ένα άτομο έπρεπε να ασχολείται μόνο με το ...κουβάλημα του νερού , νεροκουβαλητής ..που λέμε , κι'αυτός στο μαγαζί μας ήμουν...φυσικά εγώ , ο μικρότερος , βέβαια γιά μου ρίξουν ..στάχτη στα μάτια με είχαν ..ανακηρύξει..ατύπως.... Διευθυντή του καταστήματος , κι' έτσι όλα δούλευαν..ρολόι , ο καημένος ο... Διευθυντής με τον τενεκέ η με τη στάμνα πέρα-δώθε , Αλωνάκι-Βαθειά , όλη τη μέρα...
Έλα όμως που εκτός απ' το... νεροκουβάλημα και την ταλαιπωρία είχα και τον Παπαβασίλη στη Βαθειά που όλο και με πείραζε , α..ρε ανηψιέ ..πάλι εσένα στείλαν γιά νερό , αχ..καημένε Κώστα ...κορόιδο σε πιάνουνε..και δώστου και πάρτου , δεν μ'άφηνε σε..χλωρό κλαρί...και φυσικά μόλις γύρναγα στο μαγαζί , έκανα και τη..μικροεπανάστασή μου , δεν ξαναπάω γιά νερό , να πάει κι' οΓιώργος , όλο εμένα στέλνετε , χαμάλης είμαι ; οι διαμαρτυρίες μου γίνονταν πάντα στη μάνα μου , που ήταν και ξαδέρφη του μπάρμπα Βασίλη και τον αγαπούσε πολύ , και η μάνα μου η καημένη..προσπαθούσε να..μπαλώση τα..αμπάλωτα , άντε βρε χαζέ ..σε πειράζει , αστεία τα λέει...
Καλμάριζα εγώ γιά λίγο , αλλά την άλλη μέρα ..πάλι τα ίδια και τα ίδια , ώσπου μιά μέρα , κάνοντας το..κανονικό μου δρομολόγιο με τη στάμνα μου , έκανα το χαζό κοιτώντας απ' την άλλη μεριά , γιά ν' αποφύγω τον μπαρμπα Βασίλη , έλα όμως που αυτός είχε ..άλλα κατά νου...
Οπότε ακούω..Κώστα , Κώστα έλα που σε θέλω λίγο...εμένα βέβαια μου κοπήκανε τα γόνατα αλλά τι να κάνω ..με βαρειά καρδιά..ανέβηκα το..Γολγοθά μου , πήγα ...βρέ καλώς τον ανηψιό , τι γίνεται , πως τα πας ; πάλι εσένα στείλαν γιά νερό...α..ρε Κώστα , πάλι τα ίδια...δε μου λες ..εσύ τι ρόλο παίζεις στο μαγαζί ; ε ; δεν το σκέφτηκα καθόλου , και του απαντάω..εγώ είμαι..ο..Διευθυντής του..καταστήματος , με ύφος..θριαμβεφτικό , τώρα τον ρούμπωσα , σκέφτηκα...
Διευθυντής...σκατά είσαι...τίποτα δεν είσαι...σ' έχουνε μόνο γιά νεροκουβαλητή...
Εγώ βέβαια επέμεινα...όχι μπάρμπα Βασίλη , Διευθυντής είμαι...
Αχ..βρε Κώστα , εγώ σε είχα γιά έξυπνο..αλλά εσύ....δε μου λες , αφού είσαι διευθυντής όπως λες ..τότε γιατί δεν έχουνε και το δικό σου το όνομα έξω στη ταμπέλα του μαγαζιού...ξέρεις τι γράφει η ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας δεν λέει πουθενά..γιά πήγαινε να δεις....
Αυτό ήταν , η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι , αρπάζω τη στάμνα , άδεια όπως ήταν και δρόμο γιά το μαγαζί , έπρεπε να ξεκαθαρίσω μιά και καλή την κατάσταση , τώρα αμέσως...
Τρέχοντας , με τη στάμνα , έφτασα στο μαγαζί απέξω , με είδε η μάνα μου έτσι όπως ήμουνα ...αλαφιασμένος κι' ανησύχησε , τι έχεις ; μου λέει , γιατί γύρισες γρήγορα , δεν πήρες νερό ;
Όχι , απάντησα κι' ούτε θα ξαναπάω , αν δεν γράψετε και το δικό μου το όνομα στην ταμπέλα και δίνω μιά στη στάμνα και την κάνω ..κομμάτια...
Βρε παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες ;
Τι γράφετε στην ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας λέει πουθενά ; ε ; εγώ είμαι το κορόιδο για να κουβαλάω νερό ; δεν ξαναπάω γιά νερό ,να με κοροιδεύει κάθε μέρα ο Παπαβασίλης , γράψτε και τ' όνομά μου αν θέλετε νερό....
Η μάνα μου η καημένη , βέβαια , κατάλαβε τι είχε συμβεί , βρε παιδάκι μου ο μπαρμπαΒασίλης αστεία τα είπε , σ' αγαπάει , σε πειράζει ..αστειεύεται...
Εγώ ..δεν έκανα πίσω με τίποτα , σηκώθηκα κι' έφυγα...και γιά μιά δυό μέρες δεν πήγα γιά νερό...βέβαια μετά δόθηκαν οι...σχετικές ..εξηγήσεις και εγώ επανήλθα στην ..θέση του ..νεροκουβαλητού Διευθυντού ....το όνομά μου όμως..δεν μπήκε ποτέ..στην ταμπέλα που εξακολουθούσε γιά πολλά-πολλά χρόνια να γραφει : " ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ
Η ΔΩΡΙΣ " . Ευθυμίου . Γεωργ. Καψάλη....
Είχε όμως , ο Μπαρμπα Βασίλης , Βασίλειος Παπαβασιλείου το όνομά του , σαν γνήσιος..Λοιδορικιώτης το χούι του πειράγματος , δεν άφηνε τίποτα απείραχτο , πάντα όμως με καλή προαίρεση , με το χαμόγελο και την παιδική ψυχή του .
Η αδυναμία του ήταν τα παιδιά , μας αγαπούσε παθολογικά , ατελείωτα κι' όσο μας αγαπούσε άλλο τόσο μας πείραζε μας..παίδευε , δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πέρναγαν απ' τη Βαθειά , γιατί εκεί ακριβώς μπροστά στον πλάτανο είχε..στασίδι ο ΜπαρμπαΒασίλης και γιά να περάσης έπρεπε να περάσεις κι' από ..σαράντα ..κύματα , αυτός ήταν ο γιατρός ο Παπαβασίλης , αγνός , καλόψυχος , συντρεχτικός , απλός και πάνω απ' όλα άριστος άνθρωπος και γιατρός .
Γυρνάμε , στη δεκαετία του 50 , σκληρή η ζωή , σκληρή εποχή μα κι' αβάσταχτα νοσταλγική κι' ανθρώπινη , μ' αυτό τον πόνο το γλυκό που σε κατατρώει , αλλά τον θέλεις , τον ζητάς ....
Είμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας , το χωριό μας ερειπωμένο , κουρελιασμένο , προσπαθεί , με χίλια ...βάσανα να σταθεί ..στα πόδια του , και κούτσα-κούτσα τα καταφέρνει , εφτάψυχο..οι χωριανοί μας , πέρασαν τόσα , μα δεν τόβαλαν κάτω , η ζωή τράβαγε..μπροστά , ανηφόρα μεγάλη αλλά...μπροστά , χαρά στο κουράγιο τους...
Η οικογένειά μου , μετά από.. περιπλάνηση μερικών χρόνων στην Αθήνα ( λόγω της κατάστασης ) επέστρεψε στο Λιδορίκι , κι' ο πατέρας μου άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Αλωνάκι , νοίκιασε το μαγαζί του Θαν. Λατσούδη , που ήταν και κουμπάρος μας , και ξεκίνησε σιγά-σιγά η ζωή μας να μπαίνει σε σειρά , να βρίσκει το ρυθμό της , ένα ρυθμό ..αργό μεν αλλά..σταθερό , η καρδιά του χωριού μας άρχισε πάλι να χτυπάει , με πολλές-πολλές ..αρυθμίες , έφτανε όμως το ότι ζούσαμε , μετά απ' το χαλασμό , μετά την καταιγίδα...
Στο μαγαζί , ζαχαροπλαστείο , δουλεύαμε όλοι , και η μάνα μου και ο αξέχαστος αδερφός μου ο Γιώργος , 12-13 χρόνων , και φυσικά η ταπεινότης μου , 7-8 χρόνων , την εποχή εκείνη στο Λιδορίκι υπήρχε σοβαρότατο πρόβλημα νερού , στα σπίτια δεν είχαμε ακόμη νερό και όλο το χωριό εξυπηρετούνταν απ' τη Βαθειά , που πάντα έβγαζε λίγο νερό , απ' τον Αντώνη και απ' τα διάφορα πηγάδια που υπήρχαν , λέγαμε , πραγματικά , το νερό...νεράκι , όσο γιά τα μαγαζιά..εκεί ήταν το μεγάλο πρόβλημα , ένα άτομο έπρεπε να ασχολείται μόνο με το ...κουβάλημα του νερού , νεροκουβαλητής ..που λέμε , κι'αυτός στο μαγαζί μας ήμουν...φυσικά εγώ , ο μικρότερος , βέβαια γιά μου ρίξουν ..στάχτη στα μάτια με είχαν ..ανακηρύξει..ατύπως.... Διευθυντή του καταστήματος , κι' έτσι όλα δούλευαν..ρολόι , ο καημένος ο... Διευθυντής με τον τενεκέ η με τη στάμνα πέρα-δώθε , Αλωνάκι-Βαθειά , όλη τη μέρα...
Έλα όμως που εκτός απ' το... νεροκουβάλημα και την ταλαιπωρία είχα και τον Παπαβασίλη στη Βαθειά που όλο και με πείραζε , α..ρε ανηψιέ ..πάλι εσένα στείλαν γιά νερό , αχ..καημένε Κώστα ...κορόιδο σε πιάνουνε..και δώστου και πάρτου , δεν μ'άφηνε σε..χλωρό κλαρί...και φυσικά μόλις γύρναγα στο μαγαζί , έκανα και τη..μικροεπανάστασή μου , δεν ξαναπάω γιά νερό , να πάει κι' οΓιώργος , όλο εμένα στέλνετε , χαμάλης είμαι ; οι διαμαρτυρίες μου γίνονταν πάντα στη μάνα μου , που ήταν και ξαδέρφη του μπάρμπα Βασίλη και τον αγαπούσε πολύ , και η μάνα μου η καημένη..προσπαθούσε να..μπαλώση τα..αμπάλωτα , άντε βρε χαζέ ..σε πειράζει , αστεία τα λέει...
Καλμάριζα εγώ γιά λίγο , αλλά την άλλη μέρα ..πάλι τα ίδια και τα ίδια , ώσπου μιά μέρα , κάνοντας το..κανονικό μου δρομολόγιο με τη στάμνα μου , έκανα το χαζό κοιτώντας απ' την άλλη μεριά , γιά ν' αποφύγω τον μπαρμπα Βασίλη , έλα όμως που αυτός είχε ..άλλα κατά νου...
Οπότε ακούω..Κώστα , Κώστα έλα που σε θέλω λίγο...εμένα βέβαια μου κοπήκανε τα γόνατα αλλά τι να κάνω ..με βαρειά καρδιά..ανέβηκα το..Γολγοθά μου , πήγα ...βρέ καλώς τον ανηψιό , τι γίνεται , πως τα πας ; πάλι εσένα στείλαν γιά νερό...α..ρε Κώστα , πάλι τα ίδια...δε μου λες ..εσύ τι ρόλο παίζεις στο μαγαζί ; ε ; δεν το σκέφτηκα καθόλου , και του απαντάω..εγώ είμαι..ο..Διευθυντής του..καταστήματος , με ύφος..θριαμβεφτικό , τώρα τον ρούμπωσα , σκέφτηκα...
Διευθυντής...σκατά είσαι...τίποτα δεν είσαι...σ' έχουνε μόνο γιά νεροκουβαλητή...
Εγώ βέβαια επέμεινα...όχι μπάρμπα Βασίλη , Διευθυντής είμαι...
Αχ..βρε Κώστα , εγώ σε είχα γιά έξυπνο..αλλά εσύ....δε μου λες , αφού είσαι διευθυντής όπως λες ..τότε γιατί δεν έχουνε και το δικό σου το όνομα έξω στη ταμπέλα του μαγαζιού...ξέρεις τι γράφει η ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας δεν λέει πουθενά..γιά πήγαινε να δεις....
Αυτό ήταν , η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι , αρπάζω τη στάμνα , άδεια όπως ήταν και δρόμο γιά το μαγαζί , έπρεπε να ξεκαθαρίσω μιά και καλή την κατάσταση , τώρα αμέσως...
Τρέχοντας , με τη στάμνα , έφτασα στο μαγαζί απέξω , με είδε η μάνα μου έτσι όπως ήμουνα ...αλαφιασμένος κι' ανησύχησε , τι έχεις ; μου λέει , γιατί γύρισες γρήγορα , δεν πήρες νερό ;
Όχι , απάντησα κι' ούτε θα ξαναπάω , αν δεν γράψετε και το δικό μου το όνομα στην ταμπέλα και δίνω μιά στη στάμνα και την κάνω ..κομμάτια...
Βρε παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες ;
Τι γράφετε στην ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας λέει πουθενά ; ε ; εγώ είμαι το κορόιδο για να κουβαλάω νερό ; δεν ξαναπάω γιά νερό ,να με κοροιδεύει κάθε μέρα ο Παπαβασίλης , γράψτε και τ' όνομά μου αν θέλετε νερό....
Η μάνα μου η καημένη , βέβαια , κατάλαβε τι είχε συμβεί , βρε παιδάκι μου ο μπαρμπαΒασίλης αστεία τα είπε , σ' αγαπάει , σε πειράζει ..αστειεύεται...
Εγώ ..δεν έκανα πίσω με τίποτα , σηκώθηκα κι' έφυγα...και γιά μιά δυό μέρες δεν πήγα γιά νερό...βέβαια μετά δόθηκαν οι...σχετικές ..εξηγήσεις και εγώ επανήλθα στην ..θέση του ..νεροκουβαλητού Διευθυντού ....το όνομά μου όμως..δεν μπήκε ποτέ..στην ταμπέλα που εξακολουθούσε γιά πολλά-πολλά χρόνια να γραφει : " ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ
Η ΔΩΡΙΣ " . Ευθυμίου . Γεωργ. Καψάλη....
Αχ..αγαπημένε μου , αξέχαστε μπάρμπα Βασίλη , σε όλους έλειψες και λείπεις , σε μένα όμως περισσότερο , και ξέρεις γιατί ; μου άρεσες πολύ σαν άνθρωπος , μου αρέσει κι' έμένα βλέπεις το...πείραγμα , νάσαι αναπαυμένος , σε θυμόμαστε όλοι με πολλή-πολλή αγάπη......
No comments:
Post a Comment