Νάημουνα νειός να γίνομαν
στη Γκιώνα ..τσοπανούδι ,
μικροβοηθός στο..άρμεμα..
και μπιστικός στο...σκάρο..
Λιδορικιώτικη , τσοπάνικη λεβεντοπαρέα , λεβεντιές..καμαρωτές...
Όμορφη τσοπάνικη ζωή , ψηλά στη Γκιώνα , η ώρα του..αρμέματος....
Θα 'χουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια , ίσως και περισσότερα , κατακαλόκαιρο , τέλειωνε ο Ιούλιος , ζέστη μεγάλη , αλλά κι' η λαχτάρα να περάσω ένα πρωί σε μιά τσοπάνικη στάνη , ακόμα μεγαλύτερη , κι' είχα και τον αξέχαστο καλό φίλο το Μήτσο το Δρόσο , τον Τρόχαλο , όπως τον παραγκωμιάζαν στο χωριό , όποτε μ' εύρισκε στην αγορά , μούλεγε και ξανάλεγε : Άιντε και δεν ήρθες ένα πρωί στο κονάκι , να φάμε και να πιούμε , να το ξέρω όμως να ψήσουμε κιόλας ...θά 'μαστε παρεούλα , ο Αβγός κι' ο Αντρεούλας , κανόνιστο κι' έλα...
Τό 'πε , το ξανά 'πε ο σχωρεμένος ο Μήτσος , το 'δεσα κι' εγώ κόμπο , κι' ένα πρωί , χωρίς να του 'χω πει τίποτα , ξεκίνησα γιά το " Κόκκινο Χούμα ", πάνω ψηλά στη Γκιώνα , κοντά δυό χιλιάδες μέτρα ύψος . Αν ήξερα βέβαια το δρόμο και τι με..περίμενε , δεν νομίζω πως θα ξεκίναγα , αλλά τέλος καλό όλα καλά , που λένε , όσο κι' αν λαχτάρησα στο δρόμο , ακόμα περισσότερο φχαριστήθηκα εκεί που πήγα , ύστερα ήταν και η πρώρη..εκστρατεία μου σε..Λιδορικιώτικη στάνη , και μάλιστα τόσο ψηλά , κι' όσο νά 'ναι την ήθελα αυτή την εκδρομή πως και πως...
Έφυγα λίγο αργά , το πρωί , είχε βγει κατάκαλα ο ήλιος κι' έκανε πολλή ζέστη , πήρα κι' ένα μπουκαλάκι με νερό και με το κοντομάνικο μπλουζάκι , ξεκίνησα , γιά την κορφή της..Γκιώνας , χωρίς καν να ξέρω το δρόμο , ούτε ποιός ήταν αλλά το κυριότερο πως ήταν , βέβαια αυτό δεν έργησα να το ..μάθω , και βέβαια βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησα...αλλά το 'θελα και τελικά δεν το μετάνοιωσα...
Μέχρι τις Καρούτες , όλα καλά κι' ωραία , γνωστός ο δρόμος , άσφαλτος , πήγα μιά χαρά , σταμάτησα και στο μαγαζί , ρώτησα πως θα πάω γιά Κόκκινο Χούμα , ήπια και το καφεδάκι μου και ξεκίνησα , πέφτοντας απ' την πίσω μεριά του Καρουτινού κάμπου , προς το Σαλωνίτικο , έκανα και το πρώτο λάθος , αλλά ευτυχώς εκεί είχε ένα εργοτάξιο , μάλλον συνεργείο , της ετειρείας των μεταλλέιων , γύρισα , τους ρώτησα , και με καθοδήγησαν , και προχωρώντας μέσα στο ελατόδασο , σε κακό έως..άθλιο δρόμο , προχώρησα αρκετά , ανεβαίνοντας φυσικά προς τις κορφές της Γκιώνας .
Εδώ τα πράγματα δυσκολεύανε , ο δρόμος , ο Θεός να τον κάνει δρόμο , ήταν στενός , ίσα που χώραγε τ' αυτοκίνητο , και το χειρότερο ήταν πως ήταν γεμάτος πέτρες , όχι χαλίκια αλλά πέτρες , κοτρώνια , κυριολεκτικά είχα παγώσει , να γυρίσω πίσω δεν υπήρχε τρόπος , άρα έπρεπε να συνεχίσω , κι' όσο κοίταζα αριστερά μου κι έβλεπα το γκρεμό , μου κοβότανε το αίμα...μ' είχε πιάσει ..κρύος ιδρώτας ...
Από κάποιο σημείο ο δρόμος , ευτυχώς , δεν είχε γκρεμό , αλλά είχε κι' απ' τις δυό μεριές στέρεο έδαφος και φαινόταν μαλακότερο το χώμα , δεν είχε εκείνα τα στουρναρολίθαρα , τελικά λίγο πιό πάνω άκουσα γαυγίσματα σκυλιών , ανάσανα , σκέφτηκα πως κάπου εδώ γύρω πρέπει νάναι στάνη , κι 'ετσι ήταν λίγο πιό πάνω , στρίβοντας είδα μιά λάκκα , και άκουσα και βελάσματα και κουδούνια προβατιών , επί τέλους , σκέφτηκα , έφτασα , κι έτσι ήταν , όπως μπήκα στην άπλα αυτή , είδα δεξιά ένα κονάκι , και κάνα δυό τσοπανόσκυλα να γυροφέρνουν , κόρναρα μιά , δυό φορές , και νάσου ο Μήτσος ο φίλος μου , ε...τότε έννοιωσα..βασιλιάς .
Χαρές ο φίλος που με είδε , γιατί κακά τα ψέματα , δεν το πολυπίστευε πως θα πάω , ύστερα το 'χαμε πεί τόσες φορές , κι είχε παογοητευτεί , με καλωσόρισε , και με μάλωσε γιατί δεν του τόχα πει από χθες ..προχθές νάχει κάνει κουμάντο γιά να ψήσουμε , τώρα φίλε , μου είπε θα τ'..βγάλουμι μι.. ξηρά τρουφή , κανιά..κουνσέρβα , ντουματουσαλάτα , τυρί , γιαούρτ' κι.. ψ'μοτύρ' , αλλά απού.. κρασί...έχουμι πρώτο πράμα , τον καθησύχασα , λέγοντάς του πως το τελευταίο πράμα είναι το φαί , και μην ανησυχεί , θα βολευτούμε μιά χαρά .
Απ' τα κορναρίσματά μου όμως , πριν , πετάχτηκαν έξω απ' τα κονάκια τους και δυό ακόμα Λιδορικιώτες τσοπάνηδες , πού ήταν παραπανούλια , οπότε φώναξε ο Μήτσος : Αντρεούλαααα , πάρ' κι του Μήτσου , κι' λάτι..σιαδώ , έχουμι κόσμοοοου , σε λίγο ήρθαν , ο ..Αντρεούλας , Αντρέας Γωργουσόπουλος , κι' ο Μήτσος ο Αβγός , Δημ. Στρούζας , που ήταν και κουμπάρος μου , ήρθαν , καλοχαιρετηθήκαμε , με καλωσόρισαν , με ρώτησαν γιά κάνα νέο απ' το χωριό , και προχωρήσαμε προς το καλύβι του Μήτσου , που ήταν δίπλα , ενώ εγώ με το κοντομάνικο το μπλουζάκι , άρχισα να τουρτουρίζω , έκανε κρυαδούλα , το κατάλαβαν οι φίλοι μου , κι' ο Μήτσος μου 'φερε μιά κοντόκαπα , τσοπάνικη , βάλτην , μου λέει , γιατ΄θα σι..γκιάξει...τον άκουσα και..ζεστάθηκε το κοκκαλάκι μου...
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ......
No comments:
Post a Comment