Φαίνεται πως λόγω κρίσης υποχωρεί και η συνήθεια του σπασίματος των πιάτων στις νυκτερινές πίστες, οπότε φροντίζουμε για την ιστόρησή της. Ανέκαθεν κάποιοι που μεράκλωναν, κυρίως σε λαϊκά κέντρα, έσπαγαν ό,τι βρισκόταν στο τραπέζι τους, καρέκλες, κορνίζες, ακόμη και πιάνα. Ακολούθως φρόντιζαν να πληρώσουν το κόστος. Όποτε μάλλον περιορισμένος ήταν ο αριθμός εκείνων που ήθελαν να πληρώνουν τα σπασμένα. Ενας πανέξυπνος επιχειρηματίας νυκτερινών κέντρων, ο Μπαμπαβέας, το 1931 άνοιξε το καμπαρέ Folies d’ été στο τέρμα της Ηρώδου του Αττικού. Με μεθυστική αργεντίνικη μουσική, διαβατάρικες πεταλούδες του Παρισιού και ρώσικο μπαλέτο κατόρθωσε να βρεθεί το μαγαζί του στο επίκεντρο της νυκτερινής ζωής της πόλης.
Ο επιχειρηματίας δεν χρέωνε στους καλούς πελάτες τα σπασμένα. Όταν όμως αυξήθηκαν οι θεριακλήδες, επανήλθε το παλαιό καθεστώς. Όποιος έσπαγε πλήρωνε και μάλιστα αδρά. Χωρίς υπερβολές θα περάσουν περίπου τρεις δεκαετίες. Το σπάσιμο το πιάτων ήταν γνωστό αλλά όχι καθιερωμένο, όπως έφτασε στις ημέρες μας. Στην επέκταση του φαινομένου βοήθησε η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’60. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το σπάσιμο φάνηκε ως εθνικό σπορ. Τότε μάλιστα εφευρέθηκε και η χρήση των πιάτων δεύτερης διαλογής, οπότε και επισήμως η συνήθεια εισήλθε στην καθημερινότητα της διασκέδασης.
Ο Ζυλ Ντασσέν χρειάσθηκε να επαναλάβει τη σκηνή του σπασίματος των πιάτων αρκετές φορές. Φρόντισε δε να εξασφαλισθούν πιάτα που έβγαιναν ελαττωματικά από τους φούρνους των εργοστασίων. Εντός της δεκαετίας της ’60 έφθασαν να σπάζονται 100 χιλιάδες πιάτα το μήνα, ενώ γεννήθηκαν καμιά πενηνταριά βιοτεχνίες και βρήκαν εργασία περίπου χίλιοι άνθρωποι για να καλύπτονται οι ανάγκες των μερακλήδων. Ακολούθησαν αργότερα τα γύψινα αντίγραφα πιάτων για να αποφεύγονται οι τραυματισμοί και να μειώνεται το κόστος
No comments:
Post a Comment