To..." Eξπρές του...Λιδορικίου ", ξεκινάει απ' το χωριό μας για το...χάνι Κουλατζή , επιβάτες ; τσολιάδες , φαντάροι , φουστανελάδες....σωτήριον έτος...1913 !!
Όλοι , αγαπημένοι μας φίλοι , έχουμε ακούσει γιά τους “ Αγωγιάτες “ και τα ..”αγώγια “ , και οι..μεγαλύτεροι έχουμε ζήσει την εποχή , που ακόμα υπήρχε αυτό το..είδος , μεταφορών και..επικοινωνιών.. Τι ήταν όμως οι..αγωγιάτες ;
Aς δούμε τι λέει ακριβώς γι’ αυτό η εγκυκλοπαίδεια “ ΔΟΜΗ “ .
Αγωγιάτης , “ είναι αυτός που παρέχει το υποζύγιό του η το τροχοφόρο του , γιά τη μεταφορά ανθρώπων η αντικειμένων , έναντι αμοιβής . Σήμερα , ο όρος αγωγιάτης έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας , καθώς τα παλιά μέσα μεταφοράς ( κάρα , άμαξες ) έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί μπροστά στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας “.
Ουσιαστικά , δηλαδή , δεν ..έσβυσε το επάγγελμα του “ αγωγιάτη “ γενικά , όχι , απλά εξέλιπε ο..παραδοσιακός τρόπος ..άσκησης του επαγγέλματος , και λόγω..εξελίξεως , μετονομάστηκε σε..” μεταφορέα “ .
Σε..ευρύτερη..έννοια , οι παλιοί μας..αγωγιάτες , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως..θύματα της..” Θεσμικής..ανεργίας “ , μιά και οι..μεταφορές , πέρασαν σε άλλο..επίπεδο , πάντως το επάγγελμα , στη γενική του έννοια , εξακολουθεί να υπάρχει αλλά , όπως προείπαμε , τώρα πιά μιλάμε γιά..” μεταφορείς “ , και όχι γιά “ αγωγιάτες “ …
Γιά να δούμε όμως , πως ..λειτουργούσε το..σύστημα “ Αγωγιάτες “ – “ Αγώγια “ , προπολεμικά , στο χωριό μας , και μάλιστα προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του..20ου …
ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ - ΑΓΩΓΙΑ .
Εκείνο τον καιρό , 1880-1900 , η επικοινωνία με την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα , γινόταν απ' του Κουλατζή το χάνι , ένα χάνι εκεί που είναι σήμερα η Ερατεινή . Άμαξες κι' αγωγιάτες με υποζύγια , κατέβαιναν ομαδικά γιά να φορτώσουν εμπορεύματα και τα είδη μονοπωλίου . Τα μονοπωλιακά είδη τα χτυπούσαν στη δημοπρασία ολόκληρα χωριά κι' έτσι , καραβάνια ατέλειωτα , από ξενηστικωμένα ζώα και θεονήστικους αγωγιάτες , ξεκινούσαν άγρια μεσάνυχτα από τα ορεινά χωριά τους , να φτάσουν χαράματα στο Χάνι , να φορτώσουν και να γυρίσουν πάλι μετά σ' αυτά .
Οι αγωγιάτες , ως επί το πλείστον , ήταν μικρά παιδιά , 12 - 15 χρονών , που τά 'στελναν οι γονείς τους γιά τα χρήματα , μιάς και δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο , αφού ήταν όλο το χωριό , σχεδόν , παρέα . Πήγαιναν άδειοι και καβάλα και γύριζαν με τα πόδια . Το καλοκαίρι , τα πράγματα΄..πήγαιναν κι' έρχονταν , το χειμώνα όμως , που το κρύο κι η παγωνιά περόνιαζε και που τα περισσότερα παιδιά δεν είχαν παπούτσια ; Τι λέω τα περισσότερα , όλα σχεδόν .
Οι γονείς γιά ν' αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο , έχωναν τα πόδια των παιδιών τους μέσα σε μιά λινατσούλα μ' άχυρο , την έδεναν καλά-καλά , γύρω-γύρω , κι έτσι τα ποδαράκια τους δεν ξεπάγιαζαν στο πεντάωρο ταξείδι τους , καθώς κρέμονταν καβάλα πάνω στο ζώο .
Οι αγωγιάτες του χωριού μας , πήγαιναν χαμηλά από τον Κούστη , πέρναγαν στο αμπέλι του Παπανικολάου , μύλο του Σφέτσου κι 'εβγαιναν στο Βύθλα , αποφεύγοντας το δημόσιο δρόμο . Ξεκινούσαν στις τρεις τα μεσάνυχτα κι' έφταναν το πρωί στο Χάνι , πριν καλά -καλά χαράξει . Τα ζώα απ' την κούραση και την πείνα , έφταναν τσακισμένα στον παραλιακό δρόμο , όπου αριστερά και δεξιά φύτρωναν " μπαμπζίνες "( πικροδάφνες ) κι' αν δεν τα πρόσεχαν μπορούσαν να φάνε και να ψοφήσουν . Τα ντόπια δεν τις έτρωγαν , ενώ τα δικά μας ίσως έφταναν ξεθεωμένα , ίσως γιατί δεν τις ήξεραν , τις άρπαζαν στα σκοτεινά και τις έτρωγαν κι έτσι πολλοί ορεινοί έχασαν πολύτιμα , γιά κείνα τα χρόνια της μαύρης φτώχειας , ζωντανά .
Σ' ένα τέτοιο νυχτερινό αγώι , λοιπόν , συνέβη το εξής : Η ομάδα είχε ξεκινήσει στις 3 τα μεσάνυχτα και την αποτελούσαν μικρά παιδιά , έχοντας όλα δεμένη στα πόδια τους τη λινατσούλα μα τα άχυρα . Βρίσκονταν στο 'υψος του " Καμπλάκη " , όταν το γαιδούρι της μακαρίτισσας της Τραμποβάσιως " ξαφνιάστηκε " ( ποιός ξέρει από τι ) και πετάει τη θειά Βάσιω μέσα σε μιά πουρναρομαζιά με τα πόδια τον ανήφορο .
Έβαλε τις φωνές και ρέκαζε το κορίτσι , αλλά ποιός να τη βοηθήσει , που όλα τα παιδιά ήταν δεμένα και δεν προλάβαιναν να λυθούν ; Ευτυχώς , έτρεξε ο Ντουμοδρόσος , που ήταν λίγο μεγαλύτερος και την έβγαλε απ' τα πουρνάρια και το " καραβάνι " συνέχισε το μαρτυρικό του δρόμο ως του Κουλατζή το χάνι .
Ο Κουλατζής στο χάνι του είχε μιά κατσαρόλα όλη κι' όλη . Σ' αυτή έβραζε φασουλάδα γιά τους.. " Βλάχους " ( όπως μας έλεγαν οι παράλιοι ) και , μόλις έβλεπε νά 'ρχονται αγωγιάτες , έβγαινε και ρωτούσε : - Έρχονται κι άλλοι από πάνω ;
- Έρχονται , μπάρμπα , έρχονται , του απαντούσαν τα παιδιά κι εκείνος έδινε διαταγή στον παραγιό του : -- Ρίξε κι' άλλο νερό στα φασόλια , μάστορααα !!
Ρίξε ..ρίξε όμως νερό , ο μάστορας , στο τέλος έπρεπε να κυνηγάς τα φασόλια με το..δίκανο και μερικές φορές αν τύχαινε να μείνουν πολλές μέρες στην κατσαρόλα , ελλείψει πελατείας , ξίνιζαν και τότε ο αγιογδύτης ο χανιτζής έκοβε μέσα μάραθο , μαρούλια και κρεμμυδόφυλλα , κι' άλλα ζαρζαβατικά , γιά να κόψει την ξινίλα τους .
Όσο γιά ψωμί , ας ήταν καλά το καλαμπόκι , που 'βγαζε το τελωνείο " ακατάλληλο προς ..βρώσιν " . Εκείνο τον καιρό , τη Δωρίδα την έσωζε το Ρουμάνικο καλαμπόκι , που το 'φερναν με καίκια απ' τον Πειραιά . Τα καίκια τα βαρυφόρτωναν ως τα μπούνια κι' αν καμιά φορά τύχαινε να πιάσει κάνα μπουρίνι , πήδαγε το κύμα μέσα κι έρεχε τα πάνω σακιά . Εκείνο , λοιπόν , το βρεγμένο καλαμπόκι άναβε και πίκριζε και το τελωνείο το 'δινε για ζωοτροφή . Ο Κουλατζής όμως , το 'φτιαχνε ψωμί και τάιζε τους ταλαίπωρους " βλάχους " , οι οποίοι , θέλοντας και μη , τό 'τρωγαν , μα τους έτρωγε .
Το 'παιρναν οι κακόμοιροι , το 'κοβαν φέτες , το χάραζαν με το σουγιά , το καψάλιζαν στη φωτιά , κάνοντάς το " καρμάλα " ( φρυγανιά ! ) . Η καρμάλα εκείνη , έπιανε απ' το καψάλισμα μιά ροδοκόκκινη πέτσα , έξω - έξω , που τρωγόταν κάπως . Κάτω όμως απ' αυτή την πέτσα , , το υπόλοιπο ήταν " ίμπλα " ( σκέτη..λάσπη δηλαδή ). Η ίδια διαδικασία γινόταν γιά δεύτερη και τρίτη φορά , ώσπου , σιγά-σιγά να φαγωθεί όλο το ψωμί , αλλοιώς δεν πήγαινε ..κάτω με τίποτα .
Αυτά τραβούσε , φίλοι μου , η ορεινή Δωρίδα της εποχής εκείνης , γι'αυτο και πολλοί πήραν των ..όμματιών τους και..χάθηκαν στις..τσιμεντουπόλεις...
Ας κάνουμε όμως και μιά..περαντζάδα , και σε άλλα μέρη της Πατρίδας μας , να δούμε , εκεί πως ήταν οι…” αγωγιάτες “…
ΛΕΣΒΟΣ
Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και "κιρατζήδες", μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω της ορεινής μορφολογίας της Λέσβου και των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε ολοκληρώθηκε το χερσαίο οδικό δίκτυο στο νησί. Ακόμα και σήμερα όμως στα ελαιοκτήματα που αναπτύσσονται στις πλαγιές των βουνών και δεν είναι προσπελάσιμα οδικώς, χρησιμοποιείται το μουλάρι ως μέσο μεταφοράς.
Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις της Λέσβου. Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες του νησιού, ενώ και στα επίνεια συνέρρεαν αγωγιάτες για να μεταφέρουν εμπορεύματα ή για να εξυπηρετήσουν τη διακίνηση των προσκυνητών στα μεγάλα πανηγύρια της Λέσβου. Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών .
ΠΕΡΙΣΤΑ - ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Ο αγωγιατισμός ήταν ένας πολυσήμαντος κλάδος της οικονομίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η όποια ύπαρξη και ανάπτυξη του εμπορίου στην Περίστα βασιζόταν στις μεταφορές που εξασφαλίζονταν απο τα καραβάνια. Απήχηση των μεγάλων καμιά φορά ταξιδιών των καραβανιών είναι το τραγούδι του Ηπειρώτη Ρόβα:
Ο Ρόβας εξεκίνησε μες στη Βλαχιά να πάει.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο νύχτα το καλιβώνει.
Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια...
Σ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της, μέχρι και το Μάρτη του 1957 που το αυτοκίνητο έφτασε στους Αγίους Αποστόλους, οι Περιστιάνοι κουβαλούσαν τις προμήθειές τους απο τα κοντινότερα αστικά κέντρα Θέρμο και Ναύπακτο με τα υπομονετικά, ανθεκτικά μουλάρια που μπορούσαν να βαδίζουν με σιγουριά στις κακοτοπιές και να σηκόνουν άνετα το όχι ευκαταφρόνητο βάρος των 75 οκάδων.
Οι αγωγιάτες αποτελούσαν ιδιαίτερη επαγγελματική τάξη. Ο καθένας από αυτούς έτρεφε στο σταύλο του ένα έως δύο μουλάρια καί τα περιποιόταν πολύ, γιατί απ’ αυτά εξαρτώταν το ψωμί της φαμελιάς του. Εκτός απο τους επαγγελματίες αγωγιάτες, υπήρχαν και οι ευκαιριακοί που με το δικό τους ή δανεικό για μιά διαδρομή με επάνοδο ζώο, ακολουθούσαν το μεγάλο καραβάνι, να φέρουν στο σπίτι τις δικές τους προμήθειες.
Κορίτσια και αγόρια, πάνω στον πρωτανθό της ηλικίας τους, μαζί πολλές φορές και με μεσήλικες, σηκώνονταν τέσσερες ώρες νύχτα από την Περίστα και με πανσέληνο ή τα φανάρια τους (του λαδιού ή ηλεκτρικά), ξημερώνονταν στην πόλη. Ξεπέζευαν στο χάνι, έκαναν τις προμήθειες τους κι έπαιρναν πάλι το δρόμο του γυρισμού.
Στις ολονύχτιες αυτές πορείες αχολογούσαν τα καμπανιστά κύπρια τα κρεμασμένα στούς λαιμούς των ζώων, το καθένα με τη δική του ποιότητα ήχου. Αχολογούσε όμως και το τραγούδι απο τα ξέγνοιαστα νιάτα. Απο την Περίστα μέχρι το Θέρμο, σ’ όλη αυτή τη διαδρομή των έξι ωρών, ακούγονταν τα πιό ωραία τραγούδια για τους καημούς κυρίως της αγάπης και της ξενιτιάς. Αφησαν όνομα που κρατεί ακόμα μέχρι σήμερα, οι κεφάτες αυτές παρέες της ξεγνοιασάς και της λεβεντιάς. Στη Βάλτσα (Κάτω Χρυσοβίτσα) που διαρκώς την αναστάτωναν τα νυχτάτικα τραγούδια της ασυγκράτητης νεολαίας, αναρωτιούνταν : «Απο που έρχεται όλο αυτό το συνεχούμενο κέφι των Περιστιάνων; Δεν έχουν σκοτούρες στο χωριό αυτό; Δεν έχουν πένθη; ΄Η μπας κι ο χάρος στην Περίστα είναι άσπρος;».
Ο χάρος βέβαια και στην Περίστα είναι μαύρος, όπως κι αλλού, μα οι Περιστιάνοι έχουν συμφιλιωθεί μαζί του και τον γνωρίζουν σαν ένα απλό φυσικό φαινόμενο που δεν έχει σοβαρές μεταφυσικές προεκτάσεις και δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να κόψει την πορεία του ρεύματος της ζωής.
Πόσα ειδύλλια δεν πλέχτηκαν στις πορείες αυτές και πόσες ιστορίες αληθινές ή του μυαλού γεννήματα δεν ακούγονται μέχρι σημερα. Μια απ’ αυτές, αληθινή πέρα για πέρα, μας λέει για ενα ζευγάρι που έμενε συχνά πίσω απο το καραβάνι αρχίζοντας τις γλυκιές εργολαβίες του έρωτα. Ωσπου κάποτε στο σκοτάδι, κοντά στο Βαλτσόρεμα, γλίστρισε ο ερωτευμένος και παίρνει μια κατρακύλα σε μιά σάρα που τον έβγαλε στο ποτάμι, το Φίδαρη. Για καλή του τύχη, το μέρος που βρέθηκε μετά την πτώση του ήταν αμμοδιά, αφού το νερό του ποταμού εκείνη τη χρονιά κυλούσε απο την άλλη όχθη. Έτσι γλίτωσε ο καλός μας το γκρεμό, για να πάει από...γάμο με την εκλεκτή της καρδιάς του.
Αυτές κι άλλες πολλές περιπέτειες είχαν τα νιάτα της ηρωΐκής εποχής των αγωγιατών και του μουλαριού. Τώρα, μουλάρι δε’ βλογάει στην Περιστα ούτε γιά δείγμα. Κι όχι μονο στην Περιστα, ολα τα ορεινά χωριά τον αρνήθηκαν πολύ άσπλαχνα το γκαρδιακό τους φίλο, το μουλάρι. Κατι γαϊδουρακια τώρα διαπραγματεύονται στα παζάρια, που είναι οικονομικά και εξυπηρετούν το χωρικό στις μικροαγροτικές του απασχολήσεις. Αλλά στην Περίστα ούτε απ’ αυτά υπάρχουν!!!
Το δίκαιο των αγωγιατών
Η Πατρίδα μας πλούσια καθώς είναι σε κακοτοπιές και λογής άβατα κριτσάπια φυσικό ήταν να μην αποκτήσει από νωρίς ένα ανεκτό κάπως συγκοινωνιακό δίκτυο. Οι πρώτες οδικές αρτηρίες δημιουργήθηκαν στις λιγοστές και μικρής έκτασης πεδιάδες μας και για πολλά χρόνια εξυπηρετούσαν μόνο τους πεδινούς πληθυσμούς, ενώ οι ορεινοί σκαρφαλωμένοι στ΄ απρόσιτα βουνά τους και ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο δημιούργησαν μέσα στην παράξενη φυσική τους αυτονομία έναν πρωτότυπο λαϊκό πολιτισμό. ΄ Ετσι η έμπνευσή τους κρατήθηκε ανόθευτη από ξενικές επιδράσεις και μας έδωσαν θαυμαστά δείγματα λαϊκής τέχνης.
Αφήνοντας κατά μέρος τις άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις (πανηγύργια, ξυλογλυπτική, ενδύματα, υφαντική, δημοτική μουσική, ποίηση κ.λπ),ερχόμαστε να ιδούμε μια ενδιαφέρουσα επαγγελματική τάξη ανθρώπων του βουνού, τους αγωγιάτες, που η μελέτη των όρων της δουλειάς τους μας οδηγεί στην εξακρίβωση κι άλλων στοιχείων σχετικών με το εθιμικό δίκαιο που κανονίζει τις σχέσεις των ανθρώπων του βουνού. Κάθε αυτόνομος πολιτισμός έχει την ιδιομορφία του. Κι αυτή η ομοιομορφία φτάνει να χαρακτηρίζει και τις διάφορες επί μέρους εκφάνσεις του. Ιδιομορφία λοιπόν στο δημοτικό τραγούδι, ιδιομορφία και στο λαϊκό δίκαιο.
Πολλοί απ΄ τους θεσμούς του λαϊκού δικαίου έχουν τις ρίζες τους στο Βυζάντιο ή κι ακόμη βαθύτερα ως τη ρωμαϊκή περίοδο. Έτσι σ΄ ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο του συμβολαιογραφείου Κραβάρων, από το έτος 1837, βλέπουμε κάποιον απονήρευτο ορεινό να συγχωρεί το φονιά της κόρης του, μη γνωρίζοντας τις νέες κατευθύνσεις του ποινικού δικαίου τις σχετικές με την αυτεπάγγελτη δίωξη που καθιερώθηκαν για πρώτη φορά κι αναγνωρίστηκαν από τη συνέλευση της Επιδαύρου. Ριζωμένη καθώς ήταν μέσα του η βυζαντινορωμαϊκή παράδοση, νόμιζε πως ο νόμος δεν είχε την ικανότητα να κινηθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του.
Εδώ όμως θα μας απασχολήσουν οι αγωγιάτες και το ενδιαφέρον εθιμικό δίκαιο που διέπει τις σχέσεις τους με τους ορεινούς εμπόρους. Καί πρώτα ποιούς λένε αγωγιάτες. Έτσι ονομάζουν τους χωρικούς που με δικό τους ή ξένο ζώο μεταφέρουν τα εμπορεύματα των βουνίσιων εμπόρων από τα αστικά κέντρα προς τα ορεινά χωριά. Οι βουνίσιοι δρόμοι κλείνουν το χειμώνα από τα πολλά ατελεύτητα χιόνια ή κόβονται από τις συχνές πλημμύρες. και οι αγωγιάτες πάντα πρόθυμοι και πάντα ακούραστοι κατεβαίνουν ως την πόλη για να φέρουν τροφές στους συγχωριανούς τους και κέρδητα στους εμπόρους.
Λέγοντας αγώγι εννούμε δύο πράγματα, το φορτίο και την αμοιβή. Να δυο φραστικά παραδείγματα: Τι αγώγι θα φέρεις; (δηλ. τι είδος φορτίου). Και πόσο αγώγι θα πάρεις; (πόση αμοιβή). Ανάμεσα στο χωριάτη έμπορο και στον αγωγιάτη γίνεται κάποια σιωπηρή, όμως επίσημη συμφωνία.
Ο έμπορος έχει σαν βασική υποχρέωση να πληρώσει το καθορισμένο αγώγι στον αγωγιάτη. Ο δεύτερος έχει βαρύτερες υποχρεώσεις με πολύ περιορισμένα δικαιώματα.
Ας δούμε μια από τις πολλές πορείες του αγωγιάτη για το κοντινό στο χωριό του αστικό κέντρο. Ξεκινάει χαράματα παίρνοντας μαζί του τις απαραίτητες τριχιές για το δέσιμο του φορτίου και μερικά τσουβάλια για την ισόβαρη κατανομή του. Φτάνοντας στον έμπορο της πόλης πηγαίνει στην αποθήκη του να παραλάβει το εμπόρευμα. Μπορεί να το συσκευάσει αυτός όπως νομίζει, αν συσκευάζεται. Έτσι θα ταιρομεριάσει το φορτίο και το ζώο θα μεταφέρει ίσο βάρος στην κάθε πλευρά του.
Η ζημιά που θα πάθει το εμπόρευμα αφότου παραδοθεί από τον έμπορο της πόλης μέχρι που να φτάσει στον προορισμό του βαρύνει πάντα τον αγωγιάτη. Οι αγωγιάτες φροντίζουν να έχουν μαζί τους αδιάβροχα, λάμπες θυέλλης και αρκετές σαμαροκαναβιδιές. Επίσης οι πιο πολλοί έχουν και βριζόμια, ειδικά δηλαδή δίχτυα για τη μεταφορά των άχυρων που μένουν μετά το αλώνισμα του σιταριού.
Πολλές φορές όμως το εμπόρευμα γίνεται αιτία να κακοπάθει το ζώο του αγωγιάτη ή και να χαθεί εντελώς. Λέγεται πως κάποτε σ΄ ένα ψήλωμα μια ξαφνική ανεμική σήκωσε το ζώο και το σύντριψε στους βράχους, γιατί έτυχε να είναι φορτωμένο με μεγάλα φύλλα σκληρού χαρτιού από εκείνο που ταβανιάζουν τα σπίτια οι χωρικοί. Στην περίπτωση αυτή ούτε ο έμπορος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για το εμπόρευμά του, ούτε ο αγωγιάτης πληρωμή για το κακό που τον βρήκε. Η αμοιβή του αγωγιάτη είναι το αγώγι του. Από το ποσό αυτό ξοδεύει για να κολατσίσει σε κανένα χάνι, κι ακόμα για ν΄ αγοράσει κριθάρι ή τριφύλλι για το ζώο του.
Μπορεί όμως να παίρνει αο΄ τους χωριανούς του διάφορες μικροπαραγγελίες για τις οποίες πληρώνεται ιδιαίτερα.
Ο αγωγιάτης φορτώνει και ξεφορτώνει μόνος του τα εμπορεύματα που παρέλαβε. Το φόρτωμα γίνεται στην αποθήκη του εμπόρου της πόλης και το ξεφόρτωμα στην πόρτα του μαγαζιού του χωριάτη μπακάλη. Ο αγωγιάτης οφείλει αποζημίωση για κάθε ζημιά σε βάρος του εμπορεύματος που θα κάνει στο φόρτωμα ή στο ξεφόρτωμα. Σαν ξεφορτώσει το εμπόρευμα στον τόπο που πρέπει δεν έχει πλέον άλλη υποχρέωση. Παραπέρα αποσχόλησή του από τον έμπορο του χωριού πληρώνεται ιδιαίτερα. Το αγώγι σπάνια προκαταβάλλεται. Συνήθως δίνεται στον αγωγιάτη σαν τελειώσει το ξεφόρτωμα.
Θανάσης Ν. Παπαθανασόπουλος -ΠΕΡΙΣΤΑ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ Ιστορικά - Λαογραφικά 1998
Γιά μιά ακόμα πιό..ζωντανή προσέγγιση των…” αγωγιατών “ αγαπημένοι μας φίλοι , σας δίνουμε και δυό σχετικά διηγήματα , παρμένα απ’ την ..πραγματική ..καθημερινότητα , και φυσικά απ’ τις εποχές εκείνες , που το επάγγελμα του αγωγιάτη..μεσουρανούσε , απ’ τα δυό αυτά διηγήματα , το ένα , “ ΤΑ ΡΤΙΑΝΤΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑΣ “ , είναι ..παρμένο απ’ την ..παλιά Λιδορικιώτικη ζωή , ενώ το άλλο απ’ την παλιά βορειοελλαδίτικη..
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΤΑ ..ΤΡΙΑΝΤΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑΣ…
Μουλάρι , φορτωμένο με..συμπράγκαλα…
Μαυροζωή …δύστυχα χρόνια… τυραγνισμένα , πόλεμοι , κάψιμο , φτώχεια ..του κόσμου τα βάσανα , έχασε και τον άντρα της , νωρίς.. νωρίς , η θειά Κωσταντίνα , κι’ απόμεινε χήρα , νέα γυναίκα , με τρία παιδιά , ένα ..παιδί και δυό κορίτσια , να παλεύει να τα μεγαλώσει , με δυό μανάρες , τα κουτσοχώραφα , και το περβόλι , κάτω στον Κούστη ..αλλά τι περιβόλι , με το νεράκι του και κάτι συκιές..άιντε..ντε , ...μέλια τα σύκα , όλοι τις ξέρανε και τις..λιμπίζονταν ..
Είχε και το μουλάρι , βέβαια , για τις δουλειές , αλλά μ’ αυτό έβγαζε και μεροκάματο , και καλό –καλό , μάλιστα , όταν βέβαια τύχαινε κανένα αγώι , κουβάλαγε και κάνα φόρτωμα ξύλα , κάνα πουρνάρι , και τα κουτσοβόλευε ..ήταν καλόβολος άνθρωπος κι’ όλοι την αγάπαγαν και την πρόσεχαν , κι’ άμα υπήρχε κάνα αγώι , πρώτα-πρώτα φώναζαν τη θειά Κωσταντίνα , κι’ αμα δε μπορούσε αυτή , λέγανε σε άλλον αγωγιάτη , ήταν πολύ αγαπητή...καλοíσκιωτη..
Ευτυχώς , την εποχή εκείνη , δεκαετία του ’50 , έρχονταν τακτικά κάποιοι καθηγητάδες και μελετάγανε πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , κι’ έτσι όλο και είχε και κάνα αγώι , να βοηθιέται η θειά , είχε και τα μανάρια , έφκιαχνε και το περβόλι της , μάζευε και κάνα..μαυρολάχανο , ψευτοπερνάγανε…
Εμείς βέβαια με τη θειά Κωσταντίνα είχαμε και συγγένεια , κουμπαριά , ο πατέρας μου είχε βαφτίσει το..παιδί της , το γιό της , αλλά πέρα απ’ την κουμπαριά υπήρχε και μια οικογενειακή αγάπη , μια όμορφη σχέση , που κράταγε χρόνια , δυνατή ..αναλλοίωτη ..
Πολλές φορές , στο μαγαζί μας , όταν κάποιος ήθελε αγωγιάτη , η πρώτη σκέψη ήταν η κουμπάρα μας , κι’ αυτό γιατί στη δουλειά της η θειά Κωσταντίνα ήταν..μοναδική , καλόβολη , ευγενικιά , παρότι δεν ήξερε γράμματα , καλοσυνάτη , περιποιητικιά , όποιος την ήξερε αυτή ζήταγε , αλλά κι’ αν δεν την ήξεραν και μας ρωτούσαν αυτή λέγαμε ..
Κάποιο απόγευμα λοιπόν , ήρθε με το λεωφορείο των Αθηνών , ένας καλοντυμένος ξένος , έκατσε στο μαγαζί , κάτι πήρε και συστήθηκε στον πατέρα μου , ήταν καθηγητής απ’ την Αθήνα , κι’ ερχόταν , για πρώτη φορά στον τόπο μας , για να μελετήσει κάποια πράγματα πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , και φυσικά ενδιαφερόταν για ένα καλό αγωγιάτη , να τον πάει την άλλη μέρα πρωί-πρωί , και να γυρίσουν πάλι το βράδυ , γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να φύγει πάλι για Αθήνα ..
Δεν χρειαζόταν περισσότερη κουβέντα , ο σωστός άνθρωπος υπήρχε , η θειά Κωσταντίνα , ανέλαβα εγώ να την ειδοποιήσω , γιατί αν είχε κανονίσει άλλη δουλειά , έπρεπε να ψάξουμε για άλλον , βέβαια ο καθηγητής προτιμούσε να ‘ναι άντρας ο αγωγιάτης , γιατί όλο και σε κάτι θα τον βοηθούσε στη δουλειά του , αλλά οι δικοί μου του εξήγησαν πως καλύτερος αγωγιάτης απ’ τη κουμπάρα μας , δεν υπήρχε , κι’ ετσι έφυγα να πάω να ειδοποιήσω τη θειά Κωσταντίνα .
Η θειά ήταν εύκαιρη την άλλη μέρα , ανέβηκε στο μαγαζί μας κουβέντιασε με τον καθηγητή , της είπε τι άκριβώς θέλει απ’ αυτή , εύκολα πράγματα για την κουμπάρα μας , τα είπανε και συμφώνησαν και την τιμή για το αγώι , τριάντα ολόκληρες ..δραχμές !!! Κανόνισαν και την ώρα που θα ξεκίναγαν , πρωί-πρωί ..χαράματα , για να ‘χουν τη μέρα μπροστά τους , κι’ ο καθηγητής πήγε απέναντι στο ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου για ύπνο ..αφού βέβαια έφαγε κι’ ένα Λιδορικιώτικο γιαουρτάκι στο μαγαζί μας ..
Την άλλη μέρα ξεκίνησαν , αχάραγα , βέβαια η κουμπάρα τον ήξερε το δρόμο με..κλειστά μάτια , τον είχε περπατήσει , ποιος ξέρει πόσες φορές , είχε και μια μαρούδα , με το κάτι τις , για να φιλέψει τον καθηγητή , τόσες ώρες παιδεμό , θα τους έκοβε η..πείνα , είχε μια αγκωνή καρβελίσιο ζυμωτό ψωμί , ένα ..σβόλο τυρί , από.. δικό της , απ’ το δερμάτι , τουλουμίσιο όπως το ..λένε , δυό τρεις ελιές στο κλειδοπίνακο , μια ντοματούλα , απ’ το περβόλι της , στον Κούστη , και μια μπαρδάκα με νερό , καλοκαίρι βλέπεις , θα …κορακιάζανε , κι’ύστερα καθηγητής ο άνθρωπος και ..Αθηναίος , θα ‘ταν καλομαθημένος , μη μας παρεξηγήσει κι’ όλας ..
Πέρασε η ώρα , κι’ αργά τ’ απόγευμα σκονισμένος , κατακουρασμένος και κατακόκκινος , εμφανίστηκε ο καθηγητής , αλλά απόλυτα ικανοποιημένος απ’ τη δουλειά που έκανε , αλλά κυρίως απ’ την συμπεριφορά και την ..περιποίηση της κυρίας Κωνσταντίνας , όπως την έλεγε , έννοιωθε , όπως μας έλεγε βαθειά-βαθειά , υποχρεωμένος στην κουμπάρα μας , γιάτι εκτός του ότι τον βοήθησε και στη δουλειά του , του έδωσε και όσες πληροφορίες ήθελε , αλλά κυρίως του ..πρόσφερε και του ..πουλιού το γάλα , έτσι είπε , και φυσικά εννοούσε το..κολατσιό και το νεράκι ..
Βέβαια κουβεντιάζοντας με τον πατέρα μου , του ανέφερε και κάτι που του έκανε..μεγάλη εντύπωση , και μάλιστα δεν μπορούσε να το εξηγήσει , τι ήταν αυτό ;…διαβάστε…
Αφού τέλειωσαν την περιήγηση στη Γκιώνα , λοιπόν , πήραν το δρόμο του γυρισμού , κουρασμένοι μεν , αλλά ο κύριος καθηγητής ικανοποιημένος , όπως είπαμε , απ’ τη δουλειά του αλλά κι’απ’ την περιποίηση της θειάς Κωσταντίνας , όταν λοιπόν πλησίασαν να μπούνε στο χωριό , κάνανε μια στάση , να ξαποστάσουν και λίγο , άμαθος βλέπεις από..μουλαροκαβαλαρία ο καθηγητής , είχε ..ψευτοκουραστεί , και κθώς έκατσαν της είπε : Κυρία Κωνσταντίνα , ωραία πήγαμε , ωραία δουλειά κάναμε , και σ’ ευχαριστώ για την περιποίηση , για το κολατσιό , και για όλα , και κυρίως για το νεράκι που είχες μαζί σου , πέρασα αξέχαστα , έχουμε συμφωνήσει να σου δώσω τριάντα δραχμές , αλλά μετά από όλη την περιποίηση και την προθυμία σου , αποφάσισα να σου δώσω σαράντα δραχμές , είσαι ευχαριστημένη ;
Τότε η θειά Κωσταντίνα , έδωσε την παροιμιώδη απάντηση :…Α..δεν ξέρω , τα τριαντούλια μ’ θέλω εγώ , υποννοώντας πως θέλει αυτά που αρχικά συμφώνησαν , τα..τριαντούλια της , δηλαδή τις τριάντα δραχμές..ο καθηγητής τα ‘χασε , δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την απάντηση , επέμεινε βέβαια , λέγοντάς της πως το κάνει από ευχαρίστηση , και από..υποχρέωση για την εξυπηρέτηση που του ‘κανε και όλα τα άλλα , η θειά Κωνσταντίνα ..ανένδοτη , επέμενε στα…τριαντούλια της ..
Βέβαια ο κ.καθηγητής επέμεινε και τελικά την έπεισε να δεχτεί , και πράγματι πήρε τις σαράντα δραχμές , αλλά του έμενε το ερώτημα , γιατί δεν δεχόταν τα περισσότερα λεφτά , και επέμενε στα..τριαντούλια της , πέρασε απ’ το νου του , μήπως η κυρα Κωνσταντίνα , που δεν ήξερε γράμματα , πίστευε πως οι σαράντα δραχμές ήταν λιγότερες απ’ τα…τριαντούλια της ; ποιος άραγε ήταν ο λόγος ; ρώτησε και τους δικούς μου , που φυσικά δεν μπορούσαν να δώσουν απάντηση , και έμεινε έτσι στην ..ιστορία η φράση : τα…τριαντούλια μ΄ , που είναι συνδυασμένη μάλλον με την ..άγνοια ..μαθηματικών της θειάς Κωσταντίνας , αλλά πιστεύουμε πως είναι λίγο…τραβηγμένο , υπερβολικό , και πράγματι έτσι είναι , μήπως όμως πεφτουμε όλοι έξω , και η κουμπάρα μας , δεν δεχόταν τα παραπάνω λεφτά , από..περηφάνεια , παρά τη φτώχεια της , δεν δεχόταν δηλαδή να πληρωθεί για κάτι που το έννοιωθε σαν ..υποχρέωσή της ; να περιποιηθεί έναν ξένο άνθρωπο , έναν ..περαστικό ; έναν που είχε την ανάγκη της ; Αυτό δηλαδή που λέμε…αξιοπρεπής..ένδεια ; λέμε …μήπως……..Κ.-
ΟΙ ΔΥΟ..ΚΥΡΑΤΖΗΔΕΣ - ΑΓΩΓΙΑΤΕΣ
Γρηγοριάδης Κώστας
Προτού ανακαλύψουν οι άνθρωποι τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς (φορτηγά αυτοκίνητα, νταλίκες κ.ά.) οι μεταφορές διαφόρων εμπορευμάτων από πόλη σε πόλη και χωριά, από χώρες σε χώρες, π.χ., Ελλάδα- Τουρκία-Βουλγαρία-Σερβία-Αυστρία-Οδησσός- Κωστάντζα και άλλες πιο μακρινές ακόμη, γίνονταν με διάφορα ζώα σαμαριάρικα. Στη χώρα μας και στις παραπάνω που ανέφερα γίνονταν κατά προτίμηση με μουλάρια τα οποία είχαν μεγάλη αντοχή για μακρινά ταξίδια.
Ηταν ολιγοφάγα και οικονομικότερα από τα άλογα. Φυσικά οι μεταφορές με ζώα γίνονταν εκεί που δε βόλευαν τα πλοία, τα τρένα και τα κάρα, τα οποία ήταν ελάχιστα και δεν προσφέρονταν για τις δύσβατες περιοχές και τα μονοπάτια που συντόμευαν κατά πολύ τις αποστάσεις. Οι άνθρωποι που έκαμαν αυτή τη δουλιά λέγονταν κυρατζήδες-αγωγιάτες και οι μεταφορές λέγονταν κυρατζηλίκια-αγώγια. Ηταν ένα μεγάλο (και πρέπει να ήταν όπως έλεγαν οι παλιοί), επικερδές επάγγελμα (ισνάφ) και ταξίδευαν αρκετές μέρες πολλοί μαζί (καραβάνια) και διανυκτέρευαν σε πανδοχεία, χάνια, με στάβλους και με άλλες ευκολίες σχετικές με τις ανάγκες της εποχής.
Διάβαιναν πολλές φορές και πλωτά ποτάμια πάνω σε μεγάλες σχεδίες («σάλια») που κινούνταν με τροχαλίες-μακαράδες και με χοντρά σχοινιά-παλαμάρια. Τέτοια μεγάλα «σάλια», που περνούσαν ακόμη στην απέναντι μεριά και μεγάλα κοπάδια γιδοπρόβατα κ.ά., είχε ο Δούναβης και άλλα μεγάλα ποτάμια καθώς και δύο ο ποταμός Στρυμόνας. Ενα ήταν στα παραποτάμια χωριά κοντά στις Σέρρες και το άλλο κοντά στην Αμφίπολη που το διάβηκα και εγώ, πολύ μικρός μαζί με τον πατέρα μου, τη μάνα μου και τον μεγαλύτερο κατά τρία χρόνια αδερφό μου Χρήστο, και μάλιστα καβάλα στα δυο μας ζώα πηγαίνοντας στο μοναστήρι Εικοσιφοίνισσας (Κουσίντσας) Παγγαίου για προσκύνημα το Δεκαπενταύγουστο του 1926. Είναι μία από τις σπάνιες και εντυπωσιακές παιδικές μου αναμνήσεις που θυμάμαι, αν και τεσσάρων χρόνων, τόσο καλά.
Αργότερα όταν άρχισε η αποξήρανση της λίμνης Αχινού, βρέθηκε στο σημείο εκείνο από μια μεγάλη βυθοκόρο (φαγάνα) το τεράστιο και πολύ γνωστό λεοντάρι της Αμφίπολης. Για τους κυρατζήδες και πλανόδιους πραματευτάδες γράφτηκαν πολλά ποιήματα, τραγούδια και ιστορίες.
Η παρακάτω ιστορία που γράφω, εύθυμη και αληθινή, συνέβη στη Βουλγαρία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κι αναφέρεται σε δυο κυρατζήδες που ξεκίνησαν την ίδια μέρα, ο ένας από το Μελένικο και ο άλλος από το Πάνσκο, για τη Σόφια με σκοπό να μεταφέρουν εκεί τα παρακάτω εμπορεύματα με τα μουλάρια τους.
Πρέπει να αναφέρω εδώ ότι στο Μελένικο κατοικούσαν μόνον Ελληνες που μιλούσαν και τα βουλγάρικα. Ο Χρήστος, που τον αποκαλούσαν και Τότιτσια ή και Ιτσκο, φόρτωσε σε δυο μουλάρια κανονικά διάφορα είδη παραγωγής βιοτεχνών του Μελένικου και σε ένα τρίτο μουλάρι μόνο δύο βαρελάκια κρασί εκλεκτό, δέκα οκάδες το καθένα, για να κάνει καβάλα γιατί ήταν αδύνατο να περπατά τόσα χιλιόμετρα πεζός.
Ο άλλος από το Πάνσκο, ο Ιβάντσια, φόρτωσε κι αυτός κανονικά σε δυο μουλάρια σαλάμι (σαλάμ) και στο τρίτο δύο πακέτα των 10 οκάδων σαλάμι, ελαφρά, για να ανεβαίνει κι αυτός καβάλα.
Ο Χρήστος ή Τότιτσια ξεκίνησε πρωί και βάδιζε βορειοανατολικά, ενώ ο Ιβάντσια (από το Πάνσκο) βορειοδυτικά για να φτάσουν στο σημείο που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια.
Το μέρος αυτό θεωρούνταν σταθμός για λίγη ξεκούραση.
Για το Μελένικο γνώρισα αρκετά στα 1954-1961 όταν υπήρξα κάτοικος Σιδηροκάστρου ως ψάλτης στην Ευαγγελίστρια και μουσικός στο δήμο συγκροτώντας εξηκονταμελή μικρή χορωδία και φιλαρμονική (μπάντα).
Το Μελένικο ήταν μια αξιόλογη μικρή πόλη με ανεπτυγμένο πολιτισμό, πρόοδο στα γράμματα και στις τέχνες, με μεγάλη παραγωγή γεωργικών, αμπελουργικών, οικοτεχνικών και άλλων προϊόντων, κτισμένο στα φαράγγια του βουνού Πιρίμ' Νταγ' και στον παραπόταμο του Στρυμόνα Μπεστρίτσα.
Οι Ελληνες κάτοικοι τότε είχαν μεταξύ τους μεγάλη αλληλεγγύη και στήριζαν τους έχοντες ανάγκη βοήθειας και αρωγής, ιδιαίτερα τα παιδιά που χαρακτηρίζονταν διάνοιες και φρόντιζαν να τα σπουδάσουν ακόμη και στη Βιέννη, όπως τον Αναστάσιο Παλατίδη, που υπήρξε αργότερα γιατρός του οίκου των Αψβούργων. Ο γιατρός αυτός απέκτησε μεγάλη περιουσία την οποία προτού πεθάνει δώρισε στα σχολεία του Μελένικου, που μετά το 1913 μεταφέρθηκαν στα σχολεία και στο Γυμνάσιο του Σιδηροκάστρου. «Των σχολείων μας στύλος υπάρχων» αναφέρει μεταξύ άλλων ο ύμνος του που καθιερώθηκε να τραγουδιέται (να ψάλλεται) στη γιορτή και μνήμη του, κάθε χρόνο στις 30 του Γενάρη στη μουσική του G. VERDI «NABUCCO».
Τον ύμνο «Ω σκιά ιερά παλατίδου» καθώς και άλλα χορωδιακά έργα, εκτελούσε η προαναφερθείσα μεικτή χορωδία Σιδηροκάστρου για μερικά χρόνια, στη συνέχεια η μεικτή χορωδία του ΟΡΦΕΑ Θεσσαλονίκης και από το 1994 πάλι η ανασυγκροτηθείσα χορωδία Σιδηροκάστρου.
Το 1913 με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το Μελένικο πέρασε στη βουλγάρικη επικράτεια και όλοι οι κάτοικοι Ελληνες διασκορπίστηκαν σε Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Θεσσαλονίκη κ.α.
Μετά το Β? Παγκόσμιο Πόλεμο το σοσιαλιστικό κράτος αξιοποίησε τουριστικά το Μελένικο χάρη στις πολλές βυζαντινές εκκλησίες, στα μεγάλα αρχοντικά σπίτια, ιδρύματα, σχολεία, βιοτεχνίες και στις φυσικές ομορφιές του.
Τη Βουλγαρία επισκέφτηκα τρεις φορές διάφορα μέρη της και μεταξύ αυτών το 1983 μαζί με άλλους εκδρομείς το Μελένικο και το Πάνσκο. Στο Μελένικο θαυμάσαμε τη μαγευτική τοποθεσία με τα καταπράσινα φαράγγια, τα μεγάλα αρχοντικά και τις παλιές οικοτεχνίες και άλλα αξιοθέατα. Η επίσκεψή μας ήταν βιαστική, δύο περίπου ωρών, αρκετή όμως να μας εντυπωσιάσει και με τα ωραία φαγητά και τα κρασιά. Κύριος προορισμός μας ήταν η διήμερη επίσκεψη στην πόλη Πάνσκο με δύο διανυκτερεύσεις, φιλοξενούμενοι από το δήμο της πόλης, με τον οποίο ο Δήμος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης είχε αδελφοποιηθεί (Είχε προηγηθεί δε επίσκεψη-φιλοξενία στην Τριανδρία του δημάρχου της Πάνσκο και άλλων κατοίκων της Πάνσκο και μάλιστα με ένα αξιόλογο χορευτικό συγκρότημά τους). Μας εντυπωσίασε το μεγάλο εργοστάσιο ξυλεμπορικής, το δημοτικό πάρκο και πάνω στο βουνό Πυρήν, το μεγάλο δάσος και το τελεφερίκ που το ανέβηκα και γω για πρώτη φορά και τελευταία. Πάνω απ' όλα όμως μας ευχαρίστησαν η φιλοξενία, τα γλέντια, τα αναμνηστικά δώρα, τα πλούσια γεύματα και το φημισμένο «σαλάμ».
Από τις παραπάνω μικρές πόλεις ξεκίνησαν οι δύο κυρατζήδες για το μέρος που άρχιζε ο μεγάλος δρόμος για τη Σόφια. Πρώτος έφτασε ο Μελενίκιος Τότιτσια στο παραπάνω σημείο, που είχε μια μεγάλη βρύση με δύο σωλήνες από τους οποίους έτρεχε άφθονο κρύο νερό που ερχόταν υπόγεια από το απέναντι βουνό.
Λίγο πιο πέρα από τη βρύση υπήρχαν μεγάλα και βαθύσκια δέντρα.
Εκεί ξεπέζεψε και ξεφόρτωσε τα μουλάρια, τα οδήγησε μετά στις μεγάλες γούρνες της βρύσης και τα πότισε. Τα πήγε μετά σε ένα από τα δέντρα και στη συνέχεια έβαλε κριθάρι στους ντορβάδες τους και χόρτα να φάνε. Εκανε τώρα αρκετή ζέστη γιατί το μέρος αυτό ήταν κάμπος και η εποχή αρχές Αυγούστου.
Σε λίγο έφτασε και ο Ιβάντσια από το Πάνσκο, ύστερα από κοπιαστική πορεία και ξεφορτώνοντας κι αυτός στο ίδιο μέρος και δέντρο χαιρέτισε τον άγνωστο μέχρι στιγμής συνάδελφό του.
Εϊ... Ντομπροντέν μπε (καλημέρα). Ντομπροντέν, είπε και ο Τότιτσια και αφού τακτοποίησε κι αυτός κατά τον ίδιο τρόπο τα μουλάρια του και τους έδωσε να φάνε, κάθισαν στη σκιά κι άρχισαν την κουβέντα. Ουτ' καντέσε μπε; (από πού είσαι;), είπε ο Ιβάντσια. Ουτ Μέλνικ (από το Μελένικο), είπε ο Τότιτσια.
Α... Μέλνικ τσίασι (Μελενίκιος), είπε ο Ιβάντσια. Τι ου καντέσε; (συ από πού είσαι;), είπε και ο Τότιτσια στον Ιβάντσια.
Για σαμ' Μπάσκαλε (εγώ από το Πάνσκο). Σέτνο μπε κοβόρεμε μάλκο (κάθισε να μιλήσουμε λίγο), είπε ο Τότιτσια στον Ιβάντσια που τακτοποιούσε ακόμη τα πράγματά του.
Αφού κάθισε αναπαυτικά κι αυτός, συνέχισαν την κουβέντα. Στο ίμας βάρνινου; (τι έχεις φορτωμένα;). Σαλάμ, απάντησε ο Ιβάντσια και στη συνέχεια ρώτησε κι αυτός.
Τι στο ίμας; (συ τι έχεις;). Διάφορα και λίγο κρασιά (Βίνο). Α... είπε ο Ιβάντσια για το σαλάμι που παρήγαγε η πόλη Πάνσκο. Α... Πάνσκο σαλάμ' ντομπρέ, χούμιτουμπου (καλό, εξαιρετικό). Αφού γνωρίστηκαν για τα καλά και ήταν ώρα για φα?, έβγαλαν από τους ντορβάδες τους (ταγάρια) ο μεν Τότιτσια ψωμί, τυρί και κρεμμύδια και γέμισε ένα κανατάκι κρασί (περίπου 200 δράμια) από το ένα βαρελάκι. Ο Ιβάντσια έβγαλε κι αυτός ψωμί κι ένα μεγάλο κομμάτι σαλάμι (απ' τα δυο πακέτα). Αρχισαν να τρώνε με όρεξη, αλλά ο μεν Ιβάντσια έβλεπε (λοξά λοξά) το κρασί που έπινε ο Τότιτσια και σκούπιζε τα μουστάκια του από ευχαρίστηση, αλλά έβλεπε και ο Τότιτσια (λοξά λοξά κι αυτός) το λαχταριστό σαλάμι που έτρωγε ο Ιβάντσια, ο οποίος, κάποια στιγμή που δεν άντεξε άλλο στον πειρασμό για το κρασί του Τότιτσια, έβγαλε από το γελέκο του δυο μικρά νομίσματα και απ' το ταγάρι του ένα περίπου όμοιο κανατάκι και λέει στον Τότιτσια: Αμπε... ντάι με βία στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο δεκάρες κρασί). Πήρε ο Τότιτσια τις δυο δεκάρες και του γέμισε το κανατάκι από την κάνουλα του μικρού βαρελιού βλέποντας συγχρόνως το σαλάμι γιατί το λίγο τυρί σχεδόν τελείωνε αλλά και δεν «τραβούσε» το ευλογημένο κρασί του. Δε χάνει καιρό (σχεδόν αμέσως) με τις ίδιες δεκάρες του Ιβάντσια στο χέρι, του λέει τη στιγμή που ρουφούσε το ευλογημένο κρασί:
Αμπε... ντάιμε βια στουτίγκι βίνο (δώσε μου δυο στουτίγκι κρασί) ο Ιβάντσια προς τον Τότιτσια. Δώσε δυο στουτίγκι σαλάμ ο Τότιτσια προς τον Ιβάντσια, τα κανατάκια γέμιζαν και άδειαζαν τα βαρελάκια, καθώς και τα πακέτα με σαλάμι εξαφανίζονταν.
Ντάιμι βια στουτίγκι βίνο, ντάιμε βία στουτίγκι σαλάμ' ήταν ο κύριος διάλογος μεταξύ τους. Φυσικά το πάρε-δώσε γινόταν με τις δυο δεκάρες (στουτίγκι) που αρχικά έδωσε ο Ιβάντσια στον Τότιτσια για το πρώτο κανατάκι κρασί. Τρώγοντας και πίνοντας το έριξαν στο τραγούδι και στο χορό της Γκάιντας και της Μπαϊντσούσκας.
Ούτε που πρόσεξαν πως ο ήλιος κατηφόρισε προς τη δύση. Δεν ενδιαφέρονταν και δεν μπορούσαν άλλωστε να συνειδητοποιήσουν από τη μεγάλη θολούρα του κεφαλιού τους ποιος ήταν ο προορισμός τους και γιατί βρίσκονταν εκεί. Τα μουλάρια από ένστικτο τούς κοίταζαν παράξενα και με τα μπροστινά τους πόδια έσκαβαν το χώμα.
Σημάδι ότι διψούσαν, πεινούσαν ή ότι έπρεπε να κινηθούν να φύγουν. Τους απασχολούσε μόνον η χαρά της γνωριμίας και δώσ' του ν' αγκαλιάζονται και να φιλιούνται και να υπόσχονται πως η φιλία τους θα συνεχιστεί με συχνές επισκέψεις στο Μέλνικ και στο Πάνσκο. Γκουσπουντίν Τότιτσια, είσαι αδελφός μου. Και συ Γκουσπουντίν Ιβάντσια, είσαι αδερφός μου και πολλές άλλες εκδηλώσεις που συμβαίνουν πάντα όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση μέθης και μιλάει το κρασί. Οι κάνουλες στα βαρελάκια έπαψαν να τρέχουν που αυτό σήμαινε το τέλος του κρασιού, καθώς και από τα δυο πακέτα σαλάμι έμειναν μόνον τα χαρτιά περιτυλίγματος.
Τους απασχολούσε και τους προβλημάτιζε πώς με δύο στουτίγκι έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι και ήπιαν 20 οκάδες κρασί. Το κρασοφιλοσοφούσαν επί ώρα χωρίς όμως να μπορούν να βρουν τη λύση.
Αρχισε να βαραίνει το κεφάλι τους σαν καζάνι, να γυρίζει η γη, να θολώνει το μυαλό και τα μάτια τους καθώς και το στομάχι τους να βαραίνει. Κάθε λίγο σέρνοντας τα πόδια τους, πήγαιναν δίπλα και πίσω από μια μεγάλη βατσινιά και προσπαθούσαν (με κάθε τρόπο) να βγάλουν λίγο κρασί και σαλάμι από το στομάχι τους.
Εχασαν ξαφνικά το κέφι και το τζιχρέ τους (το χρώμα του προσώπου) και τα πόδια τους δεν άντεχαν άλλο. Οπως όπως έγειραν ακουμπισμένοι στις πραμάτειες τους και βυθίστηκαν σε βαρύ ύπνο που το ροχαλητό τους ακούγονταν ως τη βρύση που περνούσαν μερικοί και τους έβλεπαν παράξενα. Οταν, μετά από συχνές επισκέψεις όλη νύχτα προς τη βατσινιά με ζιγκ-ζαγκ, ξημέρωσε, πήγαν στη βρύση και έβαλαν τα κεφάλια τους κάτω από τους σωλήνες για να συνέλθουν, άρχισαν να συνειδητοποιούν πού βρίσκονταν, τι τους συνέβη και ποιος ήταν ο προορισμός τους.
Οταν τους είδαν τα καημένα τα μουλάρια τους, χλιμίντρισαν από την πείνα και από τη δίψα. Με σκυμμένα τα κεφάλια τους από ακεφιά και ντροπή, σιγά σιγά τα πότισαν και τους έδωσαν να φάνε. Αρχισαν να ξεθολώνουν κάπως τα κεφάλια τους και ύστερα από μια ώρα φόρτωσαν κατσουφιασμένοι τα είδη που μετέφεραν στα μουλάρια, ανέβηκαν καβάλα σε εκείνα που τώρα δεν είχαν κανένα άλλο βάρος αφού το κρασί και το σαλάμι (με δύο στουτίγκι) πήγε στα στομάχια τους και στη συνέχεια πίσω από τη βατσινιά, ξεκίνησαν και έφτασαν στη Σόφια, ύστερα από ώρες, άκεφοι, και στο δρόμο πότε κοιμούνταν και πότε σκέπτονταν το πάθημά τους. Παρέδωσαν τα είδη στους εμπόρους αφού εισέπραξαν την αξία τους για τους δικαιούχους παραγωγούς και το κυρατζηλίκι τους και επέστρεψαν στα σπίτια τους αφού πρώτα αποχαιρετήθηκαν με την υπόσχεση ότι η φιλία τους θα συνεχιστεί.
Ορκίστηκαν πως δε θα ξαναπέσουν στο ίδιο σφάλμα της ασωτίας για το οποίο παραλίγο θα έσκαζαν και ότι δε θα πουν, με όρκο, πουθενά το πάθημά τους. Ομως «ουδέν κρυφό που να μη βγει μια μέρα στο παζάρι», κάπου το μπιστεύθηκε ένας από τους δυο κι έτσι διαδόθηκε αστραπιαία στο Μελένικο, στο Πάνσκο και σε όλο τον κόσμο, πως δυο κυρατζήδες ήπιαν 20 οκάδες κρασί και έφαγαν 20 οκάδες σαλάμι με δυο δεκάρες, στουτίγκι και δεν έσκασαν. Η κωμικοτραγική αυτή ιστορία έφτασε και σε μένα από τον αγαπητό μου φίλο Χρήστο Γώγο από τον Σοχό Λαγκαδά, κάτοικο Τριανδρίας Θεσ/νίκης, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τα στοιχεία και τους διαλόγους που μου έδωσε της παράξενης αυτής ιστορίας των δύο κυρατζήδων.
Κώστας ΜΠΑΣΛΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 2001
Καλό σας μεσημέρι….κ.-
No comments:
Post a Comment