22.10.09

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΥΤΣΟΥΡΟ..

 

 ΟΣΑ   ΘΥΜΑΜΑΙ…


Το μοναστήρι της Παναγιάς της Κουτσουριώτισσας , όπως ήταν παλιότερα , δεξιά φαίνονται ολοκάθαρα τα περίφημα ..κελιά ...

   Αρχές της δεκαετίας του 50 , ονειρεμένα χρόνια , σκληρά χρόνια..δύσκολη ζωή.Το Λιδορίκι , λαβωμένο βαριά , μαζεύει τα κομμάτια του , κι΄αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του , παλεύει για να επιβιώσει .Τα σημάδια της συμφοράς , είναι ολοφάνερα , κι΄οι πληγές ακόμα αιμορραγούν , οι Λιδορικιώτες όμως , δεν το βάζουν κάτω , προσπαθούν με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν , ν΄αναστήσουν το μισοπεθαμένο χωριό τους , και το καταφέρνουν..

   Οι πίκρες , τα βάσανα , οι κατατρεγμοί , η φτώχεια και οι θάνατοι , δεν κατάφεραν να τους γονατίσουν , να τους λυγίσουν , στέκονται όρθιοι και παλεύουν , αγωνίζονται με νύχια και με δόντια , για να μη νοιώθουν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο .

   Δειλά-δειλά ,φαίνονται τα πρώτα αχνά χαμόγελα , κι΄η Λιδορικιώτικη καρδιά , αρχίζει να χτυπάει ξανά , η ζωή συνεχίζεται , πολύ – πολύ.. δύσκολα , όμως συνεχίζεται . H δεκαετία της φρίκης ,του μίσους , της πείνας , και του αλληλοσπαραγμού , όσα σημάδια και ν΄άφησε , είναι πιά παρελθόν , ένα κακό όνειρο , ένας φρικτός εφιάλτης , που μέρα τη μέρα ξεθωριάζει , γίνεται μια κακιά..ανάμνηση .

   Παραμένουν όμως ακόμα τα φαντάσματα της καταστροφής , σκελετωμένα σπίτια , κι΄ άνθρωποι , ξεκληρισμένες οικογένειες , σφαλισμένα μαγαζιά , καμένα σπίτια , ρημαγμένα νοικοκυριά , μα πάνω απ΄όλα ο πόνος , ο πόνος για τον άδικο χαμό των αγαπημένων προσώπων , κι΄ένα σκληρό , βασανιστικό ΓΙΑΤΙ ; ένα απλό γιατί ; που τριβελίζει το μυαλό και μαραζώνει τις καρδιές .

   Στό μισοκατεστραμμένο κοιμητήριο , κάθε σούρουπο , χαροκαμένες μανάδες , γυναίκες ,θυγατέρες , αδερφάδες , γιαγιάδες , νυφάδες ,όλες μαυροντυμένες , σαν χορός αρχαίας τραγωδίας , ανάβουν τα λαδοκάντηλα , λένε τον καυμό τους , ξαλαφρώνουν την ψυχή τους , κι΄άντε πάλι το άλλο βράδυ ξανά , γιατί αν ξεχαστούνε οι νεκροί ,τότε πραγματικά πεθαίνουν,τότε μόνο .

   Θεοφοβούμενοι άνθρωποι οι χωριανοί , περισσότερο βέβαια οι γυναίκες , στα χρόνια αυτά της δυστυχίας , είχαν πάντα δίπλα τους την Παναγιά , σ΄αυτή λέγαν τον πόνο τους , ζητώντας βοήθεια , και στη μεγάλη ανάγκη , παρόλη τη φτώχεια , έκαναν και κάνα τάμα , στην Κουτσουριώτισσα πού ‘ταν και θαυματουργή.

   Σαν ..στρώσαν λίγο , λοιπόν , τα πράγματα , οι Λιδορικιώτισσες άρχισαν να εκπληρώνουν τα ..τάματά τους , τα τάματα που είχαν κάνει στις δύσκολες ώρες που πέρασαν , όλο αυτό τον καιρό του χαλασμού , ένα πρωί λοιπόν η μάνα μου , μου είπε να πάω στην Τσακαλοχρυσούλα , μοδίστρα φίλη της , που έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι , πάνω απ’ το παλιό Γυμνάσιο , γιατί το καινούργιο δεν είχε χτιστεί ακόμα , να μου πάρει μέτρα γιά να μου φκιάξει μια ποδιά…

   Εγώ φυσικά παραξενεύτηκα , γιατί ποδιές φορούσαν μόνο τα κορίτσια , τη ρώτησα σχετικά τι ποδιά θα ήταν αυτή , και τι την ήθελα , και τότε η μάνα μου μου εξήγησε πως με είχε τάξει στην Παναγία στον Κουτσουρό , και έπρεπε να φοράω ποδιά , σαν αυτές που φορούσαν τα κορίτσια στο σχολείο , εγώ όπως ήταν φυσικό , τσίνησα , δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε σώνει και καλά , να βάω ποδιά για να πάω στον Κουτσουρό , τέλος πάντων μουρμουρίζοντας , πήγα στη Χρυσούλα και μου πήρε τα μέτρα κι’ αυτό ήταν..το ξέχασα το θέμα .

   Ήταν κατακαλόκαιρο , αρχές Αυγούστου , και μιλάμε για ζέστη αφόρητη , και πλησίαζε και η γιορτή της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας , που ήταν στις 23 Αυγούστου . Ένα απόγευμα η Χρυσούλα έφερε στο σπίτι την ποδίτσα , και μου ευχήθηκε και..βοήθειά μου , εμένα βέβαια η όλη ιστορία δεν μου καλοφαινότανε , ντρεπόμουνα που θα φορούσα ..κοριτσίστικη ποδιά , μπλε , όπως οι συμμαθήτριές μου , αλλά και τι μπορούσα να κάνω ; Η μάνα μου δε σήκωνε κουβέντα , εγώ το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην έρθει..ποτέ η 23η Αυγούστου , αλλά γινόταν αυτό ; φυσικά και όχι…

   Η μάνα μου η καϋμένη , με ‘βαλε και τη δοκίμασα , να δει πως είναι πάνω μου , και γω..έσκαγα απ’ τη ντροπή μου , απ’ το κακό μου . Κάποτε όμως έφτασε και η προπαραμονή της Παναγίας , και η μάνα μου μου ανακοίνωσε πως την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στον Κουτσουρό , εγώ έπεσα στα μαύρα πανιά , δεν μπορούσα να το ..χωνέψω , αλλά ούτε και μπορούσα να κάνω κάτι , ν’ αλλάξω την κατάσταση , κι’ έτσι αφέθηκα στη..μοίρα μου ..

   Η αλήθεια πάντως ήταν πως ήθελα να πάω στον Κουτσουρό , γιατί άκουγα πολλούς που κανόνιζαν να πάνε , και κανόνιζαν περέες , αλλά δεν ήθελα να με δούνε με την ποδίτσα , σαν ..παπαδάκι , σαν κοριτσάκι , αλλά τώρα πιά δεν γινόταν τίποτα , την παραμονή λοιπόν το πρωί ξεκινήσαμε , μαζί με άλλους παρέα , κυρίως γυναίκες και παιδιά , που κουβαλούσαν λαμπάδες και διάφορα άλλα τάματα , πήραμε και το μουλάρι της θειάς μου της Φαλίδαινας και καβάλα η μάνα μου και γω , και πήραμε το δρόμο για την Πλέσσια ..

   Ζέστη πολλή , ο δρόμος μπόλικος , κι’ αν θυμάμαι καλά , πηγαίναμε απ’ την ποταμιά , στη Μπελεσίτσα , κάνοντας που και που και από μια στάση , στα πλατάνια , πίναμε και νερό σε κάνα άμπλα , γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη , στο δρόμο βέβαια συναντούσαμε κι’ άλλους προσκυνητές και σιγά-σιγά γίναμια ένα μικρό καραβάνι .

   Μαζί μας ήταν και κάποιες γυναίκες που είχαν ξαναπάει στον Κουτσουρό και μας έλεγαν πολλά και διάφορα , για τα κελιά , που τα πιάνουν οι..Γαλαξειδιώτισσες , από νωρίς , και πως πρέπει να πάμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα για να πιάσουμε καμιά..πουρνάρα , κοντά στην εκκλησία , για να ..στρατοπεδεύσουμε , γιατί έρχεται κόσμος απ’ όλα τα χωριά και γίνεται ..χαμός ..

   Ξέχασα όμως να σας πω πως εγώ ήμουνα ντυμένος με την ποδιά , μεγάλο βάσανο , έννοιωθα πως όλοι κόιταζαν εμένα , και κρυφογελάγανε , παρακαλούσα να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται , να τελειώνει αυτή η ιστορία , που μου ‘χε γίνει ..βραχνάς , ..βάσανο μεγάλο ..

   Περάσαμε την Πλέσσια , και ανηφορίζοντας ένα μονοπάτι , ανεβήκαμε σε ένα μικρό οροπέδιο , μια μεγάλη λάκα , κατάξερη , μόνο κάπου κάπου είχε καμιά αγκορτσιά , και τίποτα άλλο , και η ζέστη..αφόρητη , ευτυχώς που είχαμε νεράκι και δροσιζόμαστε , βέβαια είχαμε και κάποια φαγητά , για να περάσουμε αυτή τη μια μέρα που θα μέναμε εκεί .

   Πλησιάζοντας είδαμε από μακριά , ψηλά στην κορφή την εκκλησία , και μια ουρά από κόσμο και ζώα να ανεβαίνει προς τα πάνω , ενώ όσο πλησιάζαμε βλέπαμε τις αγκορτσιές σχεδόν όλες ..καπαρωμένες , πιασμένες , πραγμα που μας ανησύχησε βέβαια , αλλά και τι μπορούσαμε να κάνουμε ;

   Κάποτε φτάσαμε και μεις , εκεί επικρατούσε κατάσταση..πανικού , κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία , και ολόγυρα , επικρατούσε το αδιαχώρητο , μουλάρια , γαιδούρια , δεμένα στα γύρω δέντρα , κοφίνια και ..μαρούδες κρεμασμένα στα κλαριά των αγκορτσιών και κόσμος..πολύς κόσμος να πηγαινοέρχεται , ενώ και κάμποσα παιδιά έπαιζαν του καλού καιρού , ενώ οι μανάδες τους διαρκώς τα φώναζαν..

   Δυό πράγματα έπρεπε να εξασφαλίσουμε ..επειγόντως , πρώτα-πρώτα ..στέγη , η μάλλον..αγκορτσιά για μας και δεύτερον , πάρκινγκ για τα ..γαιδουρομούλαρά μας , βέβαια ήταν ολοφάνερο πως οι..προνομιούχες ..αγκορτσιές ήταν όλες κατειλημμένες , καθώς και οι..χώροι στάθμευσης κοντά στην εκκλησία , αλλά τι να κάνουμε ; ..βολευτήκαμε σε..δευτερότερες , λίγο παρακάτω απ’ την εκκλησία και μάλιστα απ’ την πίσω μεριά που ήταν και ..μικρογκρεμός , και το έδαφος επικλινές , θα θέλαμε κάτι καλύτερο αλλά….

   Βολευτήκαμε όπως…όπως , βολέψαμε και τα ζωντανά , ηρεμήσαμε λιγάκι , και μετά αρχίσαμε , λίγοι-λίγοι , γιατί κάποιοι έπρεπε να φυλάνε τα ..υπάρχοντά μας , να κάνουμε..εξερεύνηση του …χώρου , κάποιοι βέβαια , ήξεραν τα κατατόπια , αλλά εμείς ήμασταν ..πρωτόπειροι , ανεβήκαμε και πάνω στην εκκλησία , όπου το προαύλιο ήταν ..πηγμένο στον κόσμο , εκεί στο πλαί είδαμε και τα ..περίφημα κελιά , λίγα μικρά δωματιάκια , χωρίς τίποτα μέσα , αδειανά , τα οποία όπως μάθαμε , ήταν.. κατελημμένα απ’ τις…Γαλαξειδιώτισσες , που έρχοντα μια δυό μέρες νωρίτερα , γι’ αυτό το λόγο , και απ’ότι έλεγε το..ράδιο..αρβύλα , κουβαλούσαν και ..βαλίτσες με φορέματα μαζί τους , λες και πήγαιναν σε…διασκέδαση ..

   Τέλος πάντων , ανεβήκαμε τα σκαλάκια , στο τσιμεντοστρωμένο προαύλιο , και μπήκαμε στην εκκλησία κι’ ανάψαμε ένα κεράκι , με μεγάλη δυσκολία γιατί και η εκκλησία μέσα , ήταν γεμάτη κόσμο , αλλά και ..συμπράγκαλα , μαρούδες κλπ , που σήμαινε πως οι άνθρωποι αυτοί θα κοιμόντουσαν εκεί το βράδυ , ενώ θα πρέπει να λάβετε υπόψη πως και όλοι οι προσκυνητές , θα ξενυχτούσαν μέσα στην εκκλησία , αφού μάλιστα , οι περισσότεροι είχαν μαζί τους άρρωστους μεγάλους , αλλά και παιδάκια , που θα ξενυχτούσαν στην ολονυχτία , προσευχόμενοι και περιμένοντας το..θαύμα , γιατί , απ’ ότι μαε έλεγαν η Παναγιά η Κουτσουριώτισσα , είναι θαυματουργή και έχει κάνει πολλά θαύματα , κάποια μάλιστα μας τα είπαν , ενώ σταυροκοπιούνταν , κάνοντας μετάνοιες , γοντατίζοντας στις εικόνες..

image

Ανάψαμε λοιπόν το κεράκι μας , προσκυνήσαμε στην θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς , ακούσαμε και πολλά και διάφορα , γιά τα θαύματα που έχει κάνει , κατά καιρούς , η Χάρη της , κι΄όλα αυτά μέσα στην εκκλησία , όπου η ατμόσφαιρα ήταν κυριολεκτικά ..αποπνικτική , ένα περίεργο ..μείγμα από καπνούς κι’ αναθυμιάσεις λιβανιού και κεριών , που ανακατεμένο και με την ΄φυσική..ευωδιά του καταιδρωμένου πλήθους , σε ..’πνιγε , σου έκοβε την ανάσα…

      Εν τω μεταξύ όλο κι’ ερχόταν κόσμος , μανάδες με μωρά στην αγκαλιά , που έκλαιγαν διαρκώς , μεγαλύτερα παιδάκια που προσπαθούσαν να παίξουν , μέσα στην εκκλησία , και τα κυνηγούσαν οι μανάδες τους , και φυσικά μεγάλοι άνθρωποι , κουρασμένοι , κακοπαθημένοι , εξουθενωμένοι , που ποιός να ήξερε τι τους βασάνιζε , τι τους  έφερε ως εδώ..

   Όπως είπαμε και πριν , το πρόγραμμά μας έλεγε ξενύχτι μέσα στην εκκλησία , τώρα το που και το πως , δεν είχε και μεγάλη σημασία , εκεί στριμωγμένοι μαζί τους τόσους άλλους , και μεις.. Η ιδέα βέβαια δεν μου πολυάρεσε , αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι , δεν υπήρχε άλλη επιλογή , το πήρα λοιπόν απόφαση ..

   Ήταν όμως αδύνατο να παραμείνεις γιά πολλή ώρα μέσα , δεν αντεχόταν , πνιγόμουνα , όχι μόνον εγώ αλλά και πολλοί άλλοι , που έβγαιναν γιά ν’ ανασάνουν λίγο καθαρό αέρα , με…βάρδιες , κάποιοι απ’ την παρέα , έμεναν και κρατούσαν τις..θέσεις , προσέχοντας και τα ..συμπράγκαλά τους , που ήταν ..ό,τι μπορεί να φανταστεί κανέις , τα πιό απίθανα , το ίδιο κάναμε και μεις , κάποιες έμειναν μέσα και εγώ με τη μάνα μου βγήκαμε γιά λίγο , και θα επιστρέφαμε γιά να γίνει..σκάτζα –βάρδια  .

   Έξω γινόταν άλλο…πανηγύρι , κόσμος πηγαινοερχόταν , ζωντανά γκαρίζανε , παιδιά κυνηγιόντουσαν , τι να κάνουν μικρά παιδιά ήταν , μανάδες τα φώναζαν με τον ..γλυκο εκείνο τρόπο των..χωριών , σωστό ..πανδαιμόνιο , κι’ όλο και έρχονταν και καινούργιοι , κατάκοποι , και προπαντός ..καταιδρωμένοι , απ’ το πολύωρο περπάτημα καιτη ζέστη..

   Τη λίγη ώρα που μείναμε έξω , συναντήσαμε πολλούς χωριανούς μας , που ήρθαν γιά την ολονυχτία , κουβέντιασαν με τη μάνα μου , και μπήκαν στην εκκλησία γιά να εξασφαλίσουν ..κατάλυμα , πράγμα πολύ-πολύ δύσκολο , αλλά και τι να ‘καναν , η ανάγκη βλέπεις…ρίξαμε και μιά ματιά στα ζωντανά μας , που τα ‘χαμε..παρκαρισμένα , κάτω απ’ την εκκλησία , δεμένα σε δέντρα , και γυρίσαμε γιά να κάνουμε τη βάρδια μας …

   Εγώ βέβαια , από μέρες ρωτούσα τη μάνα μου , γιατί με πήγαινε ..ταμένο στον Κουτσουρό , γιά ποιό λόγο , και μάλιστα ντυμένο με..ποδίτσα , όλο μου τα μάσαγε και όλο μούλεγε πως θα μου πει , την ξαναρώτησα και εδώ , στην εκκλησία , όση ώρα ήμασταν έξω , και μου είπε τελικά , πως με είχε τάξει στην Παναγία την Κουτσουριώτισσα , γιατί στην Αθήνα που μέναμε , είχα αρρωστήσει και έμεινα γιά λίγο στο Νοσοκομείο των παίδων , και τώρα ξεπλήρωνε την υπόσχεσή της , το τάμα της στην Παναγία …

   Και τότε μου εξήγησε πως και οι άνθρωποι που βλέπαμε ρχόμενοι , να περπατάνε  ξυπόλυτοι , κι’ αυτοί τάμα είχαν κάνει , όπως και πολλοί-πολλοί άλλοι που βλέπαμε γύρω μας , μπήκαμε , καθίσαμε στη θέση μας , στριμωχτά-στριμωχτά , και βγήκαν οι υπόλοιποι γιά να πάρουν αέρα , μέσα το πανδαιμόνιο συνεχιζόταν και μάλλον..χειροτέρευε , γιατί μέσα στην εκκλησία , πιά , επικρατούσε..πανικός , φωνές , κακό , κλάματα , καπνοί , μυρωδιές , μιά απερίγραπτα ..απαράδεκτη κατάσταση…

Στρωθήκαμε λοιπόν , όπως-όπως , στο χώρο που μας κρατούσαν , με τα..δόντια , οι άλλοι , η μάλλον …οι άλλες της παρέας μας , ο οποίος χώρος βέβαια απ’ την ώρα που είχαμε βγει έξω , είχε πολύ..περιοριστεί , αφού εν τω μεταξύ είχαν μπει στην εκκλησία πολλοί νέοι προσκυνητές , που κάπου έπρεπε κι’ αυτοί να βολευτούν …

    Ο ένας πάνω στον άλλον λοιπόν , ενώ είχε αρχίσει να κυκλοφορεί , ανάμεσα στους προσκυνητές , πως θα ‘ρθει κάποια στιγμή κι’ ο δεσπότης , απ’ την Άμφισσα , και εκείνη την εποχή επίσκοπος Φωκίδος ήταν ο Αθανάσιος , τον οποίο γνώριζα φυσιογνωμικά , γιατί  τον είχα δει στο Λιδορίκι , όταν είχε έρθει σε κάποιες εκδηλώσεις , ήταν..αγριωπός , σωματώδης και ..φωνακλάς , παλιός αξιωματικός , έτσι έλεγαν , δεν τον..συμπαθούσα καθόλου …

   Κουρνιασμένος στην αγκαλιά της σχωρεμένης της μάνας μου , κατα..κουρασμένος , καταϊδρωμένος , κακοπαθημένος γενικά , είχα και το κουράγιο , και τι άλλο να’κανα ; , να παρατηρώ (…χούι εξ απαλών ..ονύχων ) όλους τους γύρω ταλαιπωρημένους προσκυνητές , που ‘χαν οι έρμοι κουβαλήσει την απελπισία και τα βάσανά τους , κι’ είχαν έρθει να προσκυνήσουν την Παναγιά , και να ζητήσουν , ποιός ξέρει γιά ποιό λόγο , τη βοήθειά της , δυστυχισμένος κόσμος , που είχε αναποθέσει όλες τις ελπίδες στην πίστη του..

   Άρρωστα παιδάκια , στις αγκαλιές των μανάδων τους , ανάπηροι , πονεμένοι , ανήμποροι , είχαν έρθει στη Χάρη Της , ελπίζοντας στο ..θαύμα , απελπισμένοι άνθρωποι , που όμως ελπίζανε…πιστεύανε…

   Στο μεταξύ , με τη μέθοδο της…ενδοεπικοινωνίας , έρχονταν διαρκώς και κάποιες ..πληροφορίες , γιά προηγούμενα θαύματα της Παναγίας , γιά ‘αρρωστους που έγιναν καλά , γιά τυφλούς που βρήκαν το φως τους , και πολλά άλλα , που κυκλοφορούσαν από παρέα σε..παρέα , και φυσικά ανέβαζαν το θρησκευτικό ..συναίσθημα των προσκυνητών  που με βαθειά-βαθειά κατάνυξη , παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία της ολονυχτίας…

  Παραπίσω από μας , μιά χαροκαμένη μάνα , κρατούσε το παιδάκι της ,  μικρότερο από μένα , γύρω στα 4-5 , ατην αγκαλιά με στοργή , ενώ εκείνο συνέχεια έκλαιγε , χωρίς όμως να λέει ούτε μιά λέξη , ούτε μιά κουβέντα , κι’ απ’ότι μάθαμε δεν μιλούσε , και γι’αυτό και τό’χε φέρει η καυμένη η μάνα , γιά να το βοηθήσει η Παναγιά , κι’ άλλες ..κι’ άλλες πολλές περιπτώσεις , που μαθαίναμε , όσο περνούσε η ώρα και προχώραγε η νύχτα , όσο γιά ..ύπνο , δεν ήταν δυνατόν ούτε να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο , με τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην εκκλησία ..

   Μέσα λοιπόν στο διαρκές ..βουητό , τους ψίθυρους , τις φωνές , τα κλάματα των παιδιών και την αφόρητη ζέστη , ήταν πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς και τις ψαλμωδίες , γιατί τότε , δεν υπήρχαν  , ευτυχώς , μικροφωνικές εγκαταστάσεις , γι’ αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση , όταν κάποια στιγμή ακούσαμε ένα ..ψίθυρο  :  έρχεται ο δεσπότης , κι’ αμέσως έγινε νεκρική..σιγή , απόλυτη σιγή , λες κι’ όλοι έχασαν ταυτόχρονα τη φωνή τους , αμέσως εμφανίστηκε στην ωραία πύλη , ο Αθανάσιος , σχεδόν εξαγριωμένος , κατακόκκινος , φωνάζοντας : Δεν ντρέπεστε , μαζευτήκατε εδώ και φωνάζετε , και πολλά και …διάφορα , που έκαναν τους προσκυνητές , κυριολεκτικά , να..παγώσουν , και συνέχισε , διακόπτοντας τη λειτουργία , ενώ οι έρμοι οι παπάδες , έμειναν κάγκελο , αν και τον γνώριζαν καλά-καλά , όπως επίσης και οι προσκυνητές , λίγο-πολύ , αλλά στη συνέχεια δόθηκε η..χαριστική βολή , κάτι που εξήντα περίπου χρόνια ..κουβαλάω στην παιδική μου , τότε , ψυχή , κι’ ακόμα δεν μπορώ , όυτε να το…καταλάβω , αλλά και περισσότερο να το..συγχωρήσω .

   Μέσα λοιπόν στο ξέσπασμά του , ο δεσπότης , γνωστός γιά την αθυροστομία του , συν τοίς..άλλοις , εκστόμισε κι’ αυτή τη φράση , που την άκουσα ολοκάθαρα και μούρθε …κεραυνός :…μαζευτήκατε εδώ μέσα και..κλάνετε …

   Πάγωσα , όπως και όλοι , βέβαια η διαπίστωση αυτή δεν απείχε και πολύ απ’ την πραγματικότητα , όχι , αλλά ο τρόπος που ειπώθηκε αυτή η φράση , ο χώρος και ο χρόνος , αλλά κυρίως ο άνθρωπος που την είπε , εμένα με συγκλόνισαν , κυριολεκτικά πάγωσα , κουβαριάστηκα φοβισμένος στην αγκαλιά της μάνας μου , που κι’ αυτή , όπως και όλοι τριγύρω , έμειναν αποσβολωμένοι ..μουδιαμένοι , όλοι δεν πιστεύαμε στ’ αυτιά μας…κι όμως ήταν μιά..πραγματικότητα..

   Μιά πραγματικότητα , φίλοι μου , που κατέστρεψε , σε μένα τουλάχιστον , όλη την κατανυκτική ατμόσφαιρα και διάθεση , που είχε δημιουργηθεί , παρόλες τις δυσκολίες , τόσες ώρες μέσα στην εκκλησία , ανάμεσα στον κόσμο που προσευχόταν , σταυροκοπιόταν κι’ έκανε συνέχεια ..μετάνοιες , δεν κξέρω , μπορεί η ανίδρασή μου να ήταν υπερβολική , μπορεί..μπορεί , πολλά μπορεί , πάντως δεν πείμενα ποτέ πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο , μέσα στην εκκλησία μάλιστα…και πιστεύω πως και σήμερα να συνέβαινε , και στην ηλικία που βρίσκομαι , πάλι η αντίδρασή μου θα ήταν η ίδια..

   Απογοητευμένος , κομματιασμένος..κυριολεκτικά , αφού κάτι έσπασε μέσα μου , και κουρασμένος , φυσικά , απ’ όλη την ταλαιπωρία της μέρας , αποκοιμήθηκα , δεν μπορώ , και μετά από τόσα χρόνια τώρα , πόση ώρα κοιμήθηκα , αλλά κάποια στιγμή , προς το πρωί , πετάχτηκα απ’ τον ύπνο , η εκκλησία είχε..ξεσηκωθεί απ’ τις φωνές των προσκυνητών , μιά απίθανη οχλαγωγία , φωνές , ψαλμοί , κλάματα , προσευχές και μιά η επωδός :…μίλησε ..μίλησε ..θαύμα..θαύμα..μίλησε …

   Καθώς πετάχτηκα , απ’ τον ύπνο , είδα τη μάνα μου κι’ όλους τριγύρω , να σταυροκοποιούνται και να κλαίνε , φωνάζοντας ..Θαύμα…θαύμα..μίλησε το παιδάκι…κι’ όλοι κοίταζαν πίσω μας , πρός το παιδάκι , που ανέφερα πριν , όλοι δε είχαν πέσει απάνω να δούν το θαύμα , ν΄ακούσουν το παιδί , ενώ η έρμη η μάνα τους φώναζε , έκλαιγε , προσευχόταν  σε μιά κατάσταση..έξαλλη …

   Δεν έμαθα ποτέ , ούτε το όνομα του παιδιού , ούτε από που ήταν , όπως επίσης δεν μπόρεσα να πλησιάσω , μέσα στην ..αναταραχή , γιά να δω με τα μάτια μου και φυσικά ν’ ακούσω με τ’ αυτιά μου το παιδίνα ..μιλάει , το γεγονός αυτό όμως είχε περιορίσει τις άσχημες εντυπώσεις απ’ το προηγούμενο περιστατικό με το δεσπότη , απάλυνε κάπως την απογοήτευση και την…θλίψη μου , δεν την εξάλειψε όμως , γιατί είναι , ακόμα και τώρα , ένα..αγκαθάκι στην ψυχή μου………Κ.-

199

Αθήνα , 1947 η 1948 , τετράχρονος η πεντάχρονος , τότε στο Νοσοκομείο Παίδων , από αριστερά ο αγαπημένος μου πατέρας , ξαδέρφες της μάνας μου που με ‘χει αγκαλιά , ο αδερφός μου Γιώργος , κι’ ο αδερφός της μάνας μου Γιώργος Κάρλος . Η αρρώστεια μου αυτή , ήταν η ατία να με..τάξει η μάνα μου στην Παναγία την Κουτσουριώτισσα και ..φυσικά να ζήσω όλα όσα σας διηγήθηκα παραπάνω .

                   Καλό σας  ξημέρωμα…….Κ.-

1 comment:

constantin.santikos@live.se said...

Και εγω θυμαμαι φιλε Κωστα ενα καλοκαιρι του 1969, μια υπεροχη αποδραση απο το Λιδωρικι στην Ερατεινη απο τρεις νεους, τρεις φιλους, τρεια παιρια.
Την ιστορια την εχω καταγραψει αλλα θα επιθυμουσα να την στειλλω με ηλεκτρονικο ταχυδρομειο.
Πως μπορει να γινει αυτο?