Σε λίγες μέρες στις 24 του Μαρτίου , είναι η παγκόσμια ημέρα κατά της φυματίωσης , και για μια..μέρα , όλοι , υποτίθεται , στρέφουμε το νου και το βλέμμα μας στην αρρώστια αυτή , που θέρισε κόσμο και κοσμάκη τα παλιότερά χρόνια .
Εκατοντάδες , χιλιάδες , θλιβερές ιστορίες ανθρώπων που επειδή αρρώστησαν από φυματίωση , πετάχτηκαν και εγκαταλείφθηκαν σε ερημιές , σε καλύβες , μακριά απ’ τον κόσμο απ’ το φόβο της μετάδοσης της αρρώστιας .Όσο κακό όμως έκανε αυτή καθ’ αυτή η αρρώστια , άλλο τόσο και ίσως και περισσότερο έκανε η λαθεμένη αντίληψη και συμπεριφορά των συγγενών των ασθενών .
Προσωπικά , γνωρίζω περίπτωση , που κόρη οικογένειας με οικονομική δυνατότητα , για να την βοηθήσει , αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι της , όπου κρατούνταν σχεδόν φυλακισμένη , για να μη μάθουν , οι γείτονες και το χωριό πως είναι άρρωστη από “ χτικιό “ όπως λέγαν τότε τη φυματίωση .
Με το παρακάτω διήγημά του , ο αξέχαστος φίλος Αλέκος , δίνει με αριστοτεχνικό και απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο και πάντα με το γλαφυρό του ύφος , όλη την τραγικότητα των πασχόντων απ’ την αρρώστια αυτή .
“ Ο ΘΕΙΟΣ ΠΗΤ “ ….
Δ Ι Η Γ Η Μ Α
Του αξέχαστου Λιδορικιώτη λογοτέχνη
Αλέκου Κωστάκη - Μαργέλλου
Ο Αλέκος με την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του , γνωστή ποιήτρια και ηθοποιό Στέλλα Αρκάδη .
ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ..
“ Το καλοκαίρι του 1947 παραθέριζα στην Πεντέλη , στην οποία , τότε , έτρεχαν ακόμα άφθονα τα θαυμάσια νερά της και τα πεύκα της δεν τα 'χαν φάει οι ..λογής - λογής εμπρηστές και οικοπεδοφάγοι . Εξαιτίας του εμφύλιου , ο οποίος βρισκόταν στο φόρτε του , όλη η ορεινή Ρούμελη κι' ο Μωριάς ήταν χώροι απλησίαστοι για ξεκαλοκαίριασμα κι' ο κοσμάκης της Αθήνας και του Πειραιά , που 'χε ανάγκη από λίγο καθαρό αέρα για τα ταλαιπωρημένα του πλεμόνια , τα μαυρισμένα απ' την πείνα και τις κακοπάθειες της τετράχρονης κατοχής , έβρισκε καταφύγιο και ψευτοβολευόταν στα πεύκα της Πεντέλης , η Πάρνηθα έπεφτε βλέπεις μακριά , ούτε συγκοινωνία είχε , αλλά ήταν κι' επικίνδυνη .
Ο αξέχαστος Αλέκος σε μια επίσκεψή του στην ακρόπολη
Στην Πεντέλη λοιπόν , που οι καλόγεροι της Μονής την είχαν χωρίσει σε " ζώνες " και " κατηγορίες " , το προλεταριάτο έστηνε κάτω απ' τα πεύκα τα τσαντίρια του , πληρώνοντας στο μοναστήρι , ή στην κοινότητα , ένα μικροποσόν " για την καθαριότητα και το νερό ". Οι πρώτες ζώνες , όσες δηλαδή βρίσκονταν κοντά στο δρόμο και στις βρύσες , πλήρωναν κάμποσες δραχμές , οι παραμέσα λιγότερα κι οι απόμακρες κάτι λίγα η σχεδόν τίποτα , εφόσον είχες μάλιστα και χαρτί ..απορίας .
Οι κάπως εύποροι , έμεναν σε διάφορα ενοικιαζόμενα σπίτια , που ο Θεός να τα 'κανε σπίτια , τέσσερα ξερά ντουβάρια κι άγριο "γδάρσιμο " , λες και νοίκιαζες σουίτα στο..Χίλτον . Έχοντας κι εγώ το μεγάλο μου γιο κάπως αδύνατον κι επειδή η ιδιαιτέρα μου πατρίδα ήταν στο κέντρο των μαχών , αναγκάστηκα να καταφύγω στην Πεντέλη , όπου , κάτω απ' το λόφο του Αστεροσκοπείου , βρήκα και νοίκιασα τον κάτω όροφο ενός μεγάλου διώροφου . Στον πάνω έμενε ένας τμηματάρχης της Αγροτικής με τη γυναίκα του , με τους οποίους σύντομα γίναμε φίλοι .
Στον τμηματάρχη κάποτε μίλησα για το " φιλάσθενο " του γιού μου κι εξέφρασα τους φόβους μου για την υγεία του . Δικαιολογημένα βέβαια , γιατί τότε θέριζε όλη την Ελλάδα η φυματίωση , η οποία δεν χαριζόταν σε κανένα . Αυτός όταν του εξέφρασα τους φόβους μου για το παιδί μου , χαμογέλασε και μου είπε :
- Αύριο θα 'ρθει ένας θείος μου Αμερικάνος , 80 χρονών , να μείνει μαζί μας . Ήρθε από τη Ν.Υόρκη με το " Βασίλισσα Φρειδερίκη " πριν από δυο μήνες , κουβαλώντας και μια " κάντιλακ " 12 μέτρων . Πήγε πρώτα στο χωριό , να δει τον τόπο , όπου γεννήθηκε κι αύριο τον περιμένω εδώ .
Πραγματικά , την άλλη μέρα ..κατέπλευσε ο " Θείος " με μια κουρσάρα 12 μέτρων . Ήταν ένας λεβεντόγερος που δεν τον έκανες ούτε μισό..μήνα παραπάνω από 70, ψηλός - κυπαρίσσι σωστό - κόκκινος ..κόκκινος , γελαστός και πρόσχαρος , ένας Τριπολιτσιώτης , ίδιος ο γέρος του..Μωριά , με τη διαφορά πως ο θείος Πητ , έτσι τον λέγανε , τον.." φύσαγε τον παρά ".
Μας σύστησε ο ανιψιός του και πιάσαμε κουβέντα για την πολιτική , τον πόλεμο , για όλα . Γίναμε φίλοι κι όταν έμαθε για την κατάσταση του γιού μου , έδειξε τρομερό ενδιαφέρον γι' αυτόν και μια ιδιαίτερη αγάπη , η οποία για πολύ καιρό , μου φαινόταν ανεξήγητη , ώσπου ο Τμηματάρχης , ο ανιψιός του μίστερ Πητ , μ' έβγαλε απ' την απορία μου .
Στα 1890 λοιπόν , ο Παναγιώτης Μακρόπουλος , ο " θείος " μας δηλαδή , τελείωσε με άριστα το Σχολαρχείο στα Λαγκάδια της Γορτυνίας κι έπλαθε χίλια όνειρα για το μέλλον . Η μοίρα όμως του φέρθηκε σκληρά . Κάπου " κρύωσε " , δεν πρόσεξε , έκανε πυρετό κι έπεσε στο κρεβάτι . Ήρθε ο γιατρός , που διέγνωσε τη φοβερότερη αρρώστια εκείνης της εποχής : τη φυματίωση , τη φθίση , το...χτικιό..
Εκείνα τα χρόνια , ( κι' αυτά τα λέω για τους νεότερους ) η αρρώστια αυτή προκαλούσε τρόμο . Ο άτυχος , που αρρώσταινε από φυματίωση , ήταν καταδικασμένος διπλά : σωματικά - το λιγότερο -και ψυχικά , το χειρότερο απ' όλα . Ένας στους εκατό να γλίτωνε ( κάποιος που είχε θείο το Θεό η την είχε πάρει.." ξώφαλτσα " κι' είχε άφθονο χρήμα να πάει στο Νταβός της Ελβετίας . Εδώ , μόλις το 1902 η Σοφία Σλήμαν έχτισε το πρώτο Ελληνικό σανατόριο , σε μια έκταση 500 στρεμμάτων , που την παραχώρησε η Μονή Πετράκη , την πασίγνωστη " Σωτηρία " , όπου στο μοναδικό της κτίριο , βρήκαν καταφύγιο δώδεκα ..ασθενείς . Οι υπόλοιποι , αν δεν πήγαιναν από τη λεγόμενη .." καλπάζουσα " σε λίγες μέρες , είχαν τέτοια μεταχείριση , που σήμερα τουλάχιστον , προκαλεί φρίκη .
Ο άρρωστος , απομονωνόταν απ' όλους . Πολλούς μάλιστα τους έβγαζαν έξω απ' τα χωριά κι' οι δυστυχείς αυτοί έμεναν σε σπηλιές , μαντριά και ταράτσες . Τους απαγορευόταν να πλησιάζουν στο χωριό . Τους πήγαιναν φαγητό μ' ένα κατσαρολάκι και τ' άφηναν 10-15 μέτρα μακριά . Το 'παιρνε ο φουκαράς , έτρωγε το λιγοστό φαγάκι του και κατόπιν τράβαγε για το καλύβι του . Η κουβέντα με τους δικούς του γινόταν από μακριά , λίγοι είχαν την τόλμη να πλησιάζουν κι ελάχιστοι εκείνοι , που δεν φοβόνταν κι έδειχναν κάποια συμπόνια για τον άρρωστο συγγενή τους .
Το ίδιο συνέβη και με τον μίστερ Πητ . Μόλις μαθεύτηκε το τρομερό νέο , το οικογενειακό συμβούλιο πήρε μια τρομερή απόφαση , που την έβαλαν σ' ενέργεια από την άλλη μέρα κι' όλας . Η μόνη που αντέδρασε , με πάθος , ήταν η μικρότερη αδερφή του , η οποία έβαλε τις φωνές , τα κλάματα , παρακάλεσε , αλλά τίποτα , η απόφαση είχε παρθεί .
Η υπόθεση κράτησε ένα καλοκαίρι . Ο Παναγιώτης έμενε σ' ένα χαμόσπιτο , κάτω σ' ένα ρέμα ολομόναχος . Ευτυχώς είχε μαζί του τα βιβλία του και μια φορά την ημέρα ερχόταν κι η μικρότερη αδελφή του , που του 'φερνε λίγο φαγάκι και του 'πλενε τα ρούχα του στο ..ρέμα .
Κάποια μέρα όμως συνέβη κάτι , που είχε τρομερές συνέπειες στη ζωή του . Η αδελφή του , μαζί με το φαγητό , του' φερε , τυλιγμένο σε κάποια πράγματα , κι' ένα απόκομμα εφημερίδας , στο οποίο γινόταν λόγος για τη μετανάστευση στην Αμερική . Το διάβασε , το ξαναδιάβασε και πήρε την απόφασή του : Θα 'φευγε ! Έτσι κι' έτσι καταδικασμένος ήταν ! Τι εδώ, τι ..εκεί ! Και καλύτερα που δε σε ξέρουν κι' όλας !
Την άλλη μέρα , το συζήτησε με την αδελφή του και της είπε να μιλήσει σ'όλους τους δικούς , να του δώσουν - αφού δεν τον θέλουν - τα χρήματα για να φύγει , κι' έτσι κι' αυτοί να γλιτώσουν απ' αυτόν κι' αυτός ίσως να 'βρισκε γιατρειά στους ξένους γιατρούς .
Να μη τα πολυλογούμε , οι δικοί του προθυμότατα ό,τι τους ζήτησε και το 1882 , ο Παναγιώτης Μακρόπουλος , απόφοιτος του Σχολαρχείου Λαγκαδίων Γορτυνίας , έφευγε μ' ένα Ιταλικό καράβι από την Πάτρα για την Αμερική , η οποία δεχόταν τότε όλο τον κόσμο , χωρίς διαβατήρια και ταυτότητες και άλλα τέτοια , που ζητάνε σήμερα . Αρκούσε , τότε , να 'χεις τα ναύλα να πας , για τ' άλλα ούτε που γινόταν κουβέντα .
Όταν ο νεαρός Γορτύνιος έφτασε στη χώρα του Κολόμβου , ξαναγεννήθηκε . Θες η αλλαγή του κλίματος , θες η αδιαφορία των..πλησίον για την υγεία του , ίσως κι η προσβολή των πνευμόνων του να 'ταν ελάχιστη η ακόμα ο γιατρός , με τα υποτυπώδη μέσα της εποχής , να 'κανε λάθος , όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την αναγέννηση του Παναγιώτη , που ένιωθε περίφημα . Ούτε βήχα , ούτε καν απλό πονοκέφαλο . Και τότε ξύπνησε μέσα του το μωραίτικο δαιμόνιο και μάλιστα το...Τριπολιτσιώτικο .
Γυρνώντας ένα βράδυ στα σφαγεία του Ρότσεστερ , μιας πόλης κοντά στα Αμερικανο-Καναδικά σύνορα , είδε να πετάνε τα κεφαλάκια και τα ..πατσοπόδαρα των αρνιών . Βρόμαγε τότε το κρέας στην Αμερική και οι Αγγλοσάξονες δεν πολυκαταδέχονταν το πρόβειο κρέας , πόσο μάλλον τα..εντόσθια και τα κεφάλια .
O Aλέκος σ'ένα του προσκύνημα στον ποιητή μας Κώστα Κρυστάλλη .
Πιο πέρα όμως , στην ερημιά , χιλιάδες φτωχομετανάστες , Έλληνες και Σλάβοι , δούλευαν στη σιδηροδρομική " κομπανία " στρώνοντας μέρα - νύχτα , μίλια και μίλια γραμμές για το τρένο . Η " κομπανία " , τους χορηγούσε συσσίτιο , αλλά ...αγγλοσαξωνικού γούστου , που δεν πήγαινε κάτω στα Ελληνικά και τα Σλάβικα στομάχια . Ο Πητ τότε σκέφτηκε πως αν άνοιγε μια " τρυπούλα " να μαγειρεύει ό,τι πέταγαν σαν άχρηστο τα σφαγεία της πόλης , θα έρχονταν πολλοί εργάτες να τρώνε . Και " αμ' έπος , αμ..έργον ".
Με σανίδες έστησε την " τρυπούλα " του κι έβαλε δυο μεγάλες κατσαρόλες : Τη μια για τον πατσά και την άλλη για τα κεφαλάκια . Αποτέλεσμα : ...Χαλασμός , και τα " σέντσια " βροχή στον " μπεζαχτά " του . Αλλά οι γραμμές προχωρούσαν κι οι εργάτες ξεμάκραιναν . Δεν τους βόλευε πια να 'ρχονται για φαγητό , τότε ο Πητ πήρε μια σούστα και πήγαινε κοντά τους , κουβαλώντας τ' ανατολίτικα φαγητά του .
Με τον καιρό απόχτησε και πείρα . Είδε τις αδυναμίες της δουλειάς του και φρόντισε να την οργανώσει καλύτερα . Πήρε κι'έναν Αλβανό βοηθό , λάδωνε και τους Αϊρίστες ( Ιρλανδούς ) πόλισμεν (λόγω των γραμματικών γνώσεών του έμαθε πολύ γρήγορα τη γλώσσα κι έτσι τους " έφερνε καπάκι " όταν πήγαιναν να του γκρεμίσουν το " κατάστημα " ) κι όλα του ρχονταν βολικά . Δεν είχαν περάσει 2-3 χρόνια κι η παράγκα έγινε " ρέστοραν " , μέσα στην πόλη του Ρότσεστερ .
Στο μεταξύ , όμως , η μετανάστευση από την Ευρώπη έπαιρνε γιγαντιαίες διαστάσεις . Κατά κύματα έρχονταν οι Γραικοί , που έπιαναν τις μεγάλες πόλεις , Σικάγο και Ν.Υόρκη . Το Ρότσεστερ δεν χωρούσε πια τον Πητ . Φεύγει κι εγκαθίσταται στο Σικάγο , όπου και τα μεγαλύτερα σφαγεία του κόσμου , κι η δουλειά από τα κεφαλάκια και τα πατσοπόδαρα , έφτασε ως τ΄αρνιά . Το Πάσχα οι Ορθόδοξοι ήθελαν αρνάκια για ψήσιμο , είδε ο Πητ τη ζήτηση και φρόντισε γι' αυτό . Άφηνε τον Αλβανό στο μαγαζί κι αυτός έφτανε ως τη Μοντάνα κι ως το Κολοράντο να φέρει τ΄αρνιά , από τσοπάνηδες Ερυθρόδερμους η Μεξικάνους .
Η δουλειά είχε πολύ ψωμί κι όλο μεγάλωνε . Γιγαντωνόταν από χρόνο σε χρόνο . Η αγορά ήταν σχεδόν παρθένα κι ο Πητ εκμεταλλευόταν μεθοδικά κάθε ευκαιρία . Τώρα , με την πείρα που είχε αποκτήσει , δεν καθόταν να ζυγίσει ένα-ένα τ' αρνιά και να .." κλέψει " στο ζύγι το " γιό του Τσακαλιού " , τον Ερυθρόδερμο η τον ..Γκονζάλες τον Μεξικάνο τσοπάνη . Αγόραζε με το μάτι , , έμπαινε στο κοπάδι , διάλεγε 100 , 200 , κομμάτια κι έλεγε τόσο βάρος θα πιάσουν . Ο τσοπάνης , Ερυθρόδερμος η Μεξικάνος , συμφωνούσε , γιατί αν τα ζύγιζαν δεν θα έπεφταν και πολύ έξω . Έπειτα το πρόσωπο του Πητ ενέπνεε εμπιστοσύνη κι όλοι τον αγαπούσαν . Ποτέ του δεν ερχόταν με άδεια χέρια , πάντοτε θα 'φερνε και 2-3 μπουκάλια ποτό για το γιο του..Τσακαλιού , η καμιά μεταξωτή μαντίγια για την " σενιόρα Ιζαμπέλα ".
Ο αξέχαστος Αλέκος σε μια τρυφερή...ανθρώπινη στιγμή .
Με τον τρόπο αυτόν έγινε πασίγνωστος στη ΒΔ περιοχή των Η.Π.Α . και η φήμη του σαν έμπορα , και κυρίως σαν εκτιμητή , έφτασε ως τ' αυτιά της γνωστής πολυεθνικής φίρμας CARNATION , η οποία του πρότεινε να τον προσλάβει σαν " εκτιμητή " στις αγορές ζώων , αφού πρώτα τον δοκιμάσει . Δέχτηκε , πέρασε μ' επιτυχία τη δοκιμασία και σε λίγο έγινε " βοηθός " αγορών ζωντανών ζώων της CARNATION . Με το μάτι εκτιμούσε κι αγόραζε ολόκληρα κοπάδια αρνιών κι αργότερα βοδιών και , ύστερα από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο , έγινε " πρώτος εκτιμητής " με κολοσσιαίο , για κείνα τα χρόνια , μισθό .
Το μαγαζί στο Σικάγο τ' άφησε στον Αλβανό , τον βοηθό του , κι' ο ίδιος ρίχτηκε με τα..μούτρα στη δουλειά . Σε λίγα χρόνια κατάφερε να γίνει " γενικός διευθυντής αγορών " της εταιρείας , και όταν πήγε 70 χρονών , έφυγε με 3.000 δολάρια το μήνα σύνταξη .
Εδώ , πίσω στα Λαγκάδια , με το μόνο άνθρωπο που είχε επαφή , ήταν η μικρότερη αδελφή του . Τους άλλους , όσο ζούσαν ακόμα , ούτε να τους ακούει ούτε να τους βλέπει . Την αδελφή του αυτή , τη βοήθησε όσο πιο πολύ μπορούσε , της έφτιαξε σπίτι , της σπούδασε όλα τα παιδιά και κάνα δυο ανιψίδια του , που δεν ήθελαν " τα γράμματα " , τους άνοιξε υπερπολυτελή ζαχαροπλαστεία στην Αθήνα . ( Ένα απ' τα ανίψια του ήταν ο Τμηματάρχης με τον οποίο συνοικούσα ) .
Αυτή , λοιπόν ήταν η ιστορία του θείου Πητ , που ξεκίνησε αποδιοπομπαίος τον περασμένο αιώνα απ' την Ελλάδα και γύρισε πετυχημένος ύστερα από 60 χρόνια , για ν' αποδείξει πως το μωραίτικο δαιμόνιο - και ιδίως το Τριπολιτσιώτικο - θαυματουργεί πάντα , όπου κι αν βρεθεί και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αντιξοότητες .-
Το διήγημα αυτό του Αλέκου Κωστάκη , μαζί με πολλά άλλα έργα του , περιλαμβάνεται στο βιβλίο του " ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΤΟΥ " που κυκλοφόρησε το 1995 , απ' το " ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ".
Καλό σας βράδυ , να περνάτε καλά ….Κ.Κ.-
www.lidoriki.com