Το τυχερό του στρατιώτη
Τα Χριστούγεννα του 1963 κατέβηκα αδειούχος στην Κυνουρία από την Ελευθερούπολη της Καβάλας όπου έκανα τη θητεία μου στο στρατό. Είχα πολλά ξαδέρφια εκεί, ν το πλήθος για τους μαθηματικούς, τα αντάμωσα όλα. Άφησα για το γυρισμό τη μεγαλύτερη πρωτεξαδέρφη μας, την Αργύρω, από το σόι της μάνας μου. Από χρόνια παντρεμένη στο Αργος αυτή, την είχαμε αρχηγό. Άξια γυναίκα, πολύτεκνη.
Πάω τη βρίσκω και μ’αγκαλιάζει αλευρωμένη όπως ο λύκος στο παραμύθι. Κρησάριζε το αλεύρι της για τη βασιλόπιτα.
« Πέρασα για να μου σφραγίσεις την άδεια, αρχηγέ».
Πρόσθεσε υλικό επί τόπου και ζύμωσε δεύτερη βασιλόπιτα για τη διμοιρία μου, έβαλε μέσα και λίρα Αγγλίας, εικόνα και ομοίωση της πραγματικής.
« Να τη μοιραστείς με τα φανταράκια . Τα σκέπτομαι τα ξενιτεμένα παιδιά των μανάδων, μέρες που είναι».
Μεγάλο το ταξίδι του γυρισμού. Έφτασα στο στρατόπεδο με τη βασιλόπιτα στο χαρτόκουτο, παραμονή Πρωτοχρονιάς βράδυ. Κρύο και υγρασία μαζί, τα δέντρα γυμνά από φυλλωσιά, λάσπες, ομίχλη. Μέσα στο θάλαμο μυρωδιά ποδαρίλας και μισοσκόταδο, είχε διαταχθεί πολεμική ετοιμότητα και συσκότιση. Μόνο η φλόγα της σόμπας τρεμόπαιζε στους αρμούς, γύρω η φανταρία ετοιμοπόλεμη.
«Είναι πολύ το σκοτάδι, παλιοσειρές ».
«Οι γ…..νοι οι μεμέτηδες, γέρο».
Δεν μας είχανε φάει ακόμα την Κύπρο αυτοί, τότε αρχίζανε.
Είχα πέσει σε ώρα ελευθεροστομίας. Οι βωμολόχοι του λόχου, έδιωχναν τον παλιό χρόνο και την ψυχοπλάκωση με πορνοανέκδοτα και βρομοκουβέντες. Παραλάβαινε η μία βρομόγλωσσα το βρόμικο λόγο από την άλλη. Έδωσα κι εγώ το «παρών» μου και αποκάλεσα αυτόν που με είπε γέρο, απογαμίδι.
Και ήρθε η ώρα της βασιλόπιτας - ώρα ευπρέπειας. «Εδώ μέσα » τους λέω «υπάρχει λίρα χρυσή, συνήθεια του τόπου μου, όχι τις κάλπικες λίρες που βάζουνε οι τσιφούτηδες. Χαλάλι στον τυχερό που θα πέσει». Είχα κύρος ως μεγαλύτερος, « εξ αναβολής», και έγινα πιστευτός. Τελετουργήσαμε την κοπή της και τη μοιραστήκαμε, με τη σειρά του καταλόγου συσσιτουμένων, είκοσι τόσοι νομάτοι, κατά την επιθυμία της εξαδέλφης. Κράτησε καθένας με σέβας στην απαλάμη του το τριγωνικό κομματάκι, όπως το αντίδωρο του παπά, και δονηθήκανε οι ψυχές, σηκωθήκανε κύματα οι ευχές για την άγνωστη μάνα που τους θυμήθηκε.
Δεν έμαθα τη διαδρομή της κάλπικης λίρας στα χρόνια που ακολούθησαν. Θυμάμαι μόνο την ανυποψίαστη χαρά του «τυχερού» που την κράτησε, εκείνο το βράδυ, θριαμβευτικά στην υψωμένη γροθιά του και, κατόπιν, την καθάρισε στο μανίκι του και στάθηκε και την περιεργαζότανε μπροστά στη φλόγα της σόμπας, ώρα πολλή, στήνοντας οι άλλοι χορό. Κάποτε την ασπάστηκε, την έδεσε στο μαντήλι του και το έχωσε βαθειά στην πιο σίγουρη τσέπη της φόρμας του. Ύστερα σηκώθηκε χαρούμενος να χορέψει.
Μετατέθηκε, αυτός ο φαντάρος, και δεν ξαναειδωθήκαμε. Τον έσυρε το ποτάμι του χρόνου και χάθηκε στις δίνες του με την κάλπικη λίρα, το τυχερό του, δεμένη στο μαντήλι του.
Δημότης της κάτω πόλης πια η Αργύρω. Τη μνημονεύω κάθε Πρωτοχρονιά από τότε.
Ρωτάει ο Μέσκος ο ποιητής « σε ποιο θάνατο πήγες/περνούσε αεράκι από εκεί;»
Μακάρι να είναι ναι η απάντηση. Τότε το αεράκι θα είναι για την ψυχή της η χαρά του στρατιώτη που του έλαχε η « χρυσή » λίρα όταν προστάτευε την αλλαξοχρονιά της πατρίδας στην Ελευθερούπολη, ξημερώνοντας το 1964.
Και για το ψέμα μου, που πυροδότησε την ψεύτικη χαρά του, ποτέ δεν μετάνιωσα. Όλες οι χαρές ψεύτικες είναι και όλα τα νομίσματα κάλπικα.
Του Χρίστου Κυρκιντάνου
Πρωτοχρονιά του 2013
http://www.astrosparalio.gr
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment