3.5.16

ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ


O «κωλοσούρτης», δηλαδή ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1887, συνέδεε το κέντρο των Αθήνων με το Νέο και το Παλαιό Φάληρο.
O «κωλοσούρτης», δηλαδή ο ατμοκίνητος τροχιόδρομος, που λειτούργησε για πρώτη φορά το 1887, συνέδεε το κέντρο των Αθήνων με το Νέο και το Παλαιό Φάληρο.
Από τη ζωή της Παληάς Αθήνας με τη σάτιρα του «Ρωμηού»
                                                                        Του † Γιάννη Αλεξάνδρου Γέροντα
Οι Αθηναίοι που τον χειμώνα λόγω της ελλείψεως δημοσίων εκδηλώσεων αναγκαστικά διασκέδαζαν στα σπίτια τους, με τον ερχομό της Ανοίξεως ξεχύνονταν στις τόσο γραφικές αλλά και κοντινές εξοχές της πόλεως. Γιατί οι σημερινές πολυάνθρωπες συνοικίες με τα πολυόροφα κτίρια, ήσαν τότε μαγευτικοί περίπατοι. Στα καταπράσινα περιβόλια των Πατησίων, της Κολοκυνθούς ή των Αμπελοκήπων, απολάμβαναν τον αττικό ήλιο ή διασκέδαζαν στα εκεί κέντρα.
Ο Σουρής χαιρετά την αττική Ανοιξι με τους στίχους:
Άνοιξις μοσχομυρίζει
αύρα κρυφοψιθυρίζει
βγαίνουν τριανταφυλλιές.
Λυώνουν πάγοι, λυώνουν χιόνια
κι΄ έρχονται τα χελιδόνια
για να χτίσουνε φωληές.
H Κηφισιά, αρχές 20ού αιώνα.
H Κηφισιά, αρχές 20ού αιώνα.
Εξοχές και χελιδόνια
Και η Αθήνα τότε είχε πολλά χελιδόνια, που έχτιζαν τις φωληές τους στα γύψινα γισώματα των σπιτιών, ακόμη και των πιο κεντρικών. Σήμερα τα πουλιά αυτά, πιο προνοητικά απ’ τους ανθρώπους, ένοιωσαν πως η ατμόσφαιρα μολυσμένη με τα καυσαέρια των χιλιάδων μηχανών δεν είναι πια κατάλληλη για τις φωληές τους και τις χτίζουν μακρυά από το κέντρο, στα γύρω απ΄ την Αθήνα προάστεια.
Εκτός όμως από τις τόσο κοντινές εξοχές οι Αθηναίοι πολύ εύκολα απολάμβαναν και τα τόσο γραφικά και δροσερά προάστεια της Κηφισιάς, του Μαρουσιού, του Χαλανδρίου και των Φαλήρων. Γιατί από τον Φεβρουάριο του 1885 είχε αρχίσει η λειτουργία του σιδηροδρόμου της Κηφισιάς (το θηρίο). Στον «Ρωμηό» διαβάζουμε την εξής αγγελία:
Στης Κηφισιάς τον πλάτανο, όπου δροσιές σκορπίζει,
που έχει  την θεόρατη εις το πλευρό του λεύκη,
η μουσική του Καίσαρη απόψε παιανίζει
και οι παρακαθήμενοι κάνουν μεγάλο ζεύκι.
Απολαμβάνουν τον λεπτόν της Κηφισιάς αέρα,
ενώ με ήχους μουσικής πληρούτ’ η ατμοσφαίρα.
Πάντες λοιπόν ας σπεύσωμεν μετά λεωφορείου
στον νέον σιδηρόδρομον της Αττικής – Λαυρίου,
διότι προμηνύεται η συρροή μεγάλη
και είναι ενδεχόμενο να μη χωρέσουν άλλοι.
Και τι λαμπρόν στην Κηφισιά καφέ βαρύν να πίνης
κάτωθεν δένδρων σκιερών και της… ωχράς σελήνης!
3(1)
Η Κηφισιά
Από τότε η Κηφισιά, το ωραίο αυτό προάστειο της Αθήνας, άρχισε γρήγορα ν’ αναπτύσσεται και έγινε, για πολλά χρόνια, το αγαπημένο κέντρο παραθερισμού και εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων.
Η καταστροφή του πρασίνου της Αθήνας και γενικώτερα της Αττικής, είναι ανεπανόρθωτη. Μια αδιάψευστη εικόνα μας δίνει αγγελία του «Ρωμηού». Τον Μάιο του 1885 διαβάζουμε:
Μέσ’ τα δένδρα, στο ποτάμι, στης Κολοκυθούς τα μέρη,
που εμπνέονται κι’ οι πλέον ακαλαίσθητοι πεζοί,
όπου άσματα βατράχων γλυκύς ζέφυρος σας φέρει,
θα ευρήτε το μεγάλο του Ματρώζου μαγαζί.
Αυτή ήταν η εξοχή της Κολοκυνθούς με τα σκιερά της δέντρα, τα περιβόλια και τα τρεχούμενα νερά του Κηφισσού.
Και οι Αμπελόκηποι όμως ήταν τόπος εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων. Τον ίδιο χρόνο διαβάζουμε:
Εις το κτήμα Παπαδάκη, στους Αμπελοκήπους πέρα,
εις του Γιώργη Φιλοσόφου την λοκάντα την γνωστή,
ό,τι θέλετε θα βρήτε, πρασινάδα και αέρα,
φιλοσόφους και μεζέδες και ρετσίνα θαυμαστή.
4
Ο «κωλοσούρτης»
 Εκτός όμως του «θηρίου» που συνέδεε τα βόρεια προάστεια των Αθηνών, από το 1880, είχε ήδη αρχίσει και η λειτουργία του τροχιοδρόμου του Βωτύ, του γνωστού ως «κωλοσούρτη» που ένωνε την Αθήνα με τα Φάληρα. Την εκμετάλλευσι του τροχιοδρόμου είχεν αναλάβει Βελγική εταιρία, της οποίας ο Βωτύ ήταν διευθυντής. Πολύ νωρίτερα όμως, από τον Μάρτιο του 1869, υπήρχε και ο σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς, ατμήλατος στην αρχή, και από του Σεπτεμβρίου του 1904 ηλεκτροκίνητος. Οι δυνατότητες συνεπώς εύκολης και ομαδικής μετακινήσεως των Αθηναίων ήσαν υπεραρκετές για την εποχή. Αφετηρία του τροχιοδρόμου ήταν η προ των παλαιών Ανακτόρων πλατεία (όπου σήμερα το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου).
Τον Ιούλιο του 1892 γράφει ο «Ρωμηός»:
Ο των τροχιοδρόμων διευθυντής Βωτύ,
που πολυπλόκων έργων τα νήματα κρατεί,
και νους τον διακρίνει ανθρώπου πολυπείρου,
μετέβαλε  την όψιν του Παλαιού Φαλήρου.
Εκεί διασκεδάσεις, χοροί και μουσικαί,
και αμαξοστοιχίαι τω όντι λαϊκαί,
και με την τόση φτήνεια κι’ η φτώχεια παίρνει δρόμον
και μένει διά βίου προς τον Βωτύν ευγνώμων.
Η ατμομηχανή ήταν ένα τετράγωνο μεταλλικό κουτί, με τους τροχούς αφανείς, γι’ αυτό κι’ ο λαός την ωνόμασε «κωλοσούρτη». Στον ανήφορο που οδηγεί από του Μακρυγιάννη προς το Ζάππειο, προ της Πύλης του Αδριανού, ο εισπράκτορας ήταν υποχρεωμένος να προπορεύεται της μηχανής και να ρίχνη άμμο στις γραμμές για να μη γλυστρούν. Σε κάποια όμως έντονη προσπάθεια, τον Μάιο του 1907, στο σημείο αυτό ο λέβης εξερράγη και εζεμάτισε τους επιβάτες του πρώτου θερινού ανοικτού βαγονιού.
Ο «Ρωμηός» γράφει σχετικώς:
Έκρηξις εκτός του Νόμου
του κλεινού τροχιοδρόμου.
Φ-…Άκουσα τα βογγητά των πολυπαθών θυμάτων,
είδα ζέοντας ατμούς κι’ είδα πλήθος εγκαυμάτων.
… και μ’ εκείνους τους αυλούς έψαλα καθώς τον Πάνα
την πατρίδα των Ρωμηών, της υπομονής την μάννα.
5
Το τραμ
Στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά της 6ης Ιανουαρίου 1885, δημοσιεύεται η εξής δήλωσις: «Σήμερον αι αμαξοστοιχίαι του τροχιοδρόμου θα αναχωρώσι, καιρού επιτρέποντος, εκ της πλατείας των Ανακτόρων, από της 1.30’ μ.μ. κατά ημίσειαν ώραν, διά το Παλαιόν και Νέον Φάληρον. Η τόσο συχνή αναχώρησις, στην καρδιά του χειμώνα, θα ωφείλετο, ασφαλώς, στην εορτή των Θεοφανείων. Αποδεικνύει όμως και κάτι άλλο. Πως οι Αθηναίοι της εποχής «καιρού επιτρέποντος» δεν έμεναν στα σπίτια τους, αλλά, όπως και σήμερα, ξεπόρτιζαν!
Η συγκοινωνία μέσα στην πόλι διεξήγετο με το ιπποκίνητο  «τραμβάυ», το οποίον από το 1908 έγινε ηλεκτροκίνητο τραμ, που συνέδεε την Ομόνοια με το Ζάππειο, διά της οδού Σταδίου, τα Πατήσια, και αργότερα τους Αμπελοκήπους. Ήσαν ακόμη οι άμαξες (τα ταξί της εποχής) με δύο άλογα «Βικτώριες» και «Λαντώ» και τα μόνιππα, οι «Μαρίκες», όπως τα αποκαλούσε ο λαός, από το όνομα του κατασκευαστού Ερνέστο Μαρίκα που υπήρχε στο πίσω μέρος του αμαξώματος. Η κίνησις στους δρόμους ήταν αραιή και πού και πού έκανε την εμφάνισί του κανένα τραμ ή ακουγόταν ο ρυθμικός κτύπος των πετάλων κάποιου μόνιππου. Στα φαρδειά πεζοδρόμια των μεγάλων λεωφόρων, που είχαν διπλή σειρά από πιπεριές, και ήταν ελεύθερα από το σημερινό πλήθος των περιπτέρων, κυκλοφορούσε λίγος κόσμος, που κάθε τόσο έβγαζε το καπέλο και υποκλινόμενος χαιρετούσε τους γνωστούς. Και τα χρόνια εκείνα ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων εγνωρίζοντο μεταξύ τους.
Με τις πρώτες ανοιξιάτικες λιακάδες και το εκτυφλωτικό αττικό φως, η Αθήνα, απαλλαγμένη απ’ τους σημερινούς κρότους, γαλήνια και ξένοιαστη, έπαιρνε μια παραμυθένια όψι. Μοσχοβολούσαν οι γαζίες και τα γιασεμιά, που είχαν όλες σχεδόν οι μεγάλες αυλές των σπιτιών, «ισοφαρίζοντας» με τη μεθυστική μυρωδιά τους άλλες απαράδεκτες «μυρωδιές» οφειλόμενες στην από κάθε πλευρά άθλια κατάστασι της πόλεως. Η Παληά Αθήνα ήταν ένα κράμα ομορφιάς και ασχήμιας…
Με την είσοδο στη μεγάλη σαρακοστή, οι Αθηναίοι, όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες, προετοιμάζοντο για τη μεγάλη Λαμπρή. Και οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν διέφεραν και πολύ από τις σημερινές. Τα έθιμα του Πάσχα, από αιώνες, παραμένουν αναλλοίωτα. Μια απ’ τις διαφορές ήταν ότι οι Αθηναίοι παράμεναν στην πόλι και γιόρταζαν το Πάσχα ψήνοντας το αρνί τους στις μεγάλες αυλές των σπιτιών, ενώ σήμερα, επωφελούμενοι της αργίας και με την καταπληκτική ανάπτυξι των συγκοινωνιών φεύγουν ομαδικά προς την επαρχία.
«Τα αυγά της Λαμπρής», πίνακας του Απόστολου Γεραλή.
«Τα αυγά της Λαμπρής», πίνακας του Απόστολου Γεραλή.
Οι …μάχες της Ανάστασης
Ο «Ρωμηός» στα πασχαλινά του φύλλα συνδυάζει την μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης με την εκάστοτε πολιτική κατάστασι σατυρίζων την επικαιρότητα. Το 1891, όταν τη χώρα κυβερνούσε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που σφόδρα αντιπολιτευόταν ο Σουρής, γράφει:
…Ο άγγελος εκύλισε τον λίθον του μνημείου…
Χοροπηδούν κι’ οι ποντικοί του Κεντρικού Ταμείου.
Λαμπάδες Αναστάσεως σηκώνονται ψηλά,
Αυτοί που δεν ενήστευσαν ας φάνε πιο πολλά
κι΄ ας λέει ο Πρωθυπουργός: – «Ανάστασις σε μας
και στου Τρικούπη τους πιστούς «Μεγάλη Εβδομάς»-
Ανάστασις, Ανάστασις, και κελαϊδεί τ’ αηδόνι:
– Σαρακοστή για την Εληά και Πάσχα στο Κορδόνι.
Η Εληά, ως γνωστόν, ήταν το έμβλημα του κόμματος του Τρικούπη, και το Κορδόνι του Δηλιγιάννη.
Το Πάσχα, στα παληότερα χρόνια, είχε πάντοτε και τα θύματά του, όχι όμως από τους τροχούς, όπως σήμερα, αλλά και από τους αθρόους πυροβολισμούς που ερρίπτοντο για τον εορτασμό της Αναστάσεως.
Ιδού τι γράφει ο «Ρωμηός» το Πάσχα του 1898:
Φ. –Ηλθε πάλ’ η Πασχαλιά,
ρίχνει μια πιστολιά
κάθε πατριώτης…
πρασινίζει το κλαρί
κι΄ επληγώθη στο μερί
μια Φραντζέζα πρώτης.
Θαύμαζε τον Παρθενώνα
και την κάθε μια κολώνα
και τ’ αρχαία τα λοιπά,
όταν έξαφνα μια σφαίρα
σύγχρονος και νεωτέρα
προς το γόνυ την κτυπά.
…Ανθισαν οι πασχαλιές
ρίξε λίγες πιστολιές,
Περικλέτο πατριώτη…
σκοτωθήκαν και δυο τρεις
κι΄ η πολεμική πατρίς
εχαίρε κι’ εχειροκρότει…
Την εικόνα της μεγάλης μάχης παρουσίαζαν οι κρότοι την ώρα της Αναστάσεως και του εξαημέρου εορτασμού του Πάσχα. (Τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα, έξη την Ανάστασι, έλεγαν οι παλαιότεροι). Βαρελότα, δυναμίτες, πιστολιές, τουφεκιές…
Μια ωραία περιγραφή του επικρατούντος «πασχαλινού πνεύματος» διαβάζουμε στον «Ρωμηό» του 1900.
Φ.- Χριστός Ανέστη, Περικλή, και ρίξε μια πιστόλα,
να πάη μέσα σ’ όλα.
Χριστός Ανέστη, Περικλή, καθένας να σμπαράρη
κι’ ο Χάρος όποιον πάρη.
…Το θείον Ευαγγέλιον ακούω της Αγάπης,
κι΄ αφρίζει κάθε κουμπουράς,
κι΄ αφρίζει κάθε μαχαιράς
και μπέκρος παληολιάπης.
Αναφερόμενος στον πρόσφατο πόλεμο και την σφαγή και την φυγή του 1897, εξακολουθεί ως εξής:
…Όποιος τους γίγαντας Ρωμηούς ανερευνά και κρίνει,
όσο διαβαίνουν οι καιροί
τόσο θαυμάζει κι΄ απορεί
πως φεύγουν εις τον πόλεμον και μένουν εν ειρήνη.
…Ασπασθώμεν πέρα πέρα
τους εχθρούς μας και τους φίλους,
Αναστάσεως ημέρα,
κουμπουριάσωμεν αλλήλους!
Το βάρβαρο έθιμο των πυροβολισμών του Πάσχα είχε καταντήσει πληγή σ΄ ολόκληρη την Ελλάδα. Ο «Ρωμηός» στην επικεφαλίδα του φύλλου, το Πάσχα του 1902, σημειώνει:
Εικοστή μηνός Απρίλη
φόνοι της Λαμπρής ποικίλοι.
Ας παρακολουθήσουμε όμως πώς περιγράφει σε άλλο φύλλο, τον εορτασμό του Πάσχα:
Φ.-       Αναστάσεως ημέρα
ψάλλουν άγγελοι λευκοί,
και σουρίζουν στον αέρα
σφαίρες απ’ εδώ κι’ εκεί.
Αναστάσεως χαρά
και στην γην των Αθηναίων
ρίχνουν ένσφαιρα πυρά
οι γενναίοι των γενναίων.
…Αναστάσεως ημέρα,
φως μεγάλης χαραυγής,
πέρνει κάποιον μία σφαίρα
και τον ρίχνει κατά γης.
… Του θανάτου την απόχη
βλέπουν ευσεβείς με φρίκη,
και χαρά σ΄ εκείνον πώχει
καμωμένη διαθήκη.
Ο Περικλής, εν χορώ μετά του Φασουλή, εξακολουθούν ως εξής:
Κούφια πέφτουν τουφέκι απ΄ ανάρια
και στους δρόμους τα βόλια σφυρίζουν,
και βροντούν της φακής παλληκάρια,
και για βρόντους αφρίζουν.
Τρέχουν τρέχουν ξιφήρεις σκοποί,
κι ο παππάς μειδιών ευφροσύνως
το «Χριστός» δεν προφθάνει να πη,
πέφτει κάτω κι’ εκείνος,
…Πάσχα θείον… χαρά κι’ ευνομία…
κάθε χόλος και μίσος ερρέτω….
πεθαμμένων ανοίγουν μνημεία
να δεχθούν σκοτωμένους κι΄ εφέτο!
Και παρακάτω γράφει:
Ω διαχύσεις κι’ ασπασμοί των εν Χριστώ διάπυροι,
φιλούντες ελαβώθησαν.
βλέποντες εστραβώθησαν,
πολλοί δ’ ως χθες αρτιμελείς απέμειναν ανάπηροι.
Συμπερασματικώς, ο Φασουλής, αποτεινόμενος προς τον Περικλή, λέει:
Μάθε λοιπόν πως στων Ρωμηών την γην την νεωτέραν
το κουτουρού πυροβολείν του Πάσχα την ημέραν
είναι το πρώτον πάτριον, καθώς καθείς γνωρίζει,
και τούτο το πυροβολείν και βάλλειν κατ΄ ατόμων
είναι το Πάσχα των Ρωμηών, κι’ αυτό χαρακτηρίζει
την αρειμάνιον φυλήν των Μαραθωνοδρόμων,
Αποκαλεί τους Έλληνας μαραθωνοδρόμους λόγω της νίκης του Σπύρου Λούη στον Μαραθώνιο των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, ίσως όμως και λόγω της φυγής του πολέμου του 1897.
Το κακό είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις και η Κυβέρνησις  του Γεωργίου Θεοτόκη, ανέθεσεν εν λευκώ εις τον Διευθυντήν της Αστυνομίας Αθηνών Ιωάννην Γεννήσαρλην, την εφαρμογήν του Νόμου. Κατόπιν τούτου, το Πάσχα του 1903 διήλθεν αναίμακτον.
Π.        – Πάσχα Κυρίου, Φασουλή,
κι’ αλαλητό και  κτύποι,
μα δεν σκοτώθηκαν πολλοί
κι’ έχω μεγάλη λύπη.
Φ.        -Πάσχα Κυρίου και χαρά,
Πλην δεν εβρόντησαν πυρά
σαν πέρσυ, σαν και πρόπερσυ στην πόλιν της Παλλάδος,
                        την δόξαν της Ελλάδος,
δι΄ο θρηνώ την σήμερον ωσάν Ιερεμίας
τον ζήλον του Γεννήσαρλη και της Αστυνομίας,
που τους Ρωμηούς δεν άφησαν, βρε Περικλή, κι εφέτος
να σκοτωθούν αδελφικώς και να σφαγούν ανέτως,
με μάχαιραν αμφίστομον και με κουμπούρας βόλι,
κι’ έτσι δεν εκατάλαβαν Λαμπρής πως είναι σχόλη.
Τα ληφθέντα όμως μέτρα, όπως συμβαίνει πάντοτε στη χώρα μας, ατόνησαν μετά από λίγο, όπως μας πληροφορεί πάλι ο «Ρωμηός» του 1905.
                        Δεκάτη κι΄έκτη μηνός Απρίλη,
                        Πάσχα, κουμπούρες, κρότοι ποικίλοι.
Και εν συνεχεία:
                        Πάσχα σεμνόν, εράσμιον,
                        γλυκύ και πανσεβάσμιον,
Πάσχα, που θα τυφλώσωμεν πολλούς με βαρελότα,
                        χαλκούνια και μπουρλότα.
                        Πάσχα που θ’ αλαλάξωμεν
                        αγάπην προς αλλήλους
                        και σμπάρα θ΄ανταλλάξωμεν
                        με συγγενείς και φίλους.
Αυτός ήταν ο εορτασμός του Πάσχα στην Παληά Αθήνα, με τα θύματα των αδέσποτων σφαιρών και των βαρελότων, συνήθεια που εξακολουθούσε επί πολλά χρόνια και μόλις τον τελευταίο καιρό εξέλιπε οριστικά, κατόπιν της αυστηράς εφαρμογής του Νόμου.
Το τράμ στη λεωφόρο Βασ. Αμαλίας.
Το τράμ στη λεωφόρο Βασ. Αμαλίας.
Πρωτομαγιά
Το αποκορύφωμα όμως της Ανοίξεως ήταν η εορτή της Πρωτομαγιάς. Με το παληό, βέβαια, ημερολόγιο, τα λουλούδια και η αυτοφυής βλάστησις θα είχαν ξεβλαστήσει και χάσει την φρεσκάδα τους. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε τους Αθηναίους να εορτάζουν την ημέρα των λουλουδιών με ανθοπολέμους και ομαδικές εξορμήσεις στα γύρω της Αθήνας περιβόλια και ιδιαίτερα τα Πατήσια. Και ήταν τόσο ωραία η περιοχή από του Λεβίδη και πέρα, που ο λαός την αποθανάτισε με τη γνωστή φράσι, που συχνά αναγράφει και ο «Ρωμηός». «Ψυχή μου στα Πατήσια που πάει ο δρόμος ίσια».
            Η Πρωτομαγιά, σε αντιθέσι με τον εορτασμό του Πάσχα, που διετήρησε τα πατροπαράδοτα, δεν εορτάζεται πια όπως την παλαιότερη εποχή. Εκδηλώσεις γίνονται περισσότερες στους γύρω από την Πρωτεύουσα Δήμους, που αποβλέπουν όμως μόνο σε οικονομικά ωφέλη, και γι΄αυτό έχουν χάσει τον αυθορμητισμό και την αγνότητα των παλαιοτέρων χρόνων. Στην Παληά Αθήνα όλα τα σπίτια, και τα πιο φτωχά, την παραμονή της Πρωτομαγιάς κρεμούσαν στα μπαλκόνια ή την εξώπορτα τον λουλουδένιο Μάη. Ήταν ένα ωραίο θέαμα μιας πραγματικά λουλουδιασμένης Αθήνας, που δυστυχώς, χάθηκε σήμερα, όπως χάθηκαν και τα λουλούδια  απ’ τους τσιμεντένιους όγκους των πολυκατοικιών.
Το στεφάνι του Μάη έμενε κρεμασμένο ως το βράδυ της 23ης Ιουνίου, εορτή του Αη-Γιάννη του Κλήδονα, που το έρριχναν στη φωτιά. Καιγόταν κυριολεκτικά η Αθήνα και αντιβούιζαν οι γειτονιές απ’ τις φωνές μεγάλων και μικρών που πηδούσαν τις φωτιές, καίγοντας, εκτός απ’ τον Μάη, παληά καλάθια, ξύλα και οτιδήποτε άλλο που θα δυνάμωνε τη φωτιά. Ο «Ρωμηός» ελάχιστα γράφει για τον Κλήδονα, γιατί ο Σουρής διέκοπτε την έκδοσί του και παραθέριζε στο Νέο Φάληρο. Την παραμονή της Πρωτομαγιάς όλη σχεδόν η Αθήνα «εξεστράτευε» στα Πατήσια, και τις άλλες κοντινές εξοχές όπου ωργίαζε η βλάστησις, για να φτιάξουν το στεφάνι του Μάη. Ατέλειωτη σειρά από μόνιππα, βικτώριες και λαντώ, διά της οδού Πατησίων τραβούσε προς τα περιβόλια και τους αγρούς της περιοχής. Χαρακτηριστικό ήταν ότι τα τραμ που σχολούσαν από τις διάφορες γραμμές δεν πήγαιναν στις αποθήκες (γκαράζ) αλλά ενίσχυαν την γραμμή των Πατησίων.
Ο Σουρής χαιρετά στον «Ρωμηό» κάθε χρόνο τον ερχομό του Μάη.
Φ.        – Χαίρε και πάλιν Μάιε τρελλέ και χρυσομάλλη,
χαίρε μηνών στολίδι,
χαίρε που κι΄ η γαϊδούρα μου τον ερχομό σου ψάλλει
στρωμένη στο γρασίδι.
…Τρις χαίρε, μην ερατεινέ τοσούτων συμπλεγμάτων
που τους τετράποδας κεντάς της Μούσης θιασιώτας,
χαίρε που σαν ακούεται βαρύ τ’ ογκάνισμά των,
μου φαίνεται πως Έλληνας ακούω πατριώτας.
Π.        -Ψάλλω κι’ εγώ περιχαρής τον μήνα τον ωραίον
διά ρυθμών ποικίλων…
χαίρε που σήμερ’ αρχινά κι’ η δράσις των κορέων,
των κουνουπιών και ψύλλων.
Φ.        -Χαίρε, κρυφή παρηγοριά ζωντοχηρών και χήρων,
όπου λιγώνεις έγκυες με μυρωδιές των τσίρων.
…Χαίρε που κανείς δεν βλέπει
μεσ’ την Ρωμηοσύνη πάτο,
χαίρε, που μπουρλότο πρέπει
κι’ από πάνω κι’ από κάτω.
Ανοιξιάτικοι έρωτες
Η Άνοιξις όμως δεν ήταν μόνο η εποχή των λουλουδιών και των ερώτων. Είχε και επακόλουθα:
Εικοσιπέντε μηνός Απρίλη,
μπόγιας, απόχη, λυσσώντες σκύλοι.
Και ακόμη:
Φ.        -Τι Πρωτομαγιά κι’ αυτή… μια χαρά, καιρός ωραίος,
τώρα βγαίν’ η κατσαρίδα, το κουνούπι, ο κορέος.
τώρα κούκος, τώρ΄ αηδόνι,
τώρα σούδα, τώρα σκόνη,
τώρ’ αφράτη καββαλίνα
που χρυσίζει σαν στερλίνα.
«Σούδα» εννοεί την γνωστή του Νέου Φαλήρου, η οποία με τις αναθυμιάσεις της, συνετέλεσε στην καταστροφή της ωραίας πλαζ και του προαστείου.
Ο άτυχος πόλεμος του 1897 έδωσε υλικό στον Σουρή να γράψη πολλά, ειρωνευόμενος τους υπευθύνους πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Ιδού πώς σατιρίζει τον κατά την 1η Μαΐου 1899 οργανωθέντα ανθοπόλεμον.
Φ.        -Ίτε  στους ανθοπολέμους μ’ ένα μένος φλογερό,
ραίνετέ με να σας ραίνω, να περνούμε τον καιρό.
Ίτε λείψανα γενναία των μαχών των τελευταίων,
με κολοκυθοκορφάδες και με θούρια Τυρταίων.
Ίτε να στρωθούν οι δρόμοι με τους κάλυκας φυτών,
να πατούν επάνω πόδια ντιλικάτων νικητών!
Έφοδος στα περιβόλια,
πολέμαρχοι των τριόδων,
ας γενούν πολέμου βόλια
πέταλα και φύλλα ρόδων.
Ίτε πάλιν λεγεώνες των πεζών και των ιππέων,
με το βήμα το ταχύ,
κι’ έξαλλος ανθοβροχή
ας σκεπάση πέρα πέρα πυραμίδας εκ τροπαίων!
Ω ψυχή μου στα Πατήσια!
μ’ έπιασε καινούρια λύσσα…
…Δεν αντέχω, πίσω, πίσω,
δυνατά θα πολεμήσω.
Με τις αγριοφωνάρες
θα τρομάξω την Τουρκιά,
ρίξε μου τρεις αγγινάρες
να σου ρίξω δυο κουκιά.
Τέτοιος πόλεμος μ’ αρέσει
που για Τουρκαλάδων φέσι,
βλέπεις μόνο παπαρούνα, βλέπεις μόνον ανεμώνη,
και δεν γίνεται το μούτρο, Περικλέτο, σαν λεμόνι.
…Έλα ράνε με με φούλια
να σε ράνω με μαρούλια.
Δεύτε ράνε δι’ ανθέων
την φυλή των… ημιθέων.
Ανθεστήρια μεγάλα,
νέα δάφνη και μυρσίνη,
και στον Μάιον καββάλα
παρελαύν’ η Ρωμηοσύνη.
Π.        – Ανθοπόλεμος λυσσώδης στην κονίστραν μας καλεί,
πολέμαρχε Φασουλή,
Μάης ήλθε, ζήτω, ζήτω,
ανθοπόλεμον κηρύττω.
Η μυρωδιά του… σκόρδου!
Την Παραμονή της Πρωτομαγιάς οι Αθηναίοι γλεντούσαν έως τα ξημερώματα, πίνοντας και απολαμβάνοντας τις ευωδιές των  λουλουδιών. Ανάμεσα όμως σ’ αυτές, ξεχώριζε η μυρωδιά του… σκόρδου! Η παράδοση αυτή του λαού να τρώη σκόρδο τον Μάιο (κατεβαίνει η πίεσις) έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Ιδού τι γράφει ο «Ρωμηός»:
Φ.        -Πάμε να τον πιάσουμε, Περικλέτο, πάλι
τον κατσαρομάλλη.
Π.        -Κι’ εγώ θα το γλεντήσω
με τόσο φαγοπότι,
κι’ εγώ θα ξενυχτήσω
μαζί σου, πατριώτη.
…Οσφρήσεως  μαγεία
το σκόρδο, συμπολίται,
Μάης δεν εννοείται
χωρίς σκορδοφαγία.
Το σκόρδο, Φασουλή μου, μ’ αρέσει πρώτα πρώτα
του σκόρδου μυρωδιά
μ’ ανοίγει την καρδιά,
κι΄ απλήστως αναπνέω σκορδοφαγίας χνώτα.
Φ.                    -Ήλθε και πάλι Μας,
κι’ αν σκόρδο δεν βρωμάς,
δεν είσαι, Περικλέτο, Ρωμηός πανηγυριώτης
και πούρος πατριώτης.
Ο Φασουλής ενθουσιασμένος από το ολονύκτιο γλέντι λέει στον Περικλή:
Φ.                    -Περικλέτο μου, τραγούδα…
κύτταξε μια πεταλούδα
μέσ’ τα ρόδα κοιμισμένη… πώς τα μύρα την μεθάνε…
Π.        -Κάποιος βουλευτής σ’ εκείνην μετεμψυχωμένος θάναι.
Φ.        -Άκου και γαϊδούρι πρώτης…
ποίος φθόγγος, ποίον μένος!
Π.        -Κάποιος ρήτωρ πατριώτης
θάναι μετεμψυχωμένος,
Φ.        -Κύτταξε και κολοκύθες και μεγάλες και πολλές…
Π.        -Δεν σου φαίνεται πως είναι των συγχρόνων κεφαλές;
Τι Πρωτομαγιά τρελλή!
κολοκύθες, Φασουλή,
και μυστήρια και γρίφοι…
Τσίου τσίου το πουλί,
τσίου τσίου κι’ η Βουλή
σαν γαλιάνδρα, σαν κοτσύφι.
Το ξενύχτι και η μέχρι πρωίας κατανάλωσις οινοπνευματωδών, κατέβαλλε τους περισσότερους από τους πανηγυριώτας. Αυτό κατακρίνει ο «Ρωμηός» διά των στίχων:
Φ.        – Στον τόπον των Χαρίτων δεν θέλω να περάσω
την εορτήν την φύσεως
του κάλλους, της ποιήσεως,
χωρίς να με ξεράσης, χωρίς να σε ξεράσω.
Π.        – Έτσι που λες μ’ αρέσει να τον πανηγυρίζω
τον ανθισμένο Μάη στον τόπο τον μακάριο,
κι΄ έπειτα, Φασουλή μου, στο σπίτι να γυρίζω
και σ’ όλους να φωνάζω με μούτρα σαν σουδάριο.
Πολύ καλά τον Μάη τον πιάσαμε κι΄ εφέτος,
μ’ ευπρέπειαν, με τάξιν, ελληνικώς, ανέτως.
κι’ αν είναι κι’ ένας μόνο που κάπως αμφιβάλλει,
της ροδινής μορφής μας κυττάξετε τα κάλλη.
Όσο για την ταλαιπωρία της συγκοινωνίας, ιδίως κατά την επιστροφήν, συνέβαινεν ό,τι και σήμερα.
Μέσα στα τραμ μ’ αρέσει ποδάρια να πατώ
μα και στην αγκαλιά μου μουρέλια να κρατώ.
Στα χρόνια μας η Πρωτομαγιά έχει χάσει εντελώς την συμβολικήν της σημασία. Σ’ ολόκληρο τον κόσμο έχει καθιερωθή ως η Διεθνής εργατική εορτή. Η καθιέρωσίς της αποφασίστηκε κατά το Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο που έγινε στο Παρίσι το 1899, κατά πρότασι της Εργατικής Ενώσεως των Η.Π.Α. και σε ανάμνησι της μεγάλης απεργίας, για τη διεκδίκησι του 8ώρου, που έγινε στο Σικάγο την 1ην Μαΐου 1886 και κατά την οποίαν εκατοντάδες απεργών βρήκαν τον θάνατο σε σύρραξι με την Αστυνομία.
http://mikros-romios.gr

Πίσω στα παλιά

No comments: