Ο αγαπημένος μας φίλος Βασίλης Παπανικολάου σε νεαρή ηλικία
Αρχελιο Δημ. Κατσένιου
Καλησπέρα Λιδορικιώτες και ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΆ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΉ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ αλλά και για τη γιορτή της ..” τραχανόπιτας “ που γιορτάζουν κάποιοι στο..χωριό μας , ας είναι καλά και..περαστικά τους !!!
ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΗΜΕΡΑ 16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2014
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
μ. Χ.
963
Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας και θα παραμείνει στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έως τις 10 Δεκεμβρίου 969. Ο Βασίλειος Β' και ο Κωνσταντίνος Η' παραμένουν συναυτοκρότορες.
1916
Οι στρατιωτικές μονάδες της περιοχής της Θεσσαλονίκης παύουν να αναγνωρίζουν την κυβέρνηση των Αθηνών, συνιστούν την Επιτροπή Εθνικής Αμύνης και αποφασίζουν να πάρουν μέρος στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ.
1936
Τελετή λήξης των 11ων Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο. Αθλητής των αγώνων αναδεικνύεται ο Τζέσε Όουενς, που κερδίζει τέσσερα χρυσά μετάλλια. Η Ελλάδα έμεινε χωρίς μετάλλιο.
1936
Βιβλία με «ανθελληνικό» περιεχόμενο καίγονται σε κεντρικές πλατείες ελληνικών πόλεων από ανθρώπους της δικτατορίας Μεταξά. Ανάμεσά τους, βιβλία των Γκαίτε, Σω, Φρόιντ, Τολστόι.
1960
Επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόεδρος αναλαμβάνει ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, με αντιπρόεδρο τον τουρκοκύπριο Κιουτσούκ.
1969
Ο γιατρός Βασίλης Τσιρώνης καταλαμβάνει αεροπλάνο της Ολυμπιακής, που εκτελεί το δρομολόγιο Αθήνα - Αγρίνιο - Ιωάννινα με 28 επιβαίνοντες και το οδηγεί στα Τίρανα της Αλβανίας, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να εκφράσει την διαμαρτυρία του για το δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδας.
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
1888
Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, άγγλος στρατιωτικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας, γνωστότερος ως «Λόρενς της Αραβίας». Ηγήθηκε της εξέγερσης των Αράβων εναντίον των Οθωμανών. (Θαν. 19/5/1935)
1920
Τσαρλς Μπουκόβσκι, αμερικανός συγγραφέας. (Θαν. 9/3/1994)
1958
Μαντόνα (Λουίζ Βερόνικα Τσικόνε), ιταλικής καταγωγής αμερικανίδα ντίβα της ποπ και ηθοποιός.
ΘΑΝΑΤΟΙ
1971
Σπύρος Σκούρας, μεγαλοπαράγων του Χόλιγουντ, πρόεδρος της 20th Century - Fox από το 1942 έως το 1962. (Γεν. 28/3/1893)
1977
Έλβις Πρίσλεϊ, αμερικανός τραγουδιστής, ο «βασιλιάς» του rock 'n' roll. (Γεν. 8/1/1935)
2005
Βίκυ Μοσχολιού, λαϊκή τραγουδίστρια. (Γεν. 17/5/1943)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/1608#ixzz3AZUI6qjp
Τόμας Έντουαρντ Λόρενς
1888 – 1935
Άγγλος στρατιωτικός, αρχαιολόγος και συγγραφέας. Πολλοί Άραβες τον θεωρούν λαϊκό ήρωα για τους αγώνες του υπέρ της απελευθέρωσης των Αράβων από τον οθωμανικό και τον ευρωπαϊκό ζυγό. Αλλά και πολλοί Βρετανοί τον συγκαταλέγουν μεταξύ των μεγαλύτερων ηρώων της χώρας τους.
Ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (Thomas Edward Lawrence) -γνωστότερος ως Λόρενς της Αραβίας - γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1888 στο Τρίμεντοκ της βόρειας Ουαλίας. Από παιδί, ακόμα, τον είχε «κερδίσει» η αρχαιολογία. Αποφοίτησε αριστούχος από το Jesus College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στη μεσαιωνική αγγειοπλαστική, τις οποίες όμως εγκατέλειψε όταν του προτάθηκε να εργαστεί σε κάποιες βρετανικές αρχαιολογικές ανασκαφές στη Μέση Ανατολή. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους Άραβες, την κουλτούρα και τη γλώσσα τους, συλλέγοντας εμπειρίες που αργότερα αποδείχθηκαν ανεκτίμητες.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, ο Λόρενς στρατολογήθηκε ως στρατιωτικός σύνδεσμος μεταξύ των βρετανικών και των αραβικών δυνάμεων στο Κάιρο. Δύο χρόνια αργότερα, οι Άραβες επαναστάτησαν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι ο Λόρενς στάλθηκε στη Μέκκα. Η αποστολή του ήταν να κατασκοπεύσει τον άτακτο στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών, αλλά γοητεύτηκε από το πνεύμα της ερήμου, ένωσε τους Άραβες σε τακτικό στρατό και τους οδήγησε σε νικηφόρες μάχες εναντίον των Τούρκων. Τις εμπειρίες του από την Αραβική Επανάσταση τις κατέγραψε στα κλασσικά βιβλία του «Επτά στύλοι της σοφίας: Ένας θρίαμβος» (εκδόσεις Εστία) και «Ανταρτοπόλεμος στην έρημο» (εκδόσεις Άγρα).
Μετά τον πόλεμο, εργάσθηκε στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και το 1919 συμμετείχε στη Διάσκεψη των Παρισίων για την ειρήνη, όπου υποστήριξε ενθέρμως την ιδέα της αραβικής ανεξαρτησίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, η Συρία, η Παλαιστίνη και το Ιράκ παρέμειναν κάτω από την κυριαρχία της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Το 1921 διορίστηκε σύμβουλος του Ουίστον Τσόρτσιλ στο Υπουργείο Αποικιών, θέση από την οποία παραιτήθηκε ένα χρόνο αργότερα για να καταταγεί στη βρετανική πολεμική αεροπορία. Προκειμένου να διατηρήσει την ανωνυμία του, χρησιμοποίησε ψεύτικο όνομα (Τόμας Έντουαρντ Ρος), κάτι που ανακάλυψαν οι εφημερίδες και αποπέμφθηκε. Κατάφερε να επανέλθει, με τη βοήθεια ενός υψηλόβαθμου φίλου του, τον Αύγουστο του 1925, με το όνομα Τόμας Έντουαρντ Σόου.
Από τη RAF αποχώρησε το Μάρτιο του 1935 και αποσύρθηκε στο αγρόκτημά του στο Ντόρσετ της Αγγλίας. Δύο μήνες αργότερα είχε ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του και υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Πέθανε στις 19 Μαΐου 1935.
Βίκυ Μοσχολιού
1943 – 2005
Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω. Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.
Για να βοηθήσει την οικογένεια της, δεκατριάχρονο κοριτσάκι ακόμα, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα. Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει ένα τραγούδι στο στόμα. Οι αυστηρών αρχών γονείς της, όμως, δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα. Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην Τριάνα του Χειλά.
Εκεί, δύο χρόνια μετά, την ακούει τυχαία ο Σταύρος Ξαρχάκος που αναζητά εκείνη την περίοδο μια νέα φωνή για να ερμηνεύσει το θρυλικό πλέον τραγούδι Χάθηκε το φεγγάρι στην ταινία Λόλα, με το Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη. Είναι η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, καθώς ακολουθούν αμέτρητες συνεργασίες, σχεδόν με όλους τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Τα τρένα που φύγαν, Τα δειλινά, Οι μετανάστες, Τα αρχοντορεμπέτικα είναι μερικές μόνο επιτυχίες από το πλούσιο ρεπερτόριό της, που ξεκινά από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, γιατί η σπουδαία, ιδιαίτερη δωρική φωνή της με τη χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες δεν χώρεσε ποτέ ταμπέλες.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Βίκυ Μοσχολιού αρχίζει συναυλίες με το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γρηγόρη Μπιθικώτση σ' όλη την Ελλάδα, ενώ το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο.
Το 1972 είναι η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια που εγκαταλείπει τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και τα υψηλά νυχτοκάματα για να κατέβει στην πλάκα, αρχικά στο Ζουμ και μετά στο Ζυγό, δημιουργώντας ένα εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης, με άλλο ήθος και ύφος. Έξι συνεχείς σεζόν η Μοσχολιού τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της, όπως το Έτσι είναι η ζωή, Μια βραδιά στη Λάρισα, Μεσόγειος, Η Ρόζα η ναζιάρα, Άνθρωποι Μονάχοι.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Βίκυ Μοσχολιού εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού. Γιατί με τη σεμνότητα και την απλότητα που την διακατείχε ελάχιστες φορές μιλούσε για τους θριάμβους της.
Την ίδια διακριτικότητα επέδειξε και στην προσωπική της ζωή, κρατώντας την πάντα μακριά από το φως της δημοσιότητας κι ας οργίαζε ο κοσμικός τύπος της εποχής για το φλογερό της ειδύλλιο με τον μετέπειτα σύζυγό της, για 18 ολόκληρα χρόνια, τον θρύλο των γηπέδων, Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.
Η Βίκυ Μοσχολιού πέθανε, χ
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/145#ixzz3AZUhyvzA
ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΞΕΧΑΣΤΗΣ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ
https://www.youtube.com/watch?v=yAPn_aXaJsI
Απόλαυσις στη Γειτονιά
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ σε δύο συνέχειες, στις 15 και 16 Αυγούστου 1900. Σάτιρα και δράμα μαζί, μοναδικό στο είδος του, γιατί του λείπει ολότελα η αφήγηση και όλη η ιστορία εξελίσσεται μεσ’ από το κουτσομπολιό των γυναικών μιας γειτονιάς της Αθήνας για ένα νεαρό άνδρα, που αυτοκτόνησε από έρωτα.
- Ετελείωσε;... αλήθεια;
- Tώρα ξεψύχησε.
- Και τον εμεταλάβανε;
- Θα τον θάψουν με παπάδες;
- Έζησε ως δεκαπέντε ώρες.
Από παράθυρον εις αυλόπορταν, από εξώστην εις δώμα, από χαμόγειον εις ανώγειον, επετούσαν το πρωί οι πτερόεντες αυτοί διάλογοι μεταξύ των γειτονισσών. Και μεγάλη περιέργεια εφέρετο ελαφρά εις τον αέρα.
- Η άμοιρη η μάννα! κλαίει και δέρνεται.
- Ο πατέρας, ο έρμος, λείπει.
- Και δεν του ντελεγραφούνε νάρθη;
- Είπαν πως του ντελεγραφήσανε.
- Που βρίσκεται;
- Στη Λειβαδιά, μούπαν, ή στο Λιδωρίκι.
- Στα Σάλωνα, όχι στην Λειβαδιά!
- Στην Σαντορίνη, όχι στα Σάλωνα!
- Η δόλια η μαννούλα τα τραβά όλα.
- Και δε λυπήθηκε τα νιάτα του;... Δεκαοχτώ χρονών παιδί, ακούς εσύ!
- Και τι μορφόπαιδο! τι σεμνό και συλλογισμένο περπατούσε!
- Ακόμα δεν ίδρωνε το μουστάκι του! Κι έκαμε τη ζωή του χαλάλι!
- Στην κοιλιά είχε χτυπηθή;
- Στο στομάχι, παραπάνω, στο στήθος, κοντά στο βυζί.
- Στο υπογάστριο, όχι στο στήθος!
- Με μαχαίρι;
- Με μαχαίρι.
- Δεν ήξευρε να χτυπηθή, το ελάχιστο, στο πόδι! είπε η μία.
- Στο σπίτι μέσα μαχαιρώθηκε;
- Απάνω, στο Αστεροσκοπείο.
- Στο Θησείο, καλέ, όχι στο Αστεροσκοπείο!
- Κι έζησε δεκαπέντε ώρες;
- Μάλιστα, από εψές το δειλινό ως τα σήμερα το πρωί.
- Και τι να λιμπιστή; Το επήρε κατάκαρδα, ως τόσο.
- Κείνο το κορίτσι το μελαχροινό!
- Είδες μαύρη που ήταν· μα νόστιμη, αλήθεια.
- Τι είναι; τι είναι; ηρώτησε μία άνιφτη, αχτένιστη, η οποία τώρα ακόμη εξήλθεν από το υπόγειον δωμάτιον, όπου εκατοικούσε.
- Να, ο Μιχαλάκης που σκοτώθηκε.
- Ποιος Μιχαλάκης;
- Κείνο το παιδί της κυρίας Βασιλειάδους, που περνούσε από 'δω.
- Α! ο Μιχαλάκης, της κυρίας Βασιλειάδους; και γιατί σκοτώθηκε;
- Εσύ μονάχα δεν είσ’ από 'δω; Δεν άκουσες τίποτα;
- Όχι, γιατί σκοτώθηκε;
- Θέλεις να σου πω το γιατί; Να, από έρωτα, το καημένο...
- Και ποιαν αγαπούσε;
- Θα τον θάψουν, λέει, με παπάδες; Έδωκε ο Μητροπολίτης την άδεια;
- Να, ο παπα-Γρηγόρης του είπε: δεν σε μεταλαβαίνω αν δεν ξαγορευθής...
- Κι εκείνο τι είπε; Μπόρεσε και μίλησε;
- Κι εκείνο τού είπε: Κανένας δεν φταίγει, παπά μου· εγώ μονάχος μου το έκανα. Εφταξούσιος δεν ήμουν; Εφταξούσιος βέβαια.
- Και τόχε πάρει κατάκαρδα; Λένε πως την αγαπούσε από μικρή.
- Από δώδεκα χρονών την αγαπούσε. Δώδεκα χρονών εκείνος, ένδεκα αυτή.
- Και το φώναζε, το είχε μεγάλο μεράκι. ΄Η θα την πάρω, μητέρα μου, ή θα σκοτωθώ.
- Το είπε και τόκανε.
- Τι αίσθημα!...
- Μα εκείνη δεν τον αγαπούσε; έλαβε καιρόν να ερωτήση η άνιφτη, η τελευταία εξελθούσα από το ισόγειον, προς την αυλόπορταν, όπου ίσταντο δύο ή τρεις γυναίκες, ενώ άλλαι τρεις ή τέσσαρες ανταπεκρίνοντο προς ταύτας υψηλά από μπαλκόνια ή παράθυρα, ως χελιδόνες εις τας φωλεάς των, υπό τα γείσα των στεγών.
- Τι μορφόπαιδο! κρίμα!
- Τώρα, έχει φύγει από τη γειτονιά η μικρή εκείνη.
- Νανία την έλεγαν, θαρρώ, ή πως την έλεγαν; Ανιψιά τής κυρία-Παναγιώτους, που την έχει πάρει ψυχοπαίδα, επειδής είναι άκληρη.
- Α! της κυρία-Παναγιώτους;
- Μαύρη, χλωμή, με μεγάλα μάτια, νόστιμη, συμπαθητικιά. Μάτια που έσφαζαν.
- Να που έσφαξαν ένανε.
- Έχει φύγει από δω απ' το μαχαλά με τη μητέρα της· είναι πεντ’ έξι μέρες.
- Με ποια μητέρα της; με τη θεια της, την ψυχομάννα της.
- Και πού κοντά κάθισαν τώρα.
- Ποιος ξέρει; Στη Νεάπολη, ψηλά επάνω.
- Στο Κολωνάκι, όχι στη Νεάπολη!
- Κι εκείνη δεν τον αγάπαε; ηρώτησεν πάλι η ακτένιστη.
- Εκείνη εκοίταζε πολλούς· είχε αργολάβους. Εκανε αργολαβίες με το μεροκάματο.
- Δεν θα είναι παραπάν’ από δεκάξι χρονών κορίτσι.
- Ως δεκαεφτά θα είναι.
- Δεκαεφτά, δεκαοχτώ, τόσο...
- Θα πάη τάχα να κλάψη στην κάσα του; Θα πάη στον τάφο του να κλάψη;
- Και πότε θα τον θάψουν;
- Θα τον ξενυχτίσουν τάχα; ή σήμερα το δειλινό θα τον παν’;
- Μα ετελείωσε για τα καλά; Είπαν, πως ψυχομαχούσε.
- Ξεψύχησε, καλέ, τον αλλάζουν. Θέλετε να τον ζωντανέψετε πίσω;
- Αχ! η μάννα η άμοιρη!
Αριστερά, εις την πρώτην καμπήν της οδού, εις στενόν δρομίσκον, υπήρχε μικρά κομψή οικία, ανήκουσα εις την οικογένειαν του νέου του αυτοκτονήσαντος.
Η οικογένεια κατώκει εις το ισόγειον.
Ο θάλαμος, όπου είχαν εξαπλωμένον τον νεκρόν, είχε δύο παράθυρα ημιανοικτά προς τον δρόμον.
Έξω, επί του πεζοδρομίου, γύρω εις το παράθυρον, εσχηματίζετο πυκνόν ημικύκλιον από γυναίκας, παιδία του δρόμου, γείτονας και διαβάτας. Ο νεκρός ηπλωμένος επί της κλίνης εις το μέσον, δύο λαμπάδες έκαιον, η μήτηρ εξηκολούθει να κλαίη σπαρακτικώς. Οκτώ ή δέκα πρόσωπα, οικείοι ή συγγενείς, ίσταντο όρθιοι περί την κλίνην. Τέσσαρες ή πέντε γυναίκες εκάθηντο ολόγυρα.
Πας διαβάτης ίστατο έξω διά να ίδη. Αι γυναίκες της γειτονιάς, μη χορταίνουσαι να βλέπουν, εσπόγγιζον διαρκώς τα τόσον εύκολα δάκρυα. Ηκούοντο ψιθυρισμοί·
- Ωχ! Κρίμα στο νέο!
- Δε λυπήθηκε τα νιάτα του!
- Πώς άλλαξε το πρόσωπο του!
- Σαν να κοιμάται είναι!
- Να, τώρα θα μας μιλήση!
- Να μίλαε της μητέρας του, να την παρηγορήση!
- Δεν τον έπαιρνε ξώψυχα!
- Δεν ήξερε να μη χτυπήση δυνατά!
- Δεν το έκανε καλύτερα με ρεβόλβερο, μπορούσε να μην τον έπαιρνε καλά η σφαίρα.
- Δεν έπαιρνε τίποτις από το φαρμακείο να πιή, να του δώσουνε αντιφάρμακο! είπε μία.
- Δεν κατάπινε τίποτα σπίρτα, να του δίνανε γιατρικό να τα ξέρναε! είπεν άλλη.
- Ωχ! Κρίμα ’ς!
- Αχ! η δόλια η μαννούλα!
Επάνω εις μίαν ταράτσαν ίσταντο το πρωί της άλλης ημέρας τρεις νεαραί γυναίκες, τέσσερα ή πέντε κοράσια, ηλικίας μεταξύ πέντε και δέκα ετών και μία γεροντοτέρα. Η ταράτσα έβλεπεν εις τινά γειτονικήν αυλήν, αντίκρυζε δε πλαγιώτερον ολίγον προς την δυτικήν θύραν, την νοτιοδυτικήν γωνίαν και το μικρόν κωδωνοστάσιον του ενοριακού ναού της συνοικίας.
- Να, τον φέρνουνε!
- Είναι κόσμος κάμποσος!
- Να το καπάκι· να τα φανάρια· να κι ο Σταυρός!
- Να κι οι παππάδες!
- Πού είναι η κάσα;
- Ω, λουλούδια και κακό· νά τος, νά τος!
- Πούναι τος, μαμά; πούναι τος;
Και η μικρά κορασίς ανερριχάτο προσκολλώμενη εις τον θριγκόν, κύπτουσα απλήστως, με κίνδυνον να πέση.
- Δε φαίνεται καλά· είναι κόσμος μπροστά... ωχ! δεν μπορούν να σταθούν παράμερα!
- Σταθήτε, καλέ, στην άκρη!...
- Να, τον πάνε μες στην εκκλησιά!...
- Καλά-καλά δεν τον είδαμε.
- Εγώ δεν είδα, μαμά!...
- Θα τον ιδούμε τώρα που θα τον βγάλουν έξω! θα πάρουν τον κάτω δρόμο.
- Στο κάτω νεκροταφείο δεν θα τον παν’ ;
- Μπορεί να τον παν’ και στο απάνω· μα αλλάζουν πάντα το δρόμο...
- Κόσμος που μπαίνει μες στην εκκλησιά!
- Να ο αδελφός του, με δύο φίλους που τον κρατούν μπράτσο.
- Πούναι, μαμά, πούναι;
- Να, τώρα πάει μέσα...
- Πάνε μέσα όλοι· και δεν είδαμε τη μάννα του.
- Πού να ιδείς, τόσος κόσμος!
- Αχ! η δόλια του η μαννούλα!... Πως δε λυπήθηκε τα νιάτα του!...
- Ο πατέρας λείπει, λένε, δεν είν' εδώ.
- Η έρμ' η μάννα τα τραβά όλα!
Ηκούσθη κλάψιμον παιδίου ανερχόμενον από τον θάλαμον δια της θύρας προς την ταράτσαν.
- Ο γυιός σου κλαίει, Σταματούλα!
- Τι να το κάμω; Ζαλίζεται να το σκύβω στην ταράτσα· δεν θα ιδώ τίποτα· ας κλάψη!
Εφάνη κίνησίς τις ανθρώπων περί τας δύο θύρας του ναού, την δυτικήν και την πλαγίαν· άνθρωποι εισήρχοντο δρομαίως ή εξήρχοντο.
- Τι είναι, καλέ; Τ’ είναι;
- Κάτι τρέχει· τι να είναι;
- Μην ήρθε ο πατέρας του σκοτωμένου και τρέχουν έτσι;
- Μα του ντελεγραφήσανε τάχα; Και πρόφταινε νάρθη;
- Μην ελιγοθύμησε η μάννα του;
- Γιατί τρέχει έτσι ο κόσμος;
- Μην έπεσε κανένα παιδί απ' το γυναικίτη; Σα φωνές ακούω, κλάϊματα.
- Απ' το γυναικίτη;
- Η κουμπάρα η Θοδώρα, που πήγε τώρα στην εκκλησιά, δε βαστούσε· ήθελε να ιδή· έγκυος με το παιδί στην αγκαλιά…
- Μην της έπεσε το παιδί απ' τα χέρια, καθώς θα έσκυβε απ' το γυναικίτη;
- Τι λες, καλέ; Πώς σου φάνηκε αυτό;
- Δεν ξέρω κι εγώ τι να πω. Άλλες κάμποσες πηγαίνουν και καβαλικεύουν στα στασίδια, απ' οπίσω απ' τον ψάλτη για να ιδούνε... Μα η κουμπάρα θ' ανέβηκε στο γυναικίτη.
- Ακόμα τρέχουν!... Η μάννα του νεκρού θα λιγοθύμησε... Αυτό θα είναι!
- Ακούστε να σας πω!... μην ήρθε κείνη η αραπίτσα η Νανία, που αγαπούσε ο σκοτωμένος;... Είπαν πως γι' αυτήν σκοτώθηκε.
- Και μην έπεσε απάνω στο νεκρό, αβάσταχτα, τραβώντας τα μαλλιά της!...
- Ποιός να ξέρει!... Νάξερα, θα πήγαινα στην εκκλησιά!...
- Από πού να μάθη κανείς!...
- Νά, ο μπαρμπα-Λιμπέρης!... Ε, μπαρμπα-Λιμπέρη, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Η μικρά κορασίς είδε μεταξύ του πλήθους, έξω του ναού, ένα συγγενή της μητρός της ιστάμενον και ήρχισε να φωνάζει ακράτητα:
- Mπαρμπα-Λιμπέρη! μπαρμπα-Λιμπέρη! E, μπαρμπα-Λιμπέρη!
Αλλ' εκεί όπου ίστατο ο καλούμενος φυσικά υπήρχον πλειότεροι θόρυβοι και η φωνή της παιδίσκης δεν θα έφθανε ν' ακουσθή.
- Μπαρμπα-Λιμπέρη! Λιμπέρη! ε Λιμπέρη! δεν ακούς;... Θείε Λιβέριε! Λιμπέρη! Ε μπαρμπα-Λιμπέρη!
Τον έκραζε δια να έλθη, να τους ειπή τι είχε συμβή εντός του ναού και πόθεν η κίνησις εκείνη, την οποίαν τους εφάνη ότι παρετήρησαν. Αλλά πιθανόν να μη είχε συμβή τίποτε και βέβαιον, ότι ο μπαρμπα-Λιμπέρης δεν θα ήξευρε τίποτε να τους είπη, και αν ακόμη ήκουε τας φωνάς της μικράς ανεψιάς του.
- Μα γιατί δεν ακούει, καλέ; κουφός είναι;
- Να, τώρα τον ανησπάζονται, είπεν η γραία· ησυχάσατε· τώρα θα βγουν· άρχισαν κι ανησπάζονται.
- Πώς το ξέρεις;
Βγαίνουν ένας-ένας απ' την εκκλησιά· ανησπάζονται και βγαίνουν... Τώρα θα τον βγάλουν.
- Θα τον βγάλουν, γιαγιά, γλήγορα;
- Τώρα, σε λιγάκι.
Ηκούσθησαν και πάλιν οι κλαυθμοί του παιδίου, υποκάτωθεν ακριβώς της ταράτσας.
- Σταματούλα, δεν ακούς; το παιδί έσκασε να κλαίη!
- Ας κλάψη· ζαλίζεται να τον σκύβω στην ταράτσα και δε θα ιδώ τίποτε.
- Να, τώρα θα βγουν έξω.
- Μα γιατί άργησαν;
- Αργούν πολύ.
- Αχ! πότε θα βγουν;
- Θα τον ιδούμε, μαμά; θα τον ιδώ κι' εγώ;
- Τώρα θα βγουν.
- Μα πώς αργούν ακόμα;
- Να τώρα πήραν στα χέρια το Σταυρό, τα φανάρια.
- Να, βγαίνουν.
- Να οι παπάδες!
- Να, τώρα θα βγη το λείψανο!
- Πούναι το, μαμά; πούναι το;
- Να!
- Ωχ! μαύρος, μαύρος, που έγινε! απ' τη μαχαιριά τάχα; χύθηκε το αίμα· πώς μαύρισε!
- Εγώ δεν βλέπω, μαμά!... μαμά!
- Να, εκεί· βαστάξου καλά, μη σκύβης.
- Αχ! καημένα νιάτα! κρίμα ’ς! κρίμα ’ς!
- Η άχαρη η μαννούλα του!
- Να την! κείνη η ντελικάτη, η μαυροφόρα· μπαίνει μες στο αμάξι μαζύ με άλλες δύο...
- Πού είναι την, μαμά;...
- Τώρα μπήκε μες στην καρότσα· πάνε!
- Αχ! μαύρη μαννούλα!
- Κρίμα ’ς τα νιάτα του!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
- Θεός σχωρέσ' τονε!
Και το βάσανον του ατυχούς νεκρού έμελλεν οσονούπω να τελειώσει.
Απήλθε, με την ελπίδα να εύρη εις άλλον κόσμον ολιγωτέραν περιέργειαν.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/89#ixzz3AZW7cetU
Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ
Κυριακή
17/8
03:00
19°C
59%
4 Μπφ Δ
24 Km/h
ΚΑΘΑΡΟΣ
09:00
21°C
38%
4 Μπφ Δ
24 Km/h
ΚΑΘΑΡΟΣ
15:00
28°C
30%
ΚΑΘΑΡΟΣ
21:00
22°C
62%
ΚΑΘΑΡΟΣ
Zέστη και σήμερα φίλοι μου , βέβαια κάπως λιγότερη από χθες και απ’ ό.τι λένε οι ειδικοί , από αύριο θα έχουμε κάποια πτώση..μακάρι να είναι ‘ετσι …
Το χωριό μας ..” μάζεψε “ λίγο κόσμο που βέβαια είναι…” μάλλον “ περαστικός , γιατί από Δευτέρα θα…λακίσουν οι περισσότεροι , έτσι γίνεται δυστυχώς κάθε χρόνο , δεν ξέρουμε μόνο , μήπως φέτος παραμείνουν για να παρευρεθούν στην εκδήλωση για τα 70 χρόνια απ’ το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ , ας το..ελπίσουμε…
Επειδή σας..” χρωστάμε “ πολλές φωτογραφίες απ’ το “ γλέντι “ της 24 –7-2014 στο χωριό μας , δημοσιεύουμε απόψε μερικές ακόμα , με την πληροφορία πως όλες οι φωτογραφίες αυτές είναι προσφορά του κ. Γ.Κατσουρίδα , απ’ τη Σκαλούλα , τον ευχαριστιούμε …
Πρωτο..χορεύτρια η Γιούλα Αναγνωστοπούλου , την κρατάει , μάλλον ο σύζυγός της , Μπάμπης Πέτρου , τις κυρίες δεν τις γνωρίζουμε …
Ένας..” βαρύς “ ρεμπέτης …ρίχνει τις ..στροφές του , ενώ τα πιάτα πέφτουν βροχή , ένεκα το…κέφι βλέπεις …
Μια όμορφη κυρία ( άγνωστη ) σέρνει το χορό και την κρατάει η Γιούλα Αναφνωστοπούλου , ακολουθούν Σάκης Αναγνωστόπουλος , Μπάμπης Πέτρου κ.α
Καλό σας βράδυ και ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με αγάπη …Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment