To WE του news247 με αφορμή την επέτειο της πλέον διάσημης Ελληνίδας τραγουδίστριας παγκοσμίως πηγαίνει τον χρόνο πίσω, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής της
news247 Οκτώβριος 11 2014 08:04
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 οι δίσκοι των Μπιτλς βρέθηκαν για πρώτη φορά στο νούμερο 1 της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Το ίδιο και της Νάνας Μούσχουρη. Στη δεκαετία του '70 βρέθηκε στην κορυφή ο Έλτον Τζον. Το ίδιο και η Νάνα Μούσχουρη. Στα μέσα της δεκαετίας του '80 η Μαντόνα κατέκτησε τις πρώτες θέσεις στις βρετανικές λίστες επιτυχιών. Η Νάνα Μούσχουρη την ξεπέρασε. Και σήμερα, λίγες ώρες πριν γιορτάσει τα 80α της γενέθλια, βλέπει ακόμη τους δίσκους της να σημειώνουν επιτυχία σε πολλές χώρες, ενώ συνεχίζει την αποχαιρετιστήρια περιοδεία της.
To WE του news247 ξεφυλλίζει τις πρώτες σελίδες της αυτοβιογραφία της και μένει στα χρόνια που η κόρη του μηχανικού προβολών ήταν ακόμη άγνωστη όχι μόνο σε όλο τον πλανήτη αλλά και στο ελληνικό κοινό. Πριν ακόμη την υποδεχθούν στην παρέα τους ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και ο Γκάτσος.
Ήταν 13 Οκτωβρίου του 1934. Η πρώτη μέρα της ζωής μου. Κέρδιζε ή έχανε εκείνη τη νύχτα; Δεν έμαθα ποτέ. Αλλά σίγουρα, όταν η σπιτονοικοκυρά έτρεξε να ειδοποιήσει τον πατέρα μου ότι άρχισαν οι πόνοι και να φέρει αμέσως την μαμή γιατί σε λίγο η γυναίκα του γεννάει, τον βρήκε σε μία στιγμή σημαντική γι' αυτόν και τους φίλους του, την αντροπαρέα του χαρτιού. Άλλωστε η κάθε στιγμή του παιχνιδιού ήταν σημαντική. Γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν κανένας τυχαίος χαρτοπαίχτης. Ήταν άσος. Δεν έπαιζε για το κέρδος αλλά για το παιχνίδι. Αν είχε παίξει καλά, δεν τον πείραζε αν έχανε. Περισσότερο τον ενοχλούσε να κερδίζει από την ατζαμοσύνη των άλλων.
Η μητέρα μου βέβαια δεν έβλεπε το ίδιο ρομαντικά το πάθος του. Όταν η αδελφή μου και εγώ ήμασταν μικρά, λίγο πριν κοιμηθούμε χαζεύαμε από τη χαραμάδα κάτω από την πόρτα του διπλανού δωματίου, που φωτιζόταν τα βράδια από τις χαραμάδες των χαρτοπαικτών, σαν μικροσκοπικό θέατρο σκιών.(...)
Ο “Πρωτέας” μας περίμενε πάντα στο Κουκάκι. Λίγο πριν από την Κατοχή, ο θερινός εκείνος κινηματογράφος ήταν ένα από τα κεντρικά σημεία της συνοικίας μας. Οι χωματόδρομοι ήταν πολύ περισσότεροι από τις πολυκατοικίες και πότε πότε άκουγες τρένο να περνά. Όμως, έτσι και αλλιώς, εμείς ζούσαμε στο Χόλιγουντ... Πίσω ακριβώς από την οθόνη υπήρχε ένα σπιτάκι με δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμούνταν οι γονείς μας. Το άλλο, ανάλογα με την ώρα, χρησίμευε σαν τραπεζαρία, αλλά και σαν κρεβατοκάμαρα δική μου και της αδελφής μου. Η οθόνη φαινόταν πελώρια στα παιδικά μου μάτια. Και ανάποδη: στα ακατάλληλα βλέπαμε την πίσω πλευρά, με τους καβαλάρηδες των γουέστερν να καλπάζουν καταπάνω στο φτωχό μας τοίχο. Αργότερα ο πατέρας συμπέρανε ότι “έτσι χάλασαν τα μάτια μου”.
Η μετακόμισή μου στα πρώτα θρανία δεν είχε λύσει το πρόβλημα: ακόμα δεν έβλεπα καλά τον πίνακα. Ούτε καν τη μεγάλη επιγραφή του εργοστασίου του ΦΙΞ. Πρέπει να ήμουν έντεκα χρονών όταν η μητέρα μου με πήγε στο Οφθαλμιατρείο. Το ιδιόρρυθμο εκείνο κτίριο κυριαρχούσε στην Πανεπιστημίου, καθώς τα γειτονικά ήταν πολύ λιγότερα και τα παράθυρα του έμοιαζαν με μάτια βυζαντινής κουκουβάγιας (...) Ο γιατρός ήταν ψηλός, έμοιαζε λίγο του πατέρα μου, αλλά φορούσε γυαλιά και μάλλον δεν θα έπαιζε χαρτιά.
«Θα τα φορώ μόνο στο μάθημα;» τον ρώτησα όταν άκουσα την ετυμηγορία για την μυωπία μου.
«Όχι», απάντησε με εκνευριστική τρυφερότητα. «Για να έχουν αποτέλεσμα πρέπει να τα φοράς συνέχεια».
Εκείνη την στιγμή δεν είπα τίποτα, αλλά βγαίνοντας από την πέτρινη φωλιά της κουκουβάγιας, επιστράτευσα επιτέλους και εγώ για την μητέρα μου μία παροιμία: «Ήταν στραβό το κλήμα, το 'φάγε και ο γάιδαρος! Τώρα δε θα με πλησιάζει κανείς. Δε θα τα φορέσω ποτέ!».
Εκείνη με άκουγε στωικά. Ξέραμε κι οι δύο ότι θα τα φορούσα. Το ήξερε και ο ηλικιωμένος οπτικός που επισκεφτήκαμε λίγες μέρες μετά.
Εν τω μεταξύ, νεαρές κοπέλες πια, φλυαρούσαμε με τις φίλες μου σχετικά με τις αγαπημένες μας φωνές και ψάχναμε σε ποια εκπομπή μπορούσαμε να πάμε. Τα στούντιο της Ραδιοφωνίας ήταν τότε στο Ζάππειο και πότε πότε ανακοίνωναν ότι δέχονται κοινό. Εκτός από τον Πλέσσα, που είχε γυρίσει καλοσπουδαγμένος και με βραβεία από την Αμερική, εκπομπή έκανε και ο Κώστας Γιαννίδης. Πηγαίναμε με φίλες ή με την μητέρα μου και τους παρακολουθούσαμε καθισμένες στην κερκίδες να παίζουν στο πιάνο λίγα μέτρα από μία εισαγωγή. Μήπως κάποια δεσποινίς από το αξιότιμο κοινό αναγνώρισε το τραγούδι; Τότε μπορούσε να σηκωθεί όποια το έβρισκε και να τραγουδήσει ζωντανά εκείνη την ώρα στο ραδιόφωνο.
Κάποτε ήρθε κι η σειρά μου να το τολμήσω. Που χάθηκε όλη η ντροπαλοσύνη μου σε μία στιγμή; Στάθηκα μπροστά στο μικρόφωνο με όλα τα βλέμματα πάνω μου και τραγούδησα με άνεση. Έχω την τύχη να ακούω πολύ σωστά και να βρίσκω μόνη μου τον κατάλληλο τόνο για το τραγούδι. «Συγχαρητήρια, να ξανάρθεις!» μου είπε ο Πλέσσας. (...) Ανάμεσα στους άλλους μουσικούς που με πρόσεξαν ξεχώριζε ο Κώστας Γιαννίδης. Μία μέρα μου είπε:
«Γιατί δεν έρχεσαι για μία οντισιόν;»
«Δηλαδή τι εννοείται;»
«Θα δώσεις εξετάσεις μαζί με άλλους νέους καλλιτέχνες και, αν περάσεις, θα μπορείς να τραγουδάς με την ορχήστρα του Ραδιοσταθμού».
Τον άκουγα μαγεμένη.(...) Μόλις ο εκπρόσωπος της επιτροπής μού ανακοίνωσε ότι πέρασα τις εξετάσεις, του χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη και έτρεξα να το πω στη μητέρα μου, που με περίμενε έξω από την αίθουσα. Θα γινόμουν τραγουδίστρια του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας! Δεν πέρασε πολύ ώρα και το νέο μαθεύτηκε στη γειτονιά. Η μητέρα μου έκλαιγε, ο πατέρας μου δεχόταν περήφανος συγχαρητήρια στο καφενείο, κι εγώ, συγκινημένη πίσω από τα γυαλιά μου, δεν έβλεπα την ώρα να κάνω την πρώτη μου εκπομπή. (...)
Όμως το ότι είχαμε ραδιόφωνο δεν σήμαινε πως είχαμε και τηλέφωνο. Το πάθος του πατέρα μου για τα χαρτιά εμπόδιζε να έχουμε ένα σωστό σπίτι. Όταν, σε λίγο καιρό, έπρεπε να με ειδοποιήσουν από τον Ραδιοσταθμό, τηλεφωνούσαν σε μία γειτόνισσα, που έστελνε να μας φωνάξουν στο ημιυπόγειο που είχαμε νοικιάσει στο Νέο Κόσμο, με την υγρασία να ποτίζει τους τοίχους και να μουλιάζει κάθε τόσο το κουράγιο μας. Τα ντουβάρια ήταν ψεύτικα και, όταν έβρεχε, το νερό που ξεχείλιζε στο χωματόδρομο έβγαινε από τον σοβά, κάτω από το παράθυρο της κουζίνας. Τα νερά λέρωναν τα πλακάκια με χώμα κι έπρεπε μετά να τα μαζεύουμε με τον κουβά και να τα χύνουμε στην τουαλέτα, που μοιραζόμασταν με άλλη οικογένεια που έμενε στο διπλανό ημιυπόγειο.
Πάνω μας έμενε η ιδιοκτήτρια. Και, καθώς άκουγε κάθε τόσο να με καλούν για εκπομπή, συμπέρανε ότι κέρδιζα πια πολλά χρήματα. Έτσι, μία μέρα μάς έκανε έξωση πιστεύοντας ότι θα αποσπάσει μεγαλύτερο ενοίκιο. Τότε συνειδητοποίησα ότι το τραγούδι στους λάθος ανθρώπους μπορεί να γεννήσει τις πιο λανθασμένες ιδέες. Ήταν η πρώτη φορά, και ακολούθησαν πολλές.
- Η αυτοβιογραφία της Νάνας Μούσχουρη "Το όνομα μου είναι Νάνα", όπως την αφηγήθηκε στον Φώτη Απέργη, κυκλοφορεί από τον "Εκδοτικό Οίκο Λιβάνη".
No comments:
Post a Comment