Mια ιστορία από το ένθετο "Αέρινες αναμνήσεις", Άμυνα και Διπλωματία - Μάνος Ηλιάδης..
Hταν μια ακόμη από τις αργίες που αφιέρωσα στην Αεροπορία μακριά από την οικογένεια και τα παιδιά μου. Ήταν Κυριακή του Απρίλη, Πάσχα των Ελλήνων, Αγιο Πάσχα που λέει κι ο Νταλάρας. Αν και παλιός στη μοίρα κυβερνήτης, έπρεπε να πάω ως επικεφαλής, επειδή οι άλλοι δύο κυβερνήτες αλλά και οι συγκυβερνήτες ήταν νέοι.
Βλέπεις είναι η μοίρα του νέου να μοιράζεται τις καλύτερες αργίες με την Αεροπορία, αλλά να παίρνει στο λαιμό του και λίγους παλιούς. Έτσι, λοιπόν, και εμείς από Μ. Πέμπτη έως και Δευτέρα του Πάσχα απολαύσαμε τις άγιες ημέρες στη Σκύρο, δίπλα στα αεροπλάνα φυσικά, μαζί με πέντε τεχνικούς. Ήμαστε σύνολο έντεκα άτομα, αφοσιωμένα στο καθήκον, απαλλαγμένοι από τα οικογενειακά καθήκοντα, τις προετοιμασίες, τα ψώνια κ.λπ. Για όλα φρόντιζε η υπηρεσία και εμείς σαν όλες τις άλλες ημέρες, χωρίς κάτι το διαφορετικό. Βλέπετε δεν μπορούσα να ζητήσω από τον Τούρκο ΑΓΕΑ να μας αφήσει χωρίς παραβιάσεις για να εορτάσουμε και εμείς, όπως όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες, τη μεγάλη γιορτή.
Για να σπάσουμε λίγο τη μονοτονία της υπηρεσίας και να απολαύσουμε κάπως και εμείς το έθιμο, επέτρεψα στους δέκα της παρέας μου να σουβλίσουν ένα αρνί ακριβώς έξω από το μικρό κτίριο των πληρωμάτων επιφυλακής μέσα σε ένα μισοκομμένο βαρέλι. Δεν είχε φτάσει ακόμα η εποχή που η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία περνούσε και από τα νησιά για τα Χρόνια Πολλά και έτσι, σίγουρα, θα ήμαστε απολύτως μόνοι και ελεύθεροι.Πιστεύοντας ότι η Κυριακή θα ήταν, ως συνήθως, η πλέον ήσυχη ημέρα και ίσως η πιο δύσκολη αν μας προκαλούσαν οι γείτονες, επέλεξα να φυλάξω υπηρεσία μαζί με τον Αλέξη σαν Νο 2, νέο κυβερνήτη, πολύ καλό και σαν παιδί αλλά κυρίως σαν αεροπόρο.
Οι προετοιμασίες, λοιπόν, του Σαββάτου μας έκαναν να μην καταλάβουμε για πότε πέρασε η ημέρα. Ανήμερα του Πάσχα, μισή ώρα πριν το πρώτο φως, όπως πάντα ήμαστε στις θέσεις μας ντυμένοι, λίγο πιο γυαλισμένοι λόγω μέρας, αρματωμένοι και κεφάτοι. Βάλαμε τα αεροπλάνα μπροστά, δοκιμάσαμε μέσα το σκοτάδι τα βλήματα και τα διάφορα συστήματα των αφών και καθόμαστε έξω περιμένοντας να απολαύσουμε την ανατολή του Ήλιου. Εκεί, λοιπόν, που αγναντεύαμε την άκρη του διαδρόμου και τη θάλασσα στο βόρειο τελείωμα του, περιμένοντας να τη δούμε να παίρνει τα πανέμορφα ροδοασημένια χρώματα του Αιγαίου και μυρίζοντας το φρέσκο απριλιάτικο αέρα μέσα στην απόλυτη σιγαλιά, μακριά από τους αστικούς ή κάθε λογής αγροτικό θόρυβο, βλέπουμε να ξεπετάγεται μια τεράστια φλόγα από την άκρη του κτιρίου και ταυτόχρονα ακούμε από το μεγάφωνο το τραγούδι «Ρωμιός εγώ, Τούρκος εσύ»...
Ήταν ο Αλέξης που αδημονούσε να γευτεί το δεκαπεντάκιλο ζωντανό που μας χάρισε ο τσοπάνος της περιοχής. Φαγάς όπως πάντα και καλαμπουρτζής, γεμάτος νεανική ζωντάνια και παιδικό αυθορμητισμό, βούτηξε τον ντενεκέ της αποστράγγισης από το αεροπλάνο και περιλούζοντας τα στιβιασμένα από την προηγουμένη ξύλα στο βαρέλι βάζει στη διαπασών το κασετόφωνο που είχαμε μέσα, ανάβει με μεγάλη έκπληξη όλων μας ένα τσιγάρο -ποτέ δεν κάπνιζε- τραβά μια βαθιά ρουφηξιά και πετά το τσιγάρο επιδεικτικά στο βαρέλι. Μόλις ξεπετάγεται η τεράστια φλόγα ξεφωνίζει: «Θα καούν τα κάρβουνα σήμερα και τα σεκλέτια».
Αμέσως μας κούρδισε και μας άλλαξε το ρυθμό της ημέρας από τα χαράματα. Πράγματι από τις πέντε περίπου το πρωί αρχίσαμε το ψήσιμο...Όπως ήταν αναμενόμενο, στις 12 ήταν τα πάντα έτοιμα και μετά βίας τους κράτησα μέχρι τις 12.30, όπου καθήσαμε όλοι μαζί να απολαύσουμε το δημιούργημα μας και να ευχηθούμε ο ένας στον άλλον, με Coca cola φυσικά, το Χριστός Ανέστη. Ήταν περίπου 1.15 και ο Αλέξης είχε καταβροχθίσει το χέρι και βάζει μπροστά του και ολόκληρο το μπούτι. Ξέραμε ότι έτρωγε πολύ και δεν παραξενευτήκαμε, αλλά ο τρόπος του μας έκανε να σκάσουμε στα γέλια.
Είχαμε ξεχαστεί, οι Harness όλων μας είχαν λασκάρει, τα σωσίβια είχαν βγει και ήταν δίπλα στις καρέκλες μας και ορισμένων τα φερμουάρ είχαν χαμογελάσει. Φυσικά πρώτα του Αλέξη... Καθισμένος στην κεφαλή του τραπεζιού τους κοιτούσα έναν έναν και θαύμαζα τον τρόπο με τον οποίο όλοι τους απολάμβαναν το πασχαλιάτικο τραπέζι. Είχαν ξεχάσει τις οικογένειες, τους φίλους, τις υποχρεώσεις, το περσινό γλέντι στο μέρος που αγαπούσαν και τόσα άλλα που απασχολούσαν τον καθένα στην καθημερινότητα και με αγαθά αστεία και έξυπνες ατάκες και πειράγματα απολάμβαναν τα αγαθά της Σκύρου. Στιγμιαία θυμήθηκα την αποστολή μας και αμέσως προσπάθησα να την ξεχάσω, για να απολαύσω τη συναδελφική ομορφιά της στιγμής. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόλαβα να το ξεχάσω -ίσως το ένστικτο- και ξαφνικά χτύπησε το δαιμονισμένο τηλέφωνο.
Ταυτόχρονα έντεκα στόματα ξεστόμισαν την ίδια βαριά βρισιά και όλοι σηκωθήκαμε να φορέσουμε αυτά που έπρεπε να φοράμε, να σφίξουμε αυτά που έπρεπε να είναι σφιγμένα κ.ο.κ
Οι τεχνικοί, για να μας δώσουν λίγο χρόνο, έτρεξαν με περισσή ταχύτητα στα αεροπλάνα και έκαναν πιο γρήγορα από το κανονικό, βρίζοντας συνεχώς και οι ίδιοι, συμμεριζόμενοι το λούκι στο οποίο βρισκόμαστε. Έμεινα έκθαμβος όταν φεύγοντας από το κτίριο είδα τον Αλέξη έτοιμο και ντυμένο να ξανακάθεται στο τραπέζι και βουτώντας το μπούτι με το χέρι να πατάει δύο τεράστιες δαγκωματιές. Του βάζω τις φωνές, τρομάζει, το αφήνει και τρέχει στην πόρτα. Μόλις, όμως, φτάνει στην πόρτα ξεφωνίζει «δεν θα το χαλαλίσω στους π...» και γυρνά, βουτά το μπούτι και κραδαίνοντας το τρέχει προς το αεροπλάνο.
Ήταν μια από τις λίγες στιγμές της καριέρας μου που ποικίλα αισθήματα μαζεμένα γεννήθηκαν από αυτή τη σκηνή. Η αποθέωση, όμως, ήταν στο line-up, όπου έχοντας τον δίπλα μου και ενώ μου κάνει σήμα ότι οι κινητήρες και τα όργανα ήταν ΟΚ ώστε να απογειωθώ και να ακολουθήσει μετά από 20 ", βλέπω στο αλεξίνεμο, αριστερά από το σκοπευτικό, να έχει αφήσει το μπούτι. Πριν συνειδητοποιήσω τι έβλεπα, με κατάλαβε, βγάζει τη μάσκα και πατά μια δαγκωνιά.
Απογειώθηκα και προσπαθούσα να κρατήσω με κόπο το αεροπλάνο σταθερό από τα γέλια...Φυσικά στον αέρα δεν χρειάζεται να σας πω τι έγινε. Η τσαντίλα μας ήταν τόση που γεμίσαμε το φωτοποπολυβόλο και οι δύο. Τα δύο τούρκικα F-4 θα θυμούνται για πολύ καιρό τι σημαίνει να κάνεις παραβίαση την ημέρα του ελληνικού Πάσχα. Η τουρκική ΜΓΓ αλλά και οι γείτονες συνάδελφοι αν μετάφραζαν την κασέτα των μαγνητοφώνων τους -αν είχαν- θα καταλάβαιναν τι μας συνέβαινε.... Πως αν συνδυάσεις την ελληνική οργή με ορισμένα άλλα γεγονότα σαν το Πάσχα, είσαι χαμένος όχι από χέρι, αλλά και που θα σκεφτείς να πράξεις κάτι. Μιλούσαμε μόνο στην κινδύνου για να ακούν όλοι όσοι είχαν υπηρεσία σε ελληνικό και τούρκικο ΣΑΕ σε ελληνικά και αγγλικά, για να καταλάβουν τι τους κάναμε στον αέρα. Πρώτη φορά είδα τέτοιο καταντροπιασμένο αντίπαλο.
Η αποθέωση, όμως, ήρθε στο τέλος. Αφού μετά το ατελείωτο «ξύλο» μαζεύτηκαν σε χλιαρό σχηματισμό για να φύγουν, μου λέει ο Αλέξης: «Κάλυψε με, γιατί κάτι ξέχασα από την παράδοση και πρέπει να πω και τον επίλογο».
Πριν καλά καλά προλάβω να τον σταματήσω, επιταχύνει πάει δεξιά από τον δεξιό και ελισσόμενος
με BARREL ROLL από πάνω τους είχε βγάλει τη μάσκα και κουνούσε απειλητικά το μπούτι. Φτάνοντας στο δεύτερο αριστερά πατά μια δαγκωνιά και του λέει στην κινδύνου «μπουνταλά την επόμενη φορά θα σε δαγκώσω και σένα έτσι».
Η σκηνή αυτή ήταν απερίγραπτη. Περιείχε το μεγαλείο του Αλέξη, την αεροπορική γενναιότητα, την ελληνική λεβεντιά αλλά και την αγανάκτηση για το κακό που μας έκαναν την ημέρα αυτή. Μόλις προσγειωθήκαμε, κάθισε κάτω από το φτερό και αποτελείωσε το μπούτι... Τώρα το ευχαριστιέμαι καλύτερα μου είπε...
Αυτός ήταν ο Αλέξης... Μας έφυγε γρήγορα, τρακάροντας στον αέρα σε μια άκρως επικίνδυνη άσκηση με πιο σύγχρονο αεροπλάνο. Τράκαρε γιατί έμπλεξε με έναν άλλο «Αλέξη», πείσμονα και πολύ καλό αεροπόρο. Δεν ήθελε κανένας τους να φανεί υποδεέστερος και επήλθε το μοιραίο, δυστυχώς και ευτυχώς μόνο για τον Αλέξη. Ας είναι... Αυτά έχει η αεροπορική ζωή.
28.11.12
O AΛΕΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ ΓΕΥΜΑ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment