Το μοναστήρι της Παναγιάς της Κουτσουριώτισσας , όπως ήταν παλιότερα , δεξιά φαίνονται ολοκάθαρα τα περίφημα ..κελιά ...
Αρχές της δεκαετίας του 50 , ονειρεμένα χρόνια , σκληρά χρόνια..δύσκολη ζωή.
Το Λιδορίκι , λαβωμένο βαριά , μαζεύει τα κομμάτια του , κι΄αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του , παλεύει για να επιβιώσει .
Τα σημάδια της συμφοράς , είναι ολοφάνερα , κι΄οι πληγές ακόμα αιμορραγούν , οι Λιδορικιώτες όμως , δεν το βάζουν κάτω , προσπαθούν με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν , ν΄αναστήσουν το μισοπεθαμένο χωριό τους , και το καταφέρνουν..
Οι πίκρες , τα βάσανα , οι κατατρεγμοί , η φτώχεια και οι θάνατοι , δεν κατάφεραν να τους γονατίσουν , να τους λυγίσουν , στέκονται όρθιοι και παλεύουν , αγωνίζονται με νύχια και με δόντια , για να μη νοιώθουν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο .
Δειλά-δειλά ,φαίνονται τα πρώτα αχνά χαμόγελα , κι΄η Λιδορικιώτικη καρδιά , αρχίζει να χτυπάει ξανά , η ζωή συνεχίζεται , πολύ – πολύ.. δύσκολα , όμως συνεχίζεται . H δεκαετία της φρίκης ,του μίσους , της πείνας , και του αλληλοσπαραγμού , όσα σημάδια και ν΄άφησε , είναι πιά παρελθόν , ένα κακό όνειρο , ένας φρικτός εφιάλτης , που μέρα τη μέρα ξεθωριάζει , γίνεται μια κακιά..ανάμνηση .
Παραμένουν όμως ακόμα τα φαντάσματα της καταστροφής , σκελετωμένα σπίτια , κι΄ άνθρωποι , ξεκληρισμένες οικογένειες , σφαλισμένα μαγαζιά , καμένα σπίτια , ρημαγμένα νοικοκυριά , μα πάνω απ΄όλα ο πόνος , ο πόνος για τον άδικο χαμό των αγαπημένων προσώπων , κι΄ένα σκληρό , βασανιστικό ΓΙΑΤΙ ; ένα απλό γιατί ; που τριβελίζει το μυαλό και μαραζώνει τις καρδιές .
Στό μισοκατεστραμμένο κοιμητήριο , κάθε σούρουπο , χαροκαμένες μανάδες , γυναίκες ,θυγατέρες , αδερφάδες , γιαγιάδες , νυφάδες ,όλες μαυροντυμένες , σαν χορός αρχαίας τραγωδίας , ανάβουν τα λαδοκάντηλα , λένε τον καυμό τους , ξαλαφρώνουν την ψυχή τους , κι΄άντε πάλι το άλλο βράδυ ξανά , γιατί αν ξεχαστούνε οι νεκροί ,τότε πραγματικά πεθαίνουν,τότε μόνο .
Θεοφοβούμενοι άνθρωποι οι χωριανοί , περισσότερο βέβαια οι γυναίκες , στα χρόνια αυτά της δυστυχίας , είχαν πάντα δίπλα τους την Παναγιά , σ΄αυτή λέγαν τον πόνο τους , ζητώντας βοήθεια , και στη μεγάλη ανάγκη , παρόλη τη φτώχεια , έκαναν και κάνα τάμα , στην Κουτσουριώτισσα πού ‘ταν και θαυματουργή.
Σαν ..στρώσαν λίγο , λοιπόν , τα πράγματα , οι Λιδορικιώτισσες άρχισαν να εκπληρώνουν τα ..τάματά τους , τα τάματα που είχαν κάνει στις δύσκολες ώρες που πέρασαν , όλο αυτό τον καιρό του χαλασμού , ένα πρωί λοιπόν η μάνα μου , μου είπε να πάω στην Τσακαλοχρυσούλα , μοδίστρα φίλη της , που έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι , πάνω απ’ το παλιό Γυμνάσιο , γιατί το καινούργιο δεν είχε χτιστεί ακόμα , να μου πάρει μέτρα γιά να μου φκιάξει μια ποδιά…
Εγώ φυσικά παραξενεύτηκα , γιατί ποδιές φορούσαν μόνο τα κορίτσια , τη ρώτησα σχετικά τι ποδιά θα ήταν αυτή , και τι την ήθελα , και τότε η μάνα μου μου εξήγησε πως με είχε τάξει στην Παναγία στον Κουτσουρό , και έπρεπε να φοράω ποδιά , σαν αυτές που φορούσαν τα κορίτσια στο σχολείο , εγώ όπως ήταν φυσικό , τσίνησα , δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε σώνει και καλά , να βάω ποδιά για να πάω στον Κουτσουρό , τέλος πάντων μουρμουρίζοντας , πήγα στη Χρυσούλα και μου πήρε τα μέτρα κι’ αυτό ήταν..το ξέχασα το θέμα .
Ήταν κατακαλόκαιρο , αρχές Αυγούστου , και μιλάμε για ζέστη αφόρητη , και πλησίαζε και η γιορτή της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας , που ήταν στις 23 Αυγούστου . Ένα απόγευμα η Χρυσούλα έφερε στο σπίτι την ποδίτσα , και μου ευχήθηκε και..βοήθειά μου , εμένα βέβαια η όλη ιστορία δεν μου καλοφαινότανε , ντρεπόμουνα που θα φορούσα ..κοριτσίστικη ποδιά , μπλε , όπως οι συμμαθήτριές μου , αλλά και τι μπορούσα να κάνω ; Η μάνα μου δε σήκωνε κουβέντα , εγώ το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην έρθει..ποτέ η 23η Αυγούστου , αλλά γινόταν αυτό ; φυσικά και όχι…
Η μάνα μου η καυμένη , με ‘βαλε και τη δοκίμασα , να δει πως είναι πάνω μου , και γω..έσκαγα απ’ τη ντροπή μου , απ’ το κακό μου . Κάποτε όμως έφτασε και η προπαραμονή της Παναγίας , και η μάνα μου μου ανακοίνωσε πως την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στον Κουτσουρό , εγώ έπεσα στα μαύρα πανιά , δεν μπορούσα να το ..χωνέψω , αλλά ούτε και μπορούσα να κάνω κάτι , ν’ αλλάξω την κατάσταση , κι’ έτσι αφέθηκα στη..μοίρα μου ..
Η αλήθεια πάντως ήταν πως ήθελα να πάω στον Κουτσουρό , γιατί άκουγα πολλούς που κανόνιζαν να πάνε , και κανόνιζαν περέες , αλλά δεν ήθελα να με δούνε με την ποδίτσα , σαν ..παπαδάκι , σαν κοριτσάκι , αλλά τώρα πιά δεν γινόταν τίποτα , την παραμονή λοιπόν το πρωί ξεκινήσαμε , μαζί με άλλους παρέα , κυρίως γυναίκες και παιδιά , που κουβαλούσαν λαμπάδες και διάφορα άλλα τάματα , πήραμε και το μουλάρι της θειάς μου της Φαλίδαινας και καβάλα η μάνα μου και γω , και πήραμε το δρόμο για την Πλέσσια ..
Ζέστη πολλή , ο δρόμος μπόλικος , κι’ αν θυμάμαι καλά , πηγαίναμε απ’ την ποταμιά , στη Μπελεσίτσα , κάνοντας που και που και από μια στάση , στα πλατάνια , πίναμε και νερό σε κάνα άμπλα , γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη , στο δρόμο βέβαια συναντούσαμε κι’ άλλους προσκυνητές και σιγά-σιγά γίναμια ένα μικρό καραβάνι .
Μαζί μας ήταν και κάποιες γυναίκες που είχαν ξαναπάει στον Κουτσουρό και μας έλεγαν πολλά και διάφορα , για τα κελιά , που τα πιάνουν οι..Γαλαξειδιώτισσες , από νωρίς , και πως πρέπει να πάμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα για να πιάσουμε καμιά..πουρνάρα , κοντά στην εκκλησία , για να ..στρατοπεδεύσουμε , γιατί έρχεται κόσμος απ’ όλα τα χωριά και γίνεται ..χαμός ..
Ξέχασα όμως να σας πω πως εγώ ήμουνα ντυμένος με την ποδιά , μεγάλο βάσανο , έννοιωθα πως όλοι κόιταζαν εμένα , και κρυφογελάγανε , παρακαλούσα να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται , να τελειώνει αυτή η ιστορία , που μου ‘χε γίνει ..βραχνάς , ..βάσανο μεγάλο ..
Περάσαμε την Πλέσσια , και ανηφορίζοντας ένα μονοπάτι , ανεβήκαμε σε ένα μικρό οροπέδιο , μια μεγάλη λάκα , κατάξερη , μόνο κάπου κάπου είχε καμιά αγκορτσιά , και τίποτα άλλο , και η ζέστη..αφόρητη , ευτυχώς που είχαμε νεράκι και δροσιζόμαστε , βέβαια είχαμε και κάποια φαγητά , για να περάσουμε αυτή τη μια μέρα που θα μέναμε εκεί .
Πλησιάζοντας είδαμε από μακριά , ψηλά στην κορφή την εκκλησία , και μια ουρά από κόσμο και ζώα να ανεβαίνει προς τα πάνω , ενώ όσο πλησιάζαμε βλέπαμε τις αγκορτσιές σχεδόν όλες ..καπαρωμένες , πιασμένες , πραγμα που μας ανησύχησε βέβαια , αλλά και τι μπορούσαμε να κάνουμε ;
Κάποτε φτάσαμε και μεις , εκεί επικρατούσε κατάσταση..πανικού , κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία , και ολόγυρα , επικρατούσε το αδιαχώρητο , μουλάρια , γαιδούρια , δεμένα στα γύρω δέντρα , κοφίνια και ..μαρούδες κρεμασμένα στα κλαριά των αγκορτσιών και κόσμος..πολύς κόσμος να πηγαινοέρχεται , ενώ και κάμποσα παιδιά έπαιζαν του καλού καιρού , ενώ οι μανάδες τους διαρκώς τα φώναζαν..
Δυό πράγματα έπρεπε να εξασφαλίσουμε ..επιγόντως , πρώτα-πρώτα ..στέγη , η μάλλον..αγκορτσιά για μας και δεύτερον , πάρκινγκ για τα ..γαιδουρομούλαρά μας , βέβαια ήταν ολοφάνερο πως οι..προνομιούχες ..αγκορτσιές ήταν όλες κατειλημμένες , καθώς και οι..χώροι στάθμευσης κοντά στην εκκλησία , αλλά τι να κάνουμε ; ..βολευτήκαμε σε..δευτερότερες , λίγο παρακάτω απ’ την εκκλησία και μάλιστα απ’ την πίσω μεριά που ήταν και ..μικρογκρεμός , και το έδαφος επικλινές , θα θέλαμε κάτι καλύτερο αλλά….
Βολευτήκαμε όπως…όπως , βολέψαμε και τα ζωντανά , ηρεμήσαμε λιγάκι , και μετά αρχίσαμε , λίγοι-λίγοι , γιατί κάποιοι έπρεπε να φυλάνε τα ..υπάρχοντά μας , να κάνουμε..εξερεύνηση του …χώρου , κάποιοι βέβαια , ήξεραν τα κατατόπια , αλλά εμείς ήμασταν ..πρωτόπειροι , ανεβήκαμε και πάνω στην εκκλησία , όπου το προαύλιο ήταν ..πηγμένο στον κόσμο , εκεί στο πλαί είδαμε και τα ..περίφημα κελιά , λίγα μικρά δωματιάκια , χωρίς τίποτα μέσα , αδειανά , τα οποία όπως μάθαμε , ήταν.. κατελημμένα απ’ τις…Γαλαξειδιώτισσες , που έρχοντα μια δυό μέρες νωρίτερα , γι’ αυτό το λόγο , και απ’ότι έλεγε το..ράδιο..αρβύλα , κουβαλούσαν και ..βαλίτσες με φορέματα μαζί τους , λες και πήγαιναν σε…διασκέδαση ..
Τέλος πάντων , ανεβήκαμε τα σκαλάκια , στο τσιμεντοστρωμένο προαύλιο , και μπήκαμε στην εκκλησία κι’ ανάψαμε ένα κεράκι , με μεγάλη δυσκολία γιατί και η εκκλησία μέσα , ήταν γεμάτη κόσμο , αλλά και ..συμπράγκαλα , μαρούδες κλπ , που σήμαινε πως οι άνθρωποι αυτοί θα κοιμόντουσαν εκεί το βράδυ , ενώ θα πρέπει να λάβετε υπόψη πως και όλοι οι προσκυνητές , θα ξενυχτούσαν μέσα στην εκκλησία , αφού μάλιστα , οι περισσότεροι είχαν μαζί τους άρρωστους μεγάλους , αλλά και παιδάκια , που θα ξενυχτούσαν στην ολονυχτία , προσευχόμενοι και περιμένοντας το..θαύμα , γιατί , απ’ ότι μαε έλεγαν η Παναγιά η Κουτσουριώτισσα , είναι θαυματουργή και έχει κάνει πολλά θαύματα , κάποια μάλιστα μας τα είπαν , ενώ σταυροκοπιούνταν , κάνοντας μετάνοιες , γοντατίζοντας στις εικόνες..
H Aμυγδαλιά , ένα πανέμορφο κεφαλοχώρι της Δωρίδας , κοντά στο Λιδορίκι .
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ….
No comments:
Post a Comment