- Οι ωραίοι ...τρελοί, οι ασυναγώνιστοι μπεκρήδες, οι γραφικοί χαρακτήρες-
Η μυθολογία του δρόμου πριν μας αλλάξει ο καιρός
Κάποτε σε αυτή την πόλη που τελευταία απολαμβάνει το παρελθόν της στο άσπρο μαύρο, νοσταλγώνας τα χρόνια της αθωώτητας, έζησαν κάποιοι τύποι που δεν έγραψαν την ίδια ιστορία με τους άλλους, που τράβηξαν τον δικό τους δρόμο και κάπου εκεί, ανάμεσα σε πειράγματα, σε θηριώδεις-συχνά απάνθρωπους- ντόρους, σε πανηγύρια και χορούς, σε δρόμους που τους πάτησαν ξυπόλητοι, νικημένοι είτε απο τα φαντάσματά τους είτε από τα πάθη τους, κυνηγώντας τις δικές του χίμαιρες, έμειναν αξέχαστοι με τον τρόπο που δεν λησμονιέται κάποιος μοναδικός, ανάμεσα σε τόσους ίδιους, που πρώτα τον χλευάζουν και μετά τον νοσταλγούν.
Είναι οι ωραίοι τύποι της παλιάς Πάτρας, που σήκωσαν βαρύ το φορτίο της διαφορετικότητας σε εποχές που αυτή δεν σήμαινε αποκλεισμό, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά μια ζωή μέσα στην πόλη και τους ανθρώπους της, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό: από μια ζεστή αγκαλιά, μέχρι έναν άθλιο εμπαιγμό, από μια παρέα για να περάσεις τις ώρες σου, ένα πιάτο φαγητό, μέχρι τον πετροβολισμό και την διαπόμπευση.
Και βεβαίως τον ατελείωτο ντόρο γύρω από το όνομά σου, αυτόν τον ίδιο, που παρέδωαε πολλούς από τους ωραίους τρελούς της παλιάς Πάτρας, τους ασυναγώνιστους μπεκρήδες, τους γραφικούς χαρακτήρες των δρόμων, στην ιστορία και στο λεξιλόγιο μιας καθημερινότητας που ακόμη και σήμερα τους φέρνει στο στόμα μας με φράσεις όπως "πίνεις σαν τον Κομίνη", "κολλάς σαν τον Μούση" ή " Όλοι εδώ, ακόμη και η Κούλα η Πλανιδού.
Ένα άλμπουμ μικρών Αγίων που ξεφυλλίζουμε μέσα από το βιβλίο ενός αθρώπου που τους έκανε αθάνατους και στο χαρτί, του αξέχαστου δημοσιογράφου Νικου Ε. Πολίτη, που μας συστήνει αυτούς τους μοναδικούς τύπους που πέρασαν από τους δρόμους της Πάτρας, δεν έδωσαν σε κανέναν το όνομά τους, δεν άφησαν πίσω τους απογόνους, αλλά καταφέρνουν ακόμη και σήμερα να τραβούν το ενδιαφέρον μας με εκείνη τη μαγεία που ασκεί πάνω μας το παρελθόν όταν έχει μάτια και χέρια και στόμα. Όταν αφορά τους ανθρώπους.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Πολίτη διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολλοί οι "Ωραίοι Τρελοί της Παλιάς Πάτρας" για αυτό και εστίασα στους πιο γνωστούς. Αυτούς που ακούγονταν συχνά μέχρι και τη δική μου τη γενιά και ίσως κάτι να έχει πάρει για αυτούς και το αυτί των νεώτερων.
Πάμε λοιπόν να δούμε ποιοί ήσαν αυτοί οι άνθρωποι της μυθολογίας των δρόμων της Πάτρας. Μιας Πάτρας πριν την αλλάξει ο καιρός.
O ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΣ
Το επώνυμό του ήταν Γιάννης Ιωαννίδης. Γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1873. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του νοικοκυρά. Έκαναν δύο παιδιά, τον Γιάννη και τον Αντώνη.
Άγνωστο πότε μετακόμισαν στην Πάτρα και έπιασαν ένα σπίτι στην οδό Μαιζώνος, στον αριθμό 8. Στο ισόγειο ήταν το τσαγκάρικο και στο πάνω πάτωμα το σπίτι.
Ο πατέρας έμαθε την τέχνη του στον Αντώνη και ήθελε να σπουδάσει τον Γιάννη, ο οποίος έτσι έφτασε μέχρι τη Γ΄ τάξη του Ά Γυμνασίου. Ήταν ένας πολύ καλός και ευφυής μαθητής.
Ο νους του σάλεψε στα 15-16 χρόνια του και οι πιθανότητες της εκδήλωσης της τρέλας του συγκλίνουν στην κληρονομική νόσο.
Όλα ξεκίνησαν στο κοτέτσι του σπιτιού του. Η μάνα του η κ. Ελισάβετ άκουσε κακαρίσματα και όταν βγήκε να δει τι γίνεται είδε τον Γιάννη να έχει διώξει τις κότες και να κάθεται πάνω στα αυγά. «Βγάνω τα πουλιά μάνα» της είπε.
Εκείνη έκανε το λάθος να μην κρατήσει μυστική αυτή την κατάσταση. Το ανέφερε σε μια φίλη της και εκείνη το διέδωσε σε όλη τη γειτονιά. Τότε άρχισαν οι μεγάλοι περίπατοι του Γιάννη διαβάζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα και ξένες γλώσσες άνευ διδασκάλου. Πότε περπατούσε και διάβαζε σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, και πότε έτρεχε σαν κυνηγημένος.
Στη συνέχεια ήρθε η μεγαλομανία και το κόλλημά του με τους Γάλλους.Έλεγε ότι είχε γαλλικό αίμα στις φλέβες του και φωτογραφιζόταν φορώντας τρικαντό στη γνωστή στάση του μεγάλου Ναπολέοντα. Η μητέρα του τον πήγε στην Κεφαλονιά στον Άγιο Γεράσιμο για να φύγουν τα δαιμόνια αλλά τίποτε δεν έγινε και έτσι ο Γιάννης κατέληξε στο Δρομοκαϊτειο.
Όταν γύρισε στην Πάτρα είχε μπει στο μυαλό του η ιδέα ότι είναι ανώτερο ον, ένας δεύτερος θεός που είχε στόχο να φέρει τους ανθρώπους στον ίσιο δρόμο.
Μιλούσε με ευχέρεια , ήταν ήρεμος και συχνά έδινε πολύ ευφυείς απαντήσεις. Η συμπαθητική μορφή του και η ευγενής παρουσία του τον έκαναν να έρθει σε επαφή με διακεκριμένα πρόσωπα που διασκέδαζαν την παρέα του. Μέσα στις παλαβομάρες που έλεγε κρυβόταν συχνά μια πικρή αλήθεια.
Οι Πατρινοί άκουγαν χωρίς να τον πειράζουν, σε αντίθεση με άλλους γραφικούς τύπους που τους αποτρέλαναν με τη στάση τους. Το παρατσούκλι Θεός του το έδωσαν τα πρώτα χρόνια της τρέλας του όταν διακήρυττε ότι ήταν ο επί της γης θεός.
Οι Πατρινοί τον περιέβαλαν με αγάπη με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του να επικαλείται τη δήθεν θεϊκή του υπόσταση μόνο χάριν αστεϊσμού. Δεν έπαψε να είναι ανισόρροπος, αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν.
Στην συνέχεια της ζωής του άσκησε το επάγγελμα του πλανόδιου καπνοπώλη από το οποίο ζούσε στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι όταν τον είδαν για πρώτη φορά νόμισαν ότι πρόκειται για μέλος κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας που χρεοκόπησε.
Στις 28 Αυγούστου του 1930 επέστρεψε στην Πάτρα.
Ο Γιάννης ο Θεός είχε και πολλές αθλητικές ικανότητες. Ήταν ένας από τους πρώτους και πιο επιδέξιους ποδηλάτες της Πάτρας, είχε λάβει μέρος στα 34 του στους αγώνες του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου στα 10.000 μέτρα εις δημοσίας οδούς και έπαιξε και καλό οδόσφαιρο.
Η εμφάνιση και οι παραδοξολογίες του ενέπνευσαν πολλούς συγγραφείς της εποχής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Πάτρα πουλώντας καπνό με το βαλιτσάκι του ντυμένος όπως πάντα σαν λόρδος. Οι Πατρινοί είχαν συνηθίσει την παρουσία του και δεν τον ενοχλούσαν. Ο βομβαρδισμός τον βρήκε κοντά στο σπίτι του. Τραυματίστηκε στο χέρι και το πόδι. Πέρασε σχεδόν μια ώρα μέχρι να τον μεταφέρουν στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Η σειρά του να χειρουργηθεί ήρθε όταν ήταν πια αργά. Τις τελευταίες στιγμές του τις πέρασε στον περίβολο του νοσοκομείου εκλιπαρώντας: «Πάρτε με και μένα, άνθρωπος είμαι, δεν είμαι θεός. Έτσι το΄ λεγα».
Τρελός ήταν και ο αδελφός του Γιάννη, ο Αντώνης, ο οποίος γινόταν στόχος άγριου ντόρου. Τον κατάβρεχαν και τον πετροβολούσαν. Το καλοκαίρι του 1903 εξαφανίστηκε από το σπίτι του στη οδό Μαιζώνος. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι είχε καταστεί μανιακός.
Η κατάληξή του ήταν ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας.
Ο ΘΟΔΩΡΟΣ Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ
Γνωστός ως ο ψευδοπροφήτης που αναστάτωσε την Πάτρα με την πρόβλεψη μεγάλου σεισμού. Γεννημένος στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων ήταν δικηγόρος και μέλος του Συλλόγου των Εν Πάτραις Καλαβρυτινών. Επηρεάστηκε στον υπέρτατο βαθμό από τα άρθρα του αιρετικού Θεολόγου Απόστολου Μακράκη και υποστήριξε σε βαθμό παραληρηματικό τις θεωρίες του με αποτέλεσμα στο τέλος να καταλήξει να πιστεύει ότι έχει προφητικές ικανότητες.
Η πρώτη εντυπωσιακή του προφητεία έγινε στις 30 Οκτωβρίου 1883, όταν μέσα από ένα παράρτημα της μικρής εφημερίδας του με τίτλο «Αξίνη» προέβλεψε την καταστροφή της Πάτρας από σεισμό, λόγω των πολλών αμαρτημάτων του λαού. Το τρελό της υπόθεσης είναι ότι ακολούθησε σεισμός, στις 2.45 το πρωί της 2 Νοεμβρίου που συγκλόνισε την πόλη και προκάλεσε ζημιές σε πολλά σπίτια.
Η αναστάτωση που προκλήθηκε ιδίως στα λαϊκά στρώματα ήταν μεγάλη και διαδίδονταν φήμες ότι ένας καλόγερος, προέβλεπε νέα δόνηση στις 2 Μαϊου. Πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Ένα ακριβώς τρίμηνο μετά τον σεισμό, στις 2 Φεβρουαρίου, ο Καπετάνιος με την εφημερίδα του αναγγέλλει νέο σεισμό στις 9 Φεβρουαρίου που θα φέρει την μεγάλη καταστροφή. Ήταν αρκετοί αυτοί που θορυβήθηκαν και έφυγαν από την πόλη ή κοιμήθηκαν έξω στην ύπαιθρο.
Τα δημοσιεύματα που έγιναν στον αθηναϊκό τύπο και τα οποία ήταν προσβλητικά για την νοημοσύνη των Πατρινών, έκαναν πολλούς να απαιτήσουν τον εγκλεισμό του Καπετάνιου σε φρενοκομείο. Αυτός όμως είχε φροντίσει να εξαφανιστεί.
Η τελευταία φορά που ο Καπετάνιος απασχόλησε την κοινωνία των Πατρών ήταν στις 15 Οκτωβρίου 1884 όταν το απόγευμα εμφανίστηκε στον εξώστη οικίας στην πλατεία Γεωργίου και μίλησε για τις μελλοντικές τιμές του ψωμιού και του κρασιού! Οι ακροατές τον γιουχάισαν με τρόπο ανελέητο και αποχώρησε με την συνοδεία της αστυνομίας. Η επόμενη εμφάνισή του έγινε στην Αθήνα το 1886 όπου επίσης εθεάθη να προφητεύει.
Το τέλος της ζωής του τον βρήκε στην πατρίδα του, το Λειβάρτζι, όπου αποσύρθηκε ζώντας με τα φαντάσματά του μέχρι που έσβησε.
O ΓΙΩΡΓΗΣ Ο ΜΟΥΣΗΣ (δεν σώζεται φωτογραφία του)
Λαϊκός τύπος πολλαπλής τρέλας, γράφει ο Νίκος Πολίτης.
Στον λαβύρινθο του σαλεμένου μυαλού του είχε ασίγαστες επιθυμίες. Δόξα, πλούτη και γυναίκες. Και με την ...βοήθεια του ντόρου κατάφερνε τα πάντα. Κόρες πλουσιότατων οικογενειών επρόκειτο να τον παντρευτούν ενώ ήαταν έτοιμος να εκλεγεί δήμαρχος και βουλευτής.
Όλα τα καταστήματα του Μαρκάτου και της Αγίου Ανδρέου ήταν ....δικά του. Και μπορεί να εξοργιζόταν με το κάζο που του έκαναν, αλλά το επιζητούσε, εξ ου και η φράση που φτάνει μέχρι σήμερα, «πας γυρεύοντας σαν τον Μούση».
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κωνσταντινόπουλος και μαζί με τον αδελφό του Σπύρο ήρθαν μαζί από χωριό των Καλαβρύτων στην Πάτρα στα 1870.
Εγκαταστάθηκαν σε σβίγα στον Μεγάλο γύρο και δούλευαν σαν σβιγολόγοι, μένοντας σε ένα υπόγειο κοντά στον τόπο κατοικίας τους. Η σβίγα ήταν ανέμη με μεγάλο χειροκίνητο μοχλό. Σε αυτήν τύλιγαν το νήμα σε μασούρια. Τα δύο αδέλφια δούλευαν για λογαριασμό νηματουρών που τους πλήρωναν κάθε Σάββατο.
Τα πρώτα συμττώματα παραφροσύνης του Μούση εκδηλώθηκαν τα πρώτα χρόνια της διαμονής του στην Πάτρα, ενώ πασίγνωστος για τον λαϊκό ντόρο που στηνόταν γύρω του έγινε στα 1878.
Η αρχή έγινε με σπουδαίους γάμους που θα σύναπτε, όπως αυτού με την κόρη του Γλάδστωνος. Όταν ναυάγησε αυτος ο αρραβώνας του οργάνωσαν άλλους εικονικούς αρραβώνες όπου έγινε χαμός. Οι εικονικοί γάμοι που έστηναν για πλάκα οι Πατρινοί και με γαμπρό τον Μούση άφησαν εποχή ιδίως την περίοδο του καρναβαλιού όπου γινόταν και πομπή όπως με τη Γιαννούλα την Κουλουρού.
Η διανοητική του κατάσταση συνεχώς χειροτέρευε ώσπου στα 1885 έγινε διαμαρτυρία στον δήμαρχο και τον νομάρχη επειδή ο Μούσης έβαφε νήματα πρωί και βράδυ δίπλα στην δημοτική κρήνη στην γωνία Ερμού και Κορίνθου. Νέα έξαρση της παραφροσύνης του παρατηρήθηκε στα 1893 οπότε και η εμφάνισή του ήταν άθλια.
Φορούσε παλιά ντρίλινα ρούχα και τσαλακωμένο καπέλο. Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό ραβδί και στον ώμο του κουβαλούσε ένα τσουβαλάκι κάπαρη που την μάζευε από την περιοχή του Γηροκομειού και την πουλούσε στα μαστοχοπωλεία της Πάτρας.
Στη συνέχεια στο τσουβαλάκι βρίσκονταν παλιόχορτα που τα μάζευε επειδή τα νόμιζε νομίσματα.
Μια μέρα παρακάλεσε έναν κουρέα να τον ξυρίσει δωρεάν. Αυτός το έκανε αλλά του άφησε μια στραβοψαλιδιά στο μούσι που του προσέδισε μια γελοία όψη. Τότε άρχισαν να φωνάζουν τραγουδιστά όταν τον έβλεπαν «μούσι, μούσι» και στην συνέχεια έγινε ο «Μούσης» όνομα που του έμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Ακολούθησε η ψύχωση με τα χαρτιά, ή ψύχωση με το δημαρχιλίκι και το βουλευτιλίκι και απίστευτος ντόρος σε κάθε φάση του.
Έφτασε μέχρι το σημείο ο βουλευτής Μούσης, παρακινούμενος από Πατρινούς που έπσαγαν πλάκα μαζί του, να επιβιβαστεί στο τρένο ως πρώτος βουλευτής των Πατρών και να παρουσιαστεί στη Βουλή όπου τον συνέλαβαν οι κλητήρες, τον παρέδωσαν στην αστυνομία και τον ξαναέβαλαν στο τρένο για Πάτρα.
Ακολούθησαν εμμονές ότι είναι μεγαλοιδιοκτήτης ακινήτων και επιχειρηματίας.
Με την πάροδο του χρόνου ο Μούσης άρχισε να εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά. Στα 1909 ο τοπικός Τύπος υποστήριζε ότι πρέπει να εγκλειστεί σε άσυλο. Τότε αραίωσε τις εμφανίσεις του και περιορίστηκε στην περιοχή του Γηροκομειού.
To 1913 τον πήραν οι μοναχοί στο μοναστήρι. Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1917 και θάφτηκε εκεί.
Όπως έγραψε μετά ο Πατραϊκος Τύπος κατακρίνοντας τη στάση πολλών και επωνύμων Πατρινών να εμπαίζουν τον Μούση, ο αποθανών ήταν ένας πρωτοπόρος της ανδρικής μόδας, καθώς λίγο μετά τα 1900 οι Πατρινοί που πριν άφηναν να γίνεται θάμνος το μούσι και το μουστάκι τους, άρχισαν να το ψαλιδίζουν, όπως ο Μούσης.
Περισσότερο τρελός απο τον Μούση ήταν ο αδελφός του ο Σπύρος που με το θολωμένο του μυαλό νόμιζε ότι ήταν αστυνομικός και τελωνειακός που αβακάλυπτε το έγκλημα.
Είχε υποστεί βασανισμούς απο αλήτες που τον γύμωναν τον μουτζούρωναν, τον χτυπούσαν και τον μασκάρευαν.
Ο ΜΕΡΣΕΣΑΛΕ
Το όνομά του βγήκε από το αρτικόλεξο της φράσης «Μέγας Ελλήνων Ρήτωρ Σοφός Ενεφανίσθη Σώσαι Ασφαλώς Λαόν Ελληνικόν».
Εμφανίστηκε στη διάρκεια της προεκλογιπής περιόδου ενόψει των εκλογών της 16ης Νοεμβρίου 1952 ως ανεξάρτητος υποψήφιος. Η εμφάνισή του ήταν συνηθισμένη και κανονική. Περιποιημένο ντύσιμο, με γραβάτα και ρεπούμπλικα. Πίστευε ότι ήταν ταγμένος να υπηρετήσει τη χώρα.Γινόταν στόχος άγριου ντόρου. Του κρεμούσαν στο στήθος παράσημα από τενεκέ τα οποία δεχόταν με ευχαρίστηση και του οργάνωναν ομιλίες στο κέντρο και τις γειτονιές όπου γινόταν μεγάλη πλάκα.
Ο ΑΝΤΖΟΥΛΟΣ (Δεν σώζεται φωτογραφία)
Σύχναζε στο Λεσχίδιον και συναναστρεφόταν σταφιδεμπόρους. Ήταν ψηλός και ισχνός και είχε έρθει από τη Ζάκυνθο. Οι εφημρίδες τον ανέφεραν ως πλανίδιο πωλητή ορνίθων. Η μέρα του ξεκινούσε από το Λεσχίδιον όπου περνούσε αρκετές ώρες συχνά ξεπουλώντας την πραμάτεια του. Ήταν πλούσιος σε αισθήματα και συνεισέφερε σε όλους τους εράνους.
Στις αρχές του 1918 πουλούσε ψηλά καπέλα καθώς οι οικονομικές δυσκολίες τον έκαναν να αλλάξει το αντικείμενο εργασίας του. Ο ιδιος τα ονόμαζε καμινάδες.
Πέθανε την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου 1920 και το Λεσχίδιον βυθίστηκε σε ειλικρινές πένθος.
Ο ΚΟΥΤΑΛΑΣ
Λεγόταν Δημήτριος Βγενής και καταγόταν απο χωριό της Γορτυνίας. Σε ηλικία μεταξύ 25 και 30 ήρθε στην Πάτρα κα έγινε πλανόδιος μικροπωλητής ψιλικών. Γύριζε στις γειτονιές κρατώντας δύο μεγάλα καλάθια ένα σε κάθε χέρι, με μανταλάκια, κλωστές, δαχτυλήθρες, βελόνια κ.α. Περπατούσε 5 με 10 χιλιόμετρα την ημέρα. Ηταν πανύψηλος με βιβλική γενειάδα και εντελώς ανεξίκακος. Τα ρούχα του ήταν χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά.
Ασκούσε το επέγγελμά του έως το 1958, όταν ήταν 100 χρονών.
Τότε αρρώστησε και μετά από ενέργειες των γειτόνων μπήκε στο Πτωχοκομείο με κυκλοφορικό πρόβλημα και μυοκαρδίτιδα. Έσβησε ήσυχα στο κρεβάτι του στα 102 χρόνια του από γεροντική εξάντληση.
Η ΚΟΥΛΑ Η ΠΛΑΝΙΔΟΥ
Η Κούλα η Πλανιδού έζησε στην Πάτρα. Ήταν στρουμπουλή με κατσαρά μαλλιά και κόκκινα μάγουλα. Μετά από μια ερωτική απογοήτευση τρελάθηκε και γυρνούσε στους δρόμους μαζεύοντας πλανίδια(καυσόξυλα), τα οποία στη συνέχεια πουλούσε στα προσφυγικά σπίτια για να ζήσει. Φορούσε στα μαλλιά της κουρελάκια και σήκωνε τα φουστάνια της χορεύοντας και τραγουδώντας. Έτσι προέκυψε ο χαρακτηρισμός «πλανιδού» και η μνήμη της μέσω της λαϊκής παράδοσης διατηρείται μέχρι σήμερα στην Πάτρα όπου έχει επικρατήσει η παροιμιώδης φράση «Θα είναι και η Κούλα η Πλανιδού» με την έννοια ότι θα είναι παρόντες όλοι…
O ΘΑΝΑΣΗΣ Ο ΔΕΚΑΡΙΤΣΑΣ
Κατάντησε αλήτης και ζητιάνος σε νεαρή ηλικία όταν έχασε τον πατέρα του. Έμεναν μαζί σε μια χαμοκέλα και ζούσαν φτωχικά με όσα κέρδιζαν ως πλανόδιοι μικροπωλητές βακερίνας. Ο Θανάσης δε μπόρεσε να συνεχίσει μόνος του και όταν πέρασαν τα χρόνια έζησε την οικονομική εξαθλίωση και τον κοινωνικό εξευτελισμό.
Ζητιάνευε εκλιπαρώντας τους διαβάτες να του δώσουν μια δεκαρίτσα καθώςτον γοήτευε ο θόρυβος του νομίσματος όταν έπεφτε στην άσφαλτο.
Οι άθλιοι που διασκέδαζαν με τη δυστυχία του του πέταγαν τις δεκάρες σε μέρη που δεν μπρούσε να τις πιάσει όπως κάτω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και διασκέδαζαν με την προσπάθειά του να τα πιάσει πέφτοντας στο έδαφος.
Τις περισσότερες δεκάρες τις μάζευε και όταν πέθανε διαδόθηκε ότι βρέθηκαν στο σπίτι του δύο τενεκέδες γεμάτοι δεκάρες.
Πέθανε στη Μονή Γηροκομείου όπου τον είχαν περιμαζέψει οι καλόγηροι σε αξιοθρήνητη κατάσταση.
Ο ΚΟΥΝΑΩ ΚΟΥΝΑΩ
Τον έλεγαν έτσι επειδή είχε ένα τικ που τον έκανε να κουνάει το κεφάλι του.
Κανείς δεν γνώριζε το όνομά του και κανείς δεν τον είχε δει να φοράει παπούτσια.Στέκι του ήταν το εργοστάσιο του Λαδόπουλου και όσα κέρδιζε ζητιανεύοντας τα χάλαγε στην ταβέρνα.
Ο ΜΠΙΛΙΡΗΣ
Έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε, κυρίως ελαφρά τραγούδια και σουξέ, στην επάνω χώρα. 'Ηταν κοντός και πολύ συμπαθητικός, μονίμως χαμογελαστός ιδίως όταν κοΊταζε τα κορίτσια, στα οποία τραγουδούσε όταν περνούσε έξω από χώρους όπου αυτά εργάζονταν ή συναθροίζονταν.Ο Τάκης ο Μπλλίρης έφυγε μια μέρα ξαφνικά από την Πάτρα κα χάθηκε.
Ο ΣΥΜΕΩΝ
‘Εκανε εμφάνιση στην Πάτρα την εποχή της Κατοχής στα 1942. Κοντός και παχύς με μεγάλο κεφάλι γύριζε όλη την ημέρα μαζεύοντας σύρματα, μπουκάλια και χαρτόνια.
Ξυπόλητος τον περισσότερο καιρό και κουρελής δεχόταν ελεημοσύνη αλλά δεν τη ζητούσε. Κοιμόταν μέσα σε βάρκες.
Δεν ήταν αναλφάβητος και μπορούσε να διαβάσει εφημερίδες και να ακούσει ραδιοφωνο. Ήταν λογικός και ειχε θαυμαστή μνήμη.
Θυμόταν σχεδόν ολόκληρο το λόγο του Γεωργίου Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1944 κατά την απελευθέρωση των Αθηνών και άλλους λόγους που άκουγε στο ραδιόφωνο.
Πέθανε 65 ετών στο Πτωχοκομείο, όπου είχε εισαχθεί με ευθύνη του Δήμου Πατρέων.
Ο ΚΟΜΙΝΗΣ
Ήταν ο μεγαλύτερος πότης της Πάτρας στα χρόνια μετά το 1945 και ακόμη και σήμερα όταν θέλει κάποιος να μιλήσει για ένα μεγάλο πότη είθισται με λέει «ίδιος ο Κομίνης».
Κοιλιά διογκωμένη και μύτη κόκκινη ήταν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του,παρά ταύτα ήταν από τους πρώτους αιμοδοτες της Πάτρας.
Ήταν καλοκάγαθος και γλεντζές και ζουσε εργαζόμενος ως πλανόδιος μανάβης. Ό,τι έβγαζε την ημέρα το χαλούσε το βραδυ στις ταβέρνες και το επόμενο πρωί έψαχνε να βρει δανεικά για να πάρει εμπόρευμα.
Σε κάποια καρναβάλια εμφανίστηκε σε άρματα που παρίσταναν ταβέρνες της παλιάς Πάτρας ως πελάτης. Για να δεχθεί είχε θέσει ως όρο να έχει καλό κρασί και δωρεάν για να πίνει σε όλη τη διάρκεια της παρέλασης.
No comments:
Post a Comment