Τι κι΄αν τις ομορφιές του κόσμου, όλες, γνώρισες,
κι΄αν έζησες στα πιο όμορφα,τα πιό ψηλά,παλάτια,
τίποτα δεν αξίζουν, όλα,μπρός στο καλωσόρισες
που θα σου πούν ψιθυριστά,δυό δακρισμένα μάτια.
* * *
Τι κι΄αν στης μοναξιάς τ απέραντα τα πέλαγα ταξίδεψες,
και στων ονείρων σου ναυάγησες,τ’απάνεμα ακρογιάλια,
στου πατρικού σου την αυλή,σε μια γωνίτσα,γύρεψες,
τα παιδικά σου όνειρα να θάψεις,σαν πολύτιμα κοράλια.
* * *
Tη γερασμένη,του σπιτιού σου, καρυδιά ,στον κόρφο
σαν άγιο φυλαχτό,στα μακρινά σου τα ταξείδια,κράτησες
μαζί με τη μορφή του κοριτσιού,που ξύπνησε τον πόθο,
σαν ήσουνα αμούστακο παιδί , σαν πρωταγάπησες.
* * *
Μέσα απ’τα πράσινα,ξεθωριασμένα,του σπιτιού παράθυρα,
ώρες ατέλειωτες ,κοιτώντας τη βροχή,ταξείδευες..ταξείδευες
σε χώρες μακρινές,εξωτικές,φέρνοντας πάντα λάφυρα,
τις ομορφιές του ονείρου ,της ζωής,που πάντα γύρευες.
* * *
Πάντα επιστρέφεις,στη γωνιά τη φτωχική,τη λατρεμένη,
να ονειρευτείς,παιδί,ξανά κατω απ’τη γέρικη μουριά,
μ’αλλοίμονο..απ’όλα τα παλιά τίποτα ,πια, δεν απομένει,
μόνο στα βάθη του μυαλού ,η απέραντη της μάνας η αγκαλιά.- Κ.
Αθήνα 12 03 06.
No comments:
Post a Comment