ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠ’ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΘΑΝ. ΙΩΑΝ. ΛΑΤΣΟΥΔΗ ( 1891 – 1985
)
Παλιότερα , είχαμε δημοσιεύσει την αφήγηση του αξέχαστου Λιδορικιώτη Σπύρου Σφέτσου – Καλέρη : “ Το Λιδορίκι πρωτεύουσα της Ελλάδας “, σήμερα ξεκινάμε με μια περικοπή απ’ το ημερολόγιο του αείμνηστου Αθαν. Λατσούδη , σχετική με το περίφημο “ Κίνημα του 1917 στο Λιδορίκι “.
Πολλοί ίσως δεν θα γνωρίζουν για το περίφημο αυτό κίνημα , που έγινε στο χωριό μας το 1917 , διαβάστε λοιπόν πως έζησε αλλά και θυμόταν εκείνο το περιστατικό ο Αθ. Λατσούδης , και το αναφέρει στο προσωπικό του ημερολόγιο στη σελίδα 97 :
“ …Έτσι , μια νύχτα , τα μεσάνυχτα , ακούστηκαν να χτυπάνε οι καμπάνες της Παναγίας και κατατρομαγμένοι οι κάτοικοι βγήκαν στο δρόμο να μάθουν τι τρέχει . Ο Κώστας Σαψαρής ( Μαργέλλος ), ατάραχος , κατέβαινε απ’ το σπίτι του , τον ρωτάνε αν ξέρει τι συμβαίνει , κι’ αυτός πάλι ατάραχος , λέει : “ Μη φοβάστε , τίποτα δεν τρέχει , κάποιος λύκος πάλευε να φάει το μουλάρι μου , γι’ αυτό βαράει η καμπάνα , για να φοβηθεί να φύγει “. ‘Ηταν βέβαια κι’ αυτός μυημένος στο κίνημα , αλλά κι’ αυτό το’παιρνε στ΄αστεία , όπως συνήθιζε .
Σε λίγο , γέμισε η πλατεία της Βαθειάς από τους μυημένους οπαδούς , με ό,τι όπλο είχε ο καθένας . Έφτασε κι’ ο αρχηγός ο Γιώργος Κλώσσας , τους μέτρησε , έστειλε μερικούς να φυλάνε ένα γύρω την πρωτεύουσα ( το Λιδορίκι ) , για να μη βγαίνει προς τα έξω κανένας .
Οι πραγματικοί οργανωτές του κινήματος ήταν τρεις γιατροί αντιβενιζελικοί , έβαλαν όμως τον Κλώσσα σαν εμφανή αρχηγό και να’χουν αυτοί την πισινή , σε περίπτωση αποτυχίας . Κι’ ο Κλώσσας πήρε στα σοβαρά το αξίωμα .
Είχαν στείλει μηνύματα στους πυρήνες των χωριών , για να φτάσουν το πρωί στην πρωτεύουσα , με κάθε είδος όπλο . Καμιά πενηνταριά οπλισμένοι που ‘χαν μαζευτεί στην πλατεία περικύκλωσαν την Αστυνομία κάλεσαν τη δύναμή της να τους παραδώσει τα όπλα ( βρισκόταν λίγο πιο πάνω απ’ τη Βαθειά ) . Στην αρχή αρνήθηκαν αλλά στο τέλος προτίμησαν να μη γίνει αιματοχυσία και τα παρέδωσαν . Στη συνέχεια κατέλαβαν το Δημοτικό Σχολείο για γραφεία και καταυλισμό των επιστράτων των χωριών .
Στο σπίτι του Πατέρα ( του Ιωάν.Αθ. Λατσούδη ) έφτασε από τη Στρούζα ο ανιψιός Παναγιώτης Μποβιάτσης ή Μπόμης κι’ έφερε τα νέα που άκουσε στο χωριό για το κίνημα και για να ειδοποιηθούν οι Βενιζελικοί για να λάβουν τα μέτρα τους και έμεινε στο σπίτι για ενίσχυση .
Τη νύχτα με τις καμπάνες σηκώθηκαν στο πόδι , με το φόβο για κακά επακόλουθα . Ο γιος ( Αθαν.Ι.Λατσούδης ) δεν ήταν στην οργάνωση των επιστράτων , ούτε τον είχαν καλέσει να γραφτεί , γιατί δεν τον θεωρούσαν έμπιστο , σαν Βενιζελικό .
Πριν δυο μέρες κλήθηκαν στις τάξεις του στρατού μερικές ηλικίες εφέδρων και μέσα σ’ αυτούς και πάλι η κλάση του 1912 , για να παρουσιαστούν μετά από 15 μέρες και ακριβώς γι’ αυτό έγινε τότε το κίνημα , για να ματαιωθεί η επιστράτευση . Ολονυχτία στο σπίτι , αγωνία σ΄όλους τους Βενιζελικούς .
Το κομμάτι του Λιδορικιού , γύρω απ’ το Αλωνάκι , βγαλμένη γύρω στα 1925 . Δεξιά στο βάθος η εκκλησία μας η Παναγία ( Ζ.Πηγή ) και αριστερά επάνω το περιβόητο σαράϊ του Κ. Μαργέλλου . Στο κέντρο κάτω τα σπίτια και καταστήματα Λατσούδη ( Λ ) και Μαραζιάρη (Μ ) . Το κενό ανάμεσά τους έχει οικοδομηθεί τώρα ( οικία Δ.Κατσένιου ). Πάνω απ’ την πλατεία στη σειρά τα σπίτια : Ευσταθίου , Κ,Μποβιάτση (1) , Παπαδόπουλου (2 ) , Απ. Ποντίκη (3 ) , Παπαναγιώτου και μετά Κ.Μαργέλλου ( 4 ) , Αθ. Πίτσιου ( 5 ) . Κάτω απ’ το ΜαραζιαραίΙκο , το χαμηλό , πρέπει να είναι το σπίτι του Υφαντή – Κατροδαύλη .
Το ημερολόγιο του Αθ.Ι.Λατσούδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ Η Λεύκα Δωρίδος “απ’ όπου και το αναδημοσιεύουμε .
Πριν ακόμα φέξει , έφτασε ο αρχηγός με τρεις ακόλουθους , ζητώντας ν’ ανοίξει το μαγαζί , για να πάρουν φυσίγγια “ γκρα “ και περιστρόφων , που πουλιόντουσαν τότε ελεύθερα . Μπροστά ο γιος ( Αθ. Λατσούδης συγγραφέας του ημερολογίου ) πίσω ο πατέρας ( Ιωάννης Λατσούδης ) , κρατώντας ένα ξύλο για μπαστούνι και στηριγμένο πάνω του ένα μεγάλο σουγιά κυνηγιού ανοιχτό και πιο πίσω ο Μπόμης , κρυφά να μη φαίνεται , μ’ ένα αμερικάνικο περίστροφο στο χέρι , έτοιμος να χτυπήσει στο ψαχνό .
Ανεβαίνουν από την εσωτερική πόρτα του σπιτιού στο μαγαζί ( που σήμερα έχουν οι Ι.Δημολάς και Κ.Αναγνωστόπουλος στο Αλωνάκι ) , δεν ανοίγουν την πόρτα του μαγαζιού , αλλά το παράθυρο με τη χοντρή σιδεριά , δίνει στον αρχηγό τα φυσίγγια ο Γιός και φεύγουν ο αρχηγός με την παρέα του , χωρίς να πληρώσουν , ούτε να πουν ένα ευχαριστώ .
Κατεβαίνουν και οι τρεις στο σπίτι , πίνουν κι’ άλλο καφέ , περιμένοντας να ξημερώσει , όπου φτάνουν τρεις οπλοφόροι ζητώντας το γιο , για να αναλάβει υπηρεσία , μάλλον όμως για όμηρο . Χωρίς αντίσταση , τους ακολουθεί αυτός στον αρχηγό Κλώσσα , που είχε το παρατσούκλι “ Βαγγούσης “. Παίρνει τη διαταγή να αναλάβει αμέσως υπηρεσία στρατολόγου και να καταγράψει αμέσως όσους επίστρατους παρουσιάζονται . Του έδωσε και δύο βοηθούς ! Όπως το ξανάπαμε , ο αρχηγός Κλώσσας – Βαγγούσης το ‘χε πάρει στραβά το αρχηγιλίκι που του φόρτωσαν οι γιατροί .
Έμαθαν στο σπίτι πως ο γιος πήρε αυτό το αξίωμα και ησύχασαν πλέον , αφού θα ‘χουν άνθρωπο δικό τους στα πράγματα . Ο γιος , παίρνοντας το πράγμα σαν κωμωδία στρογγυλοκάθισε στην έδρα του Σχολείου , εκεί κάθονταν στην ώρα του μαθήματος ο γαμπρός του δάσκαλος , ο Κάγκαλος . Πήρε μια κόλλα χαρτί κι’ άρχισε να καταγράφει όσους παρουσιάζονταν και τι ζητούσαν οι ίδιοι . Ως το μεσημέρι οι εγγραφέντες δεν έφτασαν ούτε τους τριάντα , τόση μεγάλη προθυμία υπήρχε ..
Από νωρίς το πρωί έφταναν από τα χωριά της Περιφέρειας ομάδες χωριάτες κάθε ηλικίας . Μερικοί κρατούσαν κάθε είδους παλιοτούφεκο , γκρα , μάουζερ , ή και κυνηγετικό , οι πιο πολλοί χωρίς τίποτε . Λίγοι γνώριζαν το σκοπό του κινήματος , οι άλλοι πήγαιναν νομίζοντας πως θα γίνει πλιάτσικο στο εμπορικό και βιάζονταν να προλάβουν κι’ αυτοί κάτι . Εύρισκαν τα μαγαζιά κλειστά και έμεναν απογοητευμένοι , περιδιαβάζοντας στις πλατείες και στον κεντρικό δρόμο . Ο αρχηγός στο πόδι , στο αρχηγείο του Ανδρίτσου , ξεχώριζε όσους είχαν όπλο και τους κατηύθυνε στο Σχολείο για να γραφτούν . Από τους δέκα που ξεχώριζαν , θα έφταναν στο σχολείο για εγγραφή ούτε οι μισοί . Οι άλλοι έκαναν το κορόϊδο κι’ ακούμπαγαν κάπου το σιδερικό , βολτάροντας πέρα – δώθε .
Απάνω στην ώρα έφτασε από την Κωστάρτσα ο Κώστας Βέϊμος , έφεδρος λοχίας , φιλοδοξώντας κι’ αυτός σαν τον Κλώσσα , ν’ αναδειχθεί αρχηγός κι’ ανάλαβε τη συγκρότηση του σώματος . Με το σούρουπο της πρώτης μέρας , το ανθρωπομάζεμα των χωρικών , έβλεπε πως δεν είχε καμιά δουλειά εκεί , το πλιάτσικο στο οποίο ήλπιζαν δεν γινόταν , τα μαγαζιά ασφαλισμένα καλά και προστατευμένα απ’ τους ‘ίδιους τους μαγαζάτορες . Ο σκοπός του κινήματος σ’ άλλο απέβλεπε , οι δε από τα κρυφά κινήσαντες την εξέγερση , συνέστησαν στο φανερό αρχηγό ν’ αποθαρρύνει κάθε κίνηση για πλιάτσικο . Οι χωριάτες έμεναν όλη μέρα νηστικοί , δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο , κι’ ένας ‘ενας το’σκαγε για το χωριό του .
Ο αρχηγός του Στρατού Βέϊμος σφύριζε να μαζευτούν οι στρατεύσιμοι στο Αλωνάκι . Παρουσιάστηκαν λιγότεροι από πενήντα φέροντες όπλο , τους έβαλε σε δύο ζυγούς και ρωτούσε έναν έναν πόσα φυσίγγια είχε . Άλλος είχε 5 , άλλος 10 , άλλος 20 , μόρφαζε ο Βέϊμος και σε κάθε απάντηση έλεγε τη φράση , που έμεινε ιστορική : “ Ωραίος καιρός , μ’ αυτά θα πολεμήσουμε ; “
Στο διάστημα που γίνονταν αυτά την πρώτη και τη δεύτερη μέρα του κινήματος , στην αντίθετη πλευρά λάβαιναν χώρα άλλα γεγονότα . Στο Λιδορίκι βρισκόταν τις προηγούμενες ημέρες ο Βενιζελικός βουλευτής Θεμιστοκλής Παπαϊωάννου και έμενε στο πατρικό του σπίτι , με την οικογένεια του αδελφού του Θανάση ( Σούλιου ) . Μόλις ακούστηκαν οι καμπάνες , κατάλαβε αμέσως πως πρόκειται για κίνημα , από προηγούμενες φήμες κι από μυστικές ενέργειες της Κυβέρνησης για αντιμετώπιση στη γένεσή του και συστάσεις προς τους βουλευτές για επαγρύπνηση .
ΓΙ’ αυτό και ο Παπαϊωάννου καβάλησε το μουλάρι του αδελφού του και πριν προλάβει ο Κλώσσας να κλείσει το δρόμο , έφυγε για την Ερατεινή κι’ από εκεί με καίκι στο Αίγιο , απ’ όπου ήλθε σε επικοινωνία με την Κυβέρνηση .
Στον λιμάνι του Πειραιά βρίσκονταν πάντα δυο επιταγμένα ακτοπλοϊκά σκάφη στη διάθεση της Κυβέρνησης και στη στιγμή επιβιβάστηκε ένας λόχος στρατού , με προορισμό την Ερατεινή , όπου έφτασε την τρίτη μέρα του κινήματος και με πολεμική πορεία κατευθύνθηκε για το Λιδορίκι .
Μόλις έφτασε η είδηση για την απόβαση του Στρατού στην Ερατεινή , τρομοκρατήθηκαν οι πραγματικοί αρχηγοί , που με σιγουριά περίμεναν είδηση πως επεκράτησε το κίνημα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα . Κλείστηκαν στα σπίτια τους κι’ οι τρεις και κανένας δεν μπορούσε να τους δει . Στο αρχηγείο του όμως ο Κλώσσας ετοιμαζόταν για άμυνα και μάταια περίμενε οδηγίες απ΄τους γιατρούς . Μετρήθηκαν οι άνδρες που είχαν όπλα , βρέθηκαν όλοι κι’ όλοι 30 , με 5 έως 20 φυσίγγια . Οι άλλοι σκόρπισαν για τα σπίτια τους και τα μαντριά στον Άι Λια . Ο στρατάρχης Βέϊμος το ‘σκασε τη νύχτα για την Κωστάρτσα ο αρχηγός Κλώσσας - Βαγγούσης τρύπωσε στο σπίτι του στο Βαρούσι .
Ο λόχος προσωρούσε ακροβολιστά , απ’ τη Βελά προς την πρωτεύουσα χωρίς να συναντήσει ψυχή ζωντανή . Έφτασε στην πλατεία της Βαθειάς , στάθμευσε μέρος της δύναμης και οι άλλοι έφτασαν στο Αλωνάκι . Ξεθάρρεψαν οι Βενιζελικοί κι’ όλοι οι κάτοικοι που ήταν αμέτοχοι στο κίνημα , άνοιξαν τα μαγαζιά , οι αφοπλισθέντες αστυνομικοί πήραν τα όπλα τους κι’ η ζωή επανήλθε όπως πριν .
Ο Διοικητής του λόχου άρχισε τις ανακρίσεις και συλλήψεις πρωταιτίων για άμεση παραπομπή στο πλησιέστερο έκτακτο στρατοδικείο , σύμφωνα με τις διαταγές που δόθηκαν απ΄το Υπουργείο Στρατιωτικών . Οι χωροφύλακες του Σταθμού , μετά τον αφοπλισμό τους , αφέθηκαν ελεύθεροι να κυκλοφορούν στους δρόμους , κι’ έτσι παρακολουθούσαν την κίνηση των κινηματιών και αυτοί εξετάσθηκαν πρώτοι απ’ το λοχαγό που , με βάση τις καταθέσεις τους έκανε και τις πρώτες συλλήψεις .
Οι γιατροί δεν έχουν φανεί έξω κατά τις μέρες του κινήματος και γι αυτό το λόγο δεν αναφέρθηκαν απ’ τους χωροφύλακες στις καταθέσεις τους , κι’ έτσι γλίτωσαν με την πρώτη , αλλά δεν ησύχασαν απ’ το φόβο ν’ αποκαλυφθούν απ’ τους άλλους που συλλαμβάνονταν και ανακρίνονταν . Συναντήθηκαν κρυφά κι’ οι τρεις , για να αποφασίσουν τι πρέπει να κάμουν , τρομοκρατημένοι από το ότι παντού απέτυχε το κίνημα και όσοι πιάνονταν , παραπέμπονταν στο Στρατοδικείο και τουφεκίζονταν αμέσως .
Εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην Κίσελη , στο σπίτι του για ανάπαυση , ο Κώστας Λιδορίκης , δεύτερος βουλευτής της επαρχίας , όχι Βενιζελικός σαν τον Παπαϊωάννου , αλλά συμπαθών , ως ανήκων στην ομάδα των Ζαϊμικών , που υποστήριζαν την Κυβέρνηση Βενιζέλου . Αυτουνού ιδιαίτερος ήταν ο Πατέρας . Απ’ το Λιδορίκι λοιπόν αποφάσισαν να ζητήσουν χείρα σωτηρίας οι γιατροί , αν και κανένας από αυτούς δεν ήταν φίλος του . Χωρίς χρονοτριβή στέλνουν έμπιστό τους με γράμμα , ζητώντας εξ ονόματος όλων τάχα των κατοίκων – ανέφεραν και το όνομα του Πατέρα εν αγνοία του – να σπεύσει να’ρθει στο Λιδορίκι για να τους σώσει απ’ τα χέρια της στρατιωτικής δικαιοσύνης .
Ο Λιδορίκης , βαρετός σε τέτοια πράγματα , σκέφτηκε μήπως ήταν χρήσιμο και στους προσωπικούς του φίλους , δέχτηκε την πρόσκληση και την άλλη μέρα έφτασε στην πλατεία της Βαθειάς , όπου οι κινηματίες του επεφύλαξαν μεγάλη υποδοχή , σαν να ήταν όλοι φίλοι του . Αφού τους καθησύχασε , τράβηξε για το σπίτι του Πατέρα , για να ξεκουραστεί απ’ την εξάωρη πορεία και να πληροφορηθεί καλύτερα απ’ τον ίδιο πως έγιναν τα παρατράγουδα . Αφού αναπαύθηκε λίγο , συνάντησε το Διοικητή του λόχου , απ’ τον οποίο πληροφορήθηκε για τις διαταγές που είχε και τις διαθέσεις του και τον παρακάλεσε να καθυστερήσει λίγο τις ενέργειές του .
Έτσι άδοξα λοιπόν τελείωσε το Λιδορικιώτικο κίνημα του 1917 .
Καλό σας βράδυ και καλό μήνα ..
www.lidoriki.con
Παλιότερα , είχαμε δημοσιεύσει την αφήγηση του αξέχαστου Λιδορικιώτη Σπύρου Σφέτσου – Καλέρη : “ Το Λιδορίκι πρωτεύουσα της Ελλάδας “, σήμερα ξεκινάμε με μια περικοπή απ’ το ημερολόγιο του αείμνηστου Αθαν. Λατσούδη , σχετική με το περίφημο “ Κίνημα του 1917 στο Λιδορίκι “.
Πολλοί ίσως δεν θα γνωρίζουν για το περίφημο αυτό κίνημα , που έγινε στο χωριό μας το 1917 , διαβάστε λοιπόν πως έζησε αλλά και θυμόταν εκείνο το περιστατικό ο Αθ. Λατσούδης , και το αναφέρει στο προσωπικό του ημερολόγιο στη σελίδα 97 :
“ …Έτσι , μια νύχτα , τα μεσάνυχτα , ακούστηκαν να χτυπάνε οι καμπάνες της Παναγίας και κατατρομαγμένοι οι κάτοικοι βγήκαν στο δρόμο να μάθουν τι τρέχει . Ο Κώστας Σαψαρής ( Μαργέλλος ), ατάραχος , κατέβαινε απ’ το σπίτι του , τον ρωτάνε αν ξέρει τι συμβαίνει , κι’ αυτός πάλι ατάραχος , λέει : “ Μη φοβάστε , τίποτα δεν τρέχει , κάποιος λύκος πάλευε να φάει το μουλάρι μου , γι’ αυτό βαράει η καμπάνα , για να φοβηθεί να φύγει “. ‘Ηταν βέβαια κι’ αυτός μυημένος στο κίνημα , αλλά κι’ αυτό το’παιρνε στ΄αστεία , όπως συνήθιζε .
Σε λίγο , γέμισε η πλατεία της Βαθειάς από τους μυημένους οπαδούς , με ό,τι όπλο είχε ο καθένας . Έφτασε κι’ ο αρχηγός ο Γιώργος Κλώσσας , τους μέτρησε , έστειλε μερικούς να φυλάνε ένα γύρω την πρωτεύουσα ( το Λιδορίκι ) , για να μη βγαίνει προς τα έξω κανένας .
Οι πραγματικοί οργανωτές του κινήματος ήταν τρεις γιατροί αντιβενιζελικοί , έβαλαν όμως τον Κλώσσα σαν εμφανή αρχηγό και να’χουν αυτοί την πισινή , σε περίπτωση αποτυχίας . Κι’ ο Κλώσσας πήρε στα σοβαρά το αξίωμα .
Είχαν στείλει μηνύματα στους πυρήνες των χωριών , για να φτάσουν το πρωί στην πρωτεύουσα , με κάθε είδος όπλο . Καμιά πενηνταριά οπλισμένοι που ‘χαν μαζευτεί στην πλατεία περικύκλωσαν την Αστυνομία κάλεσαν τη δύναμή της να τους παραδώσει τα όπλα ( βρισκόταν λίγο πιο πάνω απ’ τη Βαθειά ) . Στην αρχή αρνήθηκαν αλλά στο τέλος προτίμησαν να μη γίνει αιματοχυσία και τα παρέδωσαν . Στη συνέχεια κατέλαβαν το Δημοτικό Σχολείο για γραφεία και καταυλισμό των επιστράτων των χωριών .
Στο σπίτι του Πατέρα ( του Ιωάν.Αθ. Λατσούδη ) έφτασε από τη Στρούζα ο ανιψιός Παναγιώτης Μποβιάτσης ή Μπόμης κι’ έφερε τα νέα που άκουσε στο χωριό για το κίνημα και για να ειδοποιηθούν οι Βενιζελικοί για να λάβουν τα μέτρα τους και έμεινε στο σπίτι για ενίσχυση .
Τη νύχτα με τις καμπάνες σηκώθηκαν στο πόδι , με το φόβο για κακά επακόλουθα . Ο γιος ( Αθαν.Ι.Λατσούδης ) δεν ήταν στην οργάνωση των επιστράτων , ούτε τον είχαν καλέσει να γραφτεί , γιατί δεν τον θεωρούσαν έμπιστο , σαν Βενιζελικό .
Πριν δυο μέρες κλήθηκαν στις τάξεις του στρατού μερικές ηλικίες εφέδρων και μέσα σ’ αυτούς και πάλι η κλάση του 1912 , για να παρουσιαστούν μετά από 15 μέρες και ακριβώς γι’ αυτό έγινε τότε το κίνημα , για να ματαιωθεί η επιστράτευση . Ολονυχτία στο σπίτι , αγωνία σ΄όλους τους Βενιζελικούς .
Το κομμάτι του Λιδορικιού , γύρω απ’ το Αλωνάκι , βγαλμένη γύρω στα 1925 . Δεξιά στο βάθος η εκκλησία μας η Παναγία ( Ζ.Πηγή ) και αριστερά επάνω το περιβόητο σαράϊ του Κ. Μαργέλλου . Στο κέντρο κάτω τα σπίτια και καταστήματα Λατσούδη ( Λ ) και Μαραζιάρη (Μ ) . Το κενό ανάμεσά τους έχει οικοδομηθεί τώρα ( οικία Δ.Κατσένιου ). Πάνω απ’ την πλατεία στη σειρά τα σπίτια : Ευσταθίου , Κ,Μποβιάτση (1) , Παπαδόπουλου (2 ) , Απ. Ποντίκη (3 ) , Παπαναγιώτου και μετά Κ.Μαργέλλου ( 4 ) , Αθ. Πίτσιου ( 5 ) . Κάτω απ’ το ΜαραζιαραίΙκο , το χαμηλό , πρέπει να είναι το σπίτι του Υφαντή – Κατροδαύλη .
Το ημερολόγιο του Αθ.Ι.Λατσούδη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ Η Λεύκα Δωρίδος “απ’ όπου και το αναδημοσιεύουμε .
Πριν ακόμα φέξει , έφτασε ο αρχηγός με τρεις ακόλουθους , ζητώντας ν’ ανοίξει το μαγαζί , για να πάρουν φυσίγγια “ γκρα “ και περιστρόφων , που πουλιόντουσαν τότε ελεύθερα . Μπροστά ο γιος ( Αθ. Λατσούδης συγγραφέας του ημερολογίου ) πίσω ο πατέρας ( Ιωάννης Λατσούδης ) , κρατώντας ένα ξύλο για μπαστούνι και στηριγμένο πάνω του ένα μεγάλο σουγιά κυνηγιού ανοιχτό και πιο πίσω ο Μπόμης , κρυφά να μη φαίνεται , μ’ ένα αμερικάνικο περίστροφο στο χέρι , έτοιμος να χτυπήσει στο ψαχνό .
Ανεβαίνουν από την εσωτερική πόρτα του σπιτιού στο μαγαζί ( που σήμερα έχουν οι Ι.Δημολάς και Κ.Αναγνωστόπουλος στο Αλωνάκι ) , δεν ανοίγουν την πόρτα του μαγαζιού , αλλά το παράθυρο με τη χοντρή σιδεριά , δίνει στον αρχηγό τα φυσίγγια ο Γιός και φεύγουν ο αρχηγός με την παρέα του , χωρίς να πληρώσουν , ούτε να πουν ένα ευχαριστώ .
Κατεβαίνουν και οι τρεις στο σπίτι , πίνουν κι’ άλλο καφέ , περιμένοντας να ξημερώσει , όπου φτάνουν τρεις οπλοφόροι ζητώντας το γιο , για να αναλάβει υπηρεσία , μάλλον όμως για όμηρο . Χωρίς αντίσταση , τους ακολουθεί αυτός στον αρχηγό Κλώσσα , που είχε το παρατσούκλι “ Βαγγούσης “. Παίρνει τη διαταγή να αναλάβει αμέσως υπηρεσία στρατολόγου και να καταγράψει αμέσως όσους επίστρατους παρουσιάζονται . Του έδωσε και δύο βοηθούς ! Όπως το ξανάπαμε , ο αρχηγός Κλώσσας – Βαγγούσης το ‘χε πάρει στραβά το αρχηγιλίκι που του φόρτωσαν οι γιατροί .
Έμαθαν στο σπίτι πως ο γιος πήρε αυτό το αξίωμα και ησύχασαν πλέον , αφού θα ‘χουν άνθρωπο δικό τους στα πράγματα . Ο γιος , παίρνοντας το πράγμα σαν κωμωδία στρογγυλοκάθισε στην έδρα του Σχολείου , εκεί κάθονταν στην ώρα του μαθήματος ο γαμπρός του δάσκαλος , ο Κάγκαλος . Πήρε μια κόλλα χαρτί κι’ άρχισε να καταγράφει όσους παρουσιάζονταν και τι ζητούσαν οι ίδιοι . Ως το μεσημέρι οι εγγραφέντες δεν έφτασαν ούτε τους τριάντα , τόση μεγάλη προθυμία υπήρχε ..
Από νωρίς το πρωί έφταναν από τα χωριά της Περιφέρειας ομάδες χωριάτες κάθε ηλικίας . Μερικοί κρατούσαν κάθε είδους παλιοτούφεκο , γκρα , μάουζερ , ή και κυνηγετικό , οι πιο πολλοί χωρίς τίποτε . Λίγοι γνώριζαν το σκοπό του κινήματος , οι άλλοι πήγαιναν νομίζοντας πως θα γίνει πλιάτσικο στο εμπορικό και βιάζονταν να προλάβουν κι’ αυτοί κάτι . Εύρισκαν τα μαγαζιά κλειστά και έμεναν απογοητευμένοι , περιδιαβάζοντας στις πλατείες και στον κεντρικό δρόμο . Ο αρχηγός στο πόδι , στο αρχηγείο του Ανδρίτσου , ξεχώριζε όσους είχαν όπλο και τους κατηύθυνε στο Σχολείο για να γραφτούν . Από τους δέκα που ξεχώριζαν , θα έφταναν στο σχολείο για εγγραφή ούτε οι μισοί . Οι άλλοι έκαναν το κορόϊδο κι’ ακούμπαγαν κάπου το σιδερικό , βολτάροντας πέρα – δώθε .
Απάνω στην ώρα έφτασε από την Κωστάρτσα ο Κώστας Βέϊμος , έφεδρος λοχίας , φιλοδοξώντας κι’ αυτός σαν τον Κλώσσα , ν’ αναδειχθεί αρχηγός κι’ ανάλαβε τη συγκρότηση του σώματος . Με το σούρουπο της πρώτης μέρας , το ανθρωπομάζεμα των χωρικών , έβλεπε πως δεν είχε καμιά δουλειά εκεί , το πλιάτσικο στο οποίο ήλπιζαν δεν γινόταν , τα μαγαζιά ασφαλισμένα καλά και προστατευμένα απ’ τους ‘ίδιους τους μαγαζάτορες . Ο σκοπός του κινήματος σ’ άλλο απέβλεπε , οι δε από τα κρυφά κινήσαντες την εξέγερση , συνέστησαν στο φανερό αρχηγό ν’ αποθαρρύνει κάθε κίνηση για πλιάτσικο . Οι χωριάτες έμεναν όλη μέρα νηστικοί , δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο , κι’ ένας ‘ενας το’σκαγε για το χωριό του .
Ο αρχηγός του Στρατού Βέϊμος σφύριζε να μαζευτούν οι στρατεύσιμοι στο Αλωνάκι . Παρουσιάστηκαν λιγότεροι από πενήντα φέροντες όπλο , τους έβαλε σε δύο ζυγούς και ρωτούσε έναν έναν πόσα φυσίγγια είχε . Άλλος είχε 5 , άλλος 10 , άλλος 20 , μόρφαζε ο Βέϊμος και σε κάθε απάντηση έλεγε τη φράση , που έμεινε ιστορική : “ Ωραίος καιρός , μ’ αυτά θα πολεμήσουμε ; “
Στο διάστημα που γίνονταν αυτά την πρώτη και τη δεύτερη μέρα του κινήματος , στην αντίθετη πλευρά λάβαιναν χώρα άλλα γεγονότα . Στο Λιδορίκι βρισκόταν τις προηγούμενες ημέρες ο Βενιζελικός βουλευτής Θεμιστοκλής Παπαϊωάννου και έμενε στο πατρικό του σπίτι , με την οικογένεια του αδελφού του Θανάση ( Σούλιου ) . Μόλις ακούστηκαν οι καμπάνες , κατάλαβε αμέσως πως πρόκειται για κίνημα , από προηγούμενες φήμες κι από μυστικές ενέργειες της Κυβέρνησης για αντιμετώπιση στη γένεσή του και συστάσεις προς τους βουλευτές για επαγρύπνηση .
ΓΙ’ αυτό και ο Παπαϊωάννου καβάλησε το μουλάρι του αδελφού του και πριν προλάβει ο Κλώσσας να κλείσει το δρόμο , έφυγε για την Ερατεινή κι’ από εκεί με καίκι στο Αίγιο , απ’ όπου ήλθε σε επικοινωνία με την Κυβέρνηση .
Στον λιμάνι του Πειραιά βρίσκονταν πάντα δυο επιταγμένα ακτοπλοϊκά σκάφη στη διάθεση της Κυβέρνησης και στη στιγμή επιβιβάστηκε ένας λόχος στρατού , με προορισμό την Ερατεινή , όπου έφτασε την τρίτη μέρα του κινήματος και με πολεμική πορεία κατευθύνθηκε για το Λιδορίκι .
Μόλις έφτασε η είδηση για την απόβαση του Στρατού στην Ερατεινή , τρομοκρατήθηκαν οι πραγματικοί αρχηγοί , που με σιγουριά περίμεναν είδηση πως επεκράτησε το κίνημα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα . Κλείστηκαν στα σπίτια τους κι’ οι τρεις και κανένας δεν μπορούσε να τους δει . Στο αρχηγείο του όμως ο Κλώσσας ετοιμαζόταν για άμυνα και μάταια περίμενε οδηγίες απ΄τους γιατρούς . Μετρήθηκαν οι άνδρες που είχαν όπλα , βρέθηκαν όλοι κι’ όλοι 30 , με 5 έως 20 φυσίγγια . Οι άλλοι σκόρπισαν για τα σπίτια τους και τα μαντριά στον Άι Λια . Ο στρατάρχης Βέϊμος το ‘σκασε τη νύχτα για την Κωστάρτσα ο αρχηγός Κλώσσας - Βαγγούσης τρύπωσε στο σπίτι του στο Βαρούσι .
Ο λόχος προσωρούσε ακροβολιστά , απ’ τη Βελά προς την πρωτεύουσα χωρίς να συναντήσει ψυχή ζωντανή . Έφτασε στην πλατεία της Βαθειάς , στάθμευσε μέρος της δύναμης και οι άλλοι έφτασαν στο Αλωνάκι . Ξεθάρρεψαν οι Βενιζελικοί κι’ όλοι οι κάτοικοι που ήταν αμέτοχοι στο κίνημα , άνοιξαν τα μαγαζιά , οι αφοπλισθέντες αστυνομικοί πήραν τα όπλα τους κι’ η ζωή επανήλθε όπως πριν .
Ο Διοικητής του λόχου άρχισε τις ανακρίσεις και συλλήψεις πρωταιτίων για άμεση παραπομπή στο πλησιέστερο έκτακτο στρατοδικείο , σύμφωνα με τις διαταγές που δόθηκαν απ΄το Υπουργείο Στρατιωτικών . Οι χωροφύλακες του Σταθμού , μετά τον αφοπλισμό τους , αφέθηκαν ελεύθεροι να κυκλοφορούν στους δρόμους , κι’ έτσι παρακολουθούσαν την κίνηση των κινηματιών και αυτοί εξετάσθηκαν πρώτοι απ’ το λοχαγό που , με βάση τις καταθέσεις τους έκανε και τις πρώτες συλλήψεις .
Οι γιατροί δεν έχουν φανεί έξω κατά τις μέρες του κινήματος και γι αυτό το λόγο δεν αναφέρθηκαν απ’ τους χωροφύλακες στις καταθέσεις τους , κι’ έτσι γλίτωσαν με την πρώτη , αλλά δεν ησύχασαν απ’ το φόβο ν’ αποκαλυφθούν απ’ τους άλλους που συλλαμβάνονταν και ανακρίνονταν . Συναντήθηκαν κρυφά κι’ οι τρεις , για να αποφασίσουν τι πρέπει να κάμουν , τρομοκρατημένοι από το ότι παντού απέτυχε το κίνημα και όσοι πιάνονταν , παραπέμπονταν στο Στρατοδικείο και τουφεκίζονταν αμέσως .
Εκείνες τις μέρες βρισκόταν στην Κίσελη , στο σπίτι του για ανάπαυση , ο Κώστας Λιδορίκης , δεύτερος βουλευτής της επαρχίας , όχι Βενιζελικός σαν τον Παπαϊωάννου , αλλά συμπαθών , ως ανήκων στην ομάδα των Ζαϊμικών , που υποστήριζαν την Κυβέρνηση Βενιζέλου . Αυτουνού ιδιαίτερος ήταν ο Πατέρας . Απ’ το Λιδορίκι λοιπόν αποφάσισαν να ζητήσουν χείρα σωτηρίας οι γιατροί , αν και κανένας από αυτούς δεν ήταν φίλος του . Χωρίς χρονοτριβή στέλνουν έμπιστό τους με γράμμα , ζητώντας εξ ονόματος όλων τάχα των κατοίκων – ανέφεραν και το όνομα του Πατέρα εν αγνοία του – να σπεύσει να’ρθει στο Λιδορίκι για να τους σώσει απ’ τα χέρια της στρατιωτικής δικαιοσύνης .
Ο Λιδορίκης , βαρετός σε τέτοια πράγματα , σκέφτηκε μήπως ήταν χρήσιμο και στους προσωπικούς του φίλους , δέχτηκε την πρόσκληση και την άλλη μέρα έφτασε στην πλατεία της Βαθειάς , όπου οι κινηματίες του επεφύλαξαν μεγάλη υποδοχή , σαν να ήταν όλοι φίλοι του . Αφού τους καθησύχασε , τράβηξε για το σπίτι του Πατέρα , για να ξεκουραστεί απ’ την εξάωρη πορεία και να πληροφορηθεί καλύτερα απ’ τον ίδιο πως έγιναν τα παρατράγουδα . Αφού αναπαύθηκε λίγο , συνάντησε το Διοικητή του λόχου , απ’ τον οποίο πληροφορήθηκε για τις διαταγές που είχε και τις διαθέσεις του και τον παρακάλεσε να καθυστερήσει λίγο τις ενέργειές του .
Έτσι άδοξα λοιπόν τελείωσε το Λιδορικιώτικο κίνημα του 1917 .
Καλό σας βράδυ και καλό μήνα ..
www.lidoriki.con
No comments:
Post a Comment