20.8.14

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΜΟΝΟΙΑΣ

 

Το άλλοτε τώρα

Θανάσης Θ. Νιάρχος  | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 21/06/2014 ΤΑ ΝΕΑ

Η μνήμη εξαγιάζει ακόμα και τα πιο βασανιστικά ή αποτρόπαια γεγονότα. Θα ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς – κυρίως ένα μηχάνημα – τον αριθμό των ανθρώπων που έχουν διασχίσει ή έχουν ξημεροβραδιαστεί, έχουν τρομάξει ή έχουν συγκινηθεί, έχουν εκτονωθεί ερωτικά στις παρόδους της ή ακόμη έχουν πιει ένα ρεμβαστικό καφέ σε γνωστά ή άφαντα τώρα πια μαγαζιά της Πλατείας Ομονοίας. Θα ήταν αδύνατο να υπολογίσει κανείς μαζί με τους Ελληνες και τον αριθμό των μεταναστών που νόμιμοι ή παράνομοι έχουν μετ


αφέρει τώρα στις πατρίδες τους, ή σε όποιες άλλες χώρες έχουν προσωρινά ή μόνιμα εγκατασταθεί, τις αναμνήσεις τους από την πλατεία αυτή που η παρομοίωσή της με μια άλλη «αυλή των θαυμάτων» θα ταίριαζε απόλυτα. Ενα χωνευτήρι σωμάτων και ψυχών που αλέθει με την ίδια απάθεια, μαζί με τον μεγάλο τρόμο και την απόλυτη απόγνωση, τη μικρόχαρη γκρίνια για τους κινδύνους που διατρέχει ο νοικοκύρης μικροαστός.


Μνήμη Παύλου Φασιανού

Ισως να είναι το πιο γνωστό µέρος της Ελλάδας, ακόµη και για όσους δεν την έχουν ποτέ τους αντικρίσει. Η Πλατεία Οµονοίας. Τόσο γνωστή όσο η Ακρόπολη. Και αν τη δεύτερη θα δυσκολεύονταν να την περιγράψουν ακόµη και χονδροειδώς, την πρώτη είναι πάρα πολλοί που θα την αναπαρίσταναν µε λεπτοµέρειες άλλοτε ειδυλλιακές και άλλοτε ζοφερές, ποτέ όµως ουδέτερες. Δεν είναι πολλά χρόνια που η Μαρίνα Καραγάτση έκανε µια συγκλονιστική παρατήρηση: «Αν ζούσε ο πατέρας µου θα ξηµεροβραδιαζόταν στην Οµόνοια να ακούει και να καταγράφει τους αλλοδαπούς και τους µετανάστες».

Αρκεί όμως μισός αιώνας - για την ακρίβεια 54 χρόνια - για να παρακολουθήσουμε αλλαγές που σου κόβουν την ανάσα, αν και η καθημερινότητα της Ομόνοιας, για όποιον τη διασχίζει ανελλιπώς, μένει απαράλλακτη. Ακριβώς γιατί δεν έπαψε ποτέ να είναι ο χώρος συνάντησης των απόκληρων, των τοξικομανών, των ανέργων, των πάσης φύσεως αεριτζήδων, ακόμη γυναικών και ανδρών που εξαργυρώνουν πάμφθηνα τα άλλοτε πραγματικά και άλλοτε αμφισβητούμενα έως ανύπαρκτα κάλλη τους.

Αν η εικόνα αυτή δεν ισχύει απολύτως τα δύο τρία τελευταία χρόνια, δεν σημαίνει ότι η πλατεία και οι γύρω χώροι έχουν «καθαρίσει» εντελώς. Αντίθετα, αισθάνεσαι την ανημπόρια και την αθλιότητα να καραδοκούν πάντα να την κατακλύσουν ξανά. Μετά τις 11 ή 12 τα μεσάνυχτα ακόμη και περαστικοί, με το ύφος των ανθρώπων ότι συμπτωματικά διασχίζουν την πλατεία, νιώθεις πως με ευχαρίστηση θα κοντοστέκονταν ή θα παρέμεναν για πολύ, δίνοντας διέξοδο στις πάσης φύσεως ορέξεις τους. Από την απλή περιέργεια τι να είναι άραγε αυτός ο βαρυφορτωμένος από αμαρτία χώρος ώς την έμπρακτη άσκηση της αμαρτίας αυτής.

Είναι πάντως γεγονός ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '60, όταν η χορεύτρια Μαρία ντε Πετρίλο (σύζυγος του επίσης χορευτή Τάκη Βαρλάμου) φωτογραφιζόταν με μπικίνι στο σιντριβάνι της Πλατείας Ομονοίας προκειμένου να διαφημιστεί η επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς - πλουτς» που παιζόταν στο Περοκέ, δεν είναι λίγες οι αλλαγές που θα μπορούσε να καταγράψει κανείς. Αντίθετα είναι πάρα πολλές, όσο και αν ο αποπνικτικά βλοσυρός χαρακτήρας της πλατείας παραμένει πάντα ο ίδιος. Μας βοηθάει να το καταλάβουμε το κείμενο του Αλέκου Φασιανού, το δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Ελευθερία» το 1960, καθώς και δύο πολύ μεταγενέστερα κείμενα, του Μένη Κουμανταρέα και του Γιώργου Ιωάννου.

Γράφει σε ένα κείμενό του των αρχών της δεκαετίας του '80, με τον τίτλο «Σε μέρος όπου φως δεν φέγγει» (εννοεί βέβαια την Πλατεία Ομονοίας), ο δημιουργός της «Φανέλας με το εννιά»:


«Μία το πρωί. Οσοι παρείσακτοι έφυγαν. Στον ορίζοντα εµφανίζονται άλλου είδους διαλαλητάδες που µε κουνήµατα διασχίζουν την ιδεολογία του υπόγειου χώρου. Αντρες ντυµένοι γυναίκες ή γυναίκες άντρες; Νέοι ή µεγάλοι; Δεν θα µπορούσες να τους ξεχωρίσεις. Μεταµφιεσµένες σειρήνες µε ρούχα παράταιρα, βαµµένοι και παστωµένοι, µοιάζουν µια νότα καρναβαλιού µες στη µονοτονία των αστικών ρούχων. Γιουχάρονται βέβαια άγρια από τη φανταρία και άλλους ανδροπρεπείς νεαρούς, µα εκείνοι απτόητοι περνάνε µε καµπανιστά γέλια και αιχµηρές φωνές, έτοιµοι να µετοικήσουν σε µια άλλη πλατεία. Και όσο η νύχτα προχωρεί και η πελατεία αραιώνει, µένουν µόνιµα καρφωµένοι στα γκισέ των εισιτηρίων, που έκλεισαν πια, κάτι νεαροί χλωµοί και ξέπνοοι, αξύριστοι όσο το επιτρέπει η τριχοφυΐα της ηλικίας, και που βρίσκουν τη δύναµη να επαιτήσουν ένα τσιγαράκι».

Λάτρης επίσης της Πλατείας Ομονοίας, ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου (το 2015 συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατό του) της έχει αφιερώσει πάμπολλες σελίδες του. Τολμηρότερος από όλους όσους έχουν γράψει γι΄αυτήν, λέει κάπου χαρακτηριστικά:


«Απέναντι απ' τα πεζούλια και ανάµεσα στο γκρεµισµένο Κοτοπούλη και στο γκρεµισµένο "Κοσµοπολίτ", βρίσκονται τα λουτρά "Φοίνιξ", που περιέργως - καθόλου "περιέργως", αλλά τέλος πάντων - έχουν ακόµα πελάτες. Με είχε φέρει εδώ πέρα το 1955 ένας πολύ γνωστός σήµερα συγγραφέας, συνοµήλικός µου. Δεν είχαµε τότε µπάνια στα σπίτια µας, εγώ άλλωστε ήµουν και φιλοξενούµενος. Προσπαθώ να θυµηθώ τώρα λεπτοµέρειες και δεν µπορώ. Ηµουν πολύ νεαρός και άπραγος, δεν ήξερα να προσέχω. Θέλω να ξαναπάω κάποτε µέσα εκεί για λούσιµο, έχει άλλωστε και χαµάµ µε τρίφτες και αυτό το έχουµε στερηθεί τόσα χρόνια στα σπιτίσια µπανιαρίσµατά µας. Αλλά δεν είναι, φυσικά, µόνο γι' αυτό, είναι για το είδωλο - το όποιο  είδωλο - του νέου σώµατός µας, όπως λέει και ο γειτονικός ποιητής, που θέλουµε να ξαναπατήσουµε στα ίδια βήµατα. "Αχ, τα λουτρά της Πόλης! Αχ, τα λουτρά της Πόλης", άκουσα από τον Μάριο Βαγιάνο πως έλεγε χτυπώντας τα γόνατά του ο Καβάφης µέσα σ' αυτό το ίδιο ξενοδοχείο της Οµόνοιας, το "Κοσµοπολίτ". Και όχι µονάχα τα λουτρά απ' τα οποία αποµακρύνθηκες, αλλά και τα ξενοδοχεία, όπου κοιµήθηκες κάποτε και µόνος και µετά πολλών. Αυτό είναι που µε σπρώχνει καµιά φορά και πηγαίνω και κοιµάµαι στα ξενοδοχεία της νεότητάς µου. Κι επειδή σε ορισµένα µε θυµούνται ακόµα, λέω µια ιστορία για κάποιο ξεχασµένο κλειδί, που θα το πάρω δήθεν το πρωί από το γραφείο, ή για κάποιον καυγά που µε ανάγκασε να φύγω έξω».

Δεν θα είχε άδικο κανείς αν έλεγε πως πηγαίνοντας προς τα πίσω, στο 1960 που έχει γραφεί το κείμενο του Αλέκου Φασιανού, η περιγραφή της Πλατείας Ομονοίας γίνεται πιο συντηρητική το ίδιο όμως ενδιαφέρουσα σε σχέση με τις περιγραφές του Μένη Κουμανταρέα και του Γιώργου Ιωάννου. Γράφει λοιπόν ο γνωστός ζωγράφος:


«Περπατείς και κοιτάζεις ολόγυρα. Προχωρείς... σε λίγο δεν ξέρεις πια πού βρίσκεσαι. Εχεις την αίσθηση πως αντικρύζεις το εσωτερικό κάποιου φρουρίου, που ασφυκτιά από πανοπλίες σιδερένιες και µηχανοκίνητα άρµατα. Τα αυτοκίνητα κάνουν ένα θόρυβο δαιµονισµένο• οι τροχονόµοι αστράφτουν µες στα γυαλιστερά τους κράνη... Αυτή είναι η Πλατεία της Οµόνοιας. Δεν µπορεί να ανασάνει, την σφίγγουν σε σιδερένιους κλοιούς τα τσιµεντένια κτίρια, άλλα ψηλά και µοντέρνα, άλλα παλαιικά νεοκλασικά. Την πνίγουν οι διάφορες φωτεινές αφίσες "Ράβετε δι' ηλεκτρισµού - Σίγγερ". Είναι το παλιότερο σήµα. Αλλες φωτεινές αφίσες, στην ταράτσα των διαφόρων πολυκατοικιών, µιλούν διαφηµίζοντας την µπύρα, τις σόδες και τα τσιγάρα.

Εκεί, σε κάποια γωνιά, υπάρχει κι ένας κινηματογράφος που παίζει έργα "εμπορικά": καουμπόικα, Ταρζάν. Δεν παραλείπει ούτε τα άλλα, που οι ρεκλάμες τους παρουσιάζουν συχνά ημίγυμνες γυναίκες... Είναι κι ένα φαρμακείο, οι φαντάροι, απέναντί του, στα περβάζια του υπογείου, δίνουν τα κυριακάτικα ραντεβού τους από παλιά συνήθεια. Κάποτε, όταν βρίσκονταν στην πλατεία τ' ανθοπωλεία, λέγανε στο τρυφερό τους ήμισυ: "Στα λουλούδια". Κι η θέση έτσι, για να φυλαχτεί η παράδοση, μένει πάντα η ίδια, έστω κι αν τώρα πια λουλούδια δεν υπάρχουν.

Στη μέση της πλατείας τινάζουν τα συντριβάνια το νερένιο τους όγκο, εκτοξεύοντάς τον καθέτως και πλαγίως. Γύρω γύρω, πολύχρωμα φώτα. Ολα ταύτα είναι συνηθισμένα και κοινά· αν τα παρατηρήσει όμως κανείς - όχι με το μάτι του αδιάφορου περαστικού - τότε, δεν βλέπει μόνο τη γενική φόρμα της, αλλά κι ένα σωρό διασκεδαστικές λεπτομέρειες, καθώς περιδιαβάζει εδώ κι εκεί.

Φτάνοντας σ' αυτόν τον απίθανο χώρο, δεν ξέρεις από πού ν' αρχίσεις... Θα ξέρετε, φυσικά, πως υπάρχουν οι "κινούμενες κλίμακες". Τα λάστιχά τους όμως, εκεί που ακουμπάει κανείς τα χέρια, είναι πια χαλασμένα. Αν θέλετε, για να διασκεδάσετε περισσότερο, κατεβαίνετε από τη βορινή κάθοδο, εμπρός ακριβώς από το εστιατόριο "Ελλάς". Σίγουρα, θα προτιμήσετε την κινητή σκάλα, όπου πολύ συχνά τυχαίνει να παραπατήσει κάποια γριούλα. Βάζει τις τσιριχτές φωνές κι όλοι εμπρός και πίσω της γίνονται, ξαφνικά, ένα κουβάρι. Ετσι, κάπως, γινόταν και στις παλιές κωμωδίες του Σαρλώ, όπου θα θυμάστε πως χωρίς κανείς να το καταλάβει δημιουργούνταν στο πι και φι ατέλειωτες διασκεδαστικές συρράξεις.

Οταν φτάσετε κάτω, αριστερά, αντικρύζετε μοντέρνα ανακουφιστήρια με διάχυτη ωστόσο την πατροπαράδοτη μυρωδιά της αμμωνίας. Στην είσοδο, ακριβώς, υπάρχει - τι αστειότης! - ένα βάζο με λουλούδια, που φυσικά η μυρωδιά τους πνίγεται από την άλλη που κυριαρχεί στον χώρο. Τι να συμβαίνει άραγε; Αυτοί που σκέφθηκαν να βάλουν εκεί τα λουλούδια θέλησαν να καλύψουν με αυτά τις αφόρητες αναθυμιάσεις; Καταπληκτική σύνθεση, το ωραίο μες στα σκουπίδια!

Καταντούν τα φτωχά λουλούδια να σου δημιουργούν ένα συναίσθημα αηδίας και αναγούλας. Σου θυμίζουν την ψυχολογία του σχολείου, όπου μαθαίνεις ότι η ανάμειξη του γλυκού και αλμυρού δημιουργεί το αίσθημα του αηδούς. Κοντά στα λουλούδια, ένας άνθρωπος καθιστός, υποχρεωμένος να βλέπει τους άλλους, που είναι όρθιοι... λέει ολοένα: ό,τι έχετε ευχαρίστηση... έστω και μια δεκάρα!.. Εκεί, σταματάει η σύνθεση. Δίπλα, ακριβώς - τι διαβολική σύμπτωση! - ένα αρωματοπωλείον, λουτρά και κομμωτήριον! Κατά διαστήματα ένας μικρός προβάλλει με μία τρόμπα του φλιτ και φιξάρει με άρωμα την προθήκη του καταστήματος. Τι συμβαίνει εκεί; Θέλει να διαλύσει την εντύπωση της άσχημης μυρουδιάς ή να προσελκύσει πελάτες;

Πέρα πέρα, στην άκρη, ένα μπαρ ολοκληρώνει τη σύνθεση του αισθήματος του αηδούς. Συμπτώσεις παράλογες, απίθανες, υπερρεαλιστικές. Ολα είναι ανάκατα: λουκάνικα, ψητά, σάντουιτς, γλυκά, κεφτέδες, παγωτά, κολώνιες, μπουκαλάκια με αρώματα όλων των ειδών: λουλούδια, αρώματα, μεθάνιο και αμμωνία... Ολα μυρίζουν... Θέλεις να ξεφύγεις... Σε πιέζει, όμως, απίθανα το χαμηλοτάβανο της υπόγειας πλατείας και αν μάλιστα τύχει να συλλογιστείς κάποια στιγμή πόσοι τόνοι τσιμέντου βρίσκονται πάνω από το κεφάλι σου, σε πιάνει φοβερός πανικός.

Προχωρείς, ωστόσο, και κατεβαίνεις στο δεύτερο υπόγειο, όπου βρίσκεται ο σταθμός του ηλεκτρικού. Εδώ η σκηνοθεσία αλλάζει. Ολα είναι ήσυχα, μόνο τα τραίνα διαρκώς πηγαινοέρχονται: Μοναστηράκι - Θησείο - Νέα Ιωνία - Κηφισιά, σπάζουν την ηρεμία.

Ενας εφημεριδοπώλης φωνάζει χρόνια τώρα με τη χαμηλή, ένρινη φωνή του. Υπάρχει κι ένα παλιό ρολόι, παλιά κάγκελα και παλιά παγκάκια για τους επιβάτες. Ολα εδώ, στο δεύτερο πάτωμα είναι παλιά και μοιάζουν ακόμη παλιότερα όσο τα κοιτάζεις...

Εδώ πρέπει, τουλάχιστο για σήμερα, να τελειώσει κι ο περίπατός μας για τα συνηθισμένα και καθημερινά που δεν τα προσέχουμε, αλλά αυτά αποτελούν με τις μικρές τους λεπτομέρειες την αδιάκοπη γεύση της ζωής μας».

 πίσω στα παλιά

No comments: