Αρχηγός όλης της αλητοπαρέας ήταν ένα κορίτσι. Η Αργυρώ. Ηταν άσκημη, βρώμικη, κατουρούσε όρθια όπως τα αγόρια, έβριζε, έκλεβε και ήταν μονίμως έτοιμη για καβγά γιατί στο δίτερμα, όσοι από μας φοράγανε παπούτσια, της πατούσαν τα γυμνά δάχτυλα - ήταν ξυπόλητη - και την ξενύχιαζαν. Αλλά περισσότερο κι από το ξενύχιασμα, θύμωνε όταν τη φωνάζαμε με το παρατσούκλι της: Καγκουρώ.
Εμενε σε ένα σπίτι της Μονής Προδρόμου με μια τεράστια χωματένια αυλή και μια πελώρια συκιά στη μέση. Πατέρα δεν είχε. Η μάνα της, μια σκελετωμένη φουκαριάρα, είχε ανοίξει ένα καφενεδάκι στην Αριστοτέλους και έψηνε καφέδες στους εργάτες, μισοτιμής. Οι άλλοι καφετζήδες, κυρίως ο Αλέκος, την απειλούσαν ότι θα ρίξουν πετρέλαιο στο μαγαζί και θα της το κάψουν, αλλά δεν το αποφάσιζαν φοβούμενοι τις συνέπειες.
Τη λέγανε κυρά-Μελέταινα και είχε για αφεντικό στο μαγαζί τον γιο της, τον Σπύρο ή Μανιαμούνια. Ο Μανιαμούνιας ήταν αδύνατος με περιποιημένη χωρίστρα, μιλούσε περίεργα και περπατούσε σαν να ήταν ξερός, σαν να μην είχε κλειδώσεις στα γόνατα και τους αγκώνες. «Είναι από το χασίσι», έλεγε ο Περωτής εδώ κι εκεί και εξηγούσε: «Δεν βλέπετε πώς είναι ο άνθρωπος; Σαν κόντρα πλακέ!». Και ήταν πράγματι ο Μανιαμούνιας ένα κομμάτι κόντρα πλακέ, ύψους ένα και εξήντα. Το μυαλό του δεν έκοβε και πολύ, έκανε πάντα λάθος στα ρέστα και όταν παρίστανε τον νταή στην αδελφή του, η Καγκουρώ τον πλάκωνε στις γρήγορες και του 'λεγε, «μούγκα Μανιαμούνια!». Ο Περωτής, πάλι, έβρισκε την ευκαιρία για να πετάξει την κακία του: «Ρε σεις, μην τον πλησιάζετε. Είμαι βέβαιος ότι ο πατέρας του θα είχε σύφιλη». Η Αργυρώ, όμως, πώς φάνταζε θεριό ανήμερο, κι ας ήταν λεπτή σαν τσίχλα, αν ο πατέρας της ήταν συφιλιδικός;
Στα χρόνια της Κατοχής, εγώ πουλούσα τσιγάρα και χαλβά του μπακάλη και η Αργυρώ είχε βγάλει ένα κασελάκι και γυάλιζε παπούτσια, ιδίως ιταλών στρατιωτών που ήθελαν να είναι περιποιημένοι. Μια μέρα, διασχίζοντας κάθετα τη Δεριγνύ δεν πρόσεξε, βρέθηκε απέναντι σε ένα στρατιωτικό καμιόνι, που οδηγούσε ένας αυστριακός φαντάρος και κατέληξε χτυπημένη πάνω στα σκαλιά του χασάπικου. Είχε σπάσει χέρια και πόδια, αλλά ήταν ζωντανή. Ο αυστριακός την πήρε στην αγκαλιά του, την πήγε στο νοσοκομείο και με τα πολλά τη γιάτρεψε. Και όχι μόνο αυτό. Φρόντισε να τη βάλει και στο σχολείο και μετά τον πόλεμο της έστελνε λεφτά από τη Βιέννη, για να συνεχίσει τις σπουδές της. Αλλά η Αργυρώ δεν τελείωσε ποτέ τις σπουδές της. Τρελάθηκε. Και πέθανε στο Ψυχιατρείο.
Η γειτονιά μου είναι η πατρίδα μου. Εκεί έπαιξα, εκεί μάλωσα, εκεί ερωτεύτηκα, εκεί χόρεψα σουίνγκ, εκεί έδωσα και το πρώτο μου φιλί στη Χαρίκλεια. Εκεί, ακόμα, ήταν το σχολείο μου, το δημοτικό, αλλά και το γυμνάσιο, το Β' , όπου μας τσάκιζε κάθε μέρα στο ξύλο ο γυμνασιάρχης, ένας θεολόγος, ο Πάτρας. Αγαπούσα πολύ τη γειτονιά μου και τους παιδικούς φίλους μου. Και, φυσικά, όταν άρχισα να γράφω τραγούδια, έγραψα μπόλικα γι' αυτή τη συνοικία, που τώρα βρωμοκοπάει και είναι γεμάτη από μελαψούς νταβατζήδες, μαχαιροβγάλτες και πουτάνες. Εγιναν γνωστά τα περισσότερα τραγούδια που της αφιέρωσα: «Κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής», «Το άγαλμα», «Σπίτι παλιό», «Κουτούκι», «Οδός Αριστοτέλους».
Την «Οδό Αριστοτέλους» την έγραψα το καλοκαίρι του 1974 και την έδωσα στον Γιάννη Σπανό, που είχαμε στενή συνεργασία εκείνο τον καιρό. Ο Σπανός έβαλε μια όμορφη μελωδία, τραγουδιάρικη. Στον δίσκο αυτό είχαμε αποφασίσει να τραγουδήσουν ο Γιάννης Πάριος, ο Γιάννης Καλατζής και η Χάρις Αλεξίου που ήταν πολύ καινούργια, αλλά έδειχνε ότι θα γίνει μεγάλη τραγουδίστρια.
Ο Σπανός έμενε σε ένα τριάρι στην οδό Μοσχονησίων και εκεί πηγαίναμε οι τραγουδιστές κι εγώ, για να κάνουμε πρόβες. Δοκιμάσαμε τα 11 τραγούδια και μας είχε μείνει το 12ο, η «Οδός Αριστοτέλους». Ο Σπανός ήθελε να το δώσει στον Πάριο, που ήταν ήδη φίρμα. Ο Καλατζής δεν πρόβαλε καμία αξίωση. Εγώ όμως ήθελα να το τραγουδήσει η Αλεξίου. Κάναμε έναν ευγενικό μικροκαβγά με τον Σπανό, χωρίς να βγάλουμε άκρη. Την κρίσιμη όμως ώρα πετάχτηκε στη μέση ο Πάριος και είπε, «αφού ο Λευτέρης προτιμά τη Χαρούλα, ας το πει η Χαρούλα». Και το είπε η Χαρούλα. Και έκανε πάταγο! Κι έλεγε κατόπιν - το λέει και τώρα: «Από αυτό το τραγούδι, όπως έγινε και όπως το είπα, κατάλαβα ότι ήμουν πλέον τραγουδίστρια!».
Ενα βραδάκι στο Κολωνάκι, στο εστιατόριο του Νίκου - βρισκόταν δίπλα στο «Βυζάντιο» και δεν υπάρχει πια - έτρωγα με μια παρέα και πλάι μου καθόταν μια πολύ όμορφη γυναίκα. Απέναντί μας ήταν ο Κώστας Πρετεντέρης με τη γυναίκα του. Ζήτησε ένα κομμάτι χαρτί από τον σερβιτόρο και μου έγραψε: «Οταν φτιάχνεις τραγούδια που μιλάνε για φλούδες μανταρίνι μοιραίο είναι να συνοδεύεις μια καλλονή». Αλλά η καλλονή δεν ήταν δική μου. Ηταν μάλλον ξέμπαρκη, εκείνο τον καιρό τουλάχιστον. Αργότερα έγινε μανεκέν, ηθοποιός, παντρεύτηκε και χάθηκε κάπου στη Νέα Υόρκη.
Χρόνια μετά, το '74, πήγα με ένα φίλο μου στο Κιάτο της Κορινθίας. Εκεί έμαθα ότι ο Γιάννης Σπανός είχε μια μπουάτ, όπου έπαιζε πιάνο και τραγουδούσαν διάφοροι νέοι τραγουδιστές. Πήγαμε με τον φίλο μου σε αυτό το μαγαζί. Ηταν στην οδό Αριστοτέλους και η ταμπέλα του έγραφε «Οδός Αριστοτέλους»...
Ηταν μια ωραία βραδιά. Συγκινήθηκα. Οπως συγκινήθηκα όταν διάβασα στις εφημερίδες ότι εκεί κάπου, Αριστοτέλους και Αγίου Μελετίου, λειτουργεί ένα νυχτερινό κέντρο που ο τίτλος του είναι «Τσέρκι». Και η λέξη αυτή είναι μάλλον άγνωστη στους «Ν εοέλληνες του κάμπριο» και του τζιπ τούρμπο, ή όπως αλλιώς λέγονται.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ΄ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου `ριχνα στα μάτια να πονάς
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ΄ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ
Βγάζανε τα δίκοχα οι παλιοί φαντάροι
γέμιζ΄ η πλατεία από παιδιά
κι ήταν ένα πράσινο, πράσινο φεγγάρι
να σου μαχαιρώνει την καρδιά
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ΄ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ
No comments:
Post a Comment