7.1.09

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ : ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ .

    Κοινώς ...Γενάρης. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του θεού των Ρωμαίων Ιανού, ο οποίος θεωρούταν προστάτης των πρώτων αρχών και αιτίων.

    Η καθιέρωση του ως πρώτου μήνα του έτους έγινε το 450 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Για τους αρχαίους Έλληνες η πρώτη του έτους ήταν η  21η Ιουνίου. Οι Βυζαντινοί ακολούθησαν τους Ρωμαίους στο ζήτημα του ημερολογίου και έτσι καθιέρωσαν τον Ιανουάριο ως πρώτο μήνα, πράγμα που  διατηρήθηκε και στο Ιουλιανό ημερολόγιο και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
     Ο λαός μας έχει διάφορες ονομασίες για τον Ιανουάριο. Ο Γενάρης είναι & Γεννολοητής, παρετυμολογικά, γιατί τότε γεννοβολούν τα κοπάδια, Γατομήνας, επειδή σ' αυτόν ζευγαρώνουν οι γάτες & Μεσοχείμωνος, γιατί είναι ο μεσαίος από τους 3 μήνες του χειμώνα. Ακόμα Κρυαρίτης (στη Μάνη) για το τσουχτερό του κρύο, αλλά & Γελαστός για τις Αλκυονίδες ημέρες του. Κλαδευτής & Καλεντέρης (Πόντος - Καππαδοκία) από τα Κάλαντα (Καλένδες) της αρχιχρονιάς. Τέλος είναι Τρανός, Πρωτάρης, Μεγάλος μήνας ή Μεγαλομηνάς, γιατί είναι ο 1ος μήνας του έτους με 31 ημέρες, αντίθετα με τον Κουτσό, τον Κουτσοφλέβαρο που ακολουθεί.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
     Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
     Μεταφέρουν κοπριά στα κτήματα.
     Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
     Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
     Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν  
     Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
     Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά κ.λ.π.), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
     Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
     Κλάδεμα ελαιόδεντρων.
     Επισκευή & βάψιμο κυψελών.
     Αρχίζει το άρμεγμα των προβάτων .
     Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν & έραβαν.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
ΠΟΔΑΡΙΚΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Σε μερικά μέρη της πατρίδας μας παίρνει μορφή πραγματικής μαγικοδεισιδαιμονικής τελετουργίας. Προσέχουν (-ουμε) να συναντήσουν ή να δεχτούν πρώτο στο σπίτι τους πρόσωπο που θα τους φέρει καλοτυχία, για εκείνη την ημέρα αλλά και για όλο το έτος κυρίως. Σε μερικούς τόπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την καλοχρονιά, το ποδαρικό το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί. Η είσοδός του μάλιστα συνοδεύεται με ορισμένες πράξεις ή ευχές. Στην Αμοργό το ποδαρικό το κάνει κάποιο μέλος της οικογένειας, καθώς γυρίζει από την εκκλησία μ' ένα εικονισματάκι στο χέρι. Μπαίνει 2 βήματα στο σπίτι λέγοντας: «μέσα καλό!». Γυρίζει πάλι 2-3 βήματα πίσω και ξαναλέγει: «κι όξω κακό». Το κάνει αυτό 3 φορές. Τέλος, λέγοντας «μέσα καλό!» πετά ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο σπίτι. Τα σπυριά του ροδιού που σκορπίζονται ολόγυρα, συμβολίζουν την αφθονία και την ευτυχία του σπιτιού. Κατόπιν τρώνε μια δαχτυλιά μέλι όλοι, για να είναι γλυκιά η ζωή τους όλο το χρόνο… Στην Αράχοβα μαζί με το ρόδι κρατούν κι ένα λιθάρι που το «εξοστρακίζουν» αποβραδίς, το αφήνουν δηλαδή τη νύκτα κάτω από τα άστρα. «Σαν το λιθάρι γεροί και σαν το ρόιδι γεμάτοι», φωνάζουν πετώντας τα.
«ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ». Ήταν ένα νερό, που το έπαιρναν ιεροτελεστικά από την πηγή (κρυφά & πρωί-πρωί, αφήνοντας εκεί ένα κομμάτι απ' τη βασιλόπιτα, που την είχαν αλείψει με βούτυρο & μέλι, για να 'ναι το σπίτι τους γλυκό και ειρηνικό όλο το χρόνο), με απόλυτη σιωπή (δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανέναν, μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι τους) & μ' αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους οι σπιτικοί & ράντιζαν τους χώρους, με την ενδόμυχη ευχή «όπως τρέχει το νερό, έτσι να τρέχουν και τα καλά στο σπίτι». Αν μιλούσαν σε κάποιον, πριν γυρίσουν στο σπίτι, το «αμίλητο νερό» έχανε τις μαγικές του ικανότητες.                                 
ΑΓΡΙΟΚΡΕΜΜΥΔΟ ή ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΙΤΣΑ (ΣΚΙΛΛΗ Η ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΑ). Έφερναν & φέρνουν στο σπίτι για την Πρωτοχρονιά το βολβοφόρο φυτό για καλοτυχία. Την κρεμούν στις εξώπορτες των σπιτιών, «…κατά του βασκάνου οφθαλμού»
ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ. Σύμβολο της Πρωτοχρονιάς. Είναι παρούσα σ' όλα τα σπίτια, σε χωριά & πόλεις. Το έθιμο θέλει να κόβεται και να μοιράζεται τελετουργικά (σταυρώνεται με το μαχαίρι, απ' τον νοικοκύρη του σπιτιού, χαράσσεται στα 4 & αποδίδεται το 1ο κομμάτι στο Χριστό, το 2ο στον Αγ. Βασίλη, το 3ο στο σπίτι και το υπόλοιπο στα μέλη της οικογένειας) και το νόμισμα ή το όποιο άλλο σημάδι κρύβεται σ' αυτή, θα δείξει τον ευνοούμενο της, για τη νέα χρονιά.
                Η παράδοση λέει: Όταν ο Αγ. Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισαρεία, ο τότε Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε μα σκληρές διαθέσεις να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι φοβισμένοι ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους. «Σας προτρέπω ευθύς, τους είπε εκείνος, να μου φέρει έκαστος ό,τι πολύτιμο αντικείμενο έχει. Μάζεψαν πολλά δώρα και βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους οι κάτοικοι της Καισαρείας να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου, που ο Έπαρχος καταπραΰνθηκε, χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα. Γύρισαν πίσω χαρούμενοι, κι ο Αγ. Βασίλειος θέλησε να τους ξαναδώσει τα πολύτιμα αντικείμενα. Ο χωρισμός όμως ήταν δύσκολος, γιατί πολλοί είχαν προσφέρει όμοια αντικείμενα, όπως δαχτυλίδια, νομίσματα κ.ά. Ο Βασίλειος τότε σκέφτηκε ένα θαυμάσιο τρόπο. Διέταξε να κατασκευαστούν το βράδυ του Σαββάτου «πλακούντια» (δηλ. μικρές πίτες) και μέσα στο καθένα έβαλε από ένα αντικείμενο και την επόμενη ημέρα έδωσε από ένα σε κάθε χριστιανό. Τι θαύμα!  Μέσα στο πλακούντιό του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει! Από τότε στη γιορτή του Αγ. Βασιλείου κάνουμε κι εμείς πίτες και βάζουμε μέσα νομίσματα. 
                Το νόμισμα έχει το καθορισμένο συμβολισμό του για μας τους ορθοδόξους. Το ασημένιο ή χρυσό χρώμα του θεωρείται ότι είναι κατά της βασκανίας, το ψωμί είναι η γονική δύναμη για τα κτήματα του σπιτιού, ο δε σταυρός αντιπροσωπεύει την θεϊκή προστασία.
«ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ»: Βαθιά ήταν και η πανάρχαια πίστη στη δύναμη της φωτιάς να εξαγνίζει αλλά και να αποτρέπει το κακό. Έτσι στα χωριά φρόντιζαν να καίει όλο το Δωδεκαήμερο ένα κούτσουρο στο τζάκι («Δωδεκαμερίτης», «Χριστόξυλο» κ.ά.) & μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο, για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη. Ξημερώματα παραμονής Θεοφανίων ράντιζαν με τη στάχτη του το σπίτι και την περιοχή του, τρέποντας σε φυγή κάθε πονηρό δαιμόνιο.
ΟΙ ΔΩΔΕΚΑΜΕΡΙΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ: Οι μεταμφιέσεις αυτές γίνονται το Δωδεκαήμερο, δηλ. τις ημέρες από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, κυρίως στη Β. Ελλάδα. «Ρουγκατσιάρηδες» στο Σουφλί, «Ρογκατσάρια» & «Λουκατσάρια» στα Γρεβενά και στην Ελασσόνα, «Ρουγκατσάρια» στην Καστοριά, «Μπουμπουσάρια» στη Σιάτιστα, «Μωμόγεροι» στον Πόντο, «Μπαμπούγεροι» στη Καλή Βρύση Δράμας, «Γκαμήλες» στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού, «Ντυλίγαροι», «Κουντουνάδες», «Αράπηδες» στη Δράμα κ.ά.
                Μ' αυτά τα ονόματα είναι γνωστές οι ομάδες μεταμφιεσμένων, που τριγυρίζουν το χωριό λέγοντας τα κάλαντα και μοιράζοντας ευχές. Ντυμένοι αλλού με ακατέργαστα δέρματα ζώων, αλλού με μακριές μαύρες κάπες & υψικόρυφες κωνικές προσωπίδες-κεφαλοστολές από δέρμα κατσίκας, είναι ζωσμένοι συνήθως βαριά κουδούνια, για να διώχνουν το κακό από το χωριό.
                Στο χωριό Νικήσιανη (ν. Καβάλας), οι κάτοικοι μεταμφιέζονται την ημέρα της γιορτής του Αγ. Ιωάννου (7/1), σε ΑΡΑΠΗΔΕΣ. Στο πρόσωπο φορούν μάσκα από δέρμα μαύρου τράγου, πολύ ψηλή, γεμισμένη με φύλλα καλαμποκιού για να στέκεται όρθια. Οι Αράπηδες που ονομάζονται έτσι από τα μαύρα πανωφόρια τους, φορούν μάλλινο άσπρο παντελόνι, το «μπινιβράκι» όπως το λένε, και τυλίγουν τα πόδια τους από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο με υφαντό μάλλινο ύφασμα, σχηματίζοντας έτσι τα «καλτσούνια». Στα πόδια φορούν «γουρουνοτσάρουχα» που τα δένουν με δερμάτινα λουριά και τα τυλίγουν σφιχτά γύρω από τα καλτσούνια. Φορούν ακόμα μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με μανίκια κι από πάνω της βάζουν μια πολύ χοντρή και μακριά μαύρη τσοπάνικη κάπα, φτιαγμένη από μαλλί προβατίνας. Στην πλάτη τους, κάτω από την κάπα, βάζουν πολλά φύλλα από καλαμπόκι, για να σχηματίσουν την καμπούρα τους. Στη μέση τους δένουν μ' ένα χοντρό σχοινί 4 κουδούνια και στο χέρι κρατούν ένα μεγάλο ξύλινο μαχαίρι.
                Οι Αράπηδες μαζεύονται παρέες-παρέες και γυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Χορεύουν, κουνούν τα ξύλινα μαχαίρια τους και βροντούν δυνατά τα κουδούνια τους. Απ' όπου περάσουν τους κερνούν τσίπουρο και κρασί. Συνήθως σε κάθε ομάδα μπαίνει αρχηγός ένας φουστανελάς. Αρκετές φορές, καθώς προχωρούν, αφήνουν κάτω τα ξύλινα μαχαίρια τους και αρχίζουν να χοροπηδούν γύρω-γύρω. Ύστερα 2 απ' αυτούς μονομαχούν με τα μαχαίρια τους και ξαφνικά ο ένας πέφτει κάτω, τάχα ότι σκοτώθηκε. Τότε οι άλλοι χορεύουν γύρω του και σε λίγο αυτός ζωντανεύει και σηκώνεται ξανά. Το ζωντάνεμα αυτό συμβολίζει το ξανάνιωμα της φύσης. Οι Αράπηδες αφού γυρίσουν πολλές φορές στους δρόμους του χωριού, στο τέλος πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία και χορεύουν, καθώς τα όργανα παίζουν. Γύρω είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
                Στον Πόντο έχουμε τους ΜΩΜΟΓΕΡΟΥΣ. Μεταμφιέζονται την παραμονή των Χριστουγέννων και γυρνάνε στα σπίτια κάνοντας αστεία και παίζοντας τον Αλή. Ένας μεταμφιεσμένος γίνεται Αλής και αρπάζει μια κοπέλα. Το μαθαίνει ο πατέρας της και τον σκοτώνει. Μετανιώνει όμως και καλεί ένα γιατρό που με ένα βοτάνι ανασταίνει τον Αλή. Στο τέλος ο Αλής και η κοπέλα παντρεύονται κι όλοι τραγουδούν και χορεύουν.
Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΜΗΣ ή ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΩΣ.

   Γινόταν σε χωριά της Ανατολικής & Βόρειας Θράκης. Είναι γιορτή και συμπόσιο γυναικών, αλλά σ' αυτή συμμετέχουν μόνο γυναίκες που «τεκνώνουν». Το τιμώμενο πρόσωπο δεν είναι κάποιος άγιος, αλλά η μαμή του χωριού. Η γιορτή απέβλεπε σε γονιμότητα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ημέρες μας με τη «Γυναικοκρατία», που διαδραματίζεται στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου.

ΓΙΟΡΤΕΣ:


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ (1/1).

   Αρχή του νέου έτους & γιορτή του Αγ. Βασιλείου.
Ο Άγιος Βασίλης υπήρξε από τις μεγαλύτερες μορφές της εκκλησίας μας, τόσο για το χαρακτήρα του όσο και για τη μόρφωσή του. Η φιλανθρωπία του παρέμεινε θρυλική. Μοίρασε όλη του την περιουσία στους φτωχούς, έφτιαξε στην Καισαρεία πτωχοκομείο και πέθανε μόλις 48 ετών από τις στερήσεις της ασκητικής ζωής. Την κηδεία του παρακολούθησαν χιλιάδες κόσμου και στο συνωστισμό που δημιουργήθηκε πολλά άτομα έχασαν τη ζωή τους. Τέτοια ήταν η λατρεία και ο θαυμασμός που του είχε ο κόσμος που πολλοί τον μιμούνταν.
   Οι αγιογράφοι τον απεικονίζουν με ψαρά σγουρά μαλλιά, πολύ μακριά και με μυτερή γενειάδα. Στην Ελλάδα πίστευαν πως αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζοπόρος με το ραβδί στο χέρι και περνούσε από διάφορους τόπους, «μοιράζοντας» τύχη και την ευλογία του.


ΘΕΟΦΑΝΙΑ Ή ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ Ή ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6/1).

   Η ανανέωση του κόσμου άρχιζε από την ανανέωση των υδάτων-πρακτικά με την εκκένωση των αγγείων με νερό την παραμονή των Θεοφανίων, συμβολικά με τον αγιασμό των υδάτων με την κατάδυση του σταυρού στο νερό. Αυτός που έβρισκε το σταυρό, ήταν ο τιμημένος του χωριού και το περιέφερε στα σπίτια για προσκύνημα & για χρηματικές προσφορές. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έλεγαν «κουμπάρο» ή «νουνό», στον Πόντο «δεξάμενο».
                Τα Θεοφάνια επαναλαμβάνεται η βάπτιση του Χριστού. Τα περιστέρια γίνονται το πνεύμα του Θεού. Ο σταυρός που πέφτει στο νερό είναι ο ίδιος ο Χριστός & ο ήρωας της ημέρας γίνεται «νονός» του Χριστού, αφού η παράδοση θέλει ο κάθε βαφτισμένος να έχει και τον ανάδοχό του.
                Όλοι οι λαοί του ορθόδοξου κόσμου απέδιδαν μεγάλη δύναμη στο αγιασμένο, ανανεωμένο νερό. Έπλεναν στη θάλασσα τις εικόνες του σπιτιού και της εκκλησίας, οι γεωργοί «ανανέωναν» μ' αυτό τα εργαλεία τους. Το νερό του μεγάλου αγιασμού το έφερναν στο σπίτι κι έπιναν όλοι απ' αυτό, ράντιζαν μ' ένα κλαδί ελιάς ή βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού, τους στάβλους, τα ζώα, τα δέντρα και τα άλλα φυτά για να καρποφορήσουν και να μην αρρωσταίνουν, τα χωράφια και τα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από ασθένειες, ακόμα και τα βαρέλια του κρασιού. Τον αγιασμό τον θεωρούσαν πανάκεια, πίστευαν ότι μπορεί να θεραπεύσει τη θερμασιά και την ελονοσία, τον φύλαγαν στο εικονοστάσι όλο τον χρόνο & τον χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν διάφορες ασθένειες.
ΟΙ 3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ (30/1). Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Προστάτες της παιδείας & των γραμμάτων.


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:


«Ως του Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».

«Στις δεκαεφτά του Γεναριού, είναι κερά του Αγ' Αντωνιού. Τότε κερά μαντόνα είναι η φούρια του χειμώνα».

«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα, μέρα μοιάζει».

«Ο Γενάρης δεν γεννά, μήτε αβγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά».
             

  «Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται».
              

«Του Γεναριού η καλοκαιριά, ούλα τα δέντρα τα γελά».

«Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».


«Αν δεν ποτίσεις τον Γενάρη, άλλο Γενάρη να καρτεράς».
 

«Τον Γενάρη κι αν δεν βρέξει, δεν ξινίζουν τα τυριά».

«Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ναι τον Αλωνάρη».

«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».

«Κόψε, κλάδεψε Γενάρη, να γεμίσει το κελάρι».

«Χιόνισ' έβρεξε ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ' αλέθουν».

No comments: