Ἡ τελευταία Κυριακὴ τῆς Ἀποκριᾶς πλησιάζει. ῾0 Στέφανος μὲ τοὺς φίλους του ἀπεφάσισαν νὰ γίνουν πιερότοι, στρατηγοί, ναύαρχοι μὲ χρυσᾶ γαλόνια.
Πῶς ὅμως νὰ γίνουν, ἀφοῦ στὸ χωριό τους δὲν ὑπαρχει οὔτε προσωπίδα νὰ ἀγοράσουν; Ὁ Στέφανος, ἀγόρι ἔξυπνο, εἶπε στοὺς ἄλλους:
- Παιδιά! Ν’ ἀγοράσωμε κόλλες χρωματιστὲς καὶ νὰ σχεδιάσωμε μόνοι μας ὅ,τι θέλομε.
Καὶ νά! στὸ σπίτι τοῦ Ἀλέκου ἄρχισαν τὴν ἐργασία. Ἔφτειασαν καπέλλα ψηλὰ μὲ γαλάζιες κόλλες, ἔκοψαν κορδέλλες γιὰ νὰ ζώσουν στὴ μέση, παράσημα γιὰ τὸ στῆθος, χαρτονένια σπαθιά.
Ὥσπου νὰ φθάσῃ ἡ ᾽Αποκριά, κάθε παιδὶ κάτι βρίσκει γιὰ νὰ συμπλῃρώσῃ τὴ φορεσιά του.
Γιὰ προσωπίδες εἶπαν νὰ βάλουν στὸ πρόσωπο χρωματιστὲς κόλλες, γιὰ νὰ μὴ γνωρίζωνται. Ὁ Στέφανος ὅμως ἔρριξε κάποια ἄλλη ἰδέα, πιὸ καλή.
- Ἔχω μαλλὶ μαῦρο ἀπὸ πρόβατα, εἶπε. Νὰ φέρω καὶ νὰ βάλωμεν ὅλοι μουστάκια.
Ἄν θέλῃ κανένας, ἂς βάλῃ καὶ γένεια. Μὲ τὰ μουστάκια θὰ παραλλάξῃ τὸ πρόσωπό μας καὶ δὲν θὰ γνωριζώμεθα.
.
ΒΑΣΙΛ. Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ Β΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1963
No comments:
Post a Comment