Οικογενειακή μας φωτογραφία της εποχής εκείνης , στην πόρτα του μαγαζιού μας , μετά την…καλλιτεχνική παρέμβαση του φίλου μας …
Όμορφη , ονειρεμένη εκείνη η εποχή , και μιλάμε γιά τη δεκαετία του ‘50 , θες δεν ..θες , ο νους τριγυρνάει πάντα εκεί , με όλες τις δυσκολίες της , όλα τα βάσανά της , τη φτώχεια , τις στερήσεις , τον πόνο γιά τα χαμένα αγαπημένα πρόσωπα , της πολύχρονης ταλαιπωρίας , και τα σημάδια του …χαλασμού , να υπάρχουν παντού ..
Τα κουφάρια απ’ τα καμένα σπίτια , φαντάσματα λες , μας φόβιζαν τις νύχτες , κι’ όμως ο νους πάντα γυρνάει εκεί , στα σκληρά , τα πονεμένα , τα δύσκολα χρόνια , με τα ..μπαλωμένα ντρίλινα ρούχα και το αχνό χαμόγελο που άρχιζε ν΄ανθίζει στα χιλιοπικραμένα χείλια των χωριανών , στα ..χείλια που γιά 10 χρόνια , γεύονταν το φαρμάκι της κατοχής και του εμφύλιου..σπαραγμού , κι’ όμως η Λιδορικιώτικη ψυχή ..άντεξε , δεν γονάτισε , με νύχια και με..δόντια κράτησαν ζωντανό το χωριό , που σιγά-σιγά άρχισε να ανασαίνει , να..ζει..
Μετά τη λιγόχρονη περιπλάνησή μας , ξαναμαζευτήκαμε στο όμορφο , χωριό μας, στο..σπίτι μας , πυροπαθείς στην Αθήνα γιά κάποσο καιρό , σε μιά επιταγμένη βίλα στο Έδεμ , στο Παλιό Φάληρο , μαζί με άλλες ομοιοπαθείς οικογένειες απ’ όλη την Ελλάδα , Μακεδονία , Θράκη , Στερεά , κι’ αργότερα σε ένα κτίριο του ΦΙΞ , Λ.Συγγρού 82 , απέναντι απ’ το εργοστάσιο , όπου μείναμε περισσότερο καιρό .
Πολλές ταλαιπωρημένες οικογένειες , πάλι απ’ όλη την Ελλάδα , θυμάμαι τους Θρακιώτες , δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε , είχαν κί’ αυτές μικρά παιδάκια , που όταν παίζαμε , θυμάμαι , μας φώναζαν : Κόσια…κόσια , άντε να καταλάβουμε τι μας έλεγαν ,βέβαια σιγά-σιγά ..μάθαμε , συνηθίσαμε , μέχρι που καμιά φορά , από..κεκτημένη ταχύτητα , φωνάζαμε και μεις..κόσια..κόσια , όταν θέλαμε να πούμε…τρέξε..τρέξε…
Μετά το ..γκέτο λοιπόν των πυροπαθών , γυρίσαμε , κάπου στο 1949 , στο χωριό μας , καμένο ..ξεκαμένο το σπίτι μας , το ψευτομπαλώσαμε και χωθήκαμε μέσα , όπως άλλωστε και όλοι οι χωριανοί μας , ήμασταν όμως στο ..σπίτι μας , στο χωριό μας…
Ο πατέρας μου ξανάνοιξε το Ζαχαροπλαστείο , στο Αλωνάκι , με το ίδιο , το παλιό όνομα : “ Η ΔΩΡΙΣ “ , κι’ αρχίσαμε απ’ την αρχή , απ’ το μηδέν , γιά να μην πούμε ..κάτω απ’ το μηδέν , αλλά όπως είπαμε , ήμασταν πιά στο ..χωριό μας , στο σπίτι μας..
Οι δυσκολίες πολλές , πάμπολλες , μα όλα ξεπεράστηκαν , σιγά-σιγά , και η ζωή μας άρχισε να παίρνει πάλι το ρυθμό της , αργά..αργά αλλά σταθερά , η Λιδορικιώτικη ζωή ..ξεκίνησε , τα μαγαζιά , τα περισσότερα , άνοιξαν και το χωριό μας ξαναζωντάνεψε…
Οι επικοινωνίες όμως την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν..ανύπαρκτες , υπήρχε κάποια υποτυπώδης συγκοινωνία , με Αθήνα , Άμφισσα και Ναύπακτο , ο δε εφοδιασμός των καταστημάτων , εμπορικών κλπ , γινόταν με τον παλιό..καλό τρόπο , μέσω παραγγελιοδόχων , που έχονταν απ΄Αθήνα και Πάτρα , έπαιρναν τις σχετικές παραγγελίες , επέστρεφαν στις έδρες τους και μετά από λίγες μέρες , στέλνονταν τα πράγματα , με τα φορτηγά , του Σιώκου η του Κότταρη .
Έτσι κάθε βράδυ στο Λιδορίκι , παρέμεναν και διανυκτέρευαν , εκτός απ’ τους οδηγούς και τους εισπράκτορες των λεωφορείων , δυό ..τρεις και τέσσερις , καμιά φορά , παραγγελιοδόχοι , που έμεναν γιά μιά , το πολύ δυό νύχτες στο χωριό , και έφευγαν γιά να ξανάρθουν μετά από 15 μέρες , η και μήνα …
Βέβαια , όλους τους παραγγελιοδόχους τους είχαμε μάθει πιά , αφού τους βλέπεμε τακτικά , ήταν οι Ασημακοπουλαίοι , απ’ τη Ναύπακτο , ο Παπαλεξανδράτος , απ’ την Πάτρα , ένας ευγενέστατος γεράκος , της σοκολατοποιίας “Γκλόρια “, απ΄την Αθήνα κι’ένα σωρό άλλοι , από όλους αυτούς κάθε βράδυ κάποιοι έμεναν στο χωριό , και επειδή το μαγαζί μας ήταν δίπλα στο πρακτορείο των λεωφορείων , μετά το τέλειωμα της δουλειάς τους , κάθονταν στο μαγαζί μας μέχρι αργά , έλεγαν διάφορες όμορφες ιστορίες , που εγώ τις..κατέγραφα στο παιδικό μου μυαλό , ήμουνα περίπου 7 χρόνων , και όταν πέρναγε η ώρα και ..πλησίαζε και το κλείσιμο του μαγαζιού , πήγαιναν γιά ύπνο στο ξενοδοχείο των Παπαδοπουλαίων , ακριβώς απέναντί μας ..
Κάποιο βράδυ λοιπόν , εκτός απ’ τους …συνήθεις..πελάτες μας , ξέμεινε και ένας ..περίεργος τύπος , που η εμφάνισή του δεν είχε καμιά σχέση με των..παραγγελιοδόχων , αλλά και των..χωριανών μας ..
Ήταν..παρδαλοντυμένος , με έντονα και φανταχτερά ρούχα και χρώματα , είχε μακριά σγουρά μαλλιά , που κρέμονταν έξω απ’ το μπλε μπερεδάκι που φορούσε , το πουκάμισό του παρδαλό κι’ αυτό , καρώ..πολύχρωμο , σαν αυτά που μοίραζε..η ΟΥΝΡΑ , και εκείνο που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν ένα ..χρωματιστό μαντήλι που είχε γύρω στο λαιμό , αργότερα έμαθα πως το λένε..φουλάρι …
Κάποια στιγμή , οι παραγγελιοδόχοι , ίσως και κουρασμένοι , άρχισαν να..αποσύρονται γιά..ύπνο , και έμεινε τελευταίος ο παράξενος ..ξένος , που ήπιε κάποιο ποτό , συνήθως κονιάκ , παρότι ήταν άνοιξη προς,,καλοκαίρι , και όταν εγώ ανέλαβα τα..υψηλά …διευθυντικά μου καθήκοντα , το..σκούπισμα δηλαδή , η σκούπα βέβαια ήταν ..ψηλότερή μου , είδα τον ξένο να μιλάει στα καλά καθούμενα με τον πατέρα μου , λες και γνωρίζονταν από ..χρόνια ..και σε μιά στιγμή έδωσαν και τα..χέρια , όπως συνηθως κάνουν οι άνθρωποι όταν καταλήγουν σε κάποια συμφωνία ..
Πράγματι , δεν είχα πέσει έξω , ο πατέρας μου είχε κλείσει με το φίλο μας μιά συμφωνία , που μου την είπε ο πατέρας μου όταν έφυγε κι’ ο ξένος και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε , ο παράξενος ..ταξειδιώτης , ήταν , λέει , ζωγράφος , καλλιτέχνης δηλαδή , που άμα..λάχαινε έφκιαχνε και επιγραφές , ταμπέλες σε μαγαζιά και ότι άλλο σχετικό , και επειδή το μαγαζί ήταν καινούριο ακόμα και δεν είχαμε τις..απαραίτητες επιγραφές , με τα προιόντα μας κλπ , τα συζήτησαν , τα βρήκαν και απ’ την άλλη μέρα θα άρχιζαν τα έργα..τα καλλιτεχνικά..
Πράγματι το άλλο πρωί , ο ζωγράφος μας , εμφανίσθηκε με ρούχα..εργασίας , αλλά το..μπερεδάκι ..μπερεδάκι , όπως και το…φουλάρι φυσικά , είχε και τα πινέλα του και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά του , ήπιε το καφεδάκι του , και ξαμολήθηκε γιά τις μπογιές και τα λοιπά απαραίτητα , και σε λίγο ξεκίναγαν οι εργασίες ….
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ……
No comments:
Post a Comment