Εκτός από τον φόρο των αγάμων που παρουσιάσαμε ήδη, ο εντυπωσιακός «φόρος επί των κυνών» επιβλήθηκε στους Έλληνες πριν εκατόν δέκα χρόνια. Περιλήφθηκε στη μακρά σειρά των φορολογικών μέτρων που ακολούθησαν τον αποκαλούμενο ατυχή πόλεμο του 1897 και την εγκατάσταση, για πρώτη φορά, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη χώρα μας. Τα δύσμοιρα σκυλιά κατατάχθηκαν σε κατηγορίες, όπως πολυτελείας, ποιμενικά, συνήθη κ.ά., ενώ ειδικά για την πρωτεύουσα το σύνολο των σκύλων κατατάχθηκε στους πολυτελείας που είχαν και την υψηλότερη φορολογία.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες κατασκεύασαν ειδικές μικρές μεταλλικές και αριθμημένες κονκάρδες, οι οποίες τοποθετούνταν στα περιλαίμια των σκύλων. Όσοι δεν έφεραν τέτοιες κονκάρδες θεωρούντο χωρίς ταυτότητα, αδέσποτοι και παράνομοι και διώκονταν από την διοικητική (δημοτική) αστυνομία και τον φοβερό μπόγια. Ο τελευταίος χρησιμοποιώντας ένα κάρο που είχε ματατραπεί σε κλούβα, συλλάμβανε τα ζωντανά και τα οδηγούσε σε οικόπεδο πίσω από το Γκάζι, όπου και τα θανάτωνε «δι’ ιδιαιτέρου μηχανήματος». Το μηχάνημα αυτό ήταν ένας πρωτόγονος φούρνος όπου τα ζωντανά έβρισκαν φρικτό θάνατο.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που κατατέθηκαν στην Βουλή, η εφαρμογή του μέτρου απέδωσε τον πρώτο καιρό το ποσόν των 60.000 δραχμών, αλλά και τις διαμαρτυρίες των «κυνοφίλων και κυνδεσποτών». Το 1901 η αρμοδιότητα περιήλθε απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών που εξαπέλυσε πραγματική εκστρατεία καταδίωξης των συμπαθητικών τετράποδων, ενώ αυξήθηκαν και τα πρόστιμα. Ο ιδιοκτήτης του αδήλωτου τετράποδου έχανε το σκύλο του και καλείτο να πληρώσει το τριπλάσιο του ορισμένου φόρου.
Για να δικαιολογήσουν την σκληρότητα του μέτρου οι αρμόδιοι προέβαλαν και τον κίνδυνο της λύσσας. Το απάνθρωπο μέτρο, τουλάχιστον επισήμως, άρθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών το 1902. Ωστόσο, ο τρομερός μπόγιας συνέχισε το άθλιο έργο του για πολλές δεκαετίες.
No comments:
Post a Comment