Η συναρπαστική διαδρομή μιας από τις μεγαλύτερες εμπορικές επωνυμίες της Αθήνας, της εταιρείας Σγούρδας
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 19/11/2000 ΤΟ ΒΗΜΑΣτη ΜΕΤΑΒΑΣΗ από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».
«Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα εμπόρων οι οποίοι ήσαν εγκρατείς, αποταμιευτικοί,υπολογιστικοί, κάμνοντας αγοράς τόσας ώστε να μην έχουν εις την ετησίαν τους απογραφήν πολύ παθητικόν εμπόρευμα, οι οποίοι εν τούτοις υπεσκελίσθησαν από άλλους που έθεσαν εις χρήσιν την απομιμητικώς έστω ομοιόμορφον ρεκλάμαν.
Γλίσχρος υπήρξεν ο Ελλην έμπορος εις τας αμοιβάς των βοηθών του, των υπαλλήλων του. Εις τούτο βέβαια δεν διαφέρει από τους αλλοεθνείς συναδέλφους του, εκτός των Αγγλων, των οποίων γνωστή είναι η ελευθεριότης. Περίεργον, σφιχτοδετικόν της χρηματοσακούλας,συναίσθημα κατελάμβανε τον σήμερον γενόμενον προϊστάμενον που μέχρι χθες ήτο υπάλληλος, παραπονούμενος διά το ανεπαρκές του μισθού του».
Με αυτόν τον παραστατικό τρόπο περιέγραφε το 1919 ο Γ. Βογιατζής στην έκδοση Εμπόριον και Τράπεζαι του Βλ. Γαβριηλίδη τον τύπο του αθηναίου εμπόρου στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα. Τότε η μήτρα του αθηναϊκού εμπορίου, την οποία κανένας άλλος δρόμος δεν μπορούσε να συναγωνιστεί σε εμπορική δραστηριότητα, ήταν η οδός Αιόλου. Σε αυτόν τον δρόμο, όπου ακόμη και σήμερα διατηρούνται τα σημάδια του παλιού μεγαλείου αφού εκεί έτσι κι αλλιώς παραμένουν συγκεντρωμένες όσες από τις παλαιές εμπορικές φίρμες ακόμη λειτουργούν , όχι μόνο γεννήθηκαν όλες σχεδόν οι φημισμένες παλιές επιχειρήσεις που στη διαδρομή τους είναι αποτυπωμένη όλη η ιστορία του αθηναϊκού εμπορίου, αλλά ήταν και ένα «πεδίο ευκαιριών» όπου μπορούσε κανείς να δοκιμάσει την τύχη του και φυσικά να ευδοκιμήσει.
Σε αυτόν λοιπόν τον δρόμο, απέναντι σχεδόν από την Αγία Ειρήνη πλησίον της Πλάκας , την πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας, άρχισε την επιχειρηματική του σταδιοδρομία ο Γεώργιος Ν.Σγούρδας, ξεκινώντας ως ένας απλός υπάλληλος στο σιδηροπωλείο (κατάστημα «ειδών κιγκαλερίας») του Δ. Τσώνη. Η εργατικότητα και η εξυπνάδα του νεαρού Σγούρδα, μόλις 18 χρονών τότε, από το Γεωργίτσι της Λακωνίας στην Αθήνα των 50.000 κατοίκων , κέρδισε την εκτίμηση του αφεντικού του.
«Η δεκαετία 1860-1870 είναι μια εποχή γεμάτη οικοδομικό οργασμό. Τα γιαπιά κυριαρχούν.Παντού κτίζουν, οικοδομούν, ρυμοτομούν, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας Αθήνας,σύγχρονης και ωραίας, αντάξιας της ιστορίας της. Οι ανάγκες σε οικοδομικά υλικά πάσης φύσεως είναι τεράστιες και επιφέρουν πολλές αλλαγές στην αγορά» (Αθηναϊκό Ημερολόγιο 1998 Κ. Καιροφύλα, εκδόσεις Φιλιππότη).
Η ευνοϊκή συγκυρία δεν είναι όμως μόνο επαγγελματική. Το αφεντικό τον εκτιμά και τον κάνει γαμπρό και συνεταίρο του. Το 1869 δημιουργείται η εταιρεία Τσώνη - Σγούρδα. Οι δουλειές πηγαίνουν «πρίμα» και «το παλιό κατάστημα δεν επαρκεί πλέον για να καλύψει τις απαιτήσεις της εποχής και έτσι δημιουργείται νέο, κατά πολύ μεγαλύτερο, στην ίδια οδό,απέναντι στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Εδώ προστίθεται και άλλου είδους εμπόρευμα σιδηρικών, σε μεγάλη ποικιλία, που αναφέρεται γενικώς ως "Είδη Κιγκαλερίας", λέξη άγνωστη ως τότε στο πλατύ κοινό της αγοράς που την ερμηνεύει, χαριτολογώντας με τη φράση "Ο Σγούρδας έγινε Καγκελάριος"» (ό.π.π.).
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1880, δημιουργείται νέο κατάστημα, στον ίδιο δρόμο πάντοτε, στην οδό Αιόλου 61 εκεί ακριβώς που βρίσκεται και σήμερα, διεκδικώντας ίσως τον τίτλο της παλαιότερης εν λειτουργία σήμερα εμπορικής επιχείρησης της Αθήνας , με την επωνυμία αυτή τη φορά Γ. Ν. Σγούρδας και Υιοί. Τα είδη κιγκαλερίας όμως σιγά σιγά περιορίζονται και αντικαθίστανται με είδη οικιακής χρήσης, κρύσταλλα, πορσελάνες και σερβίτσια. Δεν αρκείται όμως σε αυτή τη δραστηριότητα. Αρχίζει να ταξιδεύει στην Ευρώπη «και δημιουργεί προσωπικές σχέσεις με όλους σχεδόν τους μεγάλους Οίκους από τους οποίους προμηθεύεται τα είδη του» (ό.π.π.).
Εκτός όμως από το εμπόριο ο Ν. Γ. Σγούρδας επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και σε άλλους τομείς. Ετσι το 1893 συνεταιρίζεται με έναν άλλον έμπορο και δημιουργεί την παντοπωλιακή εταιρεία Καριώτης και Σία, το 1900 αποκτά την κυριότητα των μεταλλείων στον Τυρό της Αρκαδίας και το 1918 δημιουργεί μία ακόμη παραγωγική εταιρεία με φωτιστικά είδη. Την ίδια περίοδο ιδρύει και πέμπτη εταιρεία (Εταιρεία Σγούρδα), η οποία παράγει τα ψυγεία πάγου της εποχής. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι εκ των πελατών της επιχείρησης χειροποίητων φωτιστικών ήταν το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» και η Βουλή. Σε τιμοκατάλογο μάλιστα των «ψυγείων νέου τύπου 1929» που εμπορευόταν η επιχείρηση αναφέρεται ότι «τα ψυγεία του νέου τύπου 1929, διαφέροντα τελείως των μέχρι τούδε προσφερομένων εις την κατανάλωσιν, είναι κατασκευασμένα από ξύλον κόντρα πλακέ εστιλβωμένον (λουστραρισμένον) εις χρώματα μαονίου ή καρυδιάς και εμφανίζουν έπιπλα εξαιρετικώς επιμελημένης κατασκευής, προσαρμοζόμενα και εις την πολυτελεστέραν επίπλωσιν τραπεζαρίας».
Το 1919, μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο γιος του Κωνσταντίνος Σγούρδαςπηγαίνει στη Γερμανία και «εξασφαλίζει την εκτέλεση τεραστίων, για την εποχή εκείνη,παραγγελιών, με αποτέλεσμα να γίνει ο Σγούρδας προμηθευτής όλων σχεδόν των τότε ομοειδών καταστημάτων της Αθήνας» (ό.π.π.). Αντιβασιλικός στην εποχή του και ως εκ τούτου βενιζελικός υπήρξε όπως και όλη η οικογένεια από τους χρηματοδότες στους εκλογικούς αγώνες του Ελευθερίου Βενιζέλου, σύμφωνα με τις οικογενειακές μαρτυρίες. Λίγα χρόνια αργότερα όμως, το 1927, ο ιδρυτής Γ. Ν. Σγούρδας πεθαίνει και οι επιχειρήσεις της οικογένειας περνούν πλέον στα χέρια της επόμενης γενιάς. Και αυτή αποτελείται από τέσσερις γιους, τους Νικόλαο, Δημήτριο, Κωνσταντίνο και Βρασίδα. Ο Δημήτριος μάλιστα βοήθησε σημαντικά την επιχείρηση στο διάστημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εγκατεστημένος στη Βαρκελώνη κατορθώνει να προμηθεύει με εμπορεύματα την επιχείρηση.
Μετά τον θάνατο του δημιουργού της η επιχείρηση μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία τη θέση του γενικού διευθυντή αναλαμβάνει ο γιος του Κωνσταντίνος και παράλληλα συμμετέχει και ο μικρότερος γιος του Βρασίδας.
Ηλθε ο πόλεμος και ακολούθησε η Κατοχή. Η επιχείρηση υπολειτουργεί. Από το 1945 όμως και μετά ανασυγκροτείται. Ως το 1954 που ο Κ. Σγούρδας πεθαίνει η επιχείρηση έχει προλάβει να κάνει ξανά το «ντεμπούτο» και μάλιστα μεγαλοπρεπώς στο μεταπολεμικό αθηναϊκό εμπόριο.
Πράγματι η ανάδειξή της στη διάρκεια των δεκαετιών του '50, του '60 και του '70 είναι γεγονός και δημιουργός της είναι ο Βρασίδας Σγούρδας, που για αρκετά χρόνια χρημάτισε μέλος της διοίκησης του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών και του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στον οποίο μάλιστα έχει αφήσει ως κληροδότημα και το 48% του ακινήτου της οδού Αιόλου 61. Στη δεκαετία μάλιστα του 1950 δημιουργείται και δεύτερο κατάστημα επί της οδού Πατησίων. Το 1966, όταν ο Βρασίδας Σγούρδας αρρώστησε βαριά, η επιχείρηση κινδύνεψε να κλείσει. Το 1967 τη διεύθυνση της επιχείρησης αναλαμβάνει ο κ. ΔιονύσιοςΚαράμπελας-Σγούρδας το 1968 πεθαίνει και ο Βρ. Σγούρδας ενώ στη δεκαετία του 1970 δημιουργείται το τρίτο κατάστημα στην οδό Κηφισιάς. Οι καταναλωτικές συνήθειες όμως άλλαξαν, οι καιροί παρήλθαν και ο ανταγωνισμός στο λιανικό εμπόριο βρίσκεται σε παροξυσμό. Τα δύο καταστήματα έκλεισαν, η επιχείρηση περιορίστηκε στην παράδοση της Αιόλου 61 και προσπαθεί να βρει τον δικό της «χώρο» στη νέα αγορά που δημιουργείται.
Βέβαια «η εμπορική παράδοσις είναι το ηθικόν κεφάλαιον του εμπορίου, είναι η ηθική του αποταμίευσις, είναι το θησαυροφυλάκιον της πείρας, ισχυρότερον πολλάκις των υλικών μέσων τα οποία επιδιώκει να συσσωρεύση» (Βλ. Γαβριηλίδης, ό.π.π.). Πέρασαν 130 χρόνια από τότε που ο νεαρός Γ. Ν. Σγούρδας κατόρθωσε να περάσει από τις συμπληγάδες της ιστορίας του αθηναϊκού εμπορίου, αφού δοκίμασε τις επιχειρηματικές του φιλοδοξίες όχι μόνο μία φορά στην αντοχή του χρόνου. Η οδός Αιόλου έχει καταγραφεί ως αφετηρία και ως Ιθάκη...
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment