ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΣΜΟΥ
Η είσοδος στον 20ό αιώνα συνέπεσε με την εισαγωγή πληθώρας νεωτερισμών στην καθημερινή ζωή του Έλληνα πολίτη, που τον έφεραν πλησιέστερα στο δυτικό πρότυπο διαβίωσης. Έτσι, αν και το πρώτο αυτοκίνητο είχε ήδη κυκλοφορήσει, στην Αθήνα το 1896 από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, τον ιδρυτή της «Νέας Σκηνής», το 1902 λειτούργησε εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο Νέο Φάληρο, ικανό όχι μόνο να καλύψει τις ανάγκες ηλεκτροφωτισμού της Αθήνας και τον Πειραιά, αλλά και να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις της βιομηχανίας και των μεταφορών.
Παράλληλα το 1904, ο έως τότε ατμοκίνητος σιδηρόδρομος Αθηνών - Πειραιώς μετατράπηκε σε ηλεκτροκίνητο, ενώ από το 1910 υπήρχε δημοτικός ηλεκτροφωτισμός στην πρωτεύουσα και συγκεκριμένα στις πλατείες Ομονοίας και Συντάγματος και στις κεντρικές οδούς Πανεπιστημίου, Αμαλίας, Πειραιώς και Αγίου Κωνσταντίνου. Επιπλέον, το 1905, άρχισε η ασφαλτόστρωση των δρόμων της Αθήνας, με πρώτη εφαρμογή στην οδό Αιόλου.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΜΟΝΟΙΑΣ 1907
Τέλος, το 1908 εγκαταστάθηκαν στο Ταχυδρομείο Αθηνών δύο σουηδικά τηλεφωνικά μηχανήματα τύπου Έρικσον με δυνατότητα εξυπηρέτησης 800 συνδρομητών.
Σε αισθητικούς όρους, η πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως φυσική συνέχεια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της αισθητικής τεχνοτροπίας του Ρομαντικού Κλασσικισμού και, ειδικότερα, του Ιστορισμού, που υποδηλώνει την αυτούσια χρησιμοποίηση των ιστορικών ρυθμών στη μορφολόγηση των κτιρίων, όπως για παράδειγμα αυτών των κλασσικών ελληνικών χρόνων (Ιωνικού, Δωρικού, Κορινθιακού), του Βυζαντινού, του Γοτθικού, του Αναγεννησιακού κ.λπ.
Η περίοδος που αρχίζει με την αυγή του 20ού αιώνα και τελειώνει λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, εμφανίζει μία σχετική ομοιογένεια ως προς τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στον ελλαδικό χώρο. Οι τελευταίες θα μπορούσαν, ως ένα βαθμό, να εκληφθούν ως προέκταση εκείνων που ίσχυαν στο τέλος του 19ου αιώνα. Η διαφορά τους βρίσκεται στο ότι η επιτυχής εμπλοκή της χώρας μας, αρχικά στον Μακεδονικό Αγώνα και στη συνέχεια στους Βαλκανικούς Πολέμους δημιούργησαν ένα κλίμα εθνικής ανάτασης και ευφορίας, που ήταν διάχυτο στο εσωτερικό της χώρας στη διαδρομή της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα.
Στοιχείο που δικαιολογεί την παραπάνω ατμόσφαιρα ενθουσιασμού είναι το γεγονός ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο η έκταση της χώρας γνώρισε συνεχείς αυξήσεις. Συγκεκριμένα, η επιφάνεια της Ελλάδας αυξήθηκε από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα το 1897 σε 121.794 τ.χ. το 1913 και σε 150.333 τ.χ. το 1920.
Ωστόσο, οι πολεμικές επιχειρήσεις επισώρευσαν σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της χωράς κυρίως από τις μετακινήσεις πληθυσμών που προκλήθηκαν, τόσο ομογενειακών από τις παροικίες προς το μητροπολιτικό κέντρο όσο και εκείνων που διέμεναν στην παραμεθόριο και αναγκάζονταν να κατευθυνθούν προς τις πλησιέστερες αστικές περιοχές για ασφάλεια. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, οι ομογενείς που επαναπατρίστηκαν από την αρχή του 1900 έως τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, ανήλθαν στους 151.892.
Τα νέα δεδομένα από την πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, απαίτησαν την άμεση παρέμβαση της πολιτείας με τη λήψη μετρούν που θα αντιμετώπιζαν κατ' αρχήν το πρόβλημα των στεγαστικών αναγκών και ακολούθως τη συστηματική επίλυση του πολεοδομικού προβλήματος.
Ένα πρώτο τέτοιο μέτρο ήταν η εισαγωγή του ενοικιοστασίου (της μισθώσεις των ακινήτων το 1916, δηλαδή της αναγκαστικής παράτασης της μισθωτικής σχέσης για τον εκμισθωτή και μετά τη λήξη του χρόνου που αναφέρεται στη σύμβαση της μίσθωσης. Είχε προηγηθεί το 1912, με την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, η επιβολή του δικαιοστασίου, δηλαδή της προσωρινής αναστολής της εκδίκασης από τα δικαστήρια κάθε υπόθεσης Αστικού και Εμπορικού Δικαίου. Ως σκοπός των δύο αυτών νομοθετημάτων είχε τεθεί η προστασία των ενοικιαστών από τις αυξήσεις των μισθωμάτων που δημιούργησε η μεγάλη ζήτηση κατοικίας από τις μετακινήσεις πληθυσμών.
Η συστηματική αντιμετώπιση των μεγάλων τεχνικών ζητημάτων της χώρας, οδήγησε την κυβέρνηση στην απόφαση να ιδρύσει το υπουργείο Συγκοινωνιών το 1914, του πρώτου με καθαρά τεχνικό χαρακτήρα υπουργείου, με υπουργό τον Δ. Α. Διαμαντίδη. Το νέο υπουργείο σχηματίστηκε από αρμοδιότητες που αποσπάστηκαν από το υπουργείο Εσωτερικών. Η σύνθεση του βελτιώθηκε το 1917 με τροπολογία που εισήγαγε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
Μια επόμενη ενέργεια του κρατικού παράγοντα ήταν η προώθηση της εκπόνησης πολεοδομικών σχεδίων για τις ελληνικές πόλεις και. ειδικότερα για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η πρακτική της εκπόνησης ρυμοτομικών σχεδίων για τις ελληνικές πόλεις είχε ξεκινήσει από τον 19ο αιώνα. Υπολογίζεται ότι μεταξύ του 1828 και του 1899 συντάχθηκαν 152 ρυμοτομικά σχέδια σε πόλεις και οικισμούς της χώρας, ενώ από το 1900 έως το 1912 εγκρίθηκαν άλλα 39 ρυμοτομικά σχέδια σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η λογική της χωροταξικής κατανομής των νέων ρυμοτομικών σχεδίων ακολουθούν αυτή της γεωγραφικής θέσης των νέων περιοχών που ενσωματώνονταν στο κράτος. Έτσι, στο χρονικό διάστημα 1912-1921 η κρατική πολιτική εκδηλώθηκε με την προετοιμασία σχεδίων για τις κατεστραμμένες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εντάσσεται η ψήφιση του νόμου 1728 του 1918 «περί ανεγέρσεως οικοδομών εις τας πόλεις, κώμας και συνοικισμούς της Μακεδονίας». Νόμος, που αποτέλεσε το υπόβαθρο της φιλόδοξης προσπάθειας για την πολεοδομική ανασυγκρότηση της Ανατολικής Μακεδονίας και εμπνευστή τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Ενδεικτικά παραδείγματα συνιστούν τα πολεοδομικά σχέδια για την Κάτω Τζουμαγιά και τις Σέρρες, που συντάχθηκαν το 1920.
Εκεί, όμως, που έγινε ιδιαίτερα αισθητή η διαδικασία εκπόνησης πολεοδομικών σχεδίων στη δεκαετία του 1910 ήταν για τις δύο μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η Αθήνα έγινε αντικείμενο μελέτης αρκετών σημαντικών πολεοδόμων στη διάρκεια της δεκαετίας του 1910.
Χρονικά, προηγήθηκε το 1910 η πρόταση τον Γερμανού πολεοδόμου Ludwig Hoffmann, ύστερα από ανάθεση του Δήμου Αθηναίων. Ο Hoffmann πρότεινε κυκλοφοριακές ρυθμίσεις και αισθητική αναμόρφωση της πόλης.
Ακολούθησε το 1917 το σχέδιο του Αριστείδη Μπαλάνου, που πρότεινε την επέκταση της πόλης στις δυτικές περιοχές του Κολωνού, των Σεπολίων, της Κολοκυνθούς και της Ιεράς Οδού.
Το 1918 δημοσιοποιήθηκε το σχέδιο του Βρετανού πολεοδόμου Thomas Mawson, που εκπονήθηκε ύστερα από ανάθεση και πάλι του Δήμου Αθηναίων το 1914. Μεταξύ των προτάσεων του Mawson ξεχωρίζουν οι ιδέες της συγκέντρωσης ομοειδών πολεοδομικών λειτουργιών σε επιμέρους ενότητες, η κατασκευή συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου της Ακρόπολης, οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στο οδικό δίκτυο και η σύσταση οργανισμού για την εφαρμογή και διαχείριση του σχεδίου.
Ο Στυλιανός Λελούδας δημοσίευσε, αρχικά το 1918 και στη συνέχεια το 1921, τις απόψεις του για την πολεοδομική οργάνωση του αθηναϊκού λεκανοπεδίου. Ενώ, τέλος, ο Πέτρος Καλλιγάς υπέβαλε το δικό του Σχέδιο των Αθηνών, το 1919.
Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης η σχέση της με την ελληνική πολεοδομία αρχίζει μετά την απελευθέρωση της το 1912.
Η ευκαιρία για την πολεοδομική αναδιοργάνωση της Θεσσαλονίκης δόθηκε το 1917, όταν κατακάηκε η κεντρική περιοχή της. Αμέσως μετά την πυρκαγιά, συστάθηκε Ειδική Επιτροπή από τον τότε υπουργό Συγκοινωνίας, Αλέξανδρο Παπαναστασίου, με εντολή την εκπόνηση νέου ρυμοτομικού σχεδίου. Η μελέτη συντάχθηκε το 1918 από ομάδα επιστημόνων που είχε επικεφαλής το Γάλλο αρχιτέκτονα Ernest Hebrard.
Η μεγάλη καινοτομία που εισήγαγε ο πολεοδομικός σχεδιασμός της Θεσσαλονίκης βρισκόταν κυρίως στο οργανωτικό σχήμα που προωθήθηκε. Η επιτυχία του (βασιζόταν στη σύσταση της λεγόμενης «κτηματικής ομάδας» και στην αποτελεσματική εφαρμογή του πολεοδομικού μηχανισμού του «αστικού αναδασμού». Η κτηματική ομάδα ήταν ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο εκπροσωπούνταν και η δημοτική αρχή. Είναι το έργο της τη συγκέντρωση όλων των παλαιών ιδιοκτησιών της πυρίκαυστης ζώνης στη δικαιοδοσία του για την καλύτερη διεκπεραίωση της πολεοδομικής ανασυγκρότησης.
Αναζητώντας το ανάλογο των ιστορικών εξελίξεων στην μορφολογική έκφραση του δομημένου περιβάλλοντος των ελληνικών πόλεων, διαπιστώνεται μια συνέχεια μεταξύ του τέλους του 19ου αιώνα και της πρώτης εικοσαετίας του 20ού στους τρόπους εξωτερικής διαμόρφωσης των κτιρίων. Η διαφορά που ασφαλώς υφίσταται μεταξύ δύο περιόδων θα μπορούσε να εντοπιστεί στο γεγονός ότι στη δεύτερη περίπτωση ο ιστορισμός περνάει σε μια φάση παρακμής. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν και οι επιδράσεις που δέχθηκε από άλλες νεότερες αισθητικές τάσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το Γαλλικό Μπαρόκ, το Art Nouveau, to Jugendstil, η Secession κ.λπ. Αποτέλεσμα ήταν η αισθητική έκφραση να έχει χάσει ως ένα βαθμό την καθαρότητα και την αυθεντικότητα των προηγούμενων χρόνων και να έχει καταλήξει σε εκλεκτιστικές μορφές.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα κτιρίων, που υπάγονται στην κατηγορία της εκλεκτικιστικής έκφρασης και χρονολογούνται στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα είναι το μέγαρο Π. Χαροκόπου (νυν Μουσείο Μπενάκη) στη γωνία των οδών Βασ. Σοφίας και Κουμπάρη στην Αθήνα και η έπαυλη Douai του Καρόλου Μέρλιν (νυν Γαλλική Πρεσβεία) στη γωνία των οδών Βασ. Σοφίας και Ακαδημίας και πάλι στην Αθήνα, σχεδιασμένα και τα δύο από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά.
Το μέγαρο Αντ. Λιβιεράτου στη γωνία των οδών Πατησίων και Ηπείρου στην Αθήνα, που σχεδίασε ο αρχιτέκτων Αλέξανδρος Νικολούδης το 1908 αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στη χώρα μας, επηρεασμένο από το Γαλλικό Μπαρόκ.
Τέλος, η διαμόρφωση των κτιρίων της πλατείας Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η κατ' εξοχήν πρώιμη έκφραση νεοβυζαντινού ρυθμού στον ελλαδικό χώρο σε κτιριακό συγκρότημα μεγάλης κλίμακας.
Οι πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές εξελίξεις της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αι. μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν το τέρμα μιας μακράς περιόδου με ενιαία αισθητικό κριτήρια στη διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος. Η περίοδος αυτή ξεκινά με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους το 1830 και φθάνει ως τις ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922.
Το τέλος της περιόδου συμπίπτει με την πρώτη εικοσαετία του 20ού και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα παρακμής του κυρίαρχου αισθητικού ρεύματος του Ιστορισμού, γεγονός ενδεικτικό ότι είχαν αρχίσει να κυοφορούνται νέα εκφραστικά μέσα που έκαναν πλέον αισθητή την παρουσία τους.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Β. ΜΑΡΜΑΡΑΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
24.10.1999
http://anemourion.blogspot.gr/
No comments:
Post a Comment