23.12.15

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ


pixelplus_LARGE_t_2_18579.JPG

Εδώ και τριάντα χρόνια, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου UCLA, της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες, φύλασσονται κάποια εξαιρετικά σπάνια αρνητικά, τα οποία είχαν τραβήξει έναν αιώνα πριν οι ποδηλάτες Allen & Sachtleben, με δύο από τις πρώτες φωτογραφικές μηχανές Kodak.
David V. Herlihy / Photo Credits: William Lewis Sachtleben Papers, Department of Special Collections, Charles E. Young Research Library, UCLA.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο David Herlihy, o οποίος περιέγραψε στο βιβλίο του “The Lost Cyclist” την πορεία που ακολούθησαν οι δύο ποδηλάτες, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τα αρνητικά αυτά για την εικονογράφιση. Οι συγκεκριμένες φωτό που ακολουθούν είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύονται στην Ευρώπη – με αποκλειστική άδεια του UCLA για το ΜΒΙΚΕ – και αποτυπώνουν την περιπέτεια των δύο ποδηλατών στην Ελλάδα, τον χειμώνα του 1890-1891 πριν κατευθυνθούν προς την Ασία. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ο David V. Herlihy, εμπιστεύτηκε το ΜΒΙΚΕ, προκειμένου να δημοσιευτεί το κείμενό του και οι φωτογραφίες των δύο ποδηλατών σε ένα ελληνικό ποδηλατικό περιοδικό, κλείνοντας με αυτόν τον τρόπο τον κύκλο ενός ταξιδιού που ξεκίνησε από την Ελλάδα πριν από 123 χρόνια.

Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας του 1891, οι William L. Sachtleben και Thomas G. Allen, Jr. έφτασαν στην Αθήνα περιμένοντας να περάσει ο χειμώνας για να ξεκινήσουν το ιστορικό ταξίδι των 7.000 μιλίων με ποδήλατο, διασχίζοντας την Ασία.
Μόλις έξι μήνες πριν, οι δύο φίλοι είχαν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο Washington στο Σεν Λούις. Αντί να ξεκινήσουν μια ήσυχη και ασφαλή καριέρα, αποφάσισαν να ταξιδέψουν προκειμένου να γνωρίσουν τον κόσμο, επιλέγοντας ως μέσο το νέου τύπου ποδήλατο, το οποίο αποτελούσε την εναλλακτική στο μέχρι τότε δημοφιλές ποδήλατο με το μεγάλο μπροστινό τροχό – High Wheel Bike. Ο νέος τύπος ποδηλάτου, παρόμοιο με τα σημερινά ποδήλατα, ήταν ο «εχθρός» του ως τότε ελιτίστικου ποδηλάτου, καθώς αυτό, εύκολα θα προσέλκυε ανθρώπους διαφορετικού φύλλου – οι γυναίκες δεν χρησιμοποιούσαν ιδιαιτέρως τα δύσχρηστα ποδήλατα με τον μεγάλο τροχό – αλλά και λιγότερο εύρωστους οικονομικά. Και οι δύο τους ήταν ιδιαιτέρως τυχεροί καθώς είχαν τόσο τους πόρους για να κάνουν αυτό το ταξίδι,  όσο και οικογένειες που θα τους στήριζαν στο εγχείρημα αυτό. Ο Sachtleben ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός ράφτη στο Άλτον του Ιλινόις, μια μική ακμάζουσα πόλη ,20 μίλια μακριά από το Σεν Λούις στον ποταμό Μισισιπή. O Allen είχε καταγωγή από το Μιζούρι, γιος του δικαστή της πολιτείας.
Αμέσως μετά την αποφοίτησή τους, ταξίδεψαν στο Λίβερπουλ, στην Αγγλία, όπου φτάνοντας έσπευσαν να αγοράσουν δύο ποδήλατα Singer, παρόμοια σχεδόν με τα σημερινά ποδήλατα, τα οποία ζύγιζαν σχεδόν είκοσι κιλά το καθένα. Η συνέχεια για τους δύο φίλους δεν μπορούσε να είναι διαφορετική, από το να περάσουν ένα υπέροχο καλοκαίρι με τα ποδήλατά τους στην Βρετανία. Ήταν τόσο συναρπαστική η εμπειρία για τους δύο νέους που αποφάσισαν να συνεχίσουν το ταξίδι, αυτή τη φορά γυρίζοντας τον κόσμο.

Παρότι ταξίδευαν οι δύο τους, ήταν εύκολο να ξεχωρίσει κάποιος ποιος ήταν ο “αρχηγός”. Σε ηλικία 25 ετών, ο Sachtleben ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον λίγο πιο συνεσταλμένο φίλο του. Το παρουσιαστικό του πρώτου έδειχνε σαφώς αθλητικό, καθώς ο Sachtleben ήταν σχεδόν 1.90 μ. ενώ ο Allen αρκετά πιο κοντός και περίπου 5-6 κιλά ελαφρύτερος.
Η διαφορά τους ήταν τόσο εμφανής που κάποιος ρεπόρτερ της εποχής είχε γράψει: “αναρωτιέμαι πώς  μπορεί ο Allen να κρατά το ίδιο ρυθμό με τον πιο δυνατό φίλο του”.

Ήταν σίγουρο πώς αν πετύχαιναν το εγχείρημά τους θα κέρδιζαν, αν μην τι άλλο φήμη, ίσως και χρήματα. Παρόλα αυτά, οι κίνδυνοι ήταν ιδιαιτέρως μεγάλοι, ειδικά στην Ασία, όπου θα έρχονταν αντιμέτωποι για πρώτη φορά με νέες γλώσσες, γεύσεις και κουλτούρες. Θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν επίσης τα στοιχεία της φύσης, καλύπτοντας τεράστιες αποστάσεις χωρίς τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τρένo. Αυτό που φάνταζε πιο επικίνδυνο από όλα, ήταν το ότι μπορεί να έρχονταν αντιμέτωποι με εχθρικούς κατοίκους, οι οποίοι δεν θα είχαν δει ποτέ ξανά κάποιον “δυτικό” και μάλιστα πάνω σε μια “ιπτάμενη μηχανή”!
Προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία το δύσκολο εγχείρημά τους, απαιτούσε προσεκτική προετοιμασία. Μέχρι τότε, μόνο ένας είχε αποπειραθεί κάτι παρόμοιο, ο Thomas Stevens, διασχίζοντας με ένα «highwheeler» πάνω από 15.000 μίλια σε τρεις ηπείρους. Και αυτός όμως είχε αποτύχει στην προσπάθεια να διασχίσει την Ασία.
Φτάνοντας στο Λονδίνο, το φθινόπωρο του 1890, οι Allen και Sachtleben ξεκίνησαν τη διαδικασία έκδοσης διαβατηρίων αλλά και εύρεσης πόρων μέσω χορηγιών για το ταξίδι τους. Αντικατέστησαν επίσης τα δύο Singer που είχαν αγοράσει λίγους μήνες πριν για δύο ελαφριά “Minnehahas” και εξοπλίστηκαν με δύο μικρές φωτογραφικές μηχανές Kodak, οι οποίες μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Ήρθαν επίσης σε συνεννόηση με την Penny Illustrated Paper, προκειμένου να τους στέλνουν φωτογραφίες και περιγραφές από την περιπέτειά τους για δημοσίευση στην εφημερίδα.

Mετά από την επίσημη ανακοίνωση για την πρόθεσή τους να γυρίσουν τον κόσμο, ποζάροντας με τα ποδήλατά τους για το  Illustrated London News, οι δύο φίλοι πήραν το πλοίο με προορισμό τη Γαλλία. Στο Παρίσι, μια εκδήλωση διοργανώθηκε προς τιμήν τους από το τοπικό ποδηλατικό club. Νοτιότερα, στο Bordeuax, έγιναν αμέσως φίλοι με τον εκδότη του ποδηλατικού περιοδικού Veloce Sport. Στην Ιταλία, απόλαυσαν παρόμοια φιλοξενία από την ανερχόμενη τότε ποδηλατική κοινότητα.
Η συνέχεια τους βρίσκει στην Αθήνα, να μένουν σε ένα φτηνό ξενοδοχείο αναλογιζόμενοι το δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού τους που  θα ξεκινούσε από εκεί. Ο χειμώνας ωστόσο τους έδινε το περιθώριο να σκεφτούν και να εξετάσουν όλα τα ενδεχόμενα. Με το ένα ποδήλατο το οποίο συνέχιζε να λειτουργεί, ο Sachtleben έκανε συχνά βόλτες στην πόλη, τραβώντας τα βλέμματα των περαστικών που έβλεπαν για πρώτη φορά ποδήλατο αλλά και στην εξοχή, όπου ανταγωνιζόταν σε ταχύτητα τα κάρα των αγροτών. Από την άλλη, η σχέση τους με τον εκδότη της PIP είχε διακοπεί, αφήνοντάς τους χωρίς χορηγία.
Παρόλα αυτά, είχαν αρκετό χρόνο για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί προτού καν συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Ασία. Προς το παρόν, επέλεξαν να κάνουν ότι κάνουν οι περισσότεροι νέοι της ηλικίας τους στην Ελληνική πρωτεύουσα: βόλτες στα αξιοθέατα, φιλίες και εξόδους.

Φυσικά ο πρώτος προορισμός τους ήταν η Ακρόπολη. Oι δύο ποδηλάτες, διαθέτοντας ισχυρή κλασική παιδεία, δεν μπορούσαν να μην εντυπωσιαστούν με το θέαμα των αρχαιοτήτων. “Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγράψω τις σκέψεις μου μπροστά στη θέα του Παρθενώνα” έγραφε ο Sachtleben στο ημερολόγιό του προσθέτοντας: “Κοιτούσα τριγύρω, γεμάτος σεβασμός για το μνημείο από το οποίο η δημοκρατία ξεκίνησε να υφίσταται, εμπνέοντας ελευθερία”.

Μετά από έναν χαλαρό περίπατο γύρω από το ναό, οι δύο φίλοι διάλεξαν ένα ωραίο καταπράσινο σημείο δίπλα στο ναό της Αθηνάς όπου απόλαυσαν ψωμί, σύκα, πίτες και γλυκά. Κοιτώντας την πόλη κάτω από τον βράχο, διέκριναν το λιμάνι του Πειραιά στα Νότια αλλά και τον Σαρωνικό κόλπο που ήταν το όριο μεταξύ των βουνών της Πελοποννήσου, τα οποία μόλις που διακρίνονταν.
Οι νεαροί φίλοι γρήγορα προσαρμόστηκαν στην καθημερινότητα της ζωής στην Αθήνα. Τα λίγα Ελληνικά και  Γαλλικά που γνώριζαν τους φάνηκαν χρήσιμα. Συνήθως, ξεκινούσαν τη μέρα τους σε κάποιο καφενείο όπου απολάμβαναν καφέ με συνοδεία λαχταριστών, γεμάτων μέλι λουκουμάδων. Ανάμεσα στις ασχολίες και τις επισκέψεις στην τράπεζα και το ταχυδρομείο, επισκέπτονταν βιβλιοθήκες και μουσεία. Τα απογεύματα, περνούσαν το χρόνο τους γράφοντας σημειώσεις στα ημερολόγιά τους.
Η ζωή σε καμία περίπτωση δεν ήταν βαρετή στην Αθήνα του 1890. Ένα πρωινό, οι δύο Αμερικάνοι έμειναν έκπληκτοι από το γεγονός ότι τα πάντα ήταν κλειστά. Ρωτώντας συνειδητοποίησαν ότι ήταν η μέρα των Χριστουγέννων. Την επόμενη μέρα ξύπνησαν από τον δυνατό ήχο κανονιοβολισμών. Ο Sachtleben ακολούθησε την στρατιωτική μπάντα η οποία έφτανε στο παλάτι την ώρα που αρκετές καλοντυμένες κυρίες έβγαιναν από την δεξίωση. Στάθηκε γεμάτος θαυμασμό από τον άφθονο χρυσό, το μετάξι και τα κοσμήματα των κυριών.


Περνώντας έξω από ένα καφενείο μια από τις επόμενες μέρες, ο Sachtleben είδε καρέκλες να εκσφενδονίζονται προς το δρόμο. Κοίταξε έντρομος προς το εσωτερικό όπου δύο άντρες είχαν πιαστεί στα χέρια. Ο ένας κρατούσε μαχαίρι ενώ ο άλλος έβγαζε εκείνη την στιγμή το πιστόλι του. Ευτυχώς σύντομα η αστυνομία έφτασε και συνέλαβε τους δύο θερμόαιμους άντρες.
Σε άλλη στιγμή, οι νεαροί Αμερικάνοι παρακολούθησαν την κηδεία του Γερμανού αρχαιολόγου Heinrich Schliemann, o οποίος 20 χρόνια πριν είχε ανακαλύψει τη μυθική πόλη του Ομήρου, Τροία, στην Τουρκία. “Ολόκληρη η πόλη ήταν πλυμμηρισμένη από άμαξες” σημειώνει ο Sachtleben και προσθέτει: “Ακολουθούσαμε με το πλήθος την πομπή αλλά δεν μπορέσαμε να φτάσουμε στο νεκροταφείο καθώς ο κόσμος ήταν πάρα πολύς”

Επιστρέφοντας, οι νεαροί διασταυρώθηκαν με ακόμα μια πομπή, πιο ταπεινή στην οποία ένας ιερέας έψαλλε ενώ το πλήθος ακολουθούσε. “Μπορούσες να δεις το νεκρό σώμα και το πρόσωπο” θυμάται ο Sachtleben. “ Ήταν ντυμένη με λευκά ρούχα και τα μαλλιά της ανέμιζαν έξω από το φέρετρο”.
Οι καθημερινοί άνθρωποι πολλές φορές αποτελούσαν περίεργο θέαμα με τις δραστηριότητες τους, για τους δύο Αμερικάνους. Αρκετές φορές παρατηρούσαν πυροσβέστες να τρέχουν με δοχεία νερού για να σβήσουν κάποια φωτιά. Άλλες φορές, παρατηρούσαν εργάτες να δουλεύουν μεθοδικά με απλά εργαλεία και άλλες φορές γαλατάδες να αφήνουν το γάλα στους πελάτες τους.

Οι δύο ποδηλάτες απολάμβαναν την κοινωνική ζωή στην πόλη. Συχνά ήταν καλεσμένοι στο πολυτελές σπίτι του αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα. O γιος του, εκκολαπτόμενος ποδηλάτης έμεινε έκπληκτος ένα απόγευμα, όταν έμαθε ότι το ο καλύτερος χρόνος με ποδήλατο για ένα μίλι ήταν  τουλάχιστον 2,5 λεπτά μικρότερος από τον αντίστοιχο με high wheel ποδήλατο.

Οι ποδηλάτες έγιναν επίσης φίλοι με τον Αμερικανό πρόξενο, J. Irving Manatt,  πρώην καθηγητή Ελληνικής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Nebraska, o οποίος εγκαταστάθηκε με την γυναίκα και τα πέντε παιδιά του στην Αθήνα, προκειμένου να βρίσκεται πιο κοντά στα αγαπημένα του αρχαία μνημεία. Σε αντίθεση με τον Snowden, o πρόξενος δεν ήταν πολύ ομιλητικός. “Μόλις η συζήτηση περάσει σε άλλο θέμα από τα αγαπημένα του, δηλαδή την Ελλάδα και τις αρχαιότητες, παύει το ενδιαφέρον του για κουβέντα” παροπονιόταν ο Sachtleben.
Πολύ πιο «συμπαθητική» όμως, έβρισκε την κόρη του Mannatt, Winifred – τόσο που ο Sachtleben, συχνά αναρωτιώταν πόσες πολλές ανοησίες μπορεί να της είχε πει κοιτώντας γοητευμένος το αγγελικό της πρόσωπο.
Στις σημειώσεις του έγραφε: «Αυτή και εγώ, πολλές φορές μιλούσαμε για το πόσο ωραία θα ήταν μια βόλτα με ποδήλατο στην εξοχή. Της έλεγα πόσο ευχάριστο θα ήταν για μένα να της μάθω να οδηγεί το ποδήλατό μου κι εκείνη έδειχνε πολύ θετική. Κατόπιν πρόσθεσε χαμογελώντας πόσο ρομαντικός θα ήταν ένας βραδινός περίπατος στην Ακρόπολη υπό το φως του φεγγαριού.»

Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους που οι δύο ποδηλάτες γνώρισαν στην Αθήνα, ήταν ο Seropé A. Gürdjian, ένας αμερικανός αρμενικής καταγωγής, απόφοιτος του Bowdoin College. Πνευματώδης και χαρισματικός, μιλούσε άπταιστα Αγγλικά, Τούρκικα και Περσικά. Αυτός από την πλευρά του ήταν συνεπαρμένος τόσο με τα ποδήλατα όσο και με τις  Κοdak μηχανές των αμερικάνων. Οι τρεις τους άρχισαν αμέσως να κάνουν παρέα περνώντας πολύ χρόνο μαζί, σε καφενεία το πρωί και στο ξενοδοχείο τους το βράδυ.
Ο Gürdjian είχε εξηγήσει ότι μόλις είχε μετακομίσει από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα, αφού οι Οθωμανικές αρχές τον είχαν χαρακτηρίσει αρμένιο επαναστάτη. Στην πραγματικότητα ο Gürdjian δεν έχανε την ευκαιρία να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του προς το πρόσωπο του Αbdul Hamid II, του δυνάστη της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τον οποίο έλεγε τα εξής: «Του εύχομαι να πεθάνει και να σαπίσει σε ένα μέρος χειρότερο από την κόλαση!»

Ο αρμένιος φίλος των νεαρών αμερικανών είχε υποστεί βασανιστήρια στις Τουρκικές φυλακές και δεν έχανε ευκαιρία να εκτοξεύει υβριστικά σχόλια για τον οθωμανό δυνάστη, πράγμα που ενίσχυε την επιθυμία των δύο φίλων να ταξιδέψουν στην Τουρκία. Ο Gürdjian συζητώντας μια από τις φορές για τον Αbdul Hamid, σχολίασε ότι είναι ο πιο εγωιστής, βάρβαρος και κακός τύπος ανθρώπου που δεν διστάζει να διαπράξει φόνο.
Η παρέα των τριών φίλων αποφάσισε να νοικιάσει ένα μεγάλο δωμάτιο στο οποίο θα μπορούσαν να μένουν άνετα όλοι μαζί. Κάθε βράδυ αφού ετοίμαζαν το δείπνο τους στην ξυλόσομπα, συζητούσαν επί ώρες για φιλοσοφία και πολιτική.
Μια μέρα ο Gürdjian, έφερε στην παρέα έναν αρμένιο φίλο του, ο οποίος δεν μιλούσε καθόλου Αγγλικά. Ο Αllen σχολίασε την τραγωδία που είχε λάβει χώρα στο Σικάγο και κόστισε τη ζωή σε επτά αστυνομικούς όταν εξερράγη βόμβα. Καθώς ο Gürdjian μετέφραζε τη συνομιλία, οι δύο αρμένιοι ύψωσαν τον τόνο της φωνής τους. Όταν τελικά ηρέμησαν οι τόνοι, ο Sachtleben ρώτησε τον Gürdjian τι συνέβη. «Φοβάμαι ότι είναι αναρχικός» εξήγησε ο Gürdjian. Ο Sachtleben κάθισε πίσω, σκέφτηκε και ρώτησε τον αρμένιο επισκέπτη τους στα Γαλλικά αν αυτό είναι αλήθεια. Ο αρμένιος απάντησε: «Εσύ έχεις πολλά χρήματα, εγώ γιατί δεν έχω;»

Οι αμερικάνοι έκαναν αρκετές φιλίες. Μεταξύ αυτών, ο νεαρός Βασίλιος Γεωργίου Καψαμπέλης, του οποίου η οικογένεια είχε καταφέρει να κάνει μια ολόκληρη περιουσία από το εμπόριο υφασμάτων. Βλέποντας τον Sachtleben ένα απόγευμα να περνά με το ποδήλατό του έξω από κάποιο καφενείο, τον πλησίασε για να τον ρωτήσει αν θα μπορούσε να του μάθει να οδηγεί και αυτός. Ο Sachtleben αρχικά χαμογέλασε, ωστόσο του υποσχέθηκε ότι θα περνούσε από το σπίτι του τις επόμενες μέρες.
Στην πολυτελή του έπαυλη, ο Βασίλειος έδειξε στον αμερικάνο δύο ολοκαίνουρια ποδήλατα, ένα high wheel και ένα  κανονικό. Ο Βασίλειος είπε στους καινούριους φίλους ότι αυτός και ο αδερφός του είχαν παραγγείλει τα ποδήλατα από την Αγγλία και έπρεπε κάποιος να τους μάθει πώς να τα οδηγούν. Καθώς ο Sachtleben παρατηρούσε τα ποδήλατα, ο υπηρέτης του πρόσφερε ένα μικρό ποτήρι κονιάκ. Μετά από δύο γουλιές, ο Sachtleben πρoσφέρθηκε να μάθει στα δύο αδέρφια πώς να οδηγούν το συμβατικό. Μάλιστα, δεν δίστασε να προτείνει να χρησιμοποιήσουν και το δικό του, προκειμένου τα δύο αδέρφια να δοκιμάσουν ταυτόχρονα. Οι τρεις τους κατευθύνθηκαν προς τη θάλασσα με τα ποδήλατα και μέσα σε μισή ώρα τα δυο αδέλφια οδηγούσαν με χαρακτηριστική άνεση τα ποδήλατα.

Σε λίγο δεν άργησε να προστεθεί στη συντροφιά και ο γερμανός, Anton von Gödrich. Πρώην στρατιωτικός στο επάγγελμα, εγκατέλειψε τη διπλωματική καριέρα για να αφοσιωθεί στην αγαπημένη του ασχολία: να οδηγεί το ποδήλατό του με τη μεγάλη μπροστινή ρόδα στην εξοχή. Τα τελευταία χρόνια είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα, όπου με βάση την Αθήνα είχε ιδρύσει την πρώτη ποδηλατική λέσχη.
O Sachtleben, αμέσως μόλις τον γνώρισε καλύτερα, τον χαρακτήρισε «αγροίκο» που επιμένει να σκαρφαλώνει στο high wheel ποδήλατό του, τη στιγμή που όλος ο κόσμος στρέφεται στο νέο τύπο ποδηλάτου. Ο αμερικανός διαφωνούσε επίσης ως προς την εμμονή του Gödrich για τις ποδηλατικές λέσχες.
Ο Sachtleben αναφέρει:  “Συνέχεια επαίρεται για το ότι είναι μέλος της Ένωσης Velocipedists για την οποία, όταν του είπαμε ότι δεν μας καίγεται καρφί, άλλαξε στάση”.

Παρά το κοινό τους πάθος για την ποδηλασία, η φιλοσοφία τους ήταν τόσο διαφορετική όσο και επιλογή των ποδηλάτων τους. O αγαπητός κατά τα άλλα Γερμανός, ξεκίνησε να ποδηλατεί κάθε χώρα με το high wheel του. Από τις πληροφορίες που μπορούσε να συλλέξει ο Sachtleben, θεωρούσε ότι δεν ακολουθούσε μια συνεχή πορεία αλλά πηδούσε από το ένα σημείο στο άλλο. Συγκεκριμένα έλεγε: “Ποδηλατούσε για μια περίοδο τριών χρόνων αλλά δεν τον γνώριζε κανείς στην Αγγλία, την καλύτερη χώρα για ποδηλασία στον κόσμο”.
Αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο στον γερμανό, ήταν το έντονο “εγώ” του. Μετά την διαπίστωσή του ότι οι αμερικάνοι δεν είχαν διαβάσει για αυτόν, ο Gödrich προσπαθούσε να μονοπωλεί την συζήτηση. “Δεν υπήρχε μια πόλη που θα αναφέραμε που να μην έχει πει ότι δεν έχει περάσει”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Sachtleben.
Παρόλα αυτά, ο Gödrich ήταν ιδιαιτέρως φιλικός. Επέμενε μάλιστα, οι Αμερικάνοι να τον επισκεφτούν στην ποδηλατική του λέσχη κάποιο απόγευμα. “Αποτελούνταν από δύο μικρά δωμάτια στα βόρεια προάστια, τα οποία ήταν διακοσμημένα με γερμανική αισθητική, καθώς τα περισσότερα μέλη ήταν Γερμανοί. «Ήπιαμε κρασί και ακούσαμε Γερμανικά τραγούδια», περιγράφει ο Sachtleben. Στον χώρο βρισκόταν επίσης τέσσερις Ελληνίδες εκ των οποίων οι δύο ήταν νεαρές.
Πολύ γρήγορα οι δύο αμερικάνοι, έγιναν το επίκεντρο της συζήτησης καθώς προσπαθούσαν να εξηγήσουν την επιλογή ποδηλάτου τους. O Gödrich είχε καταφέρει να περάσει σε όλα τα μέλη της λέσχης την άποψη ότι τα high wheel bikes είναι η καλύτερη επιλογή. Ο Sachtleben θυμάται έναν… χοντροκέφαλο γερμανό ο οποίος έλεγε με στόμφο: “Τα high wheel έχουν περισσότερη πλάκα. Είναι πιο δύσκολο να μάθεις να τα οδηγείς και αν πέσεις, πέφτεις πιο άσχημα!”

Ο Sachtleben κρυφογελούσε καθώς ήταν πεπεισμένος για το ποιο ήταν το είδος του ποδηλάτου που έμελλε να καθιερωθεί.
O Gödrich, ανακοίνωσε στους παρευρισκόμενους την πρόθεση για το ταξίδι τους στην Τουρκία την ερχόμενη άνοιξη, κάνοντας τους δύο φίλους να νιώσουν ακόμη περισσότερη δυσφορία. Παρότι άκουγαν ευγενικά τα λεγόμενα του Γερμανού, δεν έδωσαν καμία σημασία στις συμβουλές του. Ο Sachtleben θυμάται ότι τους περιέγραφε πως η λάσπη θα έχει μισό μέτρο βάθος, θα πρέπει να περάσουν από χειμάρρους και μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσουν ληστές. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι απλά δεν θα μπορέσουν να το κάνουν.
Τελικά, τα μεσάνυχτα, οι δύο αμερικάνοι κατάφεραν να επιστρέψουν. Συμφώνησαν να αγνοήσουν τις συμβουλές του γερμανού και να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Ωστόσο, ο Gödrich θα έχει τον τελευταίο λόγο καθώς θα αναφέρει σε άρθρο του στον γερμανικό τύπο πως απλά έκαναν επίδειξη, ταξιδεύοντας από το ένα σημείο στο άλλο με τρένα και πλοία, προσβάλλοντας τους πραγματικούς  sportsmen.
Παρά την αρχική τους άποψη να αγνοήσουν τις συμβουλές του Gödrich, οι δύο αμερικάνοι στράφηκαν στον αρμένιο φίλο τους προκειμένου να συγκεντρώσουν πληροφορίες σχετικά με το τι θα αντιμετωπίσουν στην Τουρκία.

Δυστυχώς, ο αρμένιος φίλος επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Gödrich για το εσωτερικό της Τουρκίας. Επιπλέον, το πολιτικό σκηνικό της χώρας έκανε ακόμα πιο επικίνδυνο το ταξίδι.  Αναλογιζόμενοι της πληροφορίες αυτές, οι δύο φίλοι άρχισαν να αναθεωρούν κρίνοντας σκόπιμη την εύρεση μιας εναλλακτικής διαδρομής που θα περνούσε από την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Ιερουσαλήμ και τη Βαγδάτη.
Σε κάθε περίπτωση, οι δύο ταξιδιώτες χρειάζονταν καινούρια ποδήλατα. Ο Αllen προσφέρθηκε να επιστρέψει με τρένο στο Λονδίνο για να αγοράσει νέα ποδήλατα. Για να αποφύγει να εκτεθεί μετά τα αρνητικά δημοσιεύματα, ξύρισε το μουστάκι του, έβαψε άλλο χρώμα τα φρύδια του και δανείστηκε μερικά ακριβά ρούχα από τον φίλο τους Βασίλειο, όπως επίσης γυαλιά και μπαστούνι.
To πρωινό της 4ής Φεβρουαρίου του 1891, το τρένο του Αllen ήταν έτοιμο να αναχωρήσει από τον σταθμό. Ο Βασίλειος έσφιξε το χέρι του Αllen ενώ ο Sachtleben στεκόταν δίπλα, ανήμπορος να κρύψει τα δάκρυά του. Μετά από πολλούς μήνες οι δύο φίλοι θα αποχωρίζονταν ο ένας τον άλλον.
Έναν μήνα μετά, ο Αllen επέστρεψε από το Λονδίνο φέρνοντας μαζί του δύο ολοκαίνουρια Humber με φουσκωτά ελαστικά. Τα δύο ποδήλατα θα ήταν αυτά που θα χρησιμοποιούσαν για να διασχίσουν την Ασία τους επόμενους 18 μήνες και βρίσκονται ακόμη και σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση. Το ποδήλατο του Sachtleben  εκτίθεται στο μουσείο ιστορίας του Λος Άντζελες ενώ του Allen στο μουσείο επιστημών του Λονδίνου.
Με τον ερχομό της άνοιξης, οι δύο φίλοι αποχαιρέτησαν την Αθήνα και τους καλούς φίλους που είχαν γνωρίσει και με το τρένο θα κατευθύνονταν στην Κωνσταντινούπολη από όπου θα ξεκινούσαν την διάσχιση της Ασίας. Μαζί τους είχαν τα ολοκαίνουρια Humber τους και τις Kodak για να απαθανατίσουν το ταξίδι. Όσο για την διαδρομή, ούτε οι ίδιοι δεν ήταν σίγουροι ποια θα ακολουθούσαν. Θα εξαρτιόταν από το αν οι Ρωσικές Αρχές θα τους παρείχαν άδεια να ποδηλατήσουν μέσα από το Ρωσικό έδαφος.
Αυτό που είναι σίγουρο όμως, είναι ότι, παρά τις πολλές προειδοποιήσεις για τις δυσκολίες που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν, εκείνοι ξεκίνησαν το ταξίδι τους, ποδηλατώντας μερικές χιλιάδες μίλια μέσα στη γεμάτη πολιτικές αναταραχές Τουρκία, ρισκάροντας τις ζωές τους. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τα ίχνη του Frank Lenz από το Pittsburgh θα χαθούν κάπου στην ίδια διαδρομή που ακολούθησαν οι δύο φίλοι, στην προσπάθειά του να καταφέρει το ίδιο ταξίδι – αναγκάζοντας τον Sachtleben να επιστρέψει για να τον αναζητήσει…

http://www.mbike.gr

 Πίσω στα παλιά 

No comments: