ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ .
Μιά υπέροχη φωτογραφία της , τότε , εποχής βέβαια δεν είναι βγαλμένη στην..Μπελεσίτσα , όχι , είναι όμως βγαλμένη στη στρούγκα του αξέχαστου μπάρμπα Χαράλαμπου , στην Μπαχατούρ , πάνω στη Γκιώνα , της Αναλήψεως , στα 1955 , όπου είχε καλεσμένο , κατά το έθιμο , κόσμο και..κοσμάκη , από αριστερά , ο Βασ.Καραμήτσος , δίπλα με τη στολή ο αξέχαστος αδερφός μου Γιώργος , Θαν.Μοναχογιός , Τραπεζικός , ο Δημ.Καφέτσης΄-Κοντοκράς , και καθιστοί Διον.Παλούκης –Λαναράς , Στ.Μαργέλλος , κρατάει τ’ αρνί , δίπλα ο πατέρας του , ο μπάρμπα Χαράλαμπος , ο μελαχρινός με το μουστάκι , και ο Δημ.Βούλγαρης – Τσελεμεντές , ο μικρούλης σε πρώτο πλάνο , πρέπει να ‘ναι ο γιός του μπάρμπα Χαράλαμπου ο Γιάννης .
Κατακαλόκαιρο , έσκαγε ο τζίτζικας , ο τόπος ολόγυρα ..ψηνόταν , νοσταλγική δεκαετία του ..΄50 , το Λιδορίκι μισο..ζωντανεμένο , μετά τα τόσα βάσανα και τις ταλαιπώριες , αρχίζει ν΄ανασαίνει , να παίρνει τα ..πάνω του ..
Αγκομαχώντας , με κόπο και δυσκολίες αμέτρητες , οι Λιδορικιώτες προσπαθούν , με ,,νύχια και με ..δόντια , να βάλουν μπροστά τη…μηχανή , να ξαναχτυπήσει η ..καρδιά του χωριού μας , ν’ ανασάνει κι’ ο κόσμος , που με την ψυχή του ..μαυρισμένη , απ’ τα ..μύρια όσα που πέρασε , προσπαθεί να ξεχάσει , όπως…όπως..
Ολόγυρα , στο χωριό , τα ..κουφάρια των καμένων σπιτιών θυμίζουν ακόμα το ..χαλασμό , μα όσο κι’ αν θες να ..ξεχάσεις , στο θυμίζουν αυτά , ερείπια , χαλάσματα , και τα περισσότερα σπίτια ..ψευτομπαλωμένα , όπως ..όπως , έτσι για να βάλουν μέσα το κεφάλι τους οι χωριανοί..εικόνες ..τραγικές..
Αυτή βέβαια , ήταν η..πραγματική ..πραγματικότητα , η πραγματικότητα των..μεγάλων , των γονιών μας , για μας τα παιδιά , υπήρχε και η ..άλλη , η εικονική , της παιδικής..αθωότητας , ανεμελιά , ξυπολυταριό , ελαφριά..ενδυμασία , το κλασικό , για την εποχή , ..μπλε..σωβρακάκι , με..λαστιχάκι παρακαλώ , και το γνωστό μας αθλητικό φανελάκι και ..σουλάτσο , παιχνίδι , μπάλα με το..μεροκάματο στις Λάκκες μέχρι..βαθείας ..νυκτός , η μάλλον μέχρι να ‘ρθουν οι μανάδες μας με τις ..βέργες να διακόψουν τον αγώνα ..βιαίως , φυσικά …
Βέβαια , προσωπικά είχα αναλάβει καθήκοντα..Διευθυντού-νεροκουβαλητού , στο μαγαζί μας , αλλά και όλα τα παιδιά της ηλικίας μου , όλο και κάτι είχαν να κάνουν , κάποια δουλειά , πήγαινα για νερό , μεγάλο πρόβλημα στη δεκαετία του ’50 , πήγαιναν φαί και νερό στους γονιούς τους , στα χωράφια η στα γιδοπρόβατα , αλλά πάντα περίσσευε χρόνος και για τα..παιδικά μας παιχνίδια , που φυσικά δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τα σημερινά…
Τότε δίναν και..παίρναν , οι ..μπίλιες (..γκαζές η βόλους , τις λέγαν οι..πρωτευουσιάνοι ) γιάλινες , αλλά και σιδερένιες , από..ρουλεμάν , που ήταν και πιο σπάνιες , ελλέιψει..αυτοκινήτων βλεπεις , αλλά οι πιο..γνωστές και διαδεδομένες , ήταν φυσικά οι .. ιδιοκατασκευαζόμενες , οι χειροποίητες , χαντ..μέιντ που λέμε και στα..Ελληνικά ..
Αυτές τις φκιάχναμε μόνοι μας από..γλίνα , τώρα θα με ρωτήσετε τι είναι η γλίνα ; και με το δίκιο σας , η γλίνα λοιπόν είναι μια περίεργη φαιοπράσινη πυκνή λασπώδης μάζα μάλλον αργιλώδης , μια λάσπη πυκνή δηλαδή , που συνήθως υπήρχε σε υγρά σημεία , κοντά σε βρύσες , αυτή λοιπόν την βγάζαμε και την κάναμε βόλους , τις αφήναμε στον ήλιο να στεγνώσουν και είχαμε μπίλιες , πρώτης τάξεως , γιατί κακά τα ψέματα , τα λεφτά την εποχή εκείνη δεν ..έτρεχαν κι’ απ’ τα..μπατζάκια μας , γι’ αυτό τις γιάλινες , τις..γιαλένιες όπως τις λέγαμε , τις είχαμε σαν κάτι..ξεχωριστό , όπως είχαμε τα καλά μας..παπούτσια , σάμπως είχαμε..και δεύτερα , και ο αριθμός των..γιαλένιων αποτελούσε ακαταμάχητο..τεκμήριο της οικονομικής κατάστασης του καθενός μας..υπήρχαν από τότε ..τεκμήρια βλέπετε…
Το ..θησαυρό μας , αυτό , τον είχαμε σε σακουλάκια , χώρια οι γιαλένιες , χώρια οι..γλινένιες , και το άθροισμά τους , ο συνολικός δηλαδή αριθμός της μπιλιο..περιουσίας μας , μας έδινε και την ανάλογη ..θέση στην ιεραρχική.. κατάταξη της γειτονιάς μας αλλά και του χωριού , ως προς την ποσότητα βέβαια , γιατί η..ποιοτική κατάταξη των ..παιχτών , είχε φυσικά άλλα κριτήρια , με πρώτο και καλύτερο τη…δεξιοτεχνία ..
Η δεξιοτεχνία ήταν αποτέλεσμα πολλών..παραγόντων , πρώτα – πρώτα το..ταλέντο , το σταθερό χέρι , οι καλές μπίλιες , η αυτοσυγκέντρωση αλλά κυρίως η εξάσκηση ,κάτι που το ‘βλεπες αμέσως κοιτάζοντας τα χέρια μας , απ’ τους καλύτερους ..μπιλιαδόρους της εποχής μας , ήταν ο Νίκος ο Λατσούδης , συνομήλικος και συμμαθητής μας , το χέρι του οποίου οι ράχες του μέσου και του παράμεσου , στο δεξί του χέρι , είχαν , κα θα ‘χουν ακόμα πιστεύω , …κάλους , απ’ το ακούμπημα χάμω , γιατί το χέρι ακουμπούσε , όταν..σημάδευες..
Όπως είπαμε λοιπόν τις χωματένες μπίλιες , τους ..βόλους , τους φκιάχναμε μόνοι μας , υπήρχαν βέβαια και στο..εμπόριο , αλλά προτιμούσαμε τις..χειροποίητες , ελλέιψει και…χρημάτων , την πρώτη και..μοναδική ύλη , για την κατασκευή τους την παίρναμε από συγκεκριμένα για κάθε .. γειτονιά ..Γλινωρυχεία , εμείς π.χ , που μέναμε στο κέντρο του χωριού , είχαμε τη βρυσούλα , στο Σκατόρεμα , τη Βουλωμένη , όπως τη λένε τώρα , και φυσικά την άλλη βρύση που είναι παρακάτω , στον Κούστη .
Μη φαντασθείτε βέβαια , πως τα ..γλινοαποθέματα ήταν..ατέλειωτα , όχι , αντίθετα , ήταν περιορισμένα και γι΄αυτό ..περιφρουρούσαμε τις..γλινο..πηγές μας , απ’ τις..επιθέσεις παιδιών από άλλες γειτονιές , όταν λοιπόν τέλειωνε το απόθεμα στη βρυσούλα , πηγαίναμε παρακάτω στον Κούστη και λύναμε το πρόβλημά μας .
Έτσι λοιπόν , αυτό το καυτερό Αυγουστιάτικο πρωινό , βρέθηκα να πηγαίνω για γλίνα , τώρα θα μου πείτε , διάλεξα τη μέρά ; ..ε τι να γίνει , είχα ξεμείνει από μπίλιες και έπρεπε να αναπληρώσω τις απώλειες , γιατί όπως θα ξέρετε , αν παίξατε ποτέ μπίλιες , στο παιχνίδι , ο νικητής , αυτός δηλαδή που σημαδεύει καλύτερα , παίρνει τη μπίλια του άλλου , κατέβηκα λοιπόν , μετά από μεγάλη ..γκρίνια της σχωρεμένης της μάνας μου , που με χρειαζότανε στο μαγαζί , στη βρυσούλα , κάτω στο Σκατόρεμα , να βγάλω γλίνα , αλλά δυστυχώς γλίνα…γιόκ..
Τι να κάνω λοιπόν , δεν είχα και άλλη επιλογή , ξεκίνησα για τον Κούστη , πήρα το μονοπατάκι πλάι στο σκατόρεμα , αριστερά , που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει..εξαφανισθεί , και τράβηξα προς τα κάτω , χαζοτραγουδώντας , ένεκα ο..φόβος , εκεί στον Κούστη δεξιά απ’ τη βρυσούλα , είχε περιβόλι η κουμπάρα μας η Θωμοκώσταινα , Κωσταντίνα Δούκα κατά κόσμον , με όλα τα ζαρζαβατικά της εποχής αλλά κυρίως με κάτι συκιές , άλλο πράγμα , όλοι είχαν να το λένε …και εγώ φυσικά είχα το..ελεύθερο στα σύκα , κουμπαριάς ..ένεκεν…
Στάθηκα όμως ..άτυχος , κάποιος άλλος με πρόλαβε , δεν υπήρχε κανένα γινομένο , όσα υπήρχαν ήταν..μπόσικα και φυσικά δεν τρώγονταν , όπως ήταν φυσικό .. απογοητεύτηκα , αλλά δεν το ‘βαλα και κάτω , παρακάτω , αρκετά παρακάτω , στον Καλανάκη , είχε περιβόλι , παραδεισένιο πραγματικά , η θειά μου η Λένη η Ζέκαινα , αδερφή του πατέρα μου κι΄αγαπημένη μου θειά , ε..δεν το πολυσκέφτηκα , αφού μου ‘χε καρφωθεί να φάω , καλά και ντε ..σύκα , πήρα την απόφαση , παρότι..ψευτοφοβόμουνα , να τραβήξω για ..Καλανάκη , κανονικά νομίζω πως δεν είναι ο Καλανάκης , αλλά , το Καλανάκι , αυτό όμως είναι γιά..άλλη συζήτηση , αμ..έπος , αμ..έργο λοιπόν , έκανα τον έλεγχό μου στα ..γλινοαποθέματα , διαπίστωσα πως υπάρχει ..μπόλικο πράμα , και τράβηξα για τον Καλανάκη , μετά..φόβου.. βέβαια , κυρίως για τα ..αδέσποτα τσοπανόσκυλα , που υπήρχαν μπόλικα εκεί γύρω …
Κατέβαινα λοιπόν , γρήγορα –γρήγορα , σφιγμένος , στην τσίτα , λόγω του φόβου , και είχα αρχίσει το..χαζοτράγουδο , έτσι για αυτο..παρηγοριά , έφτασα στα αμπέλια του χωριού , και τράβηξα αριστερά , προς Λεύκα , μπαίνοντας , συγά-σιγά , στην ποταμιά της Μπελεσίτσας , που δεν είχε σχεδόν καθόλου νερό , μόνο κάπου δω κει , είχαν ξεμείνει κάποιες γουρνούλες , με ελάχιστο νερό και πολλά..πολλά μπακακάκια , που πηδάγαν ξαφνιασμένα όταν πλησίαζα , εγώ φυσικά το…βιολί μου , η μάλλον το..τραγούδι μου , κόντευα να εξαντλήσω το..ρεπερτόριό μου , αλλά τι να γίνει ; ανάγκα…βλέπεις..ύστερα και οι..επαναλήψεις δεν απογορεύονται…
Είχα προχωρήσει αρκετά , περπατούσα πλέον μέσα στον πλατανιά , ακούγοντας διάφορους ..περίεργους θορύβους , ενώ που και που , τα ξαφνικά ..κρωξίματα των πουλιών με..αλαφιάζανε , πολλές μάλιστα φορές είπα να ..γυρίσω , όταν μάλιστα , άκουγα γαυγίσματα σκυλιών , αλλά βλέπεις τα..σύκα ..περιμένανε , ούτε και θυμάμαι πόσα τραγούδια είχα πει , τι Γούναρη , τι Μαρούδα , κι’ αφού εξάντλησα το..ελαφρό μου..ρεπερτόριο , ..πέρασα και στο..λαικό , να..Καζαντζίδηδες , να..Γαβαλάδες και Αγγελοπουλέοι , μιλάμε για…σπέσιαλ..ρεσιτάλ…
Κρατώντας πάντα κι’ ένα ξύλο , διά ..πάσα ..ενδεχόμενον , λες και θα με ‘σωνε , κατσ΄λαφτιασμένος διαρκώς , στην τσίτα που λέμε , προχωρούσα , δήθεν..ψύχραιμος και..αδιάφορος , οπότε άρχισα ν’ ακούω κουδούνια και κύπρια ,κάπου κοντά μου , ξεθαρρεψα λίγο και συνέχισα το δρόμο μου τραγουδώντας , πάντα , και κει που περπάταγα αμέριμνος , ακούω μια γνώριμη φωνή : ε…Κωσταντή , για πού το ‘βαλες ; Ξαφνιάστηκα , αλλά και ανακουφίστηκα όταν είδα ποιος μου μίλησε , ήταν ο μπάρμπα Χαράλαμπος Μαργέλλος , ο Αρπαλοχαραλάμπης , όπως τον ξέραμε όλοι , τσοπάνης , απ’ τους πιο συμπαθείς σε μένα , ηρέμησα..κάλμαρα , καταχάρηκα , καλύτερη τύχη απ’ αυτή δεν θα μπορούσα να έχω…
Τον καλημέρισα με πραγματική χαρά κι’ ανακούφιση , και του εξήγησα πως πήγαινα στον Καλανάκη στη θειά μου τη Λένη , και τότε ο μπάρμπα Χαράλαμπος , μου ‘κανε την περίφημη πρόσκληση σε..μπρέκφαστ , μάλιστα , μπρέκφαστ , στην Μπελεσίτσα , κάτω απ’τα πλατάνια , και υπό τους ήχους κουδουνιών , βελασμάτων , και κελαηδημάτων πουλιών , παραδεισένιο περιβάλλον , και προπαντός…ασφαλές , μη το ξεχνάμε αυτό…
Τυχερός είσαι , μου ‘πε , βράζω γάλα , θα φάμε βραστογαλιά , και θα κάνουμε και παπάρα , έλα κάτσε , πράγματι έκατσα , σ’ ένα πλατάνι , που προφανώς έπαιζε το ..ρόλο του,,πρόχειρου σαλονιού , η κάτι τέτοιο , από κοτρώνες , δόξα τω Θεώ , όσες ήθελα , διάλεξα την πιο βολική , περιεργάστηκα τα ..συμπράγκαλα που ήταν κρεμασμένα στον πλάτανο , μαρούδες , καρδαμπίκια ( τσοπάνικα κατσαρολικά ) , μια κάπα , και ένα σωρό άλλα ..κουτσοματζούκια , χρήσιμα όμως κι’ απαραίτητα στην τσοπάνικη ζωή ..
Μέχρι να καλοσώσω την..εξερεύνηση , ήρθε κι’ ο μπάρμπα Χαράλαμπος , απ’ την..κουζίνα , το διπλανό..πλάτανο , όπου είχε ανάψει φωτιά κι’ έβραζε το γάλα , πάρε νιά πέτρα , μου λέει και βάλτην για..τραπεζάκι , έτσι κι’ έγινε , και τότε μου ‘δωσε , ένα ..περίεργο πιάτο , κάτι σαν πορσαλανη ..λιμόζ , αλλά ..ξύλινο , που ‘μοιαζε με το μισό κομμάτι ενός ολοστρόγγυλου πράγματος , τ’ ακούμπησα προσεκτικά στο..τραπέζι , και περίμενα και τα ..υπόλοιπα , κουτάλι , ψωμί κι’ αλάτι , έτσι το τρωγαμε το τσοπάνικο το γάλα , πάντα .
Και ήρθε και η δεύτερη ..έκπληξη , ο μπαρμπα Χαράλαμπος , μου ‘φερε ένα περίεργο , ..εντελώς περίεργο , σκουρόχρωμο κουτάλι , που τέτοιο δεν είχα ξαναδεί , δεν ήταν από μέταλλο , αλλά και με την πρώτη ματιά δεν μπόρεσα να..καλο..καταλάβω από τι ήταν φκιαγμένο , πήρα κι’ ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί , νιά..’γκωνή , και φυσικά και αλατάκι , απολύτως απαραίτητο για την παπαροβραστο..γαλιά ..
Κάτσαμε , αναπαυτικά..αναπαυτικά , στις,,πέτρινες..πολυθρόνες μας , ρίξαμε το αλατάκι μας , κι’ αφού δοκιμάσαμε και βρήκαμε το γάλα..αρκούντως ..αρμυρούλη , κάναμε και την..τριψιάνα μας , ψιλοτρίβοντας το ψωμί μέσα , τότε ο μπάρμπα Χαράλαμπος , θεοσεβούμενος όπως ήταν , έκανε το σταυρό του , κι’ εγώ φυσικά μαζί του , ψιθύρισε και δυό λόγια προσευχής , κι’ έδωσε το..σύνθημα της ..έναρξης , «…άϊντε Κωσταντή ..τρώγε…»
Το ζυμωτό ψωμί είχε..παπαρώσει , μέσα στο ολόπαχο πρόβειο , φρέσκο-φρέσκο , γάλα , και με τη λιγοστή αρμυράδα του ήταν …άϊντε..ντε , θεσπέσιο , κάτι πρωτόγνωρο για μένα , όχι μόνο για τη νοστιμιά του , ήταν βέβαια κι’ αυτή , αλλά τι να σας πω , η όλη διαδικασία , η στοργή του αξέχαστου μπάρμπα Χαράλαμπου , η ολοφάνερη και αληθινή του αγάπη , η χαρά του που μου πρόσφερε αυτό που έιχε και μπορούσε , αλλά και το γύρω περιβάλλον , η όλη ατμόσφαιρα , κάτω απ’ τα πλατάνια , καταμεσίς της ρεματιάς , ν’ακούγονται τα κελαηδήματα των πουλιών , τα βελάσματα των προβατιών , αμ’ και κείνοι οι ήχοι των κουδουνιών , θεία..μελωδία , πραγματικά , ποιμενική ραψωδία , που μετά από 55 και πλέον , χρόνια , γιατί όλα αυτά συνέβησαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 , παραμένει έντονα χαραγμένη στο παιδικό , τότε , μυαλό μου , σαν μια πολύ-πολύ γλυκειά ανάμνηση , αναλλοίωτη , έντονη , ολοκάθαρη…που μακάρι να μπορούσα να ξαναζήσω ..μα ο αγαπημένος μου μπάρμπα Χαράλαμπος , έχει από χρόνια φύγει , κι’ ύστερα δεν υπάρχει πιά και …Μπελεσίτσα και.. πλατανιάς , είναι βλέπεις στον πάτο της..λίμνης , και χρειάζεται…κατάδυση…
Τελειώνοντας την αφήγηση , αυτής της πανέμορφης και πολύ-πολύ νοσταλγικής , για μένα , ανάμνησης , θα ‘θελα να σας περιγράψω λίγο τον αξέχαστο μπάρμπα Χαράλαμπο , όπως τον είχα καταγράψει στον ..προσωπικό ..σκληρό δίσκο μου , και με δεδομένη βέβαια την μεγάλη συμπάθεια που έτρεφα για τον μπάρμπα χαράλαμπο .
Μετρίου αναστήματος , με..ροπή προς το..κοντό , με μαύρα πυκνά μαλλιά , πάντα περιποιημένα και καλοχτενισμένα , χωρίστρα , και πάντα χαμηλά , στο πλάι , έντονα χαρακτηριστικά , πυκνά φρύδια , και φυσικά μουστάκι , άψογα..περιποιημένο ..και γαλανά , αν δεν κάνω λάθος , μάτια , μεγαλοφαμελίτης , πολλά παιδιά και..κορίτσια , κι’ όλα τα ταχτοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο , τα ..παιδιά , όλα , τα σπούδασε , και τα κορίτσια τα καλοπάντρεψε , καλοσυνάτος , αθόρυβος , σεμνός , νοικοκύρης και φυσικά άριστος οικογενειάρχης , ένας ..υποδειγματικός ..Λιδορικιώτης από κάθε άποψη , κατά την ταπεινή γνώμη μου..α..και κάτι που παραλίγο να ξεχάσω , και έχει βέβαια τη..σημασία του , όσο κι’ αν ..έψαξα στο μυαλό μου , με τη μέθοδο , της ..ανάκλησης της μνήμης , δεν μπόρεσα να βρώ έστω και μια φορά , που να τον είδα..απεριποίητο …
Πιστεύω πως ο μπάρμπα Χαράλαμπος μας λείπει , λείπει απ’ το χωριό μας , όχι γιατί ήταν άνθρωπος της αγοράς κλπ , όχι αλλά για τα πολλά άλλα του χαρίσματα..
Προσωπικά πάντως , τον θυμάμαι τον αξέχαστο μπάρμπα Χαράλαμπο με πολλή ..αγάπη , όπως άλλωστε και όλοι , πιστεύω , οι Λιδορικιώτες , να ‘σαι αναπαυμένος μπάρμπα , πάντα σε θυμόμαστε…….Κ.-
No comments:
Post a Comment