Aπό τα καφέ σαντάν και τις αλλοδαπές αοιδούς στη λεωφόρο των επιστημόνων και των εμπόρων
Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η ταχύτητα με την οποία αλλοιώνoνται η εικόνα, οι λειτουργίες και η αξία των κεντρικών δρόμων της ελληνικής πρωτεύουσας, οδηγεί ακόμη περισσότερο στην ανάγκη να διασωθούν σημαντικά στοιχεία από την ιστορία τους. Στοιχεία που αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές και μας δίνουν τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε αλλά και απαξιώνεται η πόλη. Στους δρόμους που δεν τιμήθηκαν δεόντως περιλαμβάνεται και η οδός 3ης Σεπτεμβρίου. Δεν ήταν πάντα μια πολύβουη αρτηρία που οδηγούσε στην πλατεία Ομονοίας. Κάποτε εκεί πετούσαν τα σκουπίδια τους, και μόνον κάτι μάντρες και λίγα σπίτια συμπλήρωναν το σκηνικό. Στην αρχή θα έρθει… το τρένο που συνέδεε την Αθήνα με το Λαύριο. Μαζί φτάνει και το ενδιαφέρον για εγκατάσταση. Και η μεταμόρφωση της οδού δεν θα αργήσει.
Στη δεκαετία του 1880
Η οδός 3ης Σεπτεμβρίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα αργά. Η αξιοποίησή της άρχισε στα μέσα περίπου της δεκαετίας 1880. Βέβαια ήταν εξαρχής χαραγμένη, αλλά η ανάπτυξη της πόλης γινόταν προς τη Νεάπολη και το Κολωνάκι, ενώ το μέρος αυτό ήταν σχεδόν ακατοίκητο. Πίσω από την πλατεία Ομονοίας διανοιγόταν μια χαράδρα στην οποία ρίχνονταν τα σκουπίδια των σπιτιών από τα Χαυτεία. Εξάλλου, πιο κάτω υπήρχε ο χείμαρρος Κυκλοβόρος. Στις όχθες του, υπήρχαν μικρόσπιτα αγροτικού χαρακτήρα, λίγοι αχυρώνες, ενώ στο γυμνό έδαφος έβοσκαν κατσίκες.
Ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος στην αφετηρία του στην Αθήνα, την πλατεία Λαυρίου.
Η ανάπτυξη με τον σιδηρόδρομο
Λίγο πριν μεταφερθεί ο σταθμός του σιδηροδρόμου στην πλατεία Λαυρίου, άρχισε να κατοικείται και η περιοχή. Επί της 3ης Σεπτεμβρίου υπήρχαν μόνον δύο τρία οικοδομήματα, ενώ ο γύρω χώρος αποτελείτο από μάνδρες, στις οποίες κατασκήνωναν πλανόδιοι γαλακτοπώλες. Ξαφνικά η πλατεία μεταμορφώθηκε! Στις μάνδρες στήθηκαν ξύλινα παραπήγματα και το καθένα μεταβλήθηκε σε… ειδικό καφενείο! Έτσι, δημιουργήθηκε ένα πολυθόρυβο κέντρο. Η πλατεία Λαυρίου θύμιζε εμπορικό πανηγύρι των Παρισίων «με ανατολικόν ενίοτε χρωματισμόν», όπως έγραψε ο Θ. Βελλιανίτης.
Το θέαμά της ήταν ιδιόρρυθμο. Σε ένα τόσο στενό διαμέρισμα της πόλης υπήρχαν περισσότερα από είκοσι «ωδικά καφενεία». Μικρές σκηνές, πρόχειρα κατασκευασμένες και κοσμημένες με τις σημαίες όλων των κρατών, φιλοξενούσαν πολυσύνθετες ορχήστρες που έπαιζαν «παντός είδους συνθέματα», γέμιζαν με θόρυβο την πλατεία και ξεσήκωναν επιδοκιμασίες.
Η αρχή της οδού 3ης Σεπτεμβρίου από την πλατεία Ομονοίας το 1918. Στο βάθος και στη μέση διακρίνεται η πλατεία Λαυρίου, από όπου ξεκινούσε ο σιδηρόδρομος.
Οι γυναίκες από Ανατολή και Δύση και τα «απόκρυφα θέλγητρα»
Ποιο ήταν όμως το θέλγητρο που τραβούσε τον ανδρικό πληθυσμό στην περιοχή; Μα βεβαίως οι γυναίκες που τραγουδούσαν και χόρευαν επί σκηνής. Γυναίκες που προέρχονταν από την Ανατολή και τη Δύση: Γαλλίδες, Ιταλίδες, Ουγγαρέζες, Βιεννέζες, αλλά και από Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Αλεξάνδρεια, που μετέφεραν τα «ηδυπαθή άσματα της Ανατολής και τους αλγεινούς αμανέδες». Έτσι, τα φαιδρά άσματα των Γαλλίδων αοιδών και οι καντσονέτες της Νεάπολης, οι ορχηστρικές μελωδίες των Ουγγαρέζων και των Βιεννέζων χορευτριών ανακατεύονταν με ανατολικά τραγούδια, που παρέπεμπαν στον Φασουλά της Σμύρνης και την Αλατία της Αλεξάνδρειας.
Οι νέοι τέρπονταν ακούγοντας τραγούδια και καταφλέγονταν βλέποντας τις παχιές κνήμες των χορευτριών, οι οποίες ύψωναν «τους πόδας τόσον υψηλά, ώστε επαρουσίαζον απόκρυφα θέλγητρα, τα οποία ο τότε συρμός τα απέκρυπτεν επιμελέστατα και η εμφάνισις των οποίων ηδύνατο να προκαλέση δημόσιον σκάνδαλον και την αστυνομική επέμβασιν». Εννοείται ότι οι αποκαλύψεις αυτές στα μάτια των επαρχιωτών φοιτητών προκαλούσαν ενθουσιασμό, ώστε όταν «η Πιπίνα δι’ ευστρόφων κινήσεων ανεπέτα το πόδι της, ηκούετο παρατεταμένος μυκηθμός, όστις εφαίνετο προερχόμενος εκ φωλεάς εκεί πλησίον ευρισκομένων θηρίων». Και ήταν φυσικό, αφού τα… άθλια ήθη της εποχής μόλις επέτρεπαν στους ταλαίπωρους νεανίες να βλέπουν το άκρο του γυναικείου υποδήματος!
Η Γαλλίδα αιοιδός «Ζαν δ’ Αρά»
Καφέ σαντάν και καφέ αμάν
Τέτοια ήταν τα θεάματα στα καφέ σαντάν, ενώ στα αποκαλούμενα καφέ αμάν, υπό τους ήχους του λαούτου και του σαντουριού, η κυρά Κατίγκω, διάσημη για τη φωνή και τις σπαρακτικές εκφράσεις του «αμάν», τραγουδούσε τα παθήματα του «Μέμου, του Κουζούμ Μέμου, του Γιαβρούμ Μέμου». Οι θαμώνες των ανατολίτικων αυτών καφωδείων δεν είχαν τις εκστάσεις των άλλων. Φαίνονταν μελαγχολικοί, κάπνιζαν νωχελικά τον ναργιλέ, άκουγαν τη σπαρακτική ιστορία του Μέμου και βυθίζονταν στις αναμνήσεις του Γαλατά της Κωνσταντινούπολης και του συμπλέγματος των στενωπών της Αλεξάνδρειας· εκεί όπου «τετραπερασμένες Ανατολίτισσες εχόρευαν τον χορόν της κοιλίας και εξέχεον το πύρινον πάθος απερίγραπτων ερώτων».
«Ποικίλον κοινόν»
Και όπως τα θεάματα ήταν ποικίλα, ποικίλη ήταν και η σύνθεση του κοινού. Έβλεπε κανείς νέους ντυμένους με μακριές ζακέτες, περισκελίδες στενές και μυτερά υποδήματα που έμοιαζαν με «ρύγχος ξιφίου», καπέλα αποκαλούμενα «μιραμπό» και «μονύελοι» (μονόκλ). Κοντά τους οι βλάμηδες της πλατείας Ηρώων Ψυρρή, με τις σταχτιές ρεμπούμπλικες, τα μακριά μαλλιά, που αποκαλούνταν «πόλκα», και τα τσιγκελωτά λαδωμένα μουστάκια. «Παλικάρια» έτοιμα να χύσουν αίμα για τα μάτια της Αντζολίνας, όταν σε παραφθαρμένη ελληνική τραγουδούσε: Εσ’ ήσουνα που μούλεγες / η αγάπη δεν χτικιάζει / και τώρα με κατήντησε / γιατρός να με κοιτάζει.
Κοντά στους μάγκες του Ψυρρή και του Καλαμιώτη μαζεύονταν άλλοι με φεσάκια στο κεφάλι και ρεντιγκότες ―τις αποκαλούμενες σταμπολίνες― κατασκευασμένες στο Βυζάντιο. Τους είχε ρίξει στην Αθήνα η επανάσταση του Αραμπί στην Αίγυπτο. Οπότε αποτυπωνόταν σε μικρογραφία όλη η ποικιλία προσώπων και ενδυμάτων της Ανατολής. Το έρημο μέρος, το οποίο βυθιζόταν από τη δύση του ήλιου στη σιγή, μεταβλήθηκε στο πιο περίεργο κέντρο των Αθηνών.
Έπιναν καμπανίτη από τα γοβάκια της Γαλλίδας Ζαν δ’ Αρά
Ιδιαίτερο χρώμα έδωσε μια Γαλλίδα αοιδός, η «Ζαν δ’ Αρά», η οποία για πρώτη φορά εμφανίστηκε σε μια μάνδρα στη συμβολή 3ης Σεπτεμβρίου και Αβέρωφ. Εκεί έστησε τη σκηνή της και σύντομα προσείλκυσε τη νεολαία των Αθηνών. Δεν ήταν μια απλή αοιδός. Έκρυβε «θερμουργόν δύναμιν εντός της και διά των ασμάτων και των ακκισμών της ετρέλλαινε τους θεατάς». Η εγκαταλελειμμένη μάνδρα έγινε αμέσως το κέντρο των κέντρων. Η Γαλλίδα βακχίς κρατούσε τους θαυμαστές σε εγρήγορση.
Οι πλουσιότεροι έριχναν στα πόδια της ―σαν φόρο θαυμασμού― χιλιάδες δραχμές, ενώ ένας ιδιοκτήτης άμαξας και λαμπρών ίππων τούς έθεσε στη διάθεσή της. Έτσι, εμφανιζόταν την ημέρα ως παρισινή κοκέτα και το απόγευμα «πυρπολούσε» το ακροατήριό της με σκανδαλώδη άσματα και την επίδειξη των «ευτόρνων κνημών» της. Μετά τα μεσάνυχτα ακολουθούσαν ατελείωτα δείπνα, στα οποία έρρεε αδιάκοπα καμπανίτης, που έπιναν οι θαυμαστές της μέσα από τα μικρά της γοβάκια!
Οδός επιστημόνων και μεγαλεμπόρων
Η κίνηση αυτή συντέλεσε στον οικισμό του εγκαταλελειμμένου δρόμου. Στην πλατεία σηκώθηκαν οικοδομές, άνοιξαν λαϊκά εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία και σύντομα ο δρόμος γέμισε κατοικίες. Ως προς τη δόξα των καφέ σαντάν, αυτή διήρκεσε μάλλον λίγο. Οι ιδιοκτήτες των κτιρίων που ανεγέρθηκαν στη θέση των παραπηγμάτων «εξεδίωξαν εκείθεν τας σειρήνας και ήγειραν οικοδομάς», οπότε η οδός έγινε μια αστική λεωφόρος, κατοικούμενη από επιστήμονες και μεγαλεμπόρους. Διατήρησε δε την εικόνα της επί πολλές δεκαετίες για να υποστεί τα τελευταία χρόνια τις συνέπειες της αδιαφορίας των αρμοδίων.
No comments:
Post a Comment