Στα μονοπάτια του παλιού καιρού: Παραμονή Θεοφανείων
Ξημέρωνε παραμονή Θεοφανείων του 1965.
Η κυρα-Αγγέλω η Τσουρίχω ξύπνησε. «Πρέπει ν’ ασκωθώ για να προκάμω» συλλοΐστηκε. Αγάλια-αγάλια ασκώθηκε από το κροβάτι της και μάζωξε όπως όπως τα ξέπλεκα μαλλιά της.
Έβαλε την μπελαμάνα της, φόρεσε το ροκέτο της, πήρε την ποδιά του κεφαλιού της στα χέρια και βγήκε από την κάμαρή της.
Προχώρησε αθόρυβα στην πίσω κάμαρη που κοιμότανε τα δύο της παιδιά. Η Μαριγούλα, κορίτσι της παντρειάς και ο μικρός Αντρέας.
Προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τον κανακάρη της, έσκυψε πάνω στο κροβάτι της κόρης της και της είπε ψιθυριστά στ’ αυτί:
-Άστα, κόρη μου, να με βοηθήσεις. Δε θα προκάμω να τα κάμω όλα μοναχή μου. Άστα να σιάξεις λίγο το σπίτι μας, γιατί θα ‘ρθει ο παπα-Γληγόρης να καλατζουρίσει.
-Ναι μάνα θ’ ασκωθώ, απάντησε νυσταγμένα η Μαριγούλα.
Από τότε που την άφησε χήρα την κυρα-Αγγέλω ο μακαρίτης ο Κώτσος, έπεσαν όλα πάνω της. Πάνε πέντε χρόνια που πέθανε και η κυρά Αγγέλω δεν παύει να τον μελετάει και στη θύμησή του να δακρύζει.
Της στοίχισε πάρα πολύ ο χαμός του αλλά ήταν όμως και πάρα πολύ δυνατή γυναίκα. Αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να τρώνε ένα μπουκούνι ψωμί. Δε γνοιαζότανε για λόου της, αλλά για τα δυο παιδιά της. Δεν ήθελε να τους λείπει τίποτα. Και κουτσά στραβά τα κατάφερνε.
«Ας έχουνε καλή τύχη» σκέφτηκε καθώς κατέβαινε την παλιά ξύλινη σκάλα για να πάει στο κουζινί της. Αφού νίφτηκε και σφογγίστηκε με την ποδιά που κρατούσε ακόμα στα χέρια της, άναψε στια στην αουνίστρα της και έβαλε πάνω το μπουρούκι να κάμει μια στάλα καφέ και για τις δυο τους.
Αφού ήπιε μια γουλιά, έβαλε στην ποδιά της κάτι κουκουτσολάχανα που είχε μαζώξει και άρχισε να τα καθαρίζει. Τα ‘πλυνε ρίτα ρίτα, έβαλε τον τζέτζερη με το νερό πάνω στη στια και τα ‘ριξε μέσα. Ωστόσο ασκώθηκε και η Μαριγούλα.
-Να κοιτάζεις τα λάχανα Μαριγούλα μου. Πάω να ταΐσω τα ρνίθια μας και μετά πρέπει να γυρίσω για να κάμω το προζύμι. Βλέπεις, είναι Θεοφάνεια αύριο και θα πρέπει να κάμουμε τηγανίτες.
-Πήγαινε μάνα και μη σκιάεσαι. Θα τα κοιτάζω εγώ.
-Σιάξε και λίγο το σπίτι μας κόρη μου, μην έρθει ο παπα-Γληγόρης και το ‘βρει ασυγύριγο.
-Εντάξει μάνα, πήγαινε, είπε η Μαριγούλα, ακουμπώντας στα χείλη της την κύκαρη με τον καφέ.
Η κυρα-Αγγέλω ασκώθηκε να φύγει. Ξαφνικά θυμήθηκε… Γυρνάει στην κόρη της και της λέει:
-Α… Μαριγούλα, θυμήσου απόψε ν’ αδειάσουμε όλα τ’ αγγιά που έχουμε για νερό για να τα γιομίσουμε αύριο με το βλοημένο.
Και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τάισε τα ρνίθια της και τα ζα της και έπειτα κίνησε ίσια για το σωχωρέλι της να αυγατίσει λίγη δουλειά.
Ο ήλιος είχε ανέβει μπόλικο στον ουρανό, όταν γύρισε στο σπίτι της. Έτρεξε αμέσως στο κουζινί. Έβαλε την ξύλινη σκάφη πάνω σε δυο παλιοκαρέκλες, έριξε μέσα αλεύρι και νερό και άρχισε να ζυμώνει.
Χτύπαγε με τόση δύναμη το ζυμάρι πως θαρρείς ότι ήθελε να διώξει τα βάσανα που έκρυβε μέσα στα στήθια της.
Ένα πόνο ανυπόφορο για το χαμό των γονέων της και του αντρός της. Αφού το ζύμωσε αρκετά, το σκέπασε με τα άσπρα πανιά του ψωμιού και το άφηκε να γένει.
Κόντευε να μεσημεριάσει, όταν ακούστηκε η φωνή του παπα-Γληγόρη.«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…». Μόλις ο σεβάσμιος παπάς ιορδάνισε το σπίτι της, η κυρα-Αγγέλω πρόσχαρα του είπε:
-Κάτσε παπά μου να φάμε. Λάχανα έχουμε βέβαια…
-Να ‘σαι καλά Αγγέλω μου, αλλά έχω κι άλλα σπίτια που περιμένουνε.
-Να πας στο καλό παπά μου… και έριξε μερικά φράγκα μέσα στην μπουκαλίνα που κράταγαν τα παιδιά, ενώ διακριτικά κάτι έδωκε και του παπά που πεισματικά αρνήθηκε να το πάρει.
-Τ’ Άγια Θεοφάνεια βοήθειά σας, πρόσθεσε ο παπα-Γληγόρης και έφυγε.
Μεσημέριασε. Η κυρα-Αγγέλω έκατσε με τα βλαστάρια της να φάνε.
-Πάλε λάχανα έχουμε μάνα; ρώτησε ο δεκάχρονος Αντρέας.
-Τσώπασε γιε μου, μη βαρυγκομάς. Να δοξάζεις και το Θεό που τα ‘χουμε και αυτά τα βλοημένα. Μετά θα φας και τηγανίτες και αύριο που ‘ναι γιορτή θα φάμε κρέας.
Αφού φάγανε, η Μαριγούλα άσκωσε τα πιάτα και η Αγγέλω πήγε ίσια στο κουζινί της για να δει τι γίνηκε με το ζυμάρι.
-Κοντεύουμε Μαριγούλα μου. Λίγο ακόμα να φουσκώσει το ζυμάρι και θα τις κάμουμε, είπε στην κόρη της.
‘Ητανε απόγιομα πια, όταν ο Αντρέας της είπε:
-Μάνα, πάω να πω τα κάλαντα. Με τα λεφτά που θα μαζώξω θα μου πάρεις εκείνα τα παπούτσια που σου ΄λεγα! Έχει και ο Κωστής τα ίδια.
-Να πας γιόκα μου, στην ευκή μου και να ‘σαι ευγενικός με τους ανθρώπους. Να λες και «Χρόνια Πολλά», τον συμβούλεψε η κυρα-Αγγέλω.
-Έννοια σου μάνα και ξέρω, απάντησε εκείνος.
Όταν η κυρα-Αγγέλω έβαλε το τηγάνι με το λάδι πάνω στην πυροστιά, είχε πια βραδιάσει. Η Μαριγούλα είχε ρίξει πάνω στο τραπέζι αλεύρι, έκοβε λίγο ζυμάρι και έπλαθε τις τηγανίτες σαν σκοινί.
Καθώς η κυρα-Αγγέλω της έριχνε στο καυτό λάδι, συλλοΐστηκε το μακαρίτη τον άντρα της, που του άρεσαν πολύ οι τηγανίτες.
Οι φωνές των παιδιών της έδιωξαν τη σκέψη.
-Να τα πούμε; ακούστηκαν κάποιες παιδικές φωνές έξω από το κουζινί της.
-Να τα πείτε παιδιά μου, τους αποκρίθηκε.
«Ήρθανε τα Φώτα κι οι Φωτισμοί…» έψαλλαν τα παιδιά και εκείνη δάκρυσε. Τι να συλλοΐστηκε άραγε;
-Και του χρόνου παιδιά μου, είπε συγκινημένη η κυρα-Αγγέλω και έσκυψε να τα φιλήσει. Ελάτε πάρτε και μια τηγανίτα για το καλό.
Και γυρίζοντας τα παιδιά να φύγουν, τα ρώτησε:
-Τον Αντρέα μου τον είδατε;
-Ναι, τον συναντήσαμε λίγο πιο κάτω. Είναι με τον Κωστή και τον Μπάμπη. Ευχαριστούμε θεια-Αγγέλω και του χρόνου.
-Να πάτε στο καλό παιδιά μου και του χρόνου να ήσαστε καλά,τους ευκήθηκε, καθώς τα παιδιά έφευγαν από την αφοδιά της.
Ο Αντρέας άργησε να γυρίσει σπίτι. Τους φίλους του τους μάζεψαν οι πατεράδες τους για να πάνε στα σπίτια τους.
Ο Αντρέας πικράθηκε πάρα πολύ. Βλέπεις αυτός δεν είχε πατέρα! Σχεδόν δεν τον γνώρισε καθόλου, αφού ήτανε μόλις πέντε χρονών όταν πέθανε. Θα ήταν γύρω στις δέκα και μισή όταν με κόκκινα μάτια και δακρυσμένος γύρισε σπίτι.
Ανήσυχες, η μάνα και η αδερφή του, έτρεξαν πάνω του και τον αγκάλιασαν, βλέποντάς τον σ’ αυτήν την κατάσταση. Τότε η μάνα του κατάλαβε. «Πάλε για τον πατέρα του κλαίει», σκέφτηκε.
-Τσώπα ψυχούλα μου, τσώπα, του είπε. Εγώ θα σου πάρω τα παπούτσια που μου γύρεψες. Τώρα φάε και πήγαινε κοιμήσου, γιατί θ’ ασκωθείς νωρίς να πας στην εκκλησιά.
Όταν τα παιδιά έπεσαν στα κροβάτια τους για να κοιμηθούνε, έπεσε κι η κυρα-Αγγέλω στο δικό της. Τότε άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Όμως έκαμε ατσάλι την καρδιά της.
«Πρέπει να κρατηθώ όρθια στη ζωή», συλλοΐστηκε. «Έχω να παντρέψω την κόρη μου και να μεγαλώσω το γιο μου».
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν μ’ αυτές τις σκέψεις την πήρε γλυκά-πικρά ο ύπνος.
Μ.Α.
.
Πηγή: Νεοχώρι Λευκίμμης Κέρκυρας Το ιστολόγιο του Xωριού μας
https://oikohouse.wordpress.com/
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment