26.2.16

Ξ.ΑΓΡΕΛΛΗ : Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ , Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΟΧΗ , ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ


 (pics από παλιό ημερολόγιο)


Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη
Η ζωή στα νησιά και στην Ελληνική ύπαιθρο μετά το '40, δεν ήταν εύκολη.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος  είχε τελειώσει, ενώ ο εμφύλιος είχε αποτελειώσει την πληγωμένη και ρακένδυτη χώρα μας. Οι Δωδεκανήσιοι και ιδίως οι κάτοικοι της Κω, 

μετά την Ενσωμάτωση, προσπαθούσαν να σταθούν  στα πόδια τους και να οργανώσουν 
ξανά την λιτή ζωή τους. Πέρασαν  στυγνούς κατακτητές, βασανιστική κατοχή,
 στερήσεις  και όλα τα δεινά ενός τρομαχτικού πολέμου  και άντεξαν. Θα άντεχαν 
και την φτώχεια της εξαθλιωμένης πατρίδας  τους. Η κρίση, κοινωνική και οικονομική,
δεν είχε περάσει, ίσως να είχε  μόλις αρχίσει. Δεν είχε  όμως καμιά σχέση με την 
σημερινή κρίση χρέους, που βιώνουν οι Έλληνες.
Οι κάτοικοι του νησιού μας, περήφανοι για τα πολεμικά κατορθώματα τους, έδιναν

 τώρα  τον αγώνα στο χωράφι, στο βουνό, στη θάλασσα, στο γιαπί, ώστε να  ανοικοδομήσουν ξανά τα σπίτια και τις ζωές τους. Όμως  οι συνθήκες ήταν τόσο 
δύσκολες, αφού όλα γίνονταν για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαΐ, με 
φακές ή φασολάδα, στη οικογένεια τους.
Δούλευαν αδιάκοπα, με ένα τρύπιο παντελόνι οι άνδρες  ή ένα  μπαλωμένο  φουστάνι 

οι γυναίκες και φόραγαν ένα ζευγάρι λιωμένα παπούτσια, που τα πηγαινόφερναν στον τσαγκάρη. Τα ρούχα των παιδιών, τα αγόραζαν μια φορά, το ίδιο και τα παπούτσια.
 Ύστερα αυτά ντύνονταν με την σειρά ηλικίας και μεγαλώματος. Τα  μεγαλύτερα 
έδιναν στα μικρότερα τα ρούχα και τα παπούτσια τους ανάλογα, αν ήταν 
αγόρια ή κορίτσια.
Το ίδιο επαναλάμβαναν και με τα Σχολικά βιβλία.
Ο πατέρας έκανε αγώνα για το μεροκάματο και η μάνα στις ατέλειωτες δουλειές του σπιτιού.
Τότε οι περισσότεροι δρόμοι, ήταν χωμάτινοι και το ηλεκτρικό ρεύμα, μόλις που

 κάλυπτε το 1/3 στα Ελληνικά νοικοκυριά. Το πόσιμο νερό έτρεχε στις Δημόσιες βρύσες, στην Πλατεία ή βρισκόταν άφθονο στις πηγές και στα πηγάδια.
Έτσι η μάνα αν δεν ήταν στο χωράφι για δουλειά, έπρεπε να ζυμώσει το βδομαδιάτικο ψωμί   και να ανάψει φωτιά για να μαγειρέψει. Ακόμη είχε  να κουβαλήσει ξύλα και 

νερό,  να το βράσει, για να λούσει στη σκάφη τα παιδιά της. Έπρεπε να πλύνει στο
 ποτάμι ή στη σκάφη τα ρούχα, να βάλει κάρβουνα στο σίδερο και να τα σιδερώσει,
 αφού παράλληλα μαντάρει τις κάλτσες και  μπαλώσει τα φθαρμένα ρούχα.
Η οικοδομή ήταν βαριά και ανθυγιεινή δουλειά, επικίνδυνη και αμείλικτη για τους

 εργάτες. Ολημερίς μέσα στο λιοπύρι προσπαθούσαν με κασμάδες, λοστούς  και ξύλινες επικίνδυνες σκαλωσιές, να σηκώσουν την οικοδομή. Με τον τενεκέ στον ώμο, γεμάτο
 υγρό τσιμέντο ή  λάσπη, ανεβοκατέβαιναν και κουβαλούσαν αμέτρητους τενεκέδες, 
για να ρίξουν την ταράτσα ή την σολέττα από μπετόν.
Ένα μαντήλι στο κεφάλι, άλλο ένα στους ώμους και  δούλευαν σκληρά.
"Με αίμα χτισμένο κάθε πέτρα και καημός"…… όπως τραγούδαγε  και ο αξέχαστος

 Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα και οι εργάτες ξεδίπλωναν την υφαντή πετσέτα, για να μοιραστούν ένα ξεροκόμματο βδομαδιάτικο ψωμί, λίγες ελιές και ένα κομμάτι τυρί. 

Έτσι  χτίστηκαν οι πολυκατοικίες στις μεγαλουπόλεις, τα προσφυγικά σπίτια και οι εργατικές, λαϊκές κατοικίες.
Τα νέα παιδιά, άφηναν το Σχολείο αφού η φτώχεια δεν τα άφηνε να σπουδάσουν.
Έκαναν δουλειές του ποδαριού ή δούλευαν σαν ανειδίκευτοι εργάτες για ένα πιάτο φαΐ.
Η γεωργία ήθελε πολλά χέρια και η μεταπολεμική οικοδομή, τότε βρισκόταν στην 

άνθιση της.
Στις μεγάλες πόλεις, είχε ξεκινήσει το ρεύμα της αστυφιλίας.
Πολλοί κάτοικοι της υπαίθρου και χιλιάδες επαρχιώτες,  άφηναν τον βαρύ κάματο 

της γης και πήγαιναν  να δουλέψουν στις μεγάλες πόλεις, όπου τα Ελληνικά εργοστάσια και η οικοδομή χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια.
Τα πλοία, τα τρένα, τα λεωφορεία, κάθε μέρα κουβαλούσαν, ιδίως στην πρωτεύουσα, εργάτες από την επαρχία και τα νησιά, κουβαλώντας μαζί και την ελπίδα για μια 

καλλίτερη ζωή.
Η εσωτερική μετανάστευση, δημιούργησε δυο τσιμεντούπολεις τέρατα, την Αθήνα

 και την Θεσσαλονίκη. Οι εσωτερικοί μετανάστες, έπιαναν  αμέσως δουλειά  σε 
οικοδομές και εργοστάσια, όταν  τα Ελληνικά εργοστάσια ήταν στις δόξες τους.
Πολλές  ήταν και οι γυναίκες, που αποφάσισαν να αφήσουν το χωράφι ή το χωριό και εργάστηκαν σε εργοστάσια υποδημάτων κλωστο-υφαντουργίας, ετοίμων

 ενδυμάτων κλπ.
Τα  λεωφορεία γέμιζαν κάθε πρωί, από γυναίκες εργάτριες, ως κορδελλιάστρες, 

γαζώτριες, ράφτρες, κοπτοραπτούδες, μοδίστρες, σχεδιάστριες κλπ.
Και στο νησί μας,  την δεκαετία του 70 λειτούργησε για αρκετά χρόνια, ένα εργοστάσιο ετοίμων ενδυμάτων, δίνοντας δουλειά  σε πολλά χέρια. Αλλά δεν ήταν λίγες και οι

 γυναίκες που εργάστηκαν σαν ‘υπηρέτριες,’ στα πλουσιόσπιτα των μεγαλουπόλεων.
Οι  άνδρες ασχολούνταν ανάλογα με την εποχή, στα λιοτρίβια ή στα ελαιουργία, στα οινοποιεία και στα εργοστάσια τοματοπελτέ της Κω. Αλλά  και οι άνεργοι  δεν περίμεναν για πολύ, αφού γίνονταν μικροπωλητές στους  πολύβουους δρόμους των μεγαλουπόλεων.
Πήγαιναν σε μεγάλα εργοστάσια και καταστήματα, μάζευαν το στοκ, δηλ το περίσσευμα και ό,τι  ελαφρώς ελαττωματικό υπήρχε και το μεταπωλούσαν.
Όλα χωρούσαν σε ένα τετράγωνο τελάρο, κρεμασμένο στον λαιμό τους.
Ο  ξύλινος ταβάς είχε ανάλογα από ξηρούς καρπούς, κουλουράκια και γλυκά, μέχρι

ψιλικά. Κάλτσες,  μαντήλια, πιαστράκια, τσατσάρες, ξυραφάκια, αναπτήρες, γραβάτες,  καθρεφτάκια, τσιμπιδάκια, ψαλιδάκια, βελόνες, κλωστές. Όλα έκαναν  βόλτα στις 
γειτονιές και γέμιζαν τη τσέπη του γυρολόγου. Έτσι ακριβώς όπως τον περιγράφει στο τραγούδι του ο ‘πραματευτής’…… ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης.
Ο γυρολόγος με την πούγκα ή την κατουμάδα, έφερνε στο κατώφλι των  φιλάρεσκων γυναικών, κάθε λογής ‘ξενικό’ ύφασμα εισαγωγής, λινό, μεταξωτό  ή κασμίρι.
Ο λαχειοπώλης, μοίραζε την τύχη, αλλά την δική του δεν την έβρισκε ποτέ και πουθενά.
Ο λούστρος,  είχε εξασφαλίσει μια πολυσύχναστη γωνιά και μια αιώνια κύφωση δηλ καμπούρα. Από το πρωί ως το βράδυ,  σκυφτός γυάλιζε τα παπούτσια των περαστικών

 με ένα  μισόφραγκο. Ο καρεκλάς ερχόταν να επιδιορθώσει τις λίγες καρέκλες, ενώ ο πεταλωτής περνούσε για να πεταλώσει τα άλογα.
Αλλά και ο παγωτατζής, διαλαλούσε το ολόφρεσκο, δροσάτο χειροποίητο παγωτό, 

κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού.
Παράλληλα  ο περιοδεύων μανάβης, γυρνούσε φορτωμένος εποχιακά  φρούτα και κηπευτικά καθώς επίσης  και ο ψαράς, με τα φρεσκότατα ψάρια. Παλιά υπήρχε και ο νερουλάς, που μοίραζε το νερό στα σπίτια που δεν είχαν ύδρευση. Όπως και εκείνος 

που μοίραζε  πάγο στα ξύλινα ψυγεία με τις κολόνες του πάγου, όταν δεν έφτανε
 εκεί το  ηλεκτρικό ρεύμα.
Βέβαια κάποτε  ήταν  και ο γαλατάς, που κάθε πρωί μοίραζε ολόφρεσκο φυσικό γάλα, 

από πόρτα σε  πόρτα.  Αυτός πληρώνονταν κάθε Σάββατο, για  το γνήσιο γάλα του 
και όχι το νεροζούμι το  ανακατεμένο με άσπρη σκόνη,  που όλοι πίνουμε σήμερα.
Υπήρχε και ο χαρακτηριστικός  αυγουλάς, που πωλούσε  στις γειτονιές τα φρέσκα αυγά.
Τότε άνθιζε  και το ανταλλακτικό εμπόριο.
Ένα ζευγάρι κάλτσες ή μια ποδιά, για ένα μπουκάλι λάδι ή κρασί. Λίγα μανταλάκια,  πιάστρες  ή μαντήλια, για λίγα αυγά, αμύγδαλα, καρύδια, ακόμη και σταφίδες.
Στο τσουχτερό κρύο μια χούφτα ψητά  κάστανα στο χωνάκι από εφημερίδα,  ζέσταιναν

 τους περαστικούς,  από τον πλανόδιο καστανά.
Κατά καιρούς περνούσε και  ο καρβουνιάρης, που πουλούσε κάρβουνα για το μαγκάλι,

 την σόμπα, την θράκα ή το σίδερο του σιδερώματος.
Κοντά  στα περίπτερα των αναπήρων πολέμου, που θύμιζαν τα σημερινά μίνι- μάρκετ,

 ήταν και τα ξύλινα καροτσάκια,  φορτωμένα με ξηρούς καρπούς, όπως τσίκλες, σοκολάτες,  καραμέλες, φιστίκια, ήλιο, πασατέμπο, για μισή δραχμή το χωνάκι της εφημερίδας.
Κάθε πρωί οι δρόμοι γέμιζαν από μικροπωλητές εφημερίδων, με το μελάνι να τους μουτζουρώνει τα χέρια και τα φτωχικά ρούχα τους.
(Όσο για το επικίνδυνο τυπογραφικό μελάνι; λεπτομέρειες)….
Στο νησί μας, η  πλούσια Δημοτική Αγορά της  Κω, είχε του κόσμου τα καλά και οι σιδερένιες παλιές ζυγαριές  και  οι πλάστιγγες έπαιρναν φωτιά….
Λίγα κιλά μήλα  ή πορτοκάλια, έδιναν δύναμη και χαρά στο πολυμελές Ελληνικό, οικογενειακό τραπέζι.  Στο λιμάνι της Κω, οι ψαρόβαρκες, κουβαλούσαν ολόφρεσκα

ψάρια και θαλασσινά, ενώ  όταν ήταν η εποχή του αθερινού ή της ψιλής μαρίδας, 
 γίνονταν καυγάς για μια οκά φρέσκο ψάρι. Το κρέας ήταν άφθονο και αγνό, καθώς
 και όλα τα ντόπια γαλακτοκομικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, ήταν αυτάρκεις σε όλα τους και φύλαγαν μεγάλη κουμπάνια, δηλ 
αποθέματα τροφής.
Όμορφες εποχές,  όπου η οικονομία είχε αυξητικές τάσεις και ο πρωτογενής τομέας της γεωργό- κτηνοτροφίας, ήταν ο στυλοβάτης της. Τότε που τα καταστήματα υποδημάτων, ενδυμάτων, γυαλικών, υφασμάτων,  ψιλικών κλπ,  γέμιζαν από πελάτες, όπως αυτά 

που βρίσκονταν γύρω από το κέντρο της καταπράσινης πόλης της Κω.
Η διασκέδαση των νησιωτών ήταν λιτή. Οι  άνδρες μαζεύονταν το βραδάκι μετά τον 

κάματο της δουλειάς στα καφενεία. Έπαιζαν χαρτιά, ή τάβλι με επιβράβευση για τον κερδισμένο ένα κερασμένο καφεδάκι ή ένα ουζάκι. Οι γυναίκες τα απογεύματα αν τους περίσσευε χρόνος, μαζεύονταν στην αυλή της γειτόνισσας, κρατώντας ένα πλεχτό εργόχειρο στο χέρι.
Μια  και δεν υπήρχε εφημερίδα,  οι ντόπιες ειδήσεις του χωριού,  διαδίδονταν πολύ  γρήγορα και πολύ πιο παραλλαγμένες από τις πραγματικές.  Τα βράδια γίνονταν οι ‘αποσπερίδες,’ όπου μαζεύονταν οι οικογένειες ανταλλάσσοντας επισκέψεις, κυρίως

 στα κρύα του Χειμώνα.
Βέβαια υπήρχαν και τα ετήσια παραδοσιακά πανηγύρια, στις αυλές των Εκκλησιών, 

καθώς και τα ευχάριστα  κοινωνικά γεγονότα,  όπως βαπτίσεις και γάμοι,  που τα συνόδευαν με ατέλειωτο δημοτικό, μουσικό γλέντι.
Αν καμιά φορά κατέβαινε από την πρωτεύουσα το μπουλούκι, δηλ ο περιοδεύων θίασος, αυτός κατέληγε στην μεγάλη πλατεία. Ο τελάλης του χωριού, ανελάμβανε να φέρει τον κόσμο στο υπαίθριο θέατρο που συνήθως, έπαιζε επιθεώρηση για να σκορπίσει 

ατέλειωτο γέλιο.
Ύστερα  ήλθε η μετανάστευση. Πέρα από την εσωτερική μετανάστευση, τα  μεγάλα   Υπερωκεάνια πλοία, πήραν τα καλλίτερα εργατικά χέρια στην ξενιτιά. Τα  χωριά και η επαρχία άδειασαν, για να γεμίσουν τα εργοστάσια της Αμερικής, της Αυστραλίας,   του Βελγίου, της Γερμανίας, της Λατινικής  Αμερικής και της Νοτίου Αφρικής.
Οι οικονομικοί,   μετανάστες,  ελπίζοντας πως η πικρή ξενιτιά, έκρυβε μια καλλίτερη

 ζωή, άφησαν πίσω τους την φτώχια και ξενιτεύτηκαν.
Όμως μεγαλούργησαν και βοήθησαν πολύ στην οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας τους, της μεταπολεμικής Ελλάδας, στέλλοντας χρήματα και ρουχισμό, στους φτωχούς συγγενείς

 τους.
Η Ελλάδα με τους εργάτες,  με τους βιοπαλαιστές, καθώς  και τα νησιά μας με τους ξενιτεμένους νησιώτες, τους ναυτικούς, τους σφουγγαράδες και όσους απέμειναν, κατάφεραν το οικονομικό θαύμα.  Την ανοικοδόμηση και οικονομική αναστήλωση  μιας χώρας, που ο καταστροφικός Β΄ Πόλεμος, και η Γερμανική θηριωδία, μόνο ερείπια 

της είχε αφήσει.
Σήμερα οι κάθε είδους αστοχίες, τα λάθη πολιτικών και πολιτών, οι ανεξέλικτοι 

τραπεζικοί δανεισμοί, οι κακοί  οικονομικοί υπολογισμοί, οδήγησαν ξανά την χώρα
 μας σε μια δύσκολη οικονομική κρίση. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις και σύμμαχοι μας, όπως οι Γερμανοί, εκμεταλλεύτηκαν την οικονομική αδυναμία της χώρας μας και αντί να την βοηθήσουν, συνεχώς την δανείζουν  σαν στυγνοί τοκογλύφοι.
Η Ελλάδα έγινε υποχείριο των οικονομικά δυνατών χωρών και οι Έλληνες αναγκάζονται να πληρώνουν τα πολιτικά λάθη,  με ανεργία, με φορομπηχτική αφαίμαξη, με περικοπές μισθών και συντάξεων, με πλειστηριασμούς περιουσιών και καταχέσεις. Υποχρεώνονται να πληρώνουν ακριβά,  τις στραβοτιμονιές των κυβερνήσεων που οι ίδιοι ψηφίσαν και ανέδειξαν.
Η χώρα μας θα ανακάμψει αν στραφούμε στην παραγωγική γεωργό- κτηνοτροφία, 

 όπου η μάνα Γη δεν άφησε κανέναν να πεινάσει. Αν αναδείξουμε  ξανά το εμπόριο, την βιοτεχνία, τις εξαγωγές, τον φυσικό πλούτο μας, τον τουρισμό μας και αν  λύσουμε το μεταναστευτικό.
Κυρίως αν  προσέξουμε και ποιους πολιτικούς στέλλουμε στη Βουλή για να  νομοθετούν,  να ρυθμίζουν τη ζωή της  χώρας μας και να κυβερνούν αδιάφθορα, σωστά και δίκαια.
Παραμερίζοντας το προσωπικό τους συμφέρον και την μέθη της εξουσίας, αφού

η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ανήκει στον λαό.
Ξανθίππη Αγρέλλη
picture_000000035w22Y015zxc0q0c022014
picture_000000046w22Y015zxc0q0c022017
picture_000000044w22Y015zxc0q0c022013
(Οι φωτο είναι από παλιό ημερολόγιο του Ιπποκρατείου Λυκείου Κω "Κώων Ασχολίες")
http://www.aegeanews.gr

Πίσω στα παλιά  

No comments: