25.12.15

ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ...ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ...


Καλησπέρα  Λιδορικιώτες   όλου  του  κόσμου …
ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ  ΜΕ  ΥΓΕΙΑ  ΕΥΤΥΧΙΑ  ΚΑΙ  ΧΑΡΑ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΣΗΜΕΡΑ  25  ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2015

Ανατολή Ήλιου: 07:37
Δύση Ήλιου: 17:12
Πανσέληνος

 ΣΑΝ  ΣΗΜΕΡΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ


μ. Χ.
274

Ο ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός αφιερώνει ένα ναό στο θεό Ήλιο, την ημέρα που οι Ρωμαίοι γιορτάζουν τη χειμερινή ισημερία και την αναγέννηση του ήλιου (Βρουμάλια).
376

Καθιερώνεται στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινής) ο εορτασμός τωνΧριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου.
1818

Το τραγούδι του Φραντς Γιόζεφ Γκρούμπερ «Silent Night (Άγια Νύχτα)» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Ναό του Αγίου Νικολάου στο Όμπερνσντορφ της Αυστρίας.
1989

O ανατραπείς κομμουνιστής ηγέτης της Ρουμανίας Νικολάε Τσαουσέσκου και η σύζυγός του Έλενα καταδικάζονται σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο και εκτελούνται.
1995

Κρίση των Ιμίων: Το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει σε αβαθή ύδατα κοντά στην Ανατολική Ίμια και εκπέμπει σήμα κινδύνου. Ο πλοίαρχός του αρνείται βοήθεια από το Λιμενικό, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή και ότι οι μόνες αρμόδιες είναι οι αρχές της χώρας του.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2512#ixzz3vLncOFT4

 ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
π. Χ.
4

Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές. (Το έτος 0, σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Μικρό)
μ. Χ.
1899

Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, αμερικανός ηθοποιός. («Καζαμπλάνκα», «Το γεράκι της Μάλτας») (Θαν. 14/1/1957)
1955

Σταμάτης Κραουνάκης, έλληνας συνθέτης.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2512#ixzz3vLnwyEKL
ΘΑΝΑΤΟΙ
μ. Χ.
1938

Κάρελ Τσάπεκ, τσέχος συγγραφέας, που έγραψε κυρίως έργα επιστημονικής φαντασίας. Ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε σε έργο του τη λέξη «ρομπότ», η οποία σημαίνει «εργάτης» στα τσέχικα.(Γεν. 9/1/1890)
1966

Νίκος Δάνδολος, θρυλικός χαρτοπαίκτης, που έδρασε στις ΗΠΑ. Το παρατσούκλι του ήταν Nick the Greek. (Γεν. 27/4/1883)
1977

Τσάρλι Τσάπλιν, άγγλος ηθοποιός. (Σαρλό) (Γεν. 16/4/1889)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2512#ixzz3vLoJRIiD


Ιησούς Χριστός

 Ιησούς Χριστός
165
0
Υιός του Θεού, Θεάνθρωπος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας και Ιδρυτής του Χριστιανισμού, της πρώτης σε απήχηση θρησκείας του κόσμου. Τις όποιες πληροφορίες για την επίγεια ζωή του τις αντλούμε από τη Καινή Διαθήκη και πολύ λιγότερο από τις ιστορικές πηγές της εποχής του. Στην εποχή του, την Ιουδαία κυβερνούσαν καταπιεστικά η Ηρωδιανή δυναστεία, που ήταν εξαρτημένη από τους Ρωμαίους.
Ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, περί το 6 π.Χ, με θαυμαστό τρόπο, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, από την Παρθένο Μαρία, μέσα σ’ ένα σπήλαιο που χρησίμευε ως σταύλος. Οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του δόθηκε στο θείο βρέφος το όνομα Ιησούς, που σημαίνει «Ο Γιαχβέ (Θεός) συντρέχει» στα αραμαϊκά.
Λίγο αργότερα, ο Ιωσήφ, σύμφωνα με προσταγή Αγγέλου του Κυρίου, παρέλαβε τη μητέρα και τον Ιησού κι έφυγε για την Αίγυπτο, επειδή ο βασιλιάς της Ιουδαίας Ηρώδης σχεδίαζε να φονεύσει το θείο βρέφος. Μετά το θάνατο του Ηρώδη, ο Ιωσήφ και η Μαρία μαζί με το παιδί επέστρεψαν κι εγκαταστάθηκαν στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας. Όταν ο Ιησούς έγινε δώδεκα ετών, οι γονείς του τον πήγαν στα Ιεροσόλυμα, για να γιορτάσουν εκεί το Πάσχα. Στην επιστροφή, ο Ιωσήφ και η Μαρία ανακάλυψαν ότι απουσίαζε ο Ιησούς κι επέστρεψαν γεμάτοι αγωνία στα Ιεροσόλυμα. Εκεί τον βρήκαν να κάθεται μαζί με τους ιερείς και τους διδασκάλους στο Ναό και να τους καταπλήσσει με την κρίση και τη σοφία του. Αφού επέστρεψαν στη Ναζαρέτ, ο Ιησούς έμεινε μαζί τους και βοηθούσε στις δουλειές τον ξυλουργό πατέρα του.

Η Βάπτιση
Όταν έγινε τριάντα ετών, πήγε στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάσθηκε στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή και του ζήτησε να τον βαπτίσει. Κατά τη βάπτισή του ακούστηκε φωνή Κυρίου, που έλεγε: «Αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο με χαρά μου ανέθεσα να σώσει το κόσμο» κι εφάνη το Άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει από τον ουρανό «εν είδει περιστεράς».
Κατόπιν διάλεξε ως συνεργάτες του δώδεκα μαθητές, τους οποίους ονόμασε αποστόλους. Με τους απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ψαράδες, άρχισε το θείο έργο του. Εκτός από τους φανερούς συνεργάτες του υπήρχαν κι άλλοι μαθητές του Ιησού που ήταν κρυφοί, όπως ο Νικόδημος, Ιουδαίος άρχοντας και ο Ιωσήφ, βουλευτής από την Αριμαθαία. Τον ακολουθούσαν επίσης και πολλές γυναίκες, αφοσιωμένες μαθήτριές του, όπως η Μάρθα, συγγενής της Θεοτόκου, η Μαρία η Μαγδαληνή, ηΣαλώμη, η Μάρθα και η Μαρία, αδελφές του Λαζάρου.
Ο Ιησούς στους δώδεκα μαθητές του έδωσε την εξουσία να θεραπεύουν τις σωματικές και ψυχικές αρρώστιες των ανθρώπων και την εντολή να διδάξουν πρώτα τους Ιουδαίους κι έπειτα τους Σαμαρείτες και τους ειδωλολάτρες (εθνικούς). Οι οδηγίες του ήταν η θεραπεία να γίνεται δωρεάν, οι υπηρεσίες στους ανθρώπους να προσφέρονται δωρεάν, να μην φέρνουν μαζί τους χρήματα, οδοιπορικό σάκο κι άλλα περιττά πράγματα και να μην φοβούνται τους διωγμούς και τα μαρτύρια, γιατί θα είναι πάντα μαζί τους και θα τους στέλνει το Άγιο Πνεύμα, το όποιο θα τους φωτίζει τι πρέπει να λέγουν και τι πρέπει να πράττουν.
Σε όλο το διάστημα της επίγειας ζωής του ο Ιησούς κήρυττε το λόγο του Θεού στους ανθρώπους. Χρησιμοποιούσε πάντα τις κατάλληλες περιστάσεις και μιλώντας μεταχειριζόταν ζωηρές εικόνες και παρομοιώσεις για να περάσει το μήνυμα της λυτρωτικής αγάπης του Θεού για όλους τους ανθρώπους. Θαυμάσιες ήταν οι παραβολές του, στις οποίες παρουσίαζε σκηνές από την καθημερινή ζωή, που σε συνδυασμό με τις εκπληκτικές θεραπευτικές του ικανότητες, γέμιζε με ελπίδα και ενθουσιασμό τις ψυχές του απλού λαού. Τη διδασκαλία του παρομοίαζε με λυχνάρι που τοποθετούν στον λυχνοστάτη, για να σκορπίζει το φως του παντού.

Η επί του όρους ομιλία
Όλη η διδασκαλία του Ιησού Χριστού περιλαμβάνεται περιληπτικά στην επί του Όρους ομιλία του, που θεωρείται ο Θείος ηθικός κώδικας του χριστιανισμού. Τα κυριότερα σημεία της είναι τα εξής: Ο Θεός είναι πατήρ και οι άνθρωποι τέκνα αυτού. Ο Θεός προνοεί περί των ανθρώπων. Η σχέση τον ανθρώπου προς το Θεό είναι προσωπική, εσωτερική, πνευματική. Ο καλύτερος τρόπος της λατρείας είναι η πλήρωση των εντολών του. Κεντρική θέση κατέχει η εντολή της αγάπης προς αυτόν και προς τον πλησίον. Η Θεία χάρη βοηθά στην προσπάθεια της ηθικής τελείωσης. Κάθε άνθρωπος με τη θερμότητα της πίστης του βρίσκει μέσα στην ψυχή του ένα πανάγαθο και αληθινό Θεό. Με την πίστη και την άσκηση της αρετής φθάνει ο αγνός χριστιανός στο σημείο να νικήσει τα πάθη του και μαζί τον πόνο και το θάνατο. Η καθαρότητα της καρδίας αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής ηθικής. Το κέντρο τον κηρύγματος του Ιησού Χριστού αποτελεί η βασιλεία των ουρανών.
Σπουδαίες αρετές, τις οποίες εξυμνούσε, ήταν η πραότητα, η δικαιοσύνη, η επιείκεια, η ανεξικακία, η απλότητα και η ταπεινοφροσύνη. Καταδίκαζε τον εγωισμό και την πλεονεξία, τις επιδεικτικές προσευχές, τις «προς το θεαθήναι» ελεημοσύνες και υποστήριζε ότι είχε εξουσία και αποστολή να συγχωρεί αμαρτίες, να ομιλεί εν ονόματι του Θεού και να προετοιμάσει τους ανθρώπους για τη βασιλεία του Θεού. Ονόμαζε τους φτωχούς, αδελφούς του κι έκανε θαύματα, για να λυτρώσει τους ασθενείς. Εξίσωσε τις γυναίκες με τους άνδρες και τους δούλους με τους κυρίους.
Όλα τα παραπάνω και οι αναστάσεις νεκρών έκαναν τον απλό λαό φανατικό οπαδό του και τους Γραμματείς και Φαρισαίους εχθρούς του. Η διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του ανησύχησε τις ιουδαϊκές και ρωμαϊκές αρχές. Μερικοί οπαδοί του έβλεπαν στο πρόσωπό του τον Μεσσία (Χριστός στα ελληνικά) του Ιουδαϊκού λαού, γεγονός που γέννησε σε Ιουδαίους και Ρωμαίους άρχοντες την υποψία ότι οι σκοποί του ήταν επαναστατικοί.

Η Σταύρωση
Με τη βοήθεια του μαθητή του Ιούδα του Ισκαριώτη, που τον πρόδωσε για τριάντα αργύρια, οι άρχοντες των Ιουδαίων τον συνέλαβαν και τον έφεραν ενώπιον του Συνεδρίου, ενός οργάνου των Ιουδαίων με θρησκευτικές πολιτικές και δικαστικές αρμοδιότητες, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο Πόντιος Πιλάτος, ο Ρωμαίος επίτροπος της Ιουδαίας, μετά πολλούς δισταγμούς υπέκυψε στην πίεση των Ιουδαίων και επικύρωσε τη θανατική καταδίκη.
Αμέσως μετά, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έφεραν τον Ιησού έξω από την Ιερουσαλήμ σ’ ένα τόπο που ονομαζόταν Γολγοθάς ή Κρανίου τόπος. Εκεί τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δύο κακούργους, περί το 30 μ.Χ. Επάνω στο σταυρό εξέπνευσε, ενώ έλεγε τους τελευταίους αυτούς λόγους: «Τετέλεσται· Πάτερ, εις χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου».
Ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ, οι κρυφοί μαθητές του, τον αποκαθήλωσαν και τον έθαψαν σ’ ένα μνημείο σκαλισμένο σε βράχο. Το πρωί της Κυριακής, τη χαραυγή, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η του Ιακώβου και η Σαλώμη πήγαν στον τάφο, για να αλείψουν το σώμα του Χριστού με αρώματα. Εκεί Άγγελος Κυρίου ανήγγειλε σ’ αυτές ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Επιστρέφοντας στην Ιερουσαλήμ, οι τρεις γυναίκες συνάντησαν τον Ιησού που τις χαιρέτησε και παράγγειλε να ειδοποιήσουν τούς μαθητές του να συγκεντρωθούν στη Γαλιλαία, όπου θα εμφανισθεί σ’ αυτούς.
Ο Ιησούς μετά την Ανάστασή του παρουσιάσθηκε σε δύο μαθητές του στην πόλη Εμμαούς. Ακολούθως, παρουσιάσθηκε στην οικία που ήταν κλειστή για το φόβο των Ιουδαίων κι εμφανίσθηκε στο μέσο των μαθητών του λέγοντας: «Ειρήνη υμίν». Έπειτα από πολλές άλλες παρουσίες στο διάστημα σαράντα ημερών που έμεινε μετά την Ανάστασή του στη γη, αναλήφθηκε στο όρος των Ελαιών, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαθητών του. Την πεντηκοστή ημέρα από την Ανάστασή του, έστειλε στους μαθητές του το Άγιο Πνεύμα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι Απόστολοι να διδάσκουν σε όλα τα έθνη τις εντολές του, σύμφωνα με την παραγγελία του.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/1522#ixzz3vLoWmgYZ

Χριστούγεννα



1236
0
Δεσποτική εορτή της Χριστιανοσύνης, με την οποία τιμάται «η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου και στις 6 Ιανουαρίου από τις Εκκλησίες που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Κατά συνεκδοχή, Χριστούγεννα ονομάζεται όλο το εορταστικό δεκαπενθήμερο από την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) έως την εορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (7 Ιανουαρίου). Για τις Δυτικές Εκκλησίες τα Χριστούγεννα είναι η μεγαλύτερη εορτή της Χριστιανοσύνης, ενώ για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ο σταυρικός θάνατος και η Ανάσταση.
Ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε με υπερφυσικό τρόπο από την Παρθένο Μαρία σ’ ένα σπήλαιο της Βηθλεέμ, μεταξύ 7 και 4 π.Χ., σύμφωνα με διάφορους επιστημονικούς υπολογισμούς. Εκείνη την εποχή, βασιλιάς της Ιουδαίας ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας, ηγεμόνας της Συρίας ο Κυρήνιος και αυτοκράτορας της Ρώμης ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο οποίος είχε διατάξει απογραφή πληθυσμού των υπηκόων του. Γι’ αυτό και ο Ιωσήφ πήρε την ετοιμογέννητη Μαρία και μετέβησαν στη Βηθλεέμ από τη Ναζαρέτ, όπου διέμεναν.
Μετά τη γέννηση του Ιησού, ένας άγγελος εμφανίσθηκε στους ποιμένες της περιοχής, αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός, ενώ πλήθος άλλων αγγέλων έψαλλαν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία». Ενώ συνέβαιναν αυτά, άστρο φωτεινό εξ Ανατολής οδήγησε τρεις Μάγους (Μελχιόρ, Γάσπαρ, Βαλτάσαρ) στη Βηθλεέμ, όπου μαζί με τους βοσκούς προσκύνησαν τον Θεάνθρωπο, προσφέροντάς του χρυσό, λίβανο και σμύρνα.
Η φύση του αστέρα που οδήγησε τους Μάγους απασχόλησε όχι μονάχα τη θεολογία, αλλά και την αστρονομία. Κατά καιρούς οι επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες ερμηνείες: ότι επρόκειτο για σύνοδο πλανητών, για υπερκαινοφανή αστέρα, για κομήτη, ακόμη και για μετεωρίτη. Η σύγχρονη αστρονομία, ωστόσο, δεν θεωρεί πειστικές τις ερμηνείες αυτές. Σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία για τους Χριστιανούς δεν είναι τόσο η φύση του φαινομένου, όσο η αξία του ως «σημείου» της έλευσης του Μεσσία, που εκπληρώνει τις προφητείες των Εβραϊκών Γραφών ερχόμενος στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους. Οι αρχαιότερες και πλέον αξιόπιστες εκκλησιαστικά πηγές για τη γέννηση του Ιησού περιέχονται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά, που είναι και οι μόνοι από τους τέσσερεις Ευαγγελιστές που ασχολούνται με τα της Γεννήσεως του Χριστού.
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου έλαβε καθολική μορφή στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ, πρώτα στη Δύση και μετά στην Ανατολή. Μέχρι τότε η Γέννηση του Ιησού εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη Βάπτιση κατά την εορτή των Θεοφανείων. Η Αρμενική Εκκλησία δεν δέχθηκε την αλλαγή και διατήρησε την παλαιότερη παράδοση, την οποία ακολουθούν σήμερα όσες Εκκλησίες ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). Για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως αργία με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (529/534).
Με δεδομένο ότι στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται η ακριβής ημερομηνία της γέννησης του Ιησού, η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων θα πρέπει να συνδέεται, σύμφωνα με μια θεωρία, με τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστασίου (Βρουμάλια) από τους ειδωλολάτρες της ρωμαϊκής επικράτειας, αλλά και των γενεθλίων του Μίθρα, του ανίκητου Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti), που είχε καθιερωθεί επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού το 275μ.Χ. Νωρίτερα, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα Σατουρνάλια (17-23 Δεκεμβρίου), όπου επικρατούσε κλίμα γενικής ευφορίας και ανταλλάσσονταν δώρα.
Σύμφωνα με τις απόψεις που αντλούν επιχειρήματα από την ιστορία των θρησκειών, η Εκκλησία διεκδίκησε την 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων για να ασκήσει πολεμική με τα κηρύγματά της κατά των εθνικών και αιρετικών. Σύμφωνα με άλλες θεωρίες, η 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα γέννησης του Χριστού προκύπτει από σειρά ημερολογιακών υπολογισμών, που έχουν λάβει υπόψη τους πατερικά κείμενα και παλαιοδιαθηκικές πηγές.
Πάντως, η προσπάθεια εύρεσης του ακριβούς χρόνου της Γέννησης του Χριστού ξεκίνησε αρκετά νωρίς και έχει οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα. Κάποιοι την τοποθετούν τη νύχτα της 19ης προς την 20η Απριλίου, άλλοι τον Ιανουάριο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στις 18 Νοεμβρίου, ενώ σύμφωνα με τον Κυπριανό ο Χριστός γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου.
Κατά τους πρώιμους εκκλησιαστικούς χρόνους η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία απαιτούσε ολιγοήμερη νηστεία. Από τον έκτο αιώνα στα μοναστήρια είχε καθιερωθεί νηστεία σαράντα ημερών, η οποία κατά τον 12ο αιώνα επεκτάθηκε σε όλους τους Χριστιανούς της Ανατολής. Έτσι, η νηστεία των Χριστουγέννων ξεκινά από την εορτή του Αγίου Φιλίππουστις 14 Νοεμβρίου.
Η εκκλησιαστική ακολουθία των Χριστουγέννων ψάλλεται στις εκκλησίες νωρίς το πρωί, κατά το ξημέρωμα. Είναι πανηγυρική και γεμάτη λαμπρούς ύμνους των μεγάλων υμνογράφων της εκκλησίας, όπως του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Ρωμανού του Μελωδού και του Κοσμά Μαϊουμά.
Απολυτίκιο
Η Γέννησίς σου Χριστὲ ο Θεὸς ημών
ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες
υπὸ αστέρος εδιδάσκοντο
Σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης
και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν
Κύριε δόξα Σοι.
Κοντάκιο (σύνθεση Ρωμανού του Μελωδού)
Η Παρθένος σήμερον
τον Υπερούσιον τίκτει
και η Γή το σπήλαιον
τω απροσίτω προσάγει
Άγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογούσι
Μάγοι δε μετα αστέρος οδοιπορούσι
Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον
ο προ αιώνων Θεός.
Στις ελληνικές πόλεις και τα χωριά τα Χριστούγεννα γιορτάζονται μέσα σε θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν γλυκά (μελομακάρονα και κουραμπιέδες) και ψωμί («Χριστόψωμο») ζυμωμένο με ειδικό τρόπο σε κάθε περιοχή της πατρίδας μας και στολισμένο με καλλιτεχνική διάθεση.
Υπό την πίεση των μεγάλων χριστιανικών εορτών, οι αρχαίες ειδωλολατρικές γιορτές εξαλείφθηκαν με την πάροδο των αιώνων. Έμειναν, όμως, μέχρι τις μέρες μας, οι δοξασίες, οι θρύλοι και ο μεταφυσικός φόβος για τα δαιμονικά  των Χριστουγέννων: τους δικούς μας καλικάντζαρους και τους λυκάνθρωπους στη Γαλλία.
 
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/586#ixzz3vLp1XTkZ

Η Σταχομαζώχτρα


135
0
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Σταχομαζώχτρα» πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς». Είναι ίσως το δημοφιλέστερο διήγημα του Σκιαθίτη συγγραφέα, καθώς περιλαμβάνεται σταθερά από πολλών χρόνων στα σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
    Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 1878, την θειά-Αχτίτσα, φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα.
    Τούτο δε διότι ήτο γνωστότατον, ότι η θειά-Αχτίτσα είχεν ιδεί την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού, διότι ήτο έρημος και χήρα, και διότι ανέτρεφε τα δύο ορφανά έγγονά της μετερχομένη ποικίλα επαγγέλματα. Ήτον (ας είναι μοναχή της!) απ’ εκείνας που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ώκτειρε τας στερήσεις της γραίας και των δυο ορφανών· αλλά μήπως ήτο και αυτή πλουσία, δια να έλθη αυτοίς αρωγός και παρήγορος;
    Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπάρμπα–Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον της συμβίας Αχτίτσας, χωρίς να ίδη τα δεινά τα επικείμενα αυτή μετά τον θάνατόν του. Ήτο καλής ψυχής, – ας είχε ζωή! – ο συχωρεμένος. Τα δύο παιδία «τα αδιαφόρετα», ο Γεώργης και ο Βασίλης, επνίγησαν βυθισθείσης της βρατσέρας των τον χειμώνα του έτους 1864.  Η βρατσέρα εκείνη απωλέσθη αύτανδρος, – τι φρίκη! τι καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιάς καλής χριστιανής να μην της μέλλη.
    Ο τρίτος ο γυιός της, ο σουρτούκης, το χαμένο κορμί, εξενιτεύθη και ευρίσκετο, έλεγαν, εις την Αμερικήν. Πέτρα έρριξε πίσω του. Μήπως τον είδε; Μήπως τον ήκουσεν; Άλλοι πάλιν πατριώτες είπαν ότι ενυμφεύθη εις εκείνα τα χώματα, κι επήρε, λέει, μια φράγκα, μια ’γγλεζοπούλα, ένα ξωθικό, που δεν ήξευρε να μιλήση ρωμέικα. Μη χειρότερα! Τι να πη κανείς! Ημπορεί να καταρασθή το παιδί του, τα σωθικά του, τα σπλάγχνα του ;
    Η κόρη της απέθανεν εις τον δεύτερον τοκετόν, αφείσα αυτή τα δύο ορφανά κληρονομίαν. Ο πατεριασμένος τους, εζούσε ακόμα (που να φτάσουν τα μαντάτα του ώρα την ώρα!), μα τι νοικοκύρης, το πρόκοψε αλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος και με άλλας αρετάς ακόμη. Είπαν, πως ξαναπαντρεύτηκε αλλού, δια να πάρη και άλλον κόσμον εις τον λαιμόν του, ασυνείδητος! Τέτοιοι άντρες! Έκαμε δα κι' αυτή ένα γαμπρό, μα γαμπρό (το λαμπρό τ’ να βγη!).
    Τι να κάμη; έβαλε τα δυνατά της, κι επροσπαθούσε όπως-όπως να ζήση τα δύο ορφανά. Τι αξιολύπητα, τα καημένα! Κατά τας διαφόρους ώρας του έτους, εβοτάνιζεν, αργολογούσε, εμάζωνε ελιές, εξενοδούλευε. Εμάζωνε κούμαρα, και τα έβγαζε ρακί. Μερικά στέμφυλα απ' εδώ, κάμποσα βότσια αραβόσιτον απ' εκεί, όλα τα εχρησιμοποίει. Είτα, κατά Οκτώβριον, άμα ήνοιγον τα ελαιοτριβεία, έπαιρνεν ένα είδος πήχυν, ένα πενηντάρι εκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κι εγύριζεν εις τα ποτόκια, όπου κατεστάλαζον αι υποστάθμαι του ελαίου, κι εμάζωνε την μούργα. Διά της μεθόδου ταύτης ωκονόμει όλον το ενιαύσιον έλαιον του λυχναρίου της.
    Αλλά το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον Ιούνιον, κατ' έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ’ αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη. Εκεί, μετ' άλλων πτωχών γυναικών, ησχολείτο συλλέγουσα τους αστάχεις, τους πίπτοντας από των δραγμάτων των θεριστών, από των φορτωμάτων και κάρρων. Κατ' έτος, οι χωρικοί της Ευβοίας και τα χωριατόπουλα, έρριπτον κατά πρόσωπον αυτών το σκώμμα : «Να! η φ’στάνες! μας ήρθαν πάλι η φ’στάνες!». Αλλ' αύτη έκυπτεν υπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τα ψυχία εκείνα της πλούσιας συγκομιδής του τόπου, απήρτιζε τρεις ή τεσσάρας σάκκους, ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι’ εαυτήν και διά τα δυο ορφανά, τα οποία είχεν εμπιστευθή εν τω μεταξύ εις τας φροντίδας της Ζερμπινιώς, και αποπλέουσα επέστρεφεν εις το παραθαλάσσιον χωρίον της.
    Πλην εφέτος, δηλ. το έτος εκείνο, αφορία είχε μαστίσει την Εύβοιαν. Αφορία εις τον ελαιώνα της μικράς νήσου, όπου κατώκει η θειά-Αχτίτσα. Αφορία εις τας αμπέλους και εις τους αραβοσίτους, αφορία σχεδόν και εις αυτό τα κούμαρα, αφορία πανταχού.
    Είτα, επειδή ουδέν κακόν έρχεται μόνον, βαρύς χειμών ενέσκηψεν εις τα βορειότερα εκείνα μέρη. Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».
    Η γραία μόλις είχε προλάβει να μεταφέρη επί των ώμων της, από των φαράγγων και δρυμών, αγκαλίδας τινάς ξηρών ξύλων, όσαι μόλις θα ήρκουν διά δύο εβδομάδας ή τρεις, και βαρύς ο χειμών επέπεσε. Περί τα μέσα Δεκεμβρίου μόλις επήλθε μικρά διακοπή, και δειλαί τινες ακτίνες ηλίου επεφάνησαν, επιχρυσούσαι τας υψηλοτέρας στέγας. Η θειά-Αχτίτσα έτρεξεν εις τα «ορμάνια» ίνα προλάβη και εισκομίση καυσόξυλά τινα. Την επαύριον ο χειμών κατέσκηψεν αγριώτερος. Μέχρι των Χριστουγέννων, ουδεμία ημέρα εύδιος, ουδεμία γωνία ουρανού ορατή, ουδεμία ακτίς ηλίου.
    Κραταιός και βαρύπνοος βορράς, «χιονιστής», εφύσα κατά τας παραμονάς της αγίας ημέρας. Αι στέγαι των οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τα συνήθη παίγνια των οδών και τα χιονοβολήματα έπαυσαν. Ο χειμών εκείνος δεν ήτο φιλοπαίγμων. Από των κεράμων των στεγών εκρέμαντο ως ώριμοι καρποί σπιθαμιαία κρύσταλλα, τα οποία οι μάγκαι της γειτονιάς δεν είχον πλέον όρεξιν να τρώγουν.
    Την εσπέραν της 23, ο Γέρος είχεν έλθει από το σχολείον περιχαρής, διότι από της αύριον έπαυον τα μαθήματα. Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Εσκάλιζε την στάκτην, νομίζουσα εν τη παιδική αφελεία της (ήτο μόλις τετραετές το πτωχόν κοράσιον), ότι η εστία είχε πάντοτε την ιδιότητα να θερμαίνη, και ας μη καίη. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει δια της καπνοδόχου. Ο Γέρος, όστις ήτο επταετής μόλις, έτοιμος να κλαύση διότι δεν εύρισκε ψυχίον τι προς κορεσμόν της πείνης του ήνοιξε το μόνον παράθυρον, έχον τριών σπιθαμών μήκος. Ο οικίσκος όλος, χθαμαλός, ημιφάτνωτος, με είδος σοφά, είχεν ύψος δύο ίσως οργυιών από του εδάφους μέχρι της οροφής.
    Ο Γέρος ανεβίβασε σκαμνίον τι επί του λιθίνου ερείσματος του παραθύρου, ανέβη επί του σκαμνίου, εστηρίχθη διά της αριστεράς του παραθυροφύλλου ανοικτού, εστηλώθη μετά τόλμης προς την οροφήν, ανέτεινε την δεξιάν, και απέσπασεν έν κρύσταλλον εκ των κοσμούντων τους «σταλαμμούς» της στέγης. Ήρχισε να το εκμυζά βραδέως και ηδονικώς, και έδιδε και εις την Πατρώναν να φάγη. Επείνων τα κακόμοιρα.
    Η γραία Αχτίτσα επανήλθε μετ' ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον   κόλπον της. Ο Γέρος, όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας, ότι ποτέ άνευ αιτίας δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της, ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν «οικονομήσει» και την εσπέραν εκείνην η καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά μάμμη, τις οίδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και διά πόσων εκλιπαρήσεων!
    Και τι δεν ήθελεν υποστή, προ ποίας θυσίας ηδύνατο να οπισθοδρομήση, διά την αγάπην των δύο τούτων παιδίων, τα οποία ήσαν δις παιδία δι' αυτήν, καθόσον ήσαν τέκνα του τέκνου της! Εν τούτοις δεν ήθελε να δεικνύη αυτοίς μεγάλην αδυναμίαν, και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Εκάλει τον άρρενα «Γέρον», διότι είχε το όνομα του αληθούς γέρου της, του μακαρίτου μπάρμπα–Μιχαλιού, του οποίου το όνομα της επόνει ν' ακούση ή να προφέρη. Το ταλαίπωρον το θήλυ το εκάλει Πατρώναν θωπευτικώς, και ολίγον «σαν αρχοντοξεπεσμένη που ήτον», μη ανεχομένη ν' ακούη το Αργυρώ, το όνομα της κόρης της, όπερ εδόθη ως κληρονομιά εις το ορφανόν, λεχούς θανούσης εκείνης. Πλην του υποκορισμού τούτου, ουδεμίαν άλλην επιδεικτικήν τρυφερότητα απένεμεν εις τα δύο πτωχά πλάσματα, αλλά μάλλον πρακτικήν αγάπην και προστασίαν.
    Η ταλαίπωρος γραία έστρωσε διά τα δύο ορφανά, ίνα κοιμηθώσιν, ανεκλίθη και αύτη πλησίον των, τοις είπε να φυσήσωσιν υποκάτω του σκεπάσματός των διά να ζεσταθούν, τοις υπεσχέθη ψευδομένη, αλλ' ελπίζουσα να επαληθεύση, ότι αύριον ο Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί του πυρός, και έμεινεν άυπνος πέραν του μεσονυκτίου, αναλογιζόμενη την πικράν τύχην της.
    Το πρωί, μετά την λειτουργίαν (ήτο παραμονή των Χριστουγέννων) ο παπα–Δημήτρης, ο ενορίτης της, επαρουσιάσθη αίφνης εις την θύραν του πενιχρού οικίσκου.
    – Καλώς τα δέχθης, της είπε μειδιών.
«Καλώς τα δέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε;
    – Έλαβα ένα γράμμα δια σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του.
    – Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω;
    Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου. Ηρεύνησε δε εις τον κόλπον του και εξήγαγε μέγαν φάκελλον με πολλάς και ποικίλας σφραγίδας και γραμματόσημα.
    – Γράμμα, είπες, παπά, επανέλαβεν η Αχτίτσα, μόλις τότε αρχίσασα να εννοή τι της έλεγεν ο ιερεύς.
    Ο φάκελλος, ον είχεν εξαγάγει από του κόλπου του, εφαίνετο ανοικτός από το εν μέρος.
    – Απόψε έφθασε το βαπόρι, επανέλαβεν ο εφημέριος· εμένα μου το έφεραν τώρα μόλις έβγαινα από την εκκλησίαν.
Και ενθείς την χείρα έσω του φακέλλου εξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
    – Το γράμμα είνε προς εμέ, προσέθηκεν, αλλά σε αποβλέπει.
    – Εμένα; εμένα; επανέλαβεν έκπληκτος η γραία.
    Ο παππα–Δημήτρης εξεδίπλωσε το χαρτίον.
    – Είδεν ο Θεός τον πόνον σου και σου στέλλει μικράν βοήθειαν, είπεν ο αγαθός ιερεύς. Ο γυιός σου, σου γράφει από την Αμερικήν.
    – Απ' την Αμέρικα ; ο Γιάννης! ο Γιάννης με θυμήθηκεν; ανέκραξε περιχαρής, ποιούσα το σημείον του Σταυρού η γραία.
Και είτα προσέθηκε:
    – Δόξα σοι ο Θεός!
    Ο ιερεύς έβαλε τα γυαλιά του και εδοκίμασε ν' αναγνώση.
    – Είναι, κακογραμμένα, κ' εγώ δυσκολεύομαι να διαβάζω αυτές τις τζίφρες, που έβγαλαν τώρα, αλλά θα προσπαθήσωμεν να βγάλωμεν νόημα.
    Και ήρχισε μετά δυσκολίας, και σκοντάπτων συχνά, ν' αναγινώσκη:
    «Παππα–Δημήτρη, το χέρι σου φιλώ. Πρώτον ερωτώ δια το αίσιον κτλ. κτλ. Εγώ λείπω πολλά χρόνια και δεν ηξεύρω αυτού τι γίνονται, ούτε αν ζουν ή απέθαναν. Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν έχω καμμίαν συγκοινωνίαν με άλλους πατριώτες που ευρίσκονται εις την Αμερικήν. Προ τριών χρόνων εντάμωσα τον (δείνα) και τον (δείνα), αλλά και αυτοί έλειπαν χρόνους πολλούς, και δεν είξευραν τι γίνεται εις το σπίτι μας.
    »Εάν ζη ο πατέρας ή η μητέρα μου, ειπέ τους να με συγχωρήσουν, διότι δια καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και εις κακό πολλές φορές βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φορές από κακές ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύν καιρόν εις τα σπιτάλια. Τα ό,τι είχα και δεν είχα επήγαν και μόλις εγλύτωσα την ζωήν μου. Είχα υπανδρευθή προ δέκα χρόνων κατά την συνήθειαν του τόπου εδώ, αλλά τώρα είμαι απόχηρος, και άλλο καλλίτερον δεν ζητώ, παρά να πιάσω ολίγα χρήματα να έλθω εις την πατρίδα, αν προφθάσω τους γονείς μου να μ' ευλογήσουν. Και να μην έχουν παράπονον εις εμέ, διότι έτσι θέλει ο Θεός, και δεν ημπορούμε εμείς να πάμε κόντρα. Και να μη βαρυγνωμούν αν δεν είναι θέλημα Θεού, δεν μπορεί άνθρωπος να προκόψη.
   »Σου στέλλω εδώ εσωκλείστως ένα συνάλλαγμα επ' ονόματί σου, να υπογράψης η αγιωσύνη σου, και να φροντίσουν να το εξαργυρώσουν ο πατέρας ή η μητέρα εάν ζουν. Και αν, ό μοι γένοιτο, είνε αποθαμμένοι, να το εξαργυρώσης η αγιωσύνη σου, να δώσης εις κανένα αδελφόν μου, εάν είναι αυτού, ή εις κανέν ανίψι μου, και εις άλλα πτωχά. Και να κρατήσης και η αγιωσύνη σου εάν οι γονείς μου είναι αποθαμμένοι, έν μέρος του ποσού αυτού δια τα σαρανταλείτουργα...».
    Πολλά έλεγεν η επιστολή αύτη και έν σπουδαίον παρέλιπε. Δεν ανέφερε το ποσόν των χρημάτων, δι’ όσα ήτο η συναλλαγματική. Ο παπα–Δημήτρης παρατηρήσας το πράγμα, εξέφερε την εικασίαν, ότι ο γράψας την επιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ότι είχεν ορίσει το ποσόν των χρημάτων παραπάνω, ενόμισε περιττόν να το επαναλάβη παρακατιών, διό και έλεγε «του ποσού αυτού».
    Εν τούτοις άφατος ήτο η χαρά της Αχτίτσας, λαβούσης μετά τόσα έτη ειδήσεις περί του υιού της. Ως υπό τέφραν κοιμώμενος από τόσων ετών ο σπινθήρ της μητρικής στοργής ανέθορεν εκ των σπλάγχνων εις το πρόσωπόν της και η γεροντική, ρικνή, και ερρυτιδωμένη όψις της, ηγλαΐσθη με ακτίνα νεότητος και καλλονής.
    Τα δύο παιδία, αν και δεν ενόουν περί τίνος επρόκειτο, ιδόντα την χαράν της μάμμης των ήρχισαν να χοροπηδώσιν.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης δεν ήτον ιδίως προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος, ήτον όλα αυτά ομού. Ένα φόρον επιτηδεύματος επλήρωνεν, αλλ' έκαμνε τρεις τέχνας.
    Η γραία–Αχτίτσα εις φοβεράν διατελούσα ένδειαν, έλαβε το παρά του υιού της αποσταλέν γραμμάτιον, εφ' ου εφαίνοντο γράμματα κόκκινα και μαύρα, άλλα έντυπα και άλλα χειρόγραφα, εξ ων δεν ενόει τίποτε ούτε ο γηραιός εφημέριος, ούτε αυτή, και μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης ερρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ετίναξε την βράκαν του, εφ' ης έπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι των οφρύων την σκούφιαν του, έβαλε τα γυαλιά του, και ήρχισε να εξετάζη διά μακρών το γραμμάτιον.
    – Έρχεται απ' την Αμέρικα; είπε. Σ' εθυμήθηκε, βλέπω, ο γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
    Είτα επανέλαβεν:
    – Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα...
    Διεκόπη, παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες».
    – Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να το διάβαση. Τι γλώσσα να είνε τάχα ;
    Ο ελληνοδιδάσκαλος, όστις εκάθητο βλέπων τους παίζοντας το κιάμο εις παράπλευρον καφενείον, παρακληθείς μετέβη εις το μαγαζί του κυρ-Μαργαρίτη. Εισήλθεν ορθός, δύσκαμπτος, έλαβε το γραμμάτιον, παρεκάλεσε τον κυρ-Μαργαρίτην να τον δανείση τα γυαλιά του και ήρχισε να συλλαβίζη τους λατινικούς χαρακτήρας.
   – Πρέπει να είναι αγγλικά, είπεν, εκτός αν είναι γερμανικά. Από πού έρχεται αυτό το δελτάριον;
    – Απ' την Αμέρικα, κυρ δάσκαλε, είπεν η θειά Αχτίτσα.
    – Από την Αμερικήν; τότε θα είνε αγγλικόν.
    Και ταύτα λέγων προσεπάθει να συλλαβίση τας λέξεις: ten pounds sterling, άς έφερε χειρογράφους η επιταγή.
    – Sterling, είπε· sterling θα σημαίνη τάλληρον, πιστεύω. Η λέξις φαίνεται να είναι της αυτής ετυμολογίας, απεφάνθη δογματικώς.
    Και επέστρεψε το γραμμάτιον εις χείρας του κυρ-Μαργαρίτη.
    – Αυτό θα είναι, είπε, και επειδή υπάρχει επί της κεφαλίδος ο αριθμός 10, θα είναι χωρίς άλλο γραμμάτιον διά δέκα τάλληρα. Το κάτω–κάτω, οφείλω να σας είπω ότι δεν γνωρίζω από χρηματιστικά. Εις άλλα ημείς ασχολούμεθα, οι άνθρωποι των γραμμάτων.
    Και τούτο ειπών, επειδή ησθάνθη ψύχος εις το πλακόστρωτον και κατάψυχρον μαγαζείον τον κυρ-Μαργαρίτη, επέστρεψεν εις το καφενείον, ίνα θερμανθή.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης, είχεν αρχίσει να τρίβη τας χείρας και κάτι εφαίνετο σκεπτόμενος.
    –Τώρα, τι τα θέλεις, είπε στραφείς προς την γραίαν. Οι καιροί είνε δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Να το πάρω, να σου το εξαργυρώσω, ξέρω πως είναι σίγουρος ο παράς μου, ξέρω αν δεν είναι και ψεύτικο; Από κει κάτω, απ' τον χαμένον κόσμον, περιμένεις αλήθεια; Όλες οι ψευτιές, οι καλπουζανιές, από  κεί μας έρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια οι σουρτούκηδες (με συγχωρείς, δεν λέγω το γυιό σου), εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί, και δεν νοιάζονται να στείλουν ένα παρά, ένα σωστόν παρά, μοναχά στέλνουν παλιόχαρτα.
    Έφερε δύο βόλταις περί το τεράστιον λογιστήριόν του και επανέλαβε·
    –Και δεν είναι μικρό πράγμα αυτό, να σε χαρώ, είναι δέκα τάλλαρα. Να είχα δέκα τάλλαρα εγώ, παντρευόμουνα.
    Είτα εξηκολούθησε:
    – Μα τι να σου πω; σε λυπούμαι, που είσαι καλή γυναίκα, κι έχεις και κείνα τα ορφανά. Να κρατήσω εγώ ενάμισυ τάλλαρο διά τους κινδύνους που τρέχω, και για τα οχτώμισυ πλιά ... Και για νάμαστε σίγουροι, μη γυρεύης κολονάτα, να σου δώσω πεντόφραγκα, για νάμαστε μέσα… Οχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν … Α!.. ξέχασα...
    Τουναντίον, δεν είχε ξεχάσει· απ' αρχής της συνεντεύξεως, αυτό εσκέπτετο.
    – Ο συχωρεμένος ο Μιχαλιός, κάτι έκανε να μου δίνη, δεν θυμούμαι τώρα...
    Και επέστρεψεν εις το λογιστήριόν του.
    – Μα κ’ εκείνος ο τελμπεντέρης ο γαμπρός σου, μου έφαγε δυο τάλλαρα θαρρώ...
    Και ωπλίσθη με το πελώριον κατάστιχόν του.
    – Είναι δίκηο να τα κρατήσω...εσένα, όσα σου δώσω, θα σου φανούν χάρισμα.
    Ήνοιξε το κατάστιχον.
    Αι κατάπυκνοι και μυροβολούσαι σελίδες του καταστίχου τούτου ωμοίαζον με πίονας αγρούς, με γην αγαθήν. Ό,τι έσπειρε τις εν αυτώ, εκαρποφόρει πενταπλασίως. Ήτο, ως να έκοπτέ τις τα φύλλα του δενδρυλλίου, εκάστοτε ότε εγένετο εξόφλησις κονδυλίου τινός, αλλ' η ρίζα έμενεν υπό την γην, μέλλουσα και πάλιν ν' αναβλαστήση.
    Ο κυρ-Μαργαρίτης εύρε παρευθύς τους δύο λογαριασμούς.
    – Εννιά και δεκαπέντε, μου χρωστούσε ο μακαρίτης ο άντρας σου, είπε, και δυο τάλλαρα δανεικά κι' αγύριστα του γαμπρού σου γίνονται...
    Και λαβών κάλαμον ήρχισε να εκτελή την πρόσθεσιν πρώτον και την αναγωγήν των ταλλήρων εις δραχμάς, είτα την αφαίρεσιν από του ποσού των δέκα γαλλικών ταλλήρων.
    – Κάνει να σου δίνω ...ήρχισε να λέγη ο κυρ-Μαργαρίτης.
    Τη στιγμή εκείνη εισήλθε νέον πρόσωπον.
    Ήτον έμπορος Συριανός, παρεπιδημών δι' υποθέσεις εις την μικράν νήσον.
Άμα εισελθών διηυθύνθη μετά μεγίστης ελευθερίας και θάρρους εις το λογιστήριόν, όπου ίστατο ο κυρ-Μαργαρίτης.
    – Τι έχουμε, κυρ-Μαργαρίτη; Τ' είν' αυτό; είπεν, ιδών πρόχειρον επί του λογιστηρίου το γραμμάτιον της πτωχής γραίας.
    Και λαβών τούτο εις χείρας:
    – Συναλλαγματική δια δέκα αγγλικάς λίρας από την Αμερικήν, είπε καθαρά τη φωνή, πού ευρέθη εδώ; Κάμνεις και τέτοιες δουλειές, κυρ- Μαργαρίτη;
    – Για δέκα λίρες! επανέλαβεν αυθορμήτως η Αχτίτσα, ακούσασα ευκρινώς την λέξιν.
    – Ναι, διά δέκα αγγλικάς λίρας, είπε και πάλιν στραφείς προς αυτήν ο Ερμουπολίτης. Μήπως είναι δικό σου;
    – Μάλιστα.
    Η θειά-Αχτίτσα, εν καταφάσει, έλεγε πάντοτε ναι, αλλά νυν ηπόρει και αυτή πώς είπε «μάλιστα» και πού εύρε την λέξιν ταύτην.
    – Για δέκα ναπολεόνια, θα είναι ίσως, είπε δάκνων τα χείλη ο κυρ- Μαργαρίτης.
    – Σου λέγω διά δέκα αγγλικάς λίρας, επανέλαβε και αύθις ο Συριανός έμπορος. Παίρνεις από λόγια;
    Και έρριψε δεύτερον μακρόν βλέμμα επί του γραμματίου.
    – Είναι σίγουρος παράς, αρζάν-κοντάν, σου λέγω. Θα το εξοφλήσης, ή το εξοφλώ αμέσως;
    Και έκαμε κίνημα να εξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του.
    – Μπορεί να το πάρη κανείς για εννέα λίρες. ..γαλλικές, είπε διστάζων ο κυρ-Μαργαρίτης.
    – Γαλλικές; ...το παίρνω εγώ δια εννέα αγγλικές.
    Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε την υπογραφήν, ην είχε βάλει ο αγαθός ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν με το όνομα το φερόμενον εν τω κειμένω, και την εύρε σύμφωνον και, ανοίξας το χρηματοφυλάκιον, εμέτρησεν εις την χείρα της θειά-Αχτίτσας, και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς λίρας.
    Και ιδού διατί η πτωχή γραία εφόρει τη ημέρα των Χριστουγέννων καινουργή «άδολην» μανδήλαν, τα δε δύο ορφανά είχον καθαρά υποκαμισάκια διά τα ισχνά μέλη των και θερμήν υπόδεσιν διά τους παγωμένους πόδας των.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/587#ixzz3vLpQWO3X



Ματωμένα Χριστούγεννα


1
0
    Μέσα στο γυμνό πάρκο, βουτηγμένο στο ολόασπρο του σάβανο, ήταν σκοτάδι. Πάνω στο γέρικο γκρίζο χιόνι στοιβαγμένο στο χώμα, έπεφτε απαλό λευκό καινούργιο χιονάκι που έμοιαζε με πούπουλο κύκνου…
    Ήταν Χριστούγεννα…
    Τι μελαγχολικά όμως και τι παγωμένα Χριστούγεννα!
    Στο περιβόλι…δυο σκιές…καθισμένες πάνω σ΄ένα σκαμνί μέσα στην σκοτεινιά…περίμεναν την νύχτα…
    Το σπίτι με τα φωτισμένα τα παράθυρα μονοκόμματα κρύσταλλα που λαμποκοπούσαν από μακρυά, έμοιαζε με παλάτι παραμυθένιο. Μια γυναίκα ήταν ολομόναχη σ΄αυτό το πελώριο σπίτι με τις τριάντα κάμαρες…
    Η γρηά Γαλλίδα με την καστανή περούκα και το ρυτιδωμένο της πρόσωπο, με τα ξεθωριασμένα μάτια και με την ξερακιανή σιλουέττα της…ήταν ο μοναδικός κάτοικος του πελώριου σπιτιού. Οι ιδιοκτήτες πήγαν σε εκδρομή με φίλους τους για να γλεντήσουν τα Χριστούγεννα.
    Η γρηούλα ολομόναχη μέσα στα δωμάτια – ήταν πολλά, πελώρια – σκέφθηκε να μη πλαγιάση και να μένη άγρυπνη κείνη τη νύχτα.
    Μια φοβερή τρομάρα παρέλυε τα μέλη της, πάγωνε τα χέρια της…
    Για να περάση η ώρα άναψε τα φώτα και περιπλανώνταν στις κάμαρες, που ήτανε φωτισμένες με πολύχρωμα λαμπιόνια και με γλυκό φως πούδιναν τα κεράκια των καντηλεριών.
    Ήταν Χριστουγεννιάτικη παγωμένη νύχτα…Η γρηούλα σκέφθηκε να πάη στο επάνω πάτωμα, όπου ήταν τα δωμάτια της υπηρεσίας. Ύστερα όμως το μετάνοιωσε.
    Για να περάση η ώρα απεφάσισε να γράψη το ημερολόγιο κείνης της βραδυάς, αρχίζοντας απ’ τα μεσάνυχτα…
    Έγραψε!...
    Δώδεκα και τέταρτο: Περπατώ…χωρίς  τέλος μέσα στις άδειες κάμαρες…Νοιώθω πως είμαι καταδικασμένη απόψε. Στο περιβόλι συμβαίνει κάτι ύποπτο. Βλέπω από το παράθυρο σκιές. Ξέρω πως είνε δύο…
    - Μια μετά τα μεσάνυχτα χτυπάει το μεγάλο ρολόι που είνε στο κάτω πάτωμα. Το χτύπημά του, μου φάνηκε απαίσιο.Φαντάσθηκα πως αντηχούσε η καμπάνα του θανάτου. Η πρώτη καμπάνα…
    Ένας απ’ αυτούς, που είνε εκεί κάτω, στο περιβόλι – δεν τους είδα, αλλά τους νοιώθω – είνε κοντός και κουτσός. Σέρνει το ένα του πόδι. Ο άλλος ψηλός και λιγνός…
    Δε θα κοιμηθώ απόψε… Φοβάμαι…»
    Η άμοιρη ύστερα από αρκετή ώρα κάθησε στο πιάνο και άρχισε να παίζη ένα εύθυμο φοξ-τροτ. Χτυπούσε δυνατά τα πλήκτρα απόψε με μπρίο,αλλά και με απελπισία.
    Φτωχή δασκάλα! Γιατί την εγκατέλειψαν ολομόναχη μέσα στο πελώριο σπίτι…και τέτοια βραδυά;
     Φανταζόταν το ερωτευμένο ζευγάρι – την κυρία που είχε σχεδόν αναθρέψει – την χαριτωμένη κοπελλίτσα στην αγκαλιά του ανδρός της.Φαντάσθηκε τα φιλιά τους, τα χάδια τους.
    Κείνην – την τραγική γεροντοκόρη – δεν την φίλησε κανένας άνδρας ποτέ, ούτε και τη χάιδεψε.
    Βυθισμένη σ’ αυτές τις σκέψεις, εξακολουθούσε να παίζη μηχανικά το φοξ της μόδας.
    Ύστερα από λίγη ώρα άρχισε πάλι να γράφη:
    «Παίζω σαν τρελλή τόση ώρα, ενώ ο νους μου ταξιδεύει μακρυά.Η τρομάρα μου γίνεται έκστασι, παραλήρημα».
    Πάλι άφησε το γράψιμο. Άρχισε να συγυρίζη την βιβλιοθηκη του «στούντιο», να τακτοποιή τα βιβλία. Πήρε ένα στην τύχη. Όταν όμως το άνοιξε, είδε πως ήτανε γεωγραφικός χάρτης της Ευρώπης.
    Πάλι πήρε το ημερολόγιό της. Σημείωσε αυτές τις λέξεις: «Θεέ μου!...Μα γιατί με καταδίκασες να γίνω θύμα των δύο αυτών ανθρώπων που διψάνε για αίμα;
    Θα υπερασπισθώ δυνατά τον εαυτό μου έως το τέλος…»
    Με τον χάρτη στα χέρια η γρηούλα ξαπλώθηκε στο φαρδύ ντιβάνι. Με το μολύβι της σημείωσε μερικά μέρη.Τα μάτια της μισόκλειναν.Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες.
    Στο τέλος όμως αποκοιμήθηκε με τον χάρτη στα χέρια.
    Σ’ αυτό το ντιβάνι την βρήκαν την άλλη μέρα το πρωί με κομμένο το λαιμό, χωρίς περούκα, με τα μάτια γυαλένια, άγρια, απαίσια. Το παγωμένο πρόσωπο της δασκάλας είχε μια έκφρασι τρομάρας…
    Τα κρύσταλλα της πόρτας που έβγαινε στο μπαλκόνι ήταν σπασμένα σε κομμάτια.Ο αέρας δυνατός και παγωμένος φυσούσε μέσα στο σαλόνι.
    Το χιόνι που έμπαινε από το παράθυρο της μπαλκονόπορτας που οι κακούργοι άφησαν ανοιχτή, είχε λυώσει και το πάτωμα ήτανε πλημμυρισμένο από νερά…
    Τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα και το παλατάκι μέσα στο χιονισμένο πάρκο έμοιαζε σαν φαντασμαγορικό…
    Ποιος έσφαξε τη γυναίκα αυτή και για ποιο λόγο;
    Την έσφαξαν αυτοί οι δυό που κάθονταν στο περιβόλι…Γιατί έκαναν το έγκλημα; Δεν ξέρει κανένας. Δεν έκλεψαν τίποτα. Δεν πήραν κανένα πραγματάκι…
    Ήτανε δυό. Αυτό το καταλάβαινε κανένας από τα πατήματά τους πάνω στο καθρεφτένιο πάτωμα.
    Και τα πατήματα του ενός δεν ακολουθούσαν την ίσια γραμμή Πήγαιναν λοξά.Χωρίς άλλο ο ένας απ’ αυτούς ήταν κουτσός…
    Ήτανε δυό. Μα ποιοι ήσαν; Άγνωστο.
    Η αστυνομία δεν μπόρεσε να τους βρη πουθενά, για να τους πιάση.
    Κι’ εγώ πολύν καιρό φανταζόμουνα πως πιο φοβερό έγκλημα δεν ξανάγινε ποτέ και δεν θα ξαναγίνη στον αιώνα τον άπαντα.
    Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε! Και όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τα ματωμένα αυτά Χριστούγεννα..
    Τι φοβερός είνε ο άνθρωπος και πόσο σκοτεινή η ψυχή του.
    Και ποιο φριχτό από όλα είνε όταν ο φονηάς τελειώνη το διαβολικό του έργο και μένει άπιαστος…
    Κανένας δεν τον υποπτεύεται…ούτε τον καταδιώκει…
    Μα που είνε αυτοί οι δυό; Τι έχουν γίνει; Ίσως ζούνε έως τώρα, περπατούν, τρώνε, πίνουν, μιλούν, γελούν και γλεντάνε…
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/637#ixzz3vLppnkGq


Η ιστορία της «Άγιας Νύχτας»

Γιόζεφ Μορ (αριστερά) - Φραντς Γκρούμπερ (δεξιά)
Γιόζεφ Μορ (αριστερά) - Φραντς Γκρούμπερ (δεξιά)
1903
0
Η Άγια Νύχτα είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ' όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντνή στον Μπετόβεν.
Η αλήθεια είναι πως η Άγια Νύχτα δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, κι εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.
Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.
Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η Άγια Νύχτα τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε. Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι. Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.
Οι ελληνικοί στίχοι
Οι αγγλικοί στίχοι
Άγια νύχτα, σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ' ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.
Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ' άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ' τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».
Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ' ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.
Silent night Holy night
All is calm all is bright
Round yon virgin Mother and Child
Holy infant so tender and mild
Sleep in heavenly peace
Sleep in heavenly peace.
Silent night, holy night,
Shepherds quake at the sight.
Glories stream from heaven afar,
Heav'nly hosts sing Alleluia;
Christ the Savior is born;
Christ the Savior is born.
Silent night, holy night,
Son of God, love's pure light.
Radiant beams from Thy holy face,
With the dawn of redeeming grace,
Jesus, Lord, at Thy birth;
Jesus, Lord, at Thy birth.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/47#ixzz3vLqAJk00

Κλωνάρια στο τζάκι


104
0
Θεσσαλικό έθιμο της ημέρας των Χριστουγεννών. Επιστρέφοντας στο σπίτι από την εκκλησία, τα νεαρά κορίτσια και αγόρια τοποθετούν δίπλα στο αναμμένο τζάκι μικρά κλαδιά δέντρων, που αντιπροσωπεύουν τις προσωπικές τους επιθυμίες. Κλαδιά κέδρου για τα κορίτσια και αγριοκερασιάς για τα αγόρια.
Φροντίζουν, μάλιστα, τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά, αφού το κλαδί που θα καεί πρώτο αντιπροσωπεύει καλούς οιωνούς για τον κάτοχό του. Συγκεκριμένα, πιστεύεται ότι το άτομο, του οποίου το κλαδί κάηκε πρώτο, θα είναι και το πρώτο που θα παντρευτεί.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/1016#ixzz3vLqY3LvE

Κόνραντ Χίλτον


1887 – 1979

Κόνραντ Χίλτον
28
0
Αμερικανός επιχειρηματίας, ιδρυτής της φερώνυμης αλυσίδας ξενοδοχείων (Hilton). Ο Κόνραντ Χίλτον (Conrad Hilton) γεννήθηκε στο Νέο Μεξικό στις 25 Δεκεμβρίου 1887, από πατέρα νορβηγό και μητέρα γερμανικής καταγωγής.
Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή της Σάντα Φε και αμέσως μετά την αποφοίτησή του αναμίχθηκε στα κοινά της νεοσύστατης πολιτείας του Νέου Μεξικού, εκλεγείς βουλευτής. Το 1917 κατατάχθηκε στο στρατό και πολέμησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Αμέσως μετά την επιστροφή του στην πατρίδα άνοιξε ένα κατάστημα στο Σαν Αντόνιο του Νέου Μεξικού. Το 1919 μετακόμισε στο γειτονικό Τέξας και αγόρασε ένα μικρό ξενοδοχείο στο Σίσκο. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και στις 2 Αυγούστου 1925 έγιναν τα εγκαίνια του πρώτου μεγάλου ξενοδοχείου του στο Ντάλας. Την ίδια χρονιά, παντρεύεται τη Μαίρη Μπάρον, με την οποία αποκτά τρία αγόρια.
Χωρίζουν το 1934 και ο Κόντραντ το 1942 συνάπτει δεύτερο γάμο με την ηθοποιό Ζα Ζα Γκαμπόρ. Αποκτούν μία κόρη και χωρίζουν το 1946, τη χρονιά που ιδρύεται η «Χίλτον Χοτέλ Κορπορέισιον» για να διαχειρισθεί τα πολλά ξενοδοχεία του, που ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο σε όλο τον κόσμο.
Το 1957 ο Κόνραντ Χίλτον εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο «Be My Guest» (Είσαι ο φιλοξενούμενός μου). Τον Απρίλιο του 1963 έρχεται στην Ελλάδα για να εγκαινιάσει το Χίλτον της Αθήνας, το πρώτο άξιο λόγου οικοδόμημα στη μεταπολεμική Ελλάδα, που παραμένει ακόμη και σήμερα ένα από τα εντυπωσιακά κτίρια της πρωτεύουσας. Στην τελετή των εγκαινίων παρευρίσκονται ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Τομ Πάπας και όλη η υψηλή κοινωνία της Αθήνας.
Το 1976 παντρεύεται για τρίτη φορά την Μέρι Κέλι και ζουν μαζί ως τον θάνατό του στις 3 Ιανουαρίου 1979.

Λεπτομέρειες...

  • Ο Κόνραντ Χίλτον είναι προπάππος της γνωστής ενζενί Πάρις Χίλτον.
  • Σε κάθε δωμάτιο των ξενοδοχείων «Χίλτον» υπάρχει η αυτοβιογραφία του ιδρυτή της αλυσίδας «Be My Guest» και η Βίβλος.
  • Ο Τζον Λένον και η Γιόκο Ονο έκαναν την πρώτη Έκκληση για την Ειρήνη καθισμένοι γυμνοί στο δωμάτιο 902 του Χίλτον στο Άμστερνταμ, από τις 25 έως τις 31 Μαρτίου 1969. Το συγκεκριμένο δωμάτιο αποτελεί σήμερα τουριστικό αξιοθέατο.

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/212#ixzz3vLtp3edk


Ο  ΑΥΡΙΑΝΟΣ  ΚΑΙΡΟΣ  ΣΤΟ  ΧΩΡΙΟ  ΜΑΣ
Σάββατο
26/12
02:00

4°C
79%

2 Μπφ BA
9 Km/h


ΑΡΑΙΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ: Συνθήκες δημιουργίας αιθαλομίχλης!


08:00

3°C
Αισθητή Θερμοκρασία0°C
93%

2 Μπφ BA
9 Km/h


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ

14:00

13°C
54%

3 Μπφ NA
16 Km/h


ΑΡΑΙΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ

20:00

7°C
83%

1 Μπφ Α
3 Km/h


ΑΡΑΙΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ: Συνθήκες δημιουργίας αιθαλομίχλης!


ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ  ΤΗΝ  ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
 “ ΤΕΛΙΚΑ  ΕΙΜΑΣΤΕ…ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ ..( ; ) …”
  Φίλοι  μου  αγαπημένοι , νοιώσαμε  πολύ..άβολα , ακούγοντας  το..” παραμυθοdebate “ των υποψηφίων  μας , στις  εκλογές  του 2014 , και  ειλικρινά σκεφτόμαστε να  ζητήσουμε  ..γονατιστοί  συγγνώμη , που  κάναμε  κριτική στα  έργα  ..  τους , (!!!! ) ενώ   παρέλαβαν  ένα  ΔΉΜΟ  ΑΝΟΡΓΑΝΩΤΟ , ΕΤΣΙ  ΜΑΣ  ΕΙΠΕ  Ο  κ. ΚΑΠΕΝΤΖΏΝΗΣ , ΚΑΙ  ΜΕ …ΣΚΛΗΡΌ  ΑΓΏΝΑ …ΚΑΙ  ΑΥΤΟ  ΔΕΝ ΤΟ  ΛΕΜΕ  ΜΟΝΟΝ  ΕΜΕΙΣ  , ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ..” ΛΙΒΑΝΙΣΤΕΣ  ΤΟΥ “
 



ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ  ΤΟΝ  ΤΑΛΑΙΠΩΡΟ  ΜΑΣ  ΔΗΜΟ ΝΑ  ΤΟΝ..ΞΕΚΆΝΟΥΝ , ΝΑ  ΤΟΝ..ΑΠΟΤΕΛΕΙΩΣΟΥΝ , ΠΩΣ ;  ΑΥΤΟΙ  ΜΌΝΟΝ  ΜΠΟΡΟΎΝ  ΝΑ  ΜΑΣ  ΠΟΥΝ…
  Αμ’το  άλλο ; ΟΧΙ  ΒΡΕ  ΚΟΥΤΑ  ΜΕ  ΤΟΝ..ΤΟΤΟ , ΌΧΙ  , ΕΚΕΙΝΟ  ΜΕ  ΤΟΝ  ΠΕΝΤΑΨΉΦΙΟ ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΌ ΑΡΙΘΜΟ , ΠΟΥ  ΤΑ  ΚΑΝΕΙ  ΟΛΑ  ΚΑΙ…ΣΥΜΦΕΡΕΙ ; ΤΙ  ΈΧΕΤΕ  ΝΑ  ΠΕΊΤΕ ;
   Κουνάτε το  κεφάλι  σας , τι άλλο  να  κάνετε μ’ αυτά που  βλέπετε  και  ακούτε  και  εσείς  ;;;
 
  Εδώ , το  Λιδορίκι ..” βογγάει “ απ’ τα  σωρευμένα  προβλήματα , ανασφάλεια, καθαριότητα , πλήρης..ασυδοσία , παντελής  έλλειψη  αστυνόμευσης ,  οφθαλμοφανέστατες  , “ καραμπινάτες “ όπως  λέμε  πολεοδομικές  παραβάσεις  και όχι  σε  απομακρυσμένα  μέρη αλλά  στο  κέντρο σε  εμφανέστατα  σημεία , αφήστε  δε  τα ..γελάδια  με  τις  κοπριές  τους και  τα  σουλατσαρίσματα ΜΕΣΑ  ΣΤΟ  ΚΕΝΤΡΟ  ΤΟΥ  ΧΩΡΙΟΥ , ΟΛΑ  ΑΥΤΑ  ΛΟΙΠΌΝ ΕΙΝΑΙ ΦΑΊΝΕΤΑΙ  ΣΤΗ  ΦΑΝΤΑΣΙΑ  ΤΗ  ΔΙΚΙΑ  ΜΑΣ ..
   Η  τωρινή  μας  Δ.Α ΕΞΑΝΤΛΗΣΕ  ΤΙΣ..ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ  ΤΗΣ ΜΕΤΆ  ΔΕ  ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΗΜΛΕΝΗ ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΑ  ΤΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ  ΤΗΣ  “ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΤΗΣ  ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ  ΈΔΡΑΣ  ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ  ΔΩΡΙΔΑΣ “ , ΤΏΡΑ  ΔΕΝ  ΈΧΕΙ  ΠΑΡΑ ΝΑ..ΞΑΠΛΑΡΕΙ ΧΑΛΑΡΑ ..ΚΑΤΩ  ΑΠ’ ΤΗ…ΦΟΙΝΙΚΙΆ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ…ΦΡΈΝΤΟ  ΤΗΣ ..ΚΑΙ  ΝΑ  ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΙΣ  ΕΠΟΜΕΝΕΣ  ΕΚΛΟΓΕΣ  ΠΟΥ  ΣΊΓΟΥΡΑ  ΘΑ  ΚΑΝΕΙ  ΚΑΙ  ΩΡΑΊΟ..ΣΚΟΥΡΟ  ΧΡΩΜΑΤΑΚΙ ..ΩΣ  ΤΟΤΕ  ΟΜΩΣ  ΤΟ  ΚΟΝΤΕΡ…ΓΡΑΦΕΙ …
    ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ  ΛΟΙΠΟΝ  ΚΑΙ  ΚΑΛΕΣ  ΓΙΟΡΤΑΔΕΣ
  Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με  αγάπη….Κ.Κ.-
   www.lidoriki.com
 A..ξεχάσαμε  τα  πιο  ωραία , τις  όμορφες  φωτογραφίες της  μπάντας , στο  ΕΡΗΜΟ  ΚΑΙ  ΑΣΤΟΛΙΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ …KAI  ΦΥΣΙΚΑ  ΤΗΝ  ΑΠΟΛΥΤΗ ..ΑΠΟΥΣΙΑ  ΤΗΣ  Δ.Α





             Θαυμάστε  του  Δημτικούς  μας  άρχοντες που υποδεχονται τα παιδιά  της μπάμτας του  Π.Ο.Λ , όπως  περίπου  έκαναν  και  στα..χωριά  τους ...!!!! ....Κ.Κ.-

No comments: