ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ - Γ'.
Κοιτώντας κατά την ανατολή , δοξολογώντας το Θεό γιά τη χαρά που μας δίνει με τον μπόλικο καρπό . Ν' αποσώσουμε , αφέντη , το στρώσιμο κι' απέ σα φτάσουν οι βλάχοι με τα πράματα , να κοιτάξω την ετοιμασία του μεσημεριάτικου . Πάντα κάτου από την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά φρέσκο και δροσερό θάναι το νερό και παραδίπλα το παγούρι με το τσίπουρο . Οι βλάχοι το τραβάνε το τσίπουρο .
Μη δα τόχουνε και στα κονάκια τους , γυναίκα . Εκεί άλλο από μυζήθρα , ξυνόγαλο και χλωροτύρι μη δα κι' έχουνε και τίποτες άλλο . Σαν κατεβαίνουν στα χωριά το ρίχνουν στο πιοτό . Κρασί θάχουμε βέβαια ακόμα στο μεγάλο βαγένι . Να τραβήξουμε καμιά νταμιζάνα , το μεσημέρι , σαν αποσώσουμε τ' αλώνισμα .
Και βέβαια έχουμε , αφέντη . Κι' έτσι πλούσιο θάναι το τραπέζι της τρανής γιορτής . Πίττες και σαλάτες και τυριά καιμεζεκλίκια μπόλικα .
Όσο γιά την πίττα θα την θυμούνται κι' από πέρυσι , γυναίκα , τόσο καλή που βγαίνει από τα χέρια σου . Καλά συρμένο το πέτρο , με το τυρί και το βούτυρο στην κανονική τους αναλογία , ροδοψημένη στη γάστρα . Να τρως και να γλείφεις και τα δάχτυλά σου . Λέω να φωνάξουμε και την ανηψιά μας , τη Λαμπρινή , να μας βοηθήσει σα θ' απλώσει το στάρι και θα γιομίσει το πετράλωνο , καρπό κι' άχυρο .
Θα τα βόλέψουμε μοναχοί μας , Θανάση . Μη χολοσκάς . Μπορεί λιγάκι να μας βοηθήσει στο πρωτογύρισμα . Βάνω σταυρωτά τα πρώτα δεμάτια . " Η ώρα η καλή , αφέντη , κι' ο Χριστός κι' οι άγιοι κοντά μας ".
Αμήν . Τι βλέπω , Διαμάντω . Νάσαι καλά που όλα τα θυμάσαι και τα προσέχεις καθώς ταιριάζει . Έβαλες κιόλας στην ασημένια κούπα τρία κομμάτια μοσχολίβανο να σταυρώσεις τον στρίγερο και τα πρώτα δεμάτια και το μπουκάλι με τον αγιασμό να ρίξεις στο σιτάρι , γιά το καλό .
Όλα πρέπει να γίνουν , αφέντη . Γιά το καλό το δικό μας , γιά τη σοδειά και την πρκοπή μας . Γιά το καλό του χωριού ολάκερου . Του λόγου σου μην απολησμονήσεις το σταυρόχορτο και το μαυρομάνικο το μαχαίρι στο στρίγερο .
Το σταυρόχορτο είναι από χτες κομμένο , γυναίκα . Να του βάλω μιά άσπρη κλωστή κι' απέ θα το στήσω στην κορφή του στρίγερου . Παραδίπλα καρφωτό το μαυρομάνικο μαχαίρι με την ολοκέντητη λαβή , ν' αποδιώχνει το κακό το μάτι απ' τη χαρά τ' αλωνιού . Όπου νάναι θα φανεί κι' ο Λιαροκάπης με το Ντορή και το Μούρκο . Μονάχα του λόγου του απόμεινε να φοράει τη φουστανέλλα από το βλάχικο συνάφι που κατεβαίνει στο χωριό γιά τ' αλώνισμα . Οι άλλοι του συναφιού φοράνε μονάχα τη φέρμελη , το γιλέκο και τη μακρυά τη μπουραζάνα , ίδια φουσκωμένη βράκα . Ο Λιαροκάπης όμως δεν αποχωρίζεται τη φουστανέλλα κι' έτσι καθώς τρέχει από κοντά στ' άλογα κι' ανεμίζει στο αλαφρό τ' αεράκι , νοιώθεις την ομορφάδα και τη λεβεντιά της φορεσιάς που μοσχοβολάει παλληκαριά . Άργεψε λιγάκι να φανεί , μα πρέπει ξημερώματα να βοσκήσει λιγάκι στο τρανό λειβάδι και τ' άλογα . Λιγάκι , καθώς λέει κι' ο ίδιος . Μη βαρύνουν πολύ και δεν έχουν την αλαφράδα να πετάνε πάνω στο χρυσάφι τ' αλωνιού . Σκέψου , γυναίκα , . Τόσο χρυσάφι απλωμένο μπροστά μας . Πόσος κόπος χρειάστηκε να γίνει δεμάτι και καρπός . Σπαρμουδιά , βοτάνισμα , θέρισμα , κουβάλημα , θυμώνιασμα . Και τώρα το πανηγύρι τ' αλωνιού . Ο μεγάλος κόπος γίνεται τραγούδι και τ' όνειρο που το θερμαίναμε τόσο καιρό στην καρδιά μας , γίνεται καρπός , η χαρά κι' η ομορφιά της ζωής μας .
Έτσι είναι αφέντη . Προσμένοντας και δουλεύοντας με την πίστη στην καρδιά , τ' όνειρο παίρνει το δρόμο του . Γίνεται από πράσινο χορτάρι , χρυσάφι και καρπός . Ευλογημένο τ' όνομα του Θεού , που μας αξίωσε και φέτος πάλι την ίδια χαρά να δοκιμάσουμε ! Χρόνια τώρα λαχταράμε τούτη την ώρα . Φοβόμαστε μην ανοχέψει το χωράφι . Από κοντά μην του λείψει η έγνοια κι' η φροντίδα μας . Με τη λαχτάρα μη δεν έχει στην ώρα του τη βροχή γιά να μεστώσει ο καρπός . Μην το κάψει ο λίβας . Κι' όμως όλα γίνονται κάθε φορά , τόσο καλά , με την βοήθεια του Παντοδύναμου . Ακούω τραγούδια από το Μεγάλο Διάσελο . Του λόγου σου , που γνωρίζεις καλύτερα τη φωνή του Λιαροκάπη , γιά αφουγκράσου , μην έρχεται να συνταρχίσουμε περσότερο και των δεματιών το στρώσιμο , μην έρθει κι άστρωτο τ' αλώνι τόβρει .
Τι όμορφο και περήφανο τραγούδι ! Του λόγου του είναι . Δε φαίνεται , γιατί τα πυκνά τα ελάτια κρύβουν βαλμά κι' άλογα . Είναι βέβαια κάμποσος δρόμος ως εδώ κι' έτσι πούρχεται με το ραχάτι του , τραγουδώντας , θα κάμει ως μισή ώρα πάνου κάτου . Κι' έτσι προλαβαίνουμε , γυναίκα . Όλα θα γίνουν καθώς πρέπει , όμορφα και καλωσυνάτα . Θάρθει και λόγου του , άντρας που τα πέρασε τα πενήντα πέντε κι' όμως έχει την ελαφράδα δωδεκάχρονου παιδιού . Ισιόκορμος , δυνατός , περήφανος . Άνθρωπος με τόσες έγνοιες , πρωτοτσέλιγκας δα τι άλλο . Κι' όμως βαστιέται κι' αντέχει σ' όλα . Στη δουλειά και το τραγούδι . Εκείνος στα διάσελα και τα κοπάδια , εμείς στα χωράφια , τους ποτιστάδες και τα μποστάνια . Ο καθένας στη δουλειά του . Νάναι καλά και λόγου του με γερό μαξούλι από τα πράματά του και λόγου μας με μπόλικο καρπό στ' αμπάρια μας .
Πάντα με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου , αφέντη . Πάντα γιά την προκοπή , γιά τη χαρά και την απαντοχή της ομορφιάς που με τον καρπό τον περίσσιο δένεται . Πάντα με το τραγούδι . Με το χαρακτηριστικό αυτό εθιμογραφικό τρόπο στρώνονταν τα δεμάτια στ' αλώνι . Σε λίγο φτάναν οι βαλμάδες κι' άρχιζε τ' αλώνισμα . Με τις ευχές : " Η ώρα η καλή " και " Καλά μπιρικέτια " βάζαν τ' άλογα στ' αλώνι , ενώ ο ήλιος που πύρωνε , βοηθούσε να λιώσουν γρήγορα τα δεμάτια και τα χειρόβολα . Οι αλωναραίοι , αν ήταν δυό , άλλαζαν κάθε τόσο γιά να παίρνουν μιά ανάσα στον ίσκιο των δέντρων που βρίσκονταν εκεί κοντά , πίνοντας κι' από κανένα τσίπουρο . ως το μεσημέρι το στάρι τσακίζονταν κι' ήταν γιά γύρισμα . Γύριζαν τότε το σιτάρι κι' ύστερα κάθονταν , σταυροπόδι η σε κα΄μιά ξύλινη τάβλα , και τόριχναν στο φαγοπότι . Το μεσημεριάτικο αυτό φαγητό είχε πραγματικά τη μορφή μικρού πανηγυριού . Κύριο φαγητό η κολοκυθόπιττα , με τυρί και αρκετό φρέσκο βούτυρο . Από κοντά οι σαλάτες , με τυρί και μπόλικα φρούτα . Καινούργια δουλειά σαν τέλειωναν το φαγητό . Ύστερα το μάζεμα του καρπού και του άχυρου και τελευταία το ξανέμισμα η λίχνισμα , κυρίως το βράδυ που ο άνεμος βοηθούσε σε τούτο περίσσια . Έτσι ολοκληρώνονταν το αλώνισμα του σιταριού , σε μιά ιδιαίτερα γραφική ατμόσφαιρα , όπου η λαχτάρα τηξς καρδιάς έπαιρνε τη λάμψη και την ομορφιά του φυσικού χώρου σ' ένα παράλληλο συνδυασμό του έθιμου του παλιού καλού καιρού .
Έτσι λοιπόν , είδε , θμόταν και κατέγραψε το αλώνισμα , με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο , στα χωριά της Ρούμελης , ο αξέχαστος φίλος του Λιδορικιού , λογοτέχνης και δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος , απ' το Μαραθιά Ευρυτανίας .
Γιά τεχνικούς λόγους , θα δώσουμε ξεχωριστά μερικές ακόμα σχετικές φωτογραφίες , απ' το αλώνισμα , το λίχνισμα , έτσι γιά νάχετυε μιά εικόνα αυτού του μικρού πανηγυριού , όπως έγραφε κι' ο αείμνηστος , αγαπημένος φίλος Δημήτρης .
Καλό σας βράδυ .....Κ.-
No comments:
Post a Comment